… Αυτός ο άνθρωπος λέγεται Άλμπερτ Σπίκα και είναι ένας απάνθρωπος σαδιστής που μας συστήνεται από την πρώτη σκηνή. Σ’ ένα χώρο παρκαρίσματος έξω από ένα εστιατόριο, όπου τα τρόφιμα σαπίζουν σε μισάνοιχτα φορτηγά, πασαλείφει έναν οφειλέτη της επιχείρησης με σωματικές ακαθαρσίες και στο τέλος ουρεί πάνω του. Ύστερα μπαίνει στο το αγαπημένο του, ιδιόκτητο πλέον, γαλλοπρεπές εστιατόριο Le Hollandais, το οποίο επισκέπτεται κάθε βράδυ για να δειπνήσει με την σύζυγό του Τζορτζίνα.
Ο κύριος Σπίκα απευθύνεται με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ακόμα και στους ίδιους τους ανυποψίαστους πελάτες. Περιστοιχισμένος από τους «φίλους» του, απαραίτητη αυλή υποταγμένων χειροκροτητών και κάποιες βαριεστημένες κυρίες που αναζητούν αντίδοτο στην πλήξη, επιδίδεται σε ακατάσχετη λογοδιάρροια εκφράζοντας τις απόψεις του επί παντός επιστητού. Στις μέγιστες εκρήξεις του τραβά τα τραπεζομάντηλα με ό,τι έχουν πάνω και φτάνει στο σημείο να λούσει έναν πελάτη με την σούπα του ή να γρονθοκοπήσει κάποιον άλλον στις τουαλέτες. Οι κόλακές του ακούνε τους μονολόγους του σαν υπνωτισμένοι. Είναι ντυμένοι στα μαύρα και τα κόκκινα, με ρεντιγκότες, κορδέλες, δαντέλες και φραμπαλάδες, σαν δανδήδες μιας εποχής που αόριστα αναπολούν. Δειπνούν, άλλωστε, κάτω από τον πίνακα The Banquet of the Officers of the St George Militia Company του Frans Hals, ώστε να παρομοιάζονται με τους αξιωματούχους που αναπαριστούν το αλλοτινό μοντέρνο, την βία του δέκατου έβδομου αιώνα ή την αξιοπρέπεια των κορυφαίων αξιωμάτων, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι είναι το ακριβώς αντίθετό τους. Ίσως πάλι ευφραίνονται με την δική τους παραλλαγή του Μυστικού Δείπνου, καθώς στο κεντρικό τραπέζι του σάλας ο κύριος Σπίκα μιλάει στους συνδαιτυμόνες με την ισχύ ενός αυτόκλητου Χριστού της Νέας Κυνικής και Απάνθρωπης Εποχής.
Δίπλα του υποχρεωτικά παρούσα και πάντα καλοντυμένη μέσα κι έξω, η Τζορτζίνα, υφίσταται τις συνεχείς προσβολές και την βίαιη συμπεριφορά του. Αρχικά κάποια από τα μαρτύριά της διαφαίνονται από μισές λέξεις και εμφανείς μελανιές και άλλα τα διαισθανόμαστε ενώ αργότερα εκφέρονται με λέξεις που αποκτούν το πιο σκληρό τους νόημα: μια βαλίτσα με σύνεργα, συγκεκριμένα αντικείμενα… Στωική μέσα στην απελπισία της υπομένει τους βασανισμούς της ως Αγία της Υποταγής σε έναν τρόπο ζωής από τον οποίον αδυνατεί να διαφύγει.
Αυστηρά επιλεγμένος για το εστιατόριο, ο παροιμιώδους ψυχραιμίας Μάγειρας, φαινομενικά ψυχρός μάρτυρας των συμβάντων, προς το παρόν περιορίζεται στα καθήκοντα της υψηλής γαστρονομίας, επιφυλάσσοντας στον Κλέφτη ένα αγέρωχο, ειρωνικό βλέμμα – ορισμένες φορές και ανάλογες φράσεις, όπως «κουμπώστε το τρίτο κουμπί από το ακριβό σας σακάκι κ. Σπίκα· μπορεί έτσι να νιώθετε λιγότερο άδειος μέσα σας».
Ενσάρκωση του πνευματικού, ο Μάικλ αποτελεί την πλέον παράταιρη φιγούρα του εστιατορίου. Δειπνεί μόνος του, με μια στοίβα βιβλίων στο τραπέζι του και διαβάζει ακόμα και τρώγοντας. Αγνοεί τις φωνασκίες του κυρίου Σπίκα, γιατί η ανάγνωση πάντα αποτελεί τον μέγιστο περισπασμό, η ματιά του όμως φτάνει στην Τζορτζίνα. Ο κύριος Σπίκα αρχικά τον κοιτάζει υποτιμητικά ή αρπάζει ένα βιβλίο και το πετάει μακριά, αργότερα του απευθύνεται με τις γνωστές φράσεις που οι αδαείς επιφυλάσσουν στους αναγνώστες: Στοιχηματίζω ότι αυτό το βιβλίο το έχεις διαβάσει μόνο εσύ. Διαβάζεις επειδή δεν έχεις κανέναν να μιλήσεις θλιβερά μόνος. Είναι γνωστή η λύσσα όσων δεν διαβάζουν απέναντι σε εκείνους που διαβάζουν και ο κύριος Σπίκα του παίρνει ένα βιβλίο και προστάζει τον σεφ να το μαγειρέψει με αρακά, τονίζοντας ότι βρίσκεται σε εστιατόριο και όχι σε βιβλιοθήκη και το μόνο πράγμα που επιτρέπεται να διαβάζει είναι το μενού. Άλλωστε, κάθε ανάγνωση αποτελεί προσβολή για τον σεφ του.
Η αναζήτηση ενός εραστή από την Τζορτζίνα δεν είναι όχι μόνο κατανοητή αλλά και μονοδρομημένη. Ο Μάικλ αποτελεί την προφανή και άλλωστε και την μόνη επιλογή. Αρκούν μερικά αμοιβαία μειδιάματα και μια συνάντηση στον διάδρομο προς τις τουαλέτες. Ενώ ο κύριος Σπίκα παραληρεί περί σωματικών εκκρίσεων, οι εραστές μοιράζονται ακαριαίες ριπές έρωτα στις γυναικείες τουαλέτες, στα απόμερα τραπέζια στις γωνίες της κουζίνας και στις αποθήκες των τροφίμων, πάντα υπό την προστασία του Μάγειρα. Κατά διπλή ειρωνεία οι περιπαθείς ερωτικές στιγμές μοιάζουν γαλήνιες σε σύγκριση με την αρένα της τραπεζαρίας, και η Τζορτζίνα επιδεικνύει ίδια όρεξη για σεξ όσο και ο σύζυγός της για τροφή. Σύντομα όμως η αρχική σεξουαλική απόδραση μετατρέπεται σε ερωτικό αγαπητικό δεσμό.
Κατά την απουσία της ο άξεστος Σύζυγος, αδιάφορος για τον κόσμο, τής φωνάζει να μην ξεχάσει να πλύνει τα χέρια της και να μην αργήσει γιατί είναι τόσο ομιλητική που δεν μπορούν ν’ αντέξουν την ησυχία χωρίς αυτήν. Όταν επιστρέφει καθυστερημένη, αφού της έχει αλλοιώσει το πιάτο, της προφέρει αργά με τον συνήθη στόμφο πλείστες ταπεινωτικές εκφράσεις απορώντας για την παρατεταμένη παραμονή της εκεί μέσα – βελούδινα καθίσματα; «βρόμικες» φωτογραφίες; δωρεάν αρώματα; μίνι-μπαρ; Κάποτε, όμως, εισβάλλει στις γυναικείες τουαλέτες και την αναζητά. Μέσα στην καμπίνα οι έντρομοι εραστές κρατούν την ανάσα τους, ο Μάιλ μόλις προλαβαίνει να ανέβει στη λεκάνη, ώστε από το άνοιγμα της πόρτας χαμηλά να φαίνονται μόνο τα δικά της πόδια. Δεν δικαιούται να πειράζει εκείνο, της φωνάζει, είναι δική του ιδιοκτησία, και της προτείνει να της δείξει πώς να σκουπίζεται. Την παραμονεύει και όταν βγαίνει της χιμάει θυμίζοντάς της το ρητό ότι οι άντρες που τριγυρνάνε στις γυναικείες τουαλέτες ζητούν να θρυμματιστούν οι ψευδαισθήσεις τους. Ο εραστής κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα. O κύριος Σπίκα δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η γυναίκα του τον απατά κάτω από τη μύτη του, λίγα μέτρα μακριά από το μέρος όπου κραυγαλέα επιδεικνύει την δύναμή του.
Ο κύριος Σπίκα λυπάται τον μοναχικό αναγνώστη και τον καλεί στο τραπέζι του. Έχει δει, του λέει, ότι η Τζορτζίνα τον κοιτάζει με οίκτο που κάθεται μόνος. Διαβάζει κι αυτή με τις ώρες, ακόμα και στην τουαλέτα, αναφέρει με τον συνήθη του τρόπο. Για να διασκεδάσει την ανία του την προστάζει να πει στον Μάικλ τα πάντα για τον εαυτό της. Και εκείνη πράττει το αδιανόητο: μιλάει για την ανικανότητά της να γεννήσει, ύστερα από τρεις αποβολές που «της ερείπωσαν το εσωτερικό της», πράγμα που την κάνει ένα ασφαλές πήδημα και τον προσκαλεί να την επισκεφτεί κάποια στιγμή. Γνωρίζει πως έτσι κι αλλιώς θα ξυλοκοπηθεί και το επιτάσσει μια ώρα αρχύτερα. Υπό την επιβλητική, αποκλειστικά έγχορδη μουσική του Michael Nyman, που ενδύει και τόσες άλλες σκηνές με την δραματική της ωραιότητα, ο κ. Σπίκα την αρπάζει από τον λαιμό και την πηγαίνει στην κουζίνα προφέροντας το τραγελαφικό: τολμάς και αποκαλύπτεις προσωπικές μας λεπτομέρειες σε έναν εντελώς ξένο; Η Τζορτζίνα του απαντά ότι αυτή η ιστορία δεν αφορά τους δυο τους αλλά μόνον εκείνη και δέχεται το μοναδικό επιχείρημα που γνωρίζει ο σύζυγός της, μια γροθιά στην κοιλιά της και τράβηγμα μέχρι το αυτοκίνητο για εκείνα που γνωρίζουμε αλλά δεν βλέπουμε ποτέ. Ο κ. Σπίκα ταπεινώθηκε μπροστά στους αυλικούς του και είναι ένας πληγωμένος άνθρωπος.