Άσμα παροδίτου

Άσμα παροδίτου



Μνήμη Γιώργου Τσάκαλου (1958 - 2024), βιβλιοπώλη

Roll Clouds

Mε­γά­λα τού­νελ από σύν­νε­φα βαμ­βά­κι­να
σμί­γουν την γκρί­ζα γη με στά­χτι­νο ου­ρα­νό.
Πρώ­τη φορὰ αντι­κρύ­ζεις τέ­τοια μά­κι­να
και πώς να την δια­βείς με δρύ­ι­νο κα­νό

που πέ­φτουν κα­ταρ­ρά­χτες, βυ­θι­σμέ­να χρό­νια
κι η φλο­γε­ρή σου ανά­σα διάτ­το­ντας πε­τά
άστρο και τρέ­μου­λο σ’ αντά­ρα και στα χιό­νια
γί­νε­ται απο­δη­μη­τι­κό θα­λασ­σο­πού­λι και με­τά

σβή­νει –μια σπί­θα πνιγ­μέ­νη στην πλημ­μύ­ρα
κύ­μα­τα σπά­νε απά­νω σου, ακού­γο­νται φω­νές
και βγαί­νεις στ’ ορο­πέ­διο, στο πρα­νές―

εκεί κλαί­νε τα δέ­ντρα και των νε­ρών η φύ­ρα
αφή­νει να φα­νού­νε τα κα­λύ­βια κι οι μο­νές
των ασκη­τών στης λύ­πης το ου­ρά­νιο αχα­νές.



Carpe diem

                                                             +21.7.1974

«―Το σί­δε­ρο γυ­ρεύ­ει το αί­μα. Έχουν την ίδια μυ­ρω­διά.
Να, μύ­ρι­σε!». Έλαμ­ψε η κά­μα, ανέκ­κλη­τη βε­βαιό­τη­τα.
Άστρα­ψε σαν κραυ­γή στον ήλιο. Με­ταλ­λι­κή οσμή
απεί­λη­σε τα μά­τια.

Γάρ­γα­ρα γέ­λα­σε και χά­ρα­ξε τη χού­φτα του. Πρό­βα­λε το αί­μα. «―Μύ­ρι­σε!». Πλημ­μύ­ρι­σα, μια σκου­ρια­σμέ­νη ανα­θυ­μί­α­ση, τυ­φλή κι αδή­ρι­τη. «―Το φο­νι­κό!» εί­πε.

Θριαμ­βι­κά. Ιού­λιο του ’74, εί­χα­με αρ­πά­ξει στα κρυ­φά, του Αντι­λό­χου, πού ’πε­σε στην Τροία, το μα­χαί­ρι.

Κά­τω στο αλώ­νι. Από την τη­λε­ό­ρα­ση του κα­φε­νεί­ου ακού­γο­νταν εμ­βα­τή­ρια. «…Κη­ρύσ­σε­ται γε­νικὴ Επι­στρά­τευ­σις…» ακού­γο­νταν.

Η θά­λασ­σα, πέ­ρα, έσφα­ζε το βλέμ­μα.

Έβα­λε το μα­χαί­ρι στο θη­κά­ρι. Το ’κρυ­ψε κά­τω από την μπλού­ζα. Τρέ­ξα­με για το πο­τά­μι.


Άσμα πα­ρο­δί­του

Μο­νά­χος πάω και πάω στην λε­ω­φό­ρο
με σκο­νι­σμέ­να πέ­δι­λα και ιμά­τια του εβδο­μή­ντα.
Κά­τω απ’ την χλαί­νη μου ―έχω πε­ρά­σει τα πε­νή­ντα―
ιδρώ­νω θά­λασ­σα και φύλ­λα. Πλή­ρω­σα τον φό­ρο

στον ήλιο ασπρί­σαν τα μαλ­λιά, στο χώ­μα οι σύ­ντρο­φοί μου.
Μέ­σα σε φως αδέ­κα­στο μαυ­ρί­ζει το κορ­μί μου
γί­νε­ται πέ­τρα κι ανα­βλύ­ζει με­λα­νό νε­ρό,
βά­φω το δά­χτυ­λο και γρά­φω απά­νω στον και­ρό ―

Εσύ που Λυ­πη­μέ­νη στέ­κεις δί­πλα και κοι­τάς
μη με ρω­τή­σεις πά­λι με τα μά­τια σου «πού πας,
Τη­λέ­μα­χε, και τι γυ­ρεύ­εις, μην πο­νάς».

Στο στή­θος μου έχω τον Σταυ­ρό σου ― μην ξε­χνάς.
Για­τί σταυ­ρώ­θη­κε ένας Έρω­τας για μας,
Κι από το δυ­να­τό πιο­τό του ―έρ­χο­μαι― να με κερ­νάς.


Καλ­πα­σμός, ξα­νά

Περ­νά­ει το ίδιο άλο­γο, ασέ­λω­το, αχα­λί­νω­το στην μαύ­ρη νύ­χτα.
Με ξα­στε­ριά, με το φεγ­γά­ρι, με πά­χνη, με βρο­χή.
Κι αν δεν το βλέ­πεις το ακούς. Άλ­λα­ξε η επο­χή.
Μο­νά­χος σου το κυ­νη­γάς σε τό­πο υπό κα­το­χήν
σαν το σκυ­λί που ολη­νυ­χτίς τις σκιές στο ρέ­μα αλύ­χτα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: