Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LV. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 45. Οι βασανισμένες



Αυτός ο άνθρωπος λέγεται Άλμπερτ Σπίκα και είναι ένας απάνθρωπος σαδιστής που μας συστήνεται από την πρώτη σκηνή. Σ’ ένα χώρο παρκαρίσματος έξω από ένα εστιατόριο, όπου τα τρόφιμα σαπίζουν σε μισάνοιχτα φορτηγά, πασαλείφει έναν οφειλέτη της επιχείρησης με σωματικές ακαθαρσίες και στο τέλος ουρεί πάνω του. Ύστερα μπαίνει στο το αγαπημένο του, ιδιόκτητο πλέον, γαλλοπρεπές εστιατόριο Le Hollandais, το οποίο επισκέπτεται κάθε βράδυ για να δειπνήσει με την σύζυγό του Τζορτζίνα.
Ο κύριος Σπίκα απευθύνεται με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ακόμα και στους ίδιους τους ανυποψίαστους πελάτες. Περιστοιχισμένος από τους «φίλους» του, απαραίτητη αυλή υποταγμένων χειροκροτητών και κάποιες βαριεστημένες κυρίες που αναζητούν αντίδοτο στην πλήξη, επιδίδεται σε ακατάσχετη λογοδιάρροια εκφράζοντας τις απόψεις του επί παντός επιστητού. Στις μέγιστες εκρήξεις του τραβά τα τραπεζομάντηλα με ό,τι έχουν πάνω και φτάνει στο σημείο να λούσει έναν πελάτη με την σούπα του ή να γρονθοκοπήσει κάποιον άλλον στις τουαλέτες. Οι κόλακές του ακούνε τους μονολόγους του σαν υπνωτισμένοι. Είναι ντυμένοι στα μαύρα και τα κόκκινα, με ρεντιγκότες, κορδέλες, δαντέλες και φραμπαλάδες, σαν δανδήδες μιας εποχής που αόριστα αναπολούν. Δειπνούν, άλλωστε, κάτω από τον πίνακα The Banquet of the Officers of the St George Militia Company του Frans Hals, ώστε να παρομοιάζονται με τους αξιωματούχους που αναπαριστούν το αλλοτινό μοντέρνο, την βία του δέκατου έβδομου αιώνα ή την αξιοπρέπεια των κορυφαίων αξιωμάτων, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι είναι το ακριβώς αντίθετό τους. Ίσως πάλι ευφραίνονται με την δική τους παραλλαγή του Μυστικού Δείπνου, καθώς στο κεντρικό τραπέζι του σάλας ο κύριος Σπίκα μιλάει στους συνδαιτυμόνες με την ισχύ ενός αυτόκλητου Χριστού της Νέας Κυνικής και Απάνθρωπης Εποχής.
Δίπλα του υποχρεωτικά παρούσα και πάντα καλοντυμένη μέσα κι έξω, η Τζορτζίνα, υφίσταται τις συνεχείς προσβολές και την βίαιη συμπεριφορά του. Αρχικά κάποια από τα μαρτύριά της διαφαίνονται από μισές λέξεις και εμφανείς μελανιές και άλλα τα διαισθανόμαστε ενώ αργότερα εκφέρονται με λέξεις που αποκτούν το πιο σκληρό τους νόημα: μια βαλίτσα με σύνεργα, συγκεκριμένα αντικείμενα… Στωική μέσα στην απελπισία της υπομένει τους βασανισμούς της ως Αγία της Υποταγής σε έναν τρόπο ζωής από τον οποίον αδυνατεί να διαφύγει.
Αυστηρά επιλεγμένος για το εστιατόριο, ο παροιμιώδους ψυχραιμίας Μάγειρας, φαινομενικά ψυχρός μάρτυρας των συμβάντων, προς το παρόν περιορίζεται στα καθήκοντα της υψηλής γαστρονομίας, επιφυλάσσοντας στον Κλέφτη ένα αγέρωχο, ειρωνικό βλέμμα – ορισμένες φορές και ανάλογες φράσεις, όπως «κουμπώστε το τρίτο κουμπί από το ακριβό σας σακάκι κ. Σπίκα· μπορεί έτσι να νιώθετε λιγότερο άδειος μέσα σας».

Ενσάρκωση του πνευματικού, ο Μάικλ αποτελεί την πλέον παράταιρη φιγούρα του εστιατορίου. Δειπνεί μόνος του, με μια στοίβα βιβλίων στο τραπέζι του και διαβάζει ακόμα και τρώγοντας. Αγνοεί τις φωνασκίες του κυρίου Σπίκα, γιατί η ανάγνωση πάντα αποτελεί τον μέγιστο περισπασμό, η ματιά του όμως φτάνει στην Τζορτζίνα. Ο κύριος Σπίκα αρχικά τον κοιτάζει υποτιμητικά ή αρπάζει ένα βιβλίο και το πετάει μακριά, αργότερα του απευθύνεται με τις γνωστές φράσεις που οι αδαείς επιφυλάσσουν στους αναγνώστες: Στοιχηματίζω ότι αυτό το βιβλίο το έχεις διαβάσει μόνο εσύ. Διαβάζεις επειδή δεν έχεις κανέναν να μιλήσεις θλιβερά μόνος. Είναι γνωστή η λύσσα όσων δεν διαβάζουν απέναντι σε εκείνους που διαβάζουν και ο κύριος Σπίκα του παίρνει ένα βιβλίο και προστάζει τον σεφ να το μαγειρέψει με αρακά, τονίζοντας ότι βρίσκεται σε εστιατόριο και όχι σε βιβλιοθήκη και το μόνο πράγμα που επιτρέπεται να διαβάζει είναι το μενού. Άλλωστε, κάθε ανάγνωση αποτελεί προσβολή για τον σεφ του.
Η αναζήτηση ενός εραστή από την Τζορτζίνα δεν είναι όχι μόνο κατανοητή αλλά και μονοδρομημένη. Ο Μάικλ αποτελεί την προφανή και άλλωστε και την μόνη επιλογή. Αρκούν μερικά αμοιβαία μειδιάματα και μια συνάντηση στον διάδρομο προς τις τουαλέτες. Ενώ ο κύριος Σπίκα παραληρεί περί σωματικών εκκρίσεων, οι εραστές μοιράζονται ακαριαίες ριπές έρωτα στις γυναικείες τουαλέτες, στα απόμερα τραπέζια στις γωνίες της κουζίνας και στις αποθήκες των τροφίμων, πάντα υπό την προστασία του Μάγειρα. Κατά διπλή ειρωνεία οι περιπαθείς ερωτικές στιγμές μοιάζουν γαλήνιες σε σύγκριση με την αρένα της τραπεζαρίας, και η Τζορτζίνα επιδεικνύει ίδια όρεξη για σεξ όσο και ο σύζυγός της για τροφή. Σύντομα όμως η αρχική σεξουαλική απόδραση μετατρέπεται σε ερωτικό αγαπητικό δεσμό.
Κατά την απουσία της ο άξεστος Σύζυγος, αδιάφορος για τον κόσμο, τής φωνάζει να μην ξεχάσει να πλύνει τα χέρια της και να μην αργήσει γιατί είναι τόσο ομιλητική που δεν μπορούν ν’ αντέξουν την ησυχία χωρίς αυτήν. Όταν επιστρέφει καθυστερημένη, αφού της έχει αλλοιώσει το πιάτο, της προφέρει αργά με τον συνήθη στόμφο πλείστες ταπεινωτικές εκφράσεις απορώντας για την παρατεταμένη παραμονή της εκεί μέσα – βελούδινα καθίσματα; «βρόμικες» φωτογραφίες; δωρεάν αρώματα; μίνι-μπαρ; Κάποτε, όμως, εισβάλλει στις γυναικείες τουαλέτες και την αναζητά. Μέσα στην καμπίνα οι έντρομοι εραστές κρατούν την ανάσα τους, ο Μάιλ μόλις προλαβαίνει να ανέβει στη λεκάνη, ώστε από το άνοιγμα της πόρτας χαμηλά να φαίνονται μόνο τα δικά της πόδια. Δεν δικαιούται να πειράζει εκείνο, της φωνάζει, είναι δική του ιδιοκτησία, και της προτείνει να της δείξει πώς να σκουπίζεται. Την παραμονεύει και όταν βγαίνει της χιμάει θυμίζοντάς της το ρητό ότι οι άντρες που τριγυρνάνε στις γυναικείες τουαλέτες ζητούν να θρυμματιστούν οι ψευδαισθήσεις τους. Ο εραστής κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα. O κύριος Σπίκα δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η γυναίκα του τον απατά κάτω από τη μύτη του, λίγα μέτρα μακριά από το μέρος όπου κραυγαλέα επιδεικνύει την δύναμή του.

Ο κύριος Σπίκα λυπάται τον μοναχικό αναγνώστη και τον καλεί στο τραπέζι του. Έχει δει, του λέει, ότι η Τζορτζίνα τον κοιτάζει με οίκτο που κάθεται μόνος. Διαβάζει κι αυτή με τις ώρες, ακόμα και στην τουαλέτα, αναφέρει με τον συνήθη του τρόπο. Για να διασκεδάσει την ανία του την προστάζει να πει στον Μάικλ τα πάντα για τον εαυτό της. Και εκείνη πράττει το αδιανόητο: μιλάει για την ανικανότητά της να γεννήσει, ύστερα από τρεις αποβολές που «της ερείπωσαν το εσωτερικό της», πράγμα που την κάνει ένα ασφαλές πήδημα και τον προσκαλεί να την επισκεφτεί κάποια στιγμή. Γνωρίζει πως έτσι κι αλλιώς θα ξυλοκοπηθεί και το επιτάσσει μια ώρα αρχύτερα. Υπό την επιβλητική, αποκλειστικά έγχορδη μουσική του Michael Nyman, που ενδύει και τόσες άλλες σκηνές με την δραματική της ωραιότητα, ο κ. Σπίκα την αρπάζει από τον λαιμό και την πηγαίνει στην κουζίνα προφέροντας το τραγελαφικό: τολμάς και αποκαλύπτεις προσωπικές μας λεπτομέρειες σε έναν εντελώς ξένο; Η Τζορτζίνα του απαντά ότι αυτή η ιστορία δεν αφορά τους δυο τους αλλά μόνον εκείνη και δέχεται το μοναδικό επιχείρημα που γνωρίζει ο σύζυγός της, μια γροθιά στην κοιλιά της και τράβηγμα μέχρι το αυτοκίνητο για εκείνα που γνωρίζουμε αλλά δεν βλέπουμε ποτέ. Ο κ. Σπίκα ταπεινώθηκε μπροστά στους αυλικούς του και είναι ένας πληγωμένος άνθρωπος.

Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989) Peter Greenaway, «The cook, the thief, his wife and her lover» (1989)

 

 



Στον χώρο με τα κρεμασμένα πουλερικά, κοντά στο τραπέζι με τα μαδημένα τους φτερά, ο Εραστής έχει στα χέρια του τα πόδια της Γυναίκας. Τα κοιτάζει ευλαβικά και φιλάει τα δάχτυλα, ενώ της χαϊδεύει το γυμνό στήθος. Η γυναίκα με ανοιχτές μασχάλες μοιάζει να ανοίγει το σώμα της, να κρατήσει όση περισσότερη τρυφερότητα μπορεί. Όταν της ζητά να συναντιούνται οπουδήποτε αλλού εκείνη του απαντά πως μόνο κάτω από την μύτη του Συζύγου είναι ασφαλείς. Μετά από μια αιφνιδιαστική του έφοδο στην κουζίνα, ο Μάγειρας τους στέλνει ολόγυμνους στο ψυγείο, «όπου ποτέ δεν θα ψάξει». Πόσο μπορούν να αντέξουν τα ζεστά σώματα στην εφιαλτική ψύξη; Πόσο μπορούν οι εραστές να μείνουν εραστές μπροστά στο χνώτο του Κλέφτη;
Σύμφωνα με το απαράβατο αξίωμα των τεχνών, οι μοιχοί χωρίζουν ή ανακαλύπτονται. Ο κύριος Σπίκα ενημερώνεται από μια νεαρή γυναίκα που επιθυμεί να ανταποδώσει τις προβολές του και τους αναζητά μαινόμενος. Μοναδική διαθέσιμη κρυψώνα προς απόδραση, ο εφιαλτικότερος δυνατός τόπος: ένα κλειστό φορτηγό γεμάτο σάπια κρέατα, μέσα στο οποίο αγκαλιάζονται σφιχτά, τρομαγμένοι και αηδιασμένοι, κλυδωνιζόμενοι από τις στροφές του οχήματος, υπό το βουητό των μυγών ανάμεσα στις μισοφαγωμένες κεφαλές, δυο γυμνά σώματα που χάνουν κάθε λευκότητα. Ίσως αυτή να είναι μια πρόγευση θανάτου, ως προς την σαρκική σήψη, και ως προς το απώτατο άκρο του πάθους. Μέσα στην φρικτή δυσωδία της σαρκικής σήψης, οι αγκαλιασμένοι εραστές φτάνουν στην έσχατη απελπισία.
Ο κύριος Σπίκα είναι ισχυρός λόγω του φαγητού και το χρησιμοποιεί ως όπλο· νομίζει ότι τρώγοντας σε εστιατόριο κορυφαίας μαγειρικής, αποκτάει κύρος και ενδύεται τάξη. Αγωνίζεται ως αγροίκος να αποδεχτεί τις νεοφανείς γεύσεις της επιβεβλημένης υψηλής κουζίνας, να συνηθίσει τις «αηδίες» της γαλλικής κουζίνας. Το φαγητό είναι η δύναμή του αλλά δεν γνωρίζει τι απέγιναν οι ήρωες στο μνημειώδες Μεγάλο Φαγοπότι του Μάρκο Φερέρι. Αδυνατεί να εκτιμήσει τα δώρα της ζωής: τον έρωτα με μια γυναίκα, την απόλαυση της τροφής. Τα καταβροχθίζει ως εχθρικά δημιουργήματα, εσαεί καχύποπτος για τις μυστικές τους παρενέργειες· τα θεωρεί άξια κακοποίησης και κερδοφορίας αντίστοιχα, φυσικά και επίδειξης. Τελικά η τροφή θα του χρησιμεύσει και ως κατάλληλο φονικό όργανο. Η Τζορτζίνα βρίσκει τον Μάικλ νεκρό, μπουκωμένο έως πνιγμού με τα ίδια του τα βιβλία. Τώρα μπορεί δίπλα στη σωρό του να θρηνήσει όχι μόνο τον ίδιο αλλά και την ζωή της· να μιλήσει για όλα στον νεκρό εραστή, χωρίς ντροπή· για τις τέσσερις φορές που άφησε τον βάναυσο σύζυγο, παίρνοντας το νυχτερινό φέρι για την Ευρώπη, τα δώρα και τις ικεσίες του, την κακοποίηση από τον ίδιο και τους φίλους του ήδη στον δρόμο της επιστροφής.
Τι μένει για την Γυναίκα μετά την τραγική απώλεια του αγαπημένου παρά η μεταμόρφωσή της ως τιμωρού του Κακού; Προσφεύγει στον μοναδικό σύμμαχό της, τον Μάγειρα, και επικαλείται εκείνα που εκείνη έζησε και εκείνα που τον άφησε να δει, ακριβώς για να τον έχει μάρτυρα ότι δεν τα ονειρεύτηκε. Αν δεν υπήρχε αυτόπτης, πώς θα ήταν σίγουρη ότι αγάπησε και αγαπήθηκε; Ο Μάγειρας οφείλει να ετοιμάσει την πιο προχωρημένη του δημιουργία, το πιάτο που κανείς δεν τόλμησε να συλλάβει: το ανθρώπινο σώμα. Η φήμη του, άλλωστε, ως σεφ σπάνιων πειραματικών πιάτων πρέπει να δικαιωθεί.

Ο κύριος Σπίκα καταφτάνει έκπληκτος στο ημιφωτισμένη τραπεζαρία. Απόψε το βράδυ το εστιατόριο δεν θα δεχτεί πελάτες. Αντικρίζει έκπληκτος την Τζορτζίνα και την χαρακτηρίζει με γνώριμες λέξεις, ύστερα την απειλεί, κατόπιν της ζητά να επιστρέψει και να συγχωρέσουν ο ένας τον άλλον. Η γυναίκα αναφέρει τον λόγο της πρόσκλησης: ο εορτασμός της επετείου της … σημερινής ημέρας· μιας επετείου που πάντα θα γιορτάζει, ακόμα κι αν εκείνος δεν θα μπορεί να το κάνει. Τραπέζι για έναν. «Ο Μάγειρας μαγείρεψε κάτι για σένα υπό τις οδηγίες μου». Ξανά η έξοχη μουσική, οι μεγάλες πόρτες της κουζίνας ανοίγουν, και με αργό βηματισμό έρχονται ο Μάγειρας, οι φίλοι του κυρίου Σπίκα και όλο το προσωπικό. Ο κύριος Σπίκα είναι αμήχανος αλλά ανυπόμονος για την γευστική έκπληξη που του υποσχέθηκε η γυναίκα του. Το σεντόνι πάνω από το γεύμα αφαιρείται. Ο Μάικλ ψημένος, γλασαρισμένος και γαρνιρισμένος. Η εκδίκηση δεν τρώγεται κρύα, αλλά ζεστή και φρεσκομαγειρεμένη. Ο κύριος Σπίκα φτύνει απειλές και κλαψουρίζει ικεσίες. Βγάζει ένα περίστροφο από την τσέπη του αλλά του το παίρνουν και το παραδίδουν στην Τζορτζίνα. «Ούρλιαζες πως θα τον σκοτώσεις και το έκανες· ούρλιαζες πως θα τον φας – φα ’τον λοιπόν». Ο κύριος Σπίκα έχει εντελώς διαφορετική εικόνα από την συνηθισμένη: χαμηλώνει το βλέμμα, τα μάτια του γυαλίζουν από τα επερχόμενα δάκρυα. Αναζητά βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόσωπο αλλά όλα είναι αυστηρά.
Μετά από την πρώτη μπουκιά η Τζορτζίνα τον αποκαλεί κανίβαλο και τον πυροβολεί, προς μεγάλη απογοήτευση πολλών θεατών, που ήθελαν περισσότερες μπουκιές και ιδίως του πέους, που αποτελούσε και την αρχική προτροπή της. Όμως ο χαρακτήρας της δεν επιζητά την ανταπόδοση, όπως τα προσφιλή πρότυπά του σκηνοθέτη, οι Ιακωβίνειες Ιστορίες, με θεματολογία σάτιρας, εκδίκησης και του απόλυτου κακού, και το Θέατρο του Αίματος, αλλά να εκθέσει την δειλία και τον κανιβαλισμό αυτού του άθλιου ανθρώπου. Το ερώτημα μιας εναλλακτικής αποτελεσματικής πολιτισμένης συμπεριφοράς μένει εσαεί αναπάντητο.

Η μανία του σκηνοθέτη για συμμετρία είναι για άλλη μια φορά εμφανής. Τέσσερις είναι οι βασικοί χαρακτήρες, τέσσερις και οι κύριες τοποθεσίες, η καθεμιά με το δικό της χρώμα. Ο χώρος του πάρκινγκ, ο μόνος χώρος που γνωρίζει αποκλειστικά ο μοντέρνος κόσμος, είναι μπλε από τις λάμπες νέον. Κατακλύζεται με ατμούς από την κουζίνα, πεταμένα σκουπίδια και αδέσποτα σκυλιά που αναζητούν τροφή. Η κουζίνα είναι πράσινη και αντανακλά τους αντίστοιχους σπηλαιώδεις χώρους των μεσαιωνικών κάστρων και των πανδοχείων. Είναι τεράστια σαν αποθήκη, με άφαντο ταβάνι, καζάνια που μοιάζουν να έρχονται από τα βάθη της ιστορίας, σωλήνες που μοιάζουν να έρχονται από το μέλλον. Οι μεγάλες αψίδες και οι κρυφές κόγχες θυμίζουν ιερό χώρο όπου αντί για την θεία λειτουργία ακούγεται η παράξενη ψαλμωδία του νεαρού αγοριού που πλένει τα πιάτα. Μια δεύτερη μεγάλη πόρτα ανοίγει προς την τραπεζαρία του εστιατορίου, όπου τα πάντα είναι κόκκινα με εναλλαγές μαύρου: οι τοίχοι, τα χαλιά, τα έργα τέχνης: πρόκειται για το βασίλειο του Κλέφτη. Τόπος διαφυγής της Τζορτζίνα, οι τουαλέτες είναι λευκές, με την πολυτέλεια της εποχής τους: βολικές σαν σαλόνι, ψυχρές σαν ψυγεία. Ο χώρος του Μάικλ, είναι καφέ, στο χρώμα των απανταχού βιβλίων και ιδιαίτερα εκείνων που αναφέρονται στον διαφωτισμένο 18ο αιώνα που άλλαξε για πάντα την ευρωπαϊκή σκέψη. Τα ρούχα των χαρακτήρων παίρνουν το αντίστοιχο χρώμα όσο περνάνε από τον έναν χώρο στον άλλον, επιτονίζοντας την μέγιστη εσωτερική επίδραση των χώρων στους ανθρώπους.

Με τον ίδιο τρόπο, οι χαρακτήρες αντιστοιχούν με βασικούς τομείς: Ο Μάγειρας εκπροσωπεί την τέχνη, ο Κλέφτης το εμπόριο, ο Εραστής το πνεύμα, η Τζορτζίνα τους Βρετανούς ή τους μοντέρνους Ευρωπαίους: αιχμάλωτοι του χρήματος, ερωτευμένοι με τον πολιτισμό, καταναλωτές των πάντων, εντός των οποίων η τέχνη. Η κυβέρνηση φτάνει δια των επιθεωρητών της ως τα φορτηγά αλλά δεν τολμά να τα ανοίξει λόγω του δύσοσμου περιεχομένου τους. Σύμφωνα με μια άλλη, περισσότερο πολιτική εκδοχή, ο Μάγειρας αντιστοιχεί στους πολίτες που κάνουν το καθήκον τους, ο Κλέφτης είναι η άπληστη πρωθυπουργός Θάτσερ με την κουστωδία της, η Σύζυγος η Αγγλία και ο Εραστής η αντιπολίτευση της Αριστεράς και του Πνεύματος, ενώ ολόκληρη η ταινία αποτελεί, σύμφωνα με παρεμφερείς απόψεις, αλληγορία της θατσερικής Αγγλίας, όπου η κατανάλωση αποτελεί ύστατο σκοπό και μόνη δυνατότητα του ανθρώπου έως αναπότρεπτης τυραννίας αν όχι ολοκληρωτικά στο παρόν σίγουρα σε κάποιο μέλλον που δεν είναι μακρινό.

Η δράση κινείται από τον ένα χώρο στον άλλον και αντίστροφα, ως υπενθύμιση πως η ιστορία δεν αποτελεί μια απλή πρόοδο αλλά μια ρευστή διαστρωμάτωση πολλαπλών επιδράσεων. Ο Μεσαίωνας δεν άλλαξε σε μια νύχτα θέση με την Αναγέννηση, οι απαρχές του μοντερνισμού κατά τον 17ο αιώνα και η αγριότητα της αποικιοκρατίας και των θρησκευτικών πολέμων δεν είναι άσχετοι με την σύγχρονη διαστρωμάτωση του βίαιου και του απάνθρωπου. Και επειδή σύμβολα μπορούν οπουδήποτε να εντοπίζονται, ο πίνακας του εστιατορίου δημιουργήθηκε το 1616, έτος θανάτου του Σαίξπηρ, και κατά μια άποψη, του θανάτου της Βρετανικής Κουλτούρας.
Μπορεί, απλώς, να είναι μια ακόμα ιστορία «παράνομου» έρωτα, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αιωνόβιας γυναικείας κακοποίησης ή μια αφήγηση πάνω στο θηρίο που κρύβεται στον άνθρωπο. Και για τον εγκυκλοπαιδιστή των κάτω άκρων, μια σύντομη βιογραφία των ποδιών μιας γυναίκας, που πέρασαν από τα επιβεβλημένα ψηλά τακούνια της διατεταγμένης εμφάνισης στην τρομαγμένη εμφάνισή τους κάτω από τις τουαλέτες και πάτησαν γυμνά πάνω στην καρότσα ενός φορτηγού γεμάτου με ακαθαρσίες νεκρών ζώων, αλλά νωρίτερα, έστω και για λίγα λεπτά, ξέχασαν τον εφιαλτικό κόσμο όπου παραπατούσαν και φιλήθηκαν και λατρεύτηκαν από έναν εραστή.



{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }


Η ταινία: The cook, the thief, his wife and her lover (Peter Greenaway, 1989). Η γυναίκα: Helen Mirren

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: