Με μότο τον στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου «Γιατί πρέπει να έχει ο στρατιώτης τα τσιγάρα του», ο Δημήτρης Κοσμόπουλος αρχίζει την εξιστόρηση των παθημάτων της Ελλάδας και των Ελλήνων σε ένα κατεβατό ποιημάτων που μπορεί να χαρακτηριστεί ύμνος, έπαινος και θρήνος, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο.
Η αρίθμηση είναι λατινική και αραβική και τα ποιήματα στο σύνολό τους 49. Ο τρόπος που συμπλέκονται οι αριθμοί πολύπλοκος, κρύβει τα μυστικά του. Πίνακας περιεχομένων δεν υπάρχει. Πολλά από τα ποιήματα φέρουν τίτλο εντός αγκύλης, προσδιοριστικό και διαφοροποιητικό, ίσως προειδοποιητικό και επισημαντικό.
Ο πρώτος στίχος, του πρώτου ποιήματος, πλάγιος, «Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας», σαν μίζα δίνει το έναυσμα για να αφουγκραστεί ο παρακείμενος στο παραγώνι τη γλώσσα της φωτιάς και τη ζωή του την ίδια να του μιλάει με τις φλόγες της.
Η ιστορία είναι μεγάλη, η αφήγηση μακρά, έχει να περάσει ποτάμια και ερημιές, να φέρει στα μάτια μας σκηνές στρατιωτικού άγριου βίου
Λένε βλέπουν τη χλαίνη του μεσ’ απ’ τα κυπαρίσσια
κι αστράφτουν στιλβωμένα τα κουμπιά της
την ώρα την χλωρή, όταν η νύχτα ξεψυχάει
και μένει ένας καπνός στο πέρασμά του
πάχνη της πίκρας πάνω από τη θάλασσα και μόσχος
Σαν να ξανακούμε την παλιά ιστορία έτσι όπως την αφηγούνταν οι παππούδες μας και γονείς μας, ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άσμα ηρωικό και Πένθιμο… και στον «Ύπνο των Γενναίων», ενώ ο καπνός του τσιγάρου από τα «Σέρτικα Λαμίας» φαίνεται σαν να κατάγεται κατευθείαν από τον Γιάννη Ρίτσο, όπου κάποιοι άλλοι «Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα».
Στο δεύτερο ποίημα αλλάζουν τα τσιγάρα, «Με Έθνος εξαιρετικά και Αγρινίου Καρέλια»· άλλος καπνός, αλλά ίδιος καημός. Άλλοι τόποι εμφανίζονται στο ονειρόδραμα της εθνικής συνείδησής του, ας πούμε, πως μέσα στον δημοτικό ρυθμό του και τον δεκαπεντασύλλαβό του συνεχίζει της μοίρας της ελληνικής των παθών την αφήγηση.
Και μέσα από τα πάθη βρίσκει την ευκαιρία ο ποιητής να στρέψει το βλέμμα στον χώρο εκείνον που στοίχειωσε τη μνήμη με τις ξυλοδεσιές του και τις οσμές από το τζάκι και τις εικόνες από τους πολέμους και την κρεμασμένη χλαίνη, σαν κατάλοιπο κάποιας άλλης παλιάς εκστρατείας, υπόμνηση που ο ποιητής «το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει/ μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε / πως τόσος πόνος τόση ζωή/ πήγαν στην άβυσσο /για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη». Αν ο Σεφέρης απευχόταν να ακούσει τους μαντατοφόρους, ο Κοσμόπουλος ήδη βλέπει και ακούει
Τεκμήρια του παροδικού, ενδύματα του τίποτα.
Κάποτε ζεσταθήκανε από κορμιά ανείπωτα.
Στην άκρη η χλαίνη του. Τραύμα που χαίνει
να στάζει αίμα στο κενό, να επιμένει.
Νομίζω πως είναι περιττό να πω πως ο Κοσμόπουλος συνθέτει τα ποιήματά του με όλη την ιστορία στο μυαλό του και την προηγούμενη ποίηση μεγάλη κληρονομιά του. Θυμίζει κλεφτόπουλο που ακούει προσεκτικά τον αφηγούμενο παππού τα πάθη του καπνίζοντας, τα σέρτικα
Πιάνω τη μυρωδιά του - ένας καπνός την φέρνει.
Γαλάζια, θερινή, ηλιοκαμένη.
Από τσιγάρο σέρτικο, από κλαρί σγουρό
Πρέπει να επισημάνουμε τη σημασία της οσμής, η οποία συμμετέχει σε όλη την ελληνική ποίηση -μοσκοβολούν τα λούλουδα- πούλουδα του Σολωμού, η μυρωδία των κίτρων του Κάλβου, ο δυόσμος και ο βασιλικός του Ελύτη, οι ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες και τα αρώματα από σκίνο του Σεφέρη και τόσες άλλες στο πολυπρόσωπο εύοσμο πολύχρωμο πολύπλαγκτο ψηφιδωτό της ελληνικής μας ποίησης.
Στο ποίημα IV έχουμε νυχτερινή πορεία
Περνάνε οι ίσκιοι των νεκρών.
Περνάνε με γυλιά και χλαίνες
……………………………
Το χέρι του στα μαλλιά μου,
Τα ονόματά τους ψιθυρίζει, με θρόισμα φύλλου.
«Λυκούργος… Εσκή Σεχίρ…Πανάγος… Προύσα…
Δημήτρης… Δρέπανο… Γιάννης, Νικόλας…Ντικελί…»
Ύστερα χάνεται μαζί τους.
Το VI ποίημα θα μπορούσαμε να το τιτλοφορήσουμε «συνομιλία με έναν πεθαμένο». Ο ζωντανός δίνει ραπόρτο τι απέγιναν τα παιδιά εκείνου που με τη χλαίνη στον ώμο, το τσιγάρο στα χείλη και «με σκουριασμένο γρέζι και κουβά ανεβαίνει η φωνή του. Από του πηγαδιού τα βάθη».
«Κι έσκυψα προς την ψυχή μου σαν στην άκρη πηγαδιού», λέει ο Παλαμάς, «Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι /βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα», λέει ο Ρίτσος και ο Ελύτης
«Μέσ’ απ’ τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε Ο Γέρος με τη χλαίνη και τ’ άρβυλα επανέρχεται, φιγούρα μόνιμη της ελληνικής ιστορίας. Κυκλοφορεί από ποίημα σε ποίημα μεταφέροντας σελίδες ματωμένες, πάθη και καημούς που καίνε ακόμη από γενιά σε γενιά. Δεν είναι μόνο ο πόλεμος, είναι και η ξενιτιά, όπου χάθηκαν τα παιδιά του, Την ξενιτιά την ορφανιά την πίκρα την αγάπη /τα τέσσερα τα ζύγισαν πικρότερα ειν’ τα ξένα, αποφαίνεται ο δημοτικός τραγουδιστής που μεταμφιεσμένος σε σύγχρονο ψάλλει τα επαναλαμβανόμενα πάθη. Και σ’ αυτά προστίθενται και τα άλλα: η γυναίκα του που συγχωρέθηκε, οι φωτογραφίες του, το άλογό του. Πολλά ποιήματα φέρουν ημερομηνίες και πολλές ημερομηνίες εμφανίζονται μέσα στους στίχους Στο τοίχο πάνω απ’ το τραπέζι, η φωτογραφία σου: Στους στίχους θα βρούμε και άλλες ενδείξεις που παραπέμπουν σε μέρη τραγωδίας και άλλες που μας ξαναθυμίζουν στίχους, όπως Ανοίγω το σακίδιο. Το σκαλιστό σου κύπελο από πράσινο γυαλί χρωματιστό. Το πήρες στην Κιουτάχεια. Το σαγηνευτικό μαχαίρι. Θήκη δερμάτινη και φιλντισένια τα καρφιά. Ξαφνικό πέρασμα ο Καβάφης, με το γυαλί χρωματιστό και γρήγορο ο Καββαδίας με το «μαχαίρι». Κι εκείνος ο ξεχασμένος στον σταθμό των λεωφορείων, που τα ρούχα του μαδάνε φύλλα και τα άρβυλα στάζουνε άμμο, και κανείς δεν τον ξέρει και κανέναν δεν ξέρει… Σαν να βγήκε από στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Κάθε στίχος και μια ανάμνηση ένα ποτάμι που διασχίζει το σώμα και την ψυχή, «νερά του ’22, του ’49, φέρνουν αίμα και ψέμα». |
|
Κάθε στίχος και μια ανάμνηση από την ποιητική μας κληρονομιά. Είναι ο απόγονος που θυμάται τη ρίζα του. Είναι ο κρίκος της αλυσίδας που δεν σπάει, είναι ο ποιητής της σήμερον που δεν ξεχνάει, η μνήμη του είναι «τσακάλι διψασμένο» και «σκυλί αδέσποτο δαρμένο».
Στο ΧΧΧΙΙ ποίημα το [Στιγμιότυπο] τελειώνει με την εξής φράση: «Ατμίζει η γη. Απ’ τα έγκατα ανεβαίνουνε οι οσμές, τολύπες», σαφής η αναφορά στους καταληκτικούς στίχους από τον ελυτικό «Ύπνο των Γενναίων»:
«Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κά νουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων».
Στο XXXVI [ηχογράφηση ΙΙΙ] η ιστορία μπλέκει τα νήματα του ’44 με του ’47 και την Μικρά Ασία που εξέθρεψε τη Μεγάλη Ιδέα… Όμως
«Ιδέες βασίλισσες κακογερνάνε», λέει ο Βάρναλης. Η δική μας συμπαρέσυρε όλο το Έθνος.
Το XL με υπότιτλο [fuga] αναπτύσσεται σε τέσσερα μέρη, όπως και μια μουσική fuga, όπου αναπτύσσεται η φύτρα η σκοτεινή, αναφαίνεται
πουλί γοργόφτερο από χώμα και νερό πλασμένο…
για φως του ήλιου διψασμένο…
ακούγεται η παράκληση του ποιητή η φύτρα να βοηθήσει τη φωνή του, όπως κάποτε παρακαλούσε ο Σικελιανός: «Α!...δώσε, δώσ’ και σ’ εμένα Κύριε, … έν’ άσπρο σημάδι». Ο νεότερος ποιητής δικαιολογεί:
Γιατί έχει πλούτος η σιγή και θέλει εύλαλο στόμα…
Ώρα να ’ρθουν οι απόντες κι όλοι μου οι χαμένοι.
Στο XLΙ με τίτλο εντός αγκύλης [Το κιβώτιο], το ποίημα παραπέμπει ευθέως στο Κιβώτιο
του Άρη Αλεξάνδρου, αλλά και την κασέλα του Νίκου Εγγονόπουλου από την οποία ο «Μερκούριος Μπούας» βγάζει, ανάμεσα σε άλλα και το «πτώμα, καλώς διατηρημένο, νεκρού ανδρός». Οι συμβολισμοί είναι προφανείς. Ο ποιητής παλεύει με το ιστορικό του παρελθόν, από το οποίο, τελικά, κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί. Όλα χαλάσματα στο λίκνο της φύτρας. «μισοσφαγμένα φτάνουνε τραγούδια από ηχογραφήσεις στο Σικάγο, Αμέρικα 1915. Πέφτει το Πούσι».
Το XLII με υπότιτλο [σκυλάδικο] σαν fuga και αυτό, θέτει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων της σύγχρονης Ελλάδας σταυρωμένης στα σκυλάδικα, με νέες μορφές εκμετάλλευσης κάθε αλλιώς πεσούσης και πεσόντος όχι στο πεδίον της τιμής με την προοπτική κάποιας ελπίδας, αλλά στο πεδίο της απόγνωσης, όπου έχει στερέψει κάθε ελπίδα.
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος έπαιξε με όλους τους ρυθμούς στα ποιήματά του, με δεκαπεντασύλλαβους και πεζούς στίχους, με τετράστιχα, με ποιήματα σονέτα, με ποιήματα ημερολόγια, με ποιήματα –μακρές αφηγήσεις, με τραγούδια ανάλαφρα στον ρυθμό, αλλά γεμάτα πόνο από την ανάμνηση μιας μεγαλομανίας που έστειλε στον άλλο κόσμο τα νιάτα ενός Έθνους εξαιρετικά και μεγαλοϊδεατικά βασανισμένου, που έκανε
Το πανάρχαιο ταξείδι/ των που ήπιανε χολή και ξύδι
Και δεν πρέπει να μας διαφύγει η ορθογραφία των λέξεων, παλαιά αλλά μη ξεχασμένη γραφή τους. Κάθε καημός, και ας είναι παρελθών με τη δική του γραφή, επανεμφανίζεται παρών στο αδιάφορο και ισοπεδωτικό σήμερα.
Δεν είναι αμελητέο εκείνο το επίρρημα «εξαιρετικά», το οποίο επιτονίζει ειρωνικά μια αφιέρωση σε ένα Έθνος για το οποίο έπεσαν πολλοί και σήμερα, χωρίς σεβασμό στο αίμα που έχει χυθεί, εκχυδαΐζεται διαρκώς, ξεχνώντας αγώνες, θυσίες και βάσανα.
Στην ουσία, η συλλογή του Κοσμόπουλου Έθνος εξαιρετικά είναι μια συνομιλία με όλους τους άγνωστους στρατιώτες που καμιά ιστορία δεν κατέγραψε στις σελίδες της, που κινήθηκε στην επιφάνεια των αρχηγών και των αριθμών, ενώ στο χώμα έλιωσαν χιλιάδες χιλιάδων, άλλοι πολεμώντας στα πεδία των μαχών κι άλλοι στα χωριά τους και στα βουνά τους που βασανίστηκαν ή βασάνισαν συγχωριανούς τους για λόγους υποκινούμενης ιδεολογίας.
Τέλος, νομίζω πως ο ποιητής έγραψε ένα requiem για όλους εκείνους που έπεσαν αφανώς, αρχίζοντας από τον δικό του περίγυρο, ο οποίος όμως είναι και δικός μας και αφορά όλους τους σκεπτόμενους Έλληνες. Όμως νομίζω πως με το πλούσιο ποιητικό του διακείμενο τίμησε και τους ομοτέχνους προγόνους του, όπου ο λόγος τους αυθορμήτως ερχόταν να διεκδικήσει μέσα στο νέο κείμενο μια νέα παρουσία με έναν ή περισσότερους στίχους ή με μια λέξη, ένα αίσθημα, μια αναλογία.
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος έκανε διπλή επίσκεψη: στην ιστορία και τους νεκρούς της, αλλά και στους ποιητές που πριν από εκείνον έπαθαν, έγραψαν και έκαναν τον καημό τους ποιήματα και τραγούδια. Ίσως αυτή να είναι και η καταφανέστατη αιτία του δημοτικού τραγουδιού μέσα στο Έθνος εξαιρετικά που επιμένει ακόμα.