«First Reformed» (2017), του Paul Schrader

«First Reformed» (2017), του Paul Schrader




Ένας ιε­ρέ­ας σε μια μι­κρή εκ­κλη­σία, στα βό­ρεια της Νέ­ας Υόρ­κης, πα­λεύ­ει με την αυ­ξα­νό­με­νη από­γνω­ση που του προ­κα­λεί μια ανα­πά­ντε­χη τρα­γω­δία, την ανη­συ­χία του για την κα­τα­στρο­φή του πε­ρι­βάλ­λο­ντος και το βα­σα­νι­σμέ­νο του πα­ρελ­θόν.

Πό­σο λεί­πουν απ’ το σύγ­χρο­νο σι­νε­μά έρ­γα που να μπο­ρούν να σε στοι­χειώ­σουν με τον τρό­πο που σε στοι­χειώ­νει το «First Reformed»∙ τό­σο θυ­μω­μέ­νο αλ­λά και γα­λή­νιο ταυ­τό­χρο­να, απελ­πι­σμέ­νο μέ­σα στην πα­θια­σμέ­νη ελ­πί­δα του, γε­μά­το πό­νο και αντι­φά­σεις, χω­ρίς βε­βαιό­τη­τες και ορι­στι­κές απα­ντή­σεις, γε­μά­το αγω­νία, αλ­λά και λυ­τρω­τι­κό, με μια ασκη­τι­κή σκη­νο­θε­τι­κή φόρ­μα που κά­νει την κραυ­γή της από­γνω­σής του να ακού­γε­ται ακό­μα πιο δυ­να­τά, σαν ουρ­λια­χτό μέ­σα στην ησυ­χία. Ο Πολ Σρέι­ντερ χτί­ζει και πά­λι πά­νω στη βά­ση της κύ­ριας επιρ­ρο­ής του, το «Ημε­ρο­λό­γιο ενός επαρ­χια­κού εφη­μέ­ριου» του Μπρε­σόν (έρ­γο ανα­φο­ράς όχι μό­νο εδώ αλ­λά στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της φιλ­μο­γρα­φί­ας του), εμπνέ­ε­ται απ’ το «Winter Light» του Μπέρ­γκ­μαν, συν­δέ­ει τις προ­βλη­μα­τι­κές τους με την υπαρ­ξια­κή αγω­νία και τον αναρ­χι­κό πε­σι­μι­σμό του «Τα­ξι­τζή», για να φτιά­ξει μια ται­νία εντε­λώς αυ­θύ­παρ­κτη, από­λυ­τα ξε­χω­ρι­στή και ανα­πά­ντε­χη.

Όπως ακρι­βώς η ψυ­χο­σύν­θε­ση του κε­ντρι­κού του ήρωα, του ιε­ρέα Ernst Toller, το «First Reformed» κά­τω απ’ την ήρε­μη επι­φά­νεια των δω­ρι­κών πλά­νων του εί­ναι ένα κα­ζά­νι που βρά­ζει, ένα ηφαί­στειο που πε­ρι­μέ­νει να εκρα­γεί. Μια συ­ναρ­πα­στι­κά δια­λε­κτι­κή ται­νία, που ανα­φλέ­γε­ται μέ­σα απ’ τις συ­γκρού­σεις της, κα­θώς η ανά­γκη για πί­στη έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πη με το βά­σα­νο της αμ­φι­βο­λί­ας, ο έν­θε­ος ντε­τερ­μι­νι­σμός πα­λεύ­ει με τον αθεϊ­στι­κό υπαρ­ξι­σμό, η λα­χτά­ρα του νο­ή­μα­τος δί­νει μά­χη με τον νι­χι­λι­σμό, η πε­ρη­φά­νια του πνεύ­μα­τος τα­πει­νώ­νε­ται απ’ τη φθαρ­τό­τη­τα του σώ­μα­τος (το σώ­μα, εδώ, με τους πό­νους και την αρ­ρώ­στια του, λει­τουρ­γεί ως υπεν­θύ­μι­ση ότι η ζωή τε­λεί μό­νι­μα υπό κα­θε­στώς απει­λής: εί­ναι το ανυ­πέρ­βλη­το όριο στο απε­ριό­ρι­στο της με­τα­φυ­σι­κής επι­θυ­μί­ας). Κι όλα -μ’ έναν θεϊ­κό τρό­πο θα μπο­ρού­σες να πεις- κα­τα­λή­γουν στην αγά­πη, «the only engine of survival» κα­τά Λέ­ο­ναρντ Κο­έν.

Κα­θώς συ­νει­δη­το­ποιείς στα­δια­κά το απί­στευ­το καλ­λι­τε­χνι­κό θάρ­ρος του Σρέι­ντερ στο «First Reformed», σχε­δόν σα­στί­ζεις : αφη­γεί­ται μια ιστο­ρία για έναν ακό­μα κα­τα­ρα­μέ­νο άν­δρα (απ’ αυ­τούς που ξέ­ρει τό­σο κα­λά να μας προ­σφέ­ρει την κα­τα­μα­τω­μέ­νη ψυ­χή τους στο πιά­το), χω­ρίς να εν­δί­δει ού­τε για μια στιγ­μή σε μια πρό­δη­λη ή «εύ­κο­λη» χα­ρα­κτη­ρο­λο­γία, απο­φα­σι­σμέ­νος να εξε­ρευ­νή­σει ένα πλή­θος αχαρ­το­γρά­φη­των εσω­τε­ρι­κών δια­δρο­μών και εμπει­ριών, χω­ρίς προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη κα­τά­λη­ξη. Ο ιε­ρέ­ας του συ­γκλο­νι­στι­κού Ίθαν Χοκ, κου­βα­λά­ει μεν τον σταυ­ρό του, όμως το μεί­ζον ζή­τη­μα γι’ αυ­τόν δεν εί­ναι ού­τε η σιω­πή του Θε­ού (γρά­φει ένα ημε­ρο­λό­γιο ως υπο­κα­τά­στα­το της προ­σευ­χής ―τι θαυ­μά­σιος τρό­πος να πεις ότι όλοι οι συγ­γρα­φείς εί­ναι κα­τά βά­θος πι­στοί, ακό­μα κι όταν δη­λώ­νουν άθε­οι― οπό­τε δεν αμ­φι­βά­λου­με για την πί­στη του), ού­τε το ασή­κω­το βά­ρος ενός πα­ρελ­θό­ντος που τον συν­θλί­βει∙ κα­τα­διώ­κε­ται μεν απ’ τους δαί­μο­νές του ―άλ­λω­στε πί­νει πο­λύ, εί­ναι ορια­κά αλ­κο­ο­λι­κός― αλ­λά η ζωή του μοιά­ζει ορ­γα­νω­μέ­νη (έστω επι­φα­νεια­κά), τα­κτι­κή, γύ­ρω απ’ τη μι­κρή εκ­κλη­σία που κα­λεί­ται να συ­ντη­ρεί, σχε­τι­κά ικα­νο­ποι­η­μέ­νος από τον επου­σιώ­δη ρό­λο του.

Η δια­τά­ρα­ξη της ισορ­ρο­πί­ας θα έρ­θει με την «ει­σβο­λή» σ’ αυ­τό το πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νο το­πίο, δύο νέ­ων αν­θρώ­πων, ενός ζευ­γα­ριού. Ο κα­τα­θλι­πτι­κός ακτι­βι­στής για το πε­ρι­βάλ­λον, Μάικλ, θα επη­ρε­ά­σει κα­τα­λυ­τι­κά τον ιε­ρέα σε ό,τι αφο­ρά ιδέ­ες προ­ϋ­πάρ­χου­σες αλ­λά όχι κα­θα­ρά δια­μορ­φω­μέ­νες, προ­σφέ­ρο­ντας μια διέ­ξο­δο στην κρυμ­μέ­νη ορ­γή του Ερνστ για έναν κό­σμο που κυ­βερ­νιέ­ται από στυ­γνούς κερ­δο­σκό­πους κα­πι­τα­λι­στές, οι οποί­οι κα­τα­στρέ­φουν κυ­νι­κά τη θεϊ­κή δη­μιουρ­γία, τη φύ­ση ως έρ­γο, απο­τύ­πω­μα και έκ­φρα­ση του Θε­ού, για να τσε­πώ­νουν εκα­τομ­μύ­ρια∙ η διέ­ξο­δος αυ­τή θα εί­ναι η εξ­τρε­μι­στι­κή βία. Στη μορ­φή της ―κα­θό­λου τυ­χαία επο­νο­μα­ζό­με­νης― Μέ­ρι, όμως, η θεϊ­κή ευ­λο­γία, θα πά­ρει τη μορ­φή του έρω­τα, που δεν εί­ναι λι­γό­τε­ρο επα­να­στα­τι­κή και ρι­ζο­σπα­στι­κή πρά­ξη. Σε μια απ’ τις πιο ποι­η­τι­κές σκη­νές του σύγ­χρο­νου αμε­ρι­κα­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου, αυ­τός ο έρω­τας θα οδη­γή­σει στη με­ταρ­σί­ω­ση, στην ανύ­ψω­ση πά­νω απ’ την ομορ­φιά και την ασχή­μια του κό­σμου, σ’ ένα κα­θα­για­σμέ­νο πέ­ταγ­μα μα­κριά απ’ την αβί­ω­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Η απά­ντη­ση στην απελ­πι­σία, στον φό­βο και την από­γνω­ση που με­ταμ­φιέ­ζο­νται σε από­φα­ση εκ­δί­κη­σης (ή απλώς σε επι­θυ­μία θα­νά­του, μέ­σα από ένα κα­τα­στρο­φι­κό «πέ­ρα­σμα στην πρά­ξη», σύμ­φω­να με την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή ορο­λο­γία), σε τά­ση ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης που δεν μπο­ρεί να απο­κρύ­ψει ότι πί­σω απ’ τις ευ­γε­νείς, υψη­λό­φρο­νες ιδέ­ες υπάρ­χει απλώς ο τρό­μος της μο­να­ξιάς, η μο­να­δι­κή απά­ντη­ση στο Κα­κό εν τέ­λει, εί­ναι η αγά­πη. Η αγά­πη, όμως, όχι στην αφη­ρη­μέ­νη μορ­φή με την οποία την ευαγ­γε­λί­ζο­νται οι θρη­σκεί­ες, ως μό­νι­μα εκ­πο­ρευό­με­νη, αν και αό­ρα­τη, απ’ τη θεϊ­κή ευ­σπλα­χνία, αλ­λά ορα­τή κι εν­σαρ­κω­μέ­νη στη σω­μα­τι­κή υπό­στα­ση μιας γυ­ναί­κας. Βλέ­πεις, μας λέ­ει ο Σρέι­ντερ, μπο­ρεί ο Θε­ός να έχει αφή­σει τη σφρα­γί­δα του σε κα­θε­τί γύ­ρω μας, στο ρό­δο του κή­που ή στα σύν­νε­φα ή στο νε­ρό μιας λί­μνης, όμως η πα­ρου­σία του σ’ όλα αυ­τά τα πράγ­μα­τα πα­ρα­μέ­νει βου­βή, εί­ναι απλώς εκεί, χω­ρίς να λέ­ει για­τί και για ποιο σκο­πό∙ ο λό­γος της Μέ­ρι (αυ­τό το τε­λευ­ταίο «Ερνστ» που στα­μα­τά­ει την κά­θο­δο στην άβυσ­σο), η απλή πρά­ξη της επί­κλη­σης του ονό­μα­τος, η ανα­γνώ­ρι­ση (του αν­θρώ­που και της οδύ­νης του) μέ­σω της επί­κλη­σης, κά­νει τον Θεό να εμ­φα­νί­ζε­ται, του δί­νει υπό­στα­ση προ­σι­τή στις αι­σθή­σεις. Ο Θε­ός, μι­λά­ει επι­τέ­λους στον Ερνστ, απα­ντά­ει στις αγω­νί­ες μιας ολό­κλη­ρης ζω­ής, μέ­σα απ’ το στό­μα της Μέ­ρι, κι αυ­τό εί­ναι συ­γκλο­νι­στι­κό όσο και απο­κα­λυ­πτι­κό. Η βία που μπο­ρεί να στρα­φεί ενα­ντί­ον των άλ­λων ή ενα­ντί­ον του εαυ­τού, η επι­θυ­μία τι­μω­ρί­ας ή αυ­το­τι­μω­ρί­ας, εξου­δε­τε­ρώ­νε­ται μέ­σω της πα­ρου­σί­ας της αγα­πη­μέ­νης γυ­ναί­κας: η Θεία Χά­ρις, απο­κτά ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, κι έτσι η λύ­τρω­ση εί­ναι εφι­κτή. Όχι η εκ­δί­κη­ση αλ­λά η αγά­πη απε­λευ­θε­ρώ­νει αλη­θι­νά.

Δεν μπο­ρείς να μη χαι­ρε­τί­σεις με δά­κρυα στα μά­τια τη σπου­δαία δή­λω­ση αυ­τού του αρι­στουρ­γή­μα­τος, κα­θώς τε­λειώ­νει υπό τους ήχους του «Leaning on the Everlasting Arms», με μια σκη­νή απί­στευ­της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής δύ­να­μης. Διό­τι ακό­μα κι αν «All is grace», όπως λέ­ει ο εφη­μέ­ριος του Μπρε­σόν, η αν­θρώ­πι­νη οδός για τη χά­ρη εί­ναι πά­ντα μία και πά­ντα η ίδια: ο έρω­τας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: