«Στα Πετράλωνα, εκεί θα πάω!» Ήταν αμετάπειστη η θεία μου η Φωφώ. «Να δω το γιο μου το Θανασάκη.» Τι κι αν ο Θανασάκης μας είχε χαιρετήσει εδώ και έξι μήνες. ”Βρε θεία, άλλη φορά, της λέγαμε εμείς τα ανίψια της όταν τη βλέπαμε στο σπίτι της στα Πατήσια όπου έμενε.
«Λίγο να βγει ο χειμώνας, να μη μας κρυώσεις και το 'χουμε και τύψη», έτσι της λέγαμε. Η θεία το είχε λίγο χαμένο εδώ και καιρό. Ξέχναγε ημερομηνίες, γιορτές, ονόματα. Εμάς ευτυχώς μας αναγνώριζε ακόμα. Το γιο της που πέθανε πριν έξι μήνες το ζητούσε συνέχεια, να το δει. Δεν τολμούσαμε να της πούμε την αλήθεια. Κάναμε όλοι τον ψόφιο κοριό. Σκαρφιζόμασταν δικαιολογίες για να της σταματήσουμε τη φόρα να δει το γιόκα της. Πότε της λέγαμε ότι ο Θανασάκης έχει υποχρεώσεις με τη δουλειά, άλλη φορά ότι είναι στο εξωτερικό για διακοπές και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Η θεία στην αρχή το έχαβε το παραμύθι. Την επόμενη μέρα όμως άρχιζε τα ίδια. Πολλές φορές της λέγαμε την ίδια δικαιολογία, είχαμε ξεμείνει κι εμείς από ιδέες... Η φαντασία μας δεν ήταν ανεξάντλητη. Μια φορά της φέραμε και τη γυναίκα του, να την πείσει ότι ο γιος της ήταν καλά κι ότι το συντομότερο δυνατό θα ερχόταν να τη δει. Η νύφη μας η Ιουλία μάς έλεγε ότι δεν άντεχε άλλο αυτή τη φαρσοκωμωδία. Κόντευαν να σπάσουν τα νεύρα της. Της λέγαμε να κάνει υπομονή κι ότι η θεία όπου να ´ναι θα αποδημούσε εις Κύριον. Είχε αδύναμη καρδιά άλλωστε. Ο γιατρός της έδινε έξι μήνες, το πολύ, περιθώριο.
Μια φορά πήγαμε επίσκεψη, να τη δούμε. Τα ανήψια της, η γυναίκα του συγχωρεμένου και η κόρη μου η Αναστασία. Ήταν έξι χρονών η κόρη. Πώς μας ήρθε και την πήραμε κι αυτή μαζί; Με το που μπήκαμε, η θεία άρπαξε τη μικρή Αναστασία και της ζούπαγε τα μάγουλα. Τη φιλούσε στο μέτωπο και της χτένιζε τα όμορφα μαλλάκια της. Η μικρή ένιωθε ανήμπορη και δυσφορούσε με όλο αυτό το ξέσπασμα αγάπης από τη γιαγιά της. «Έλα θεία, άσε την Αναστασία να παίξει», της λέγαμε. «Αχ παιδάκι μου, πότε θα δω το Θανασάκη μου», της έλεγε η θεία. «Αυτή η στεναχώρια θα με φάει». Η Αναστασία είχε μπει στο κόλπο κι άρχισε κι αυτή να της αραδιάζει ψέματα, ό,τι την είχαμε δασκαλέψει εμείς στο αυτοκίνητο καθώς ερχόμασταν. Ότι ο θείος ήταν άρρωστος. Τον είχε πιάσει ημικρανία και ότι αύριο μάλλον θα τη δει. Κάτσαμε ύστερα όλοι στο τραπέζι να φάμε. Η νύφη μαζί με την αδερφή μου ετοίμασαν το τραπέζι κι έτσι κάτσαμε όλοι γύρω από τη θεία να γευματίσουμε.
«Ο θείος ο Θανάσης δε θα ξανάρθει γιαγιά», πετάχτηκε κάποια στιγμή και είπε η Αναστασία καθώς τρώγαμε. «Έχει πεθάνει». Το είπε με όλη την παιδική της μνησικακία και ύστερα άρχισε να χασκογελά κοιτάζοντας κοροϊδευτικά τη γιαγιά της. Η θεία η Φωφώ μόλις το άκουσε έχασε το χρώμα της στην αρχή. Ύστερα το πρόσωπό της μπλάβιασε απότομα. Ξεροκατάπιε και έγειρε για μια στιγμή το κεφάλι της προς τα αριστερά. Αυτό ήταν, εκεί άφησε την τελευταία της πνοή η θεία. Η μικρή καθώς την έβλεπε τα έχασε και καθώς ακούστηκε ο επιθανάτιος ρόγχος έβαλε τα κλάματα από την τρομάρα της. Δεν το περίμενε αυτό. Τη βγάλαμε έξω από το δωμάτιο κακήν κακώς για να μη βλέπει. Όλοι πηγαίναμε πέρα δώθε στο δωμάτιο ανάστατοι και προσπαθούσαμε μάταια να συνεφέρουμε τη θεία.
Μετά από αυτό το συμβάν πήρα όρκο να μην ξαναεμπιστευτώ ποτέ εξάχρονο παιδί. Η Αναστασία έκλαιγε στο διπλανό δωμάτιο απαρηγόρητη. Πήγε δίπλα η νύφη μας και προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Εγώ, κατά βάθος, ένιωθα και ανακούφιση που τελείωσε πλέον όλο αυτό το θέατρο με τη θεία, έστω και μ΄ αυτόν το άσχημο τρόπο. Είχα νιώσει κι εγώ τις αντοχές μου να εξαντλούνται με όλα αυτά τα ψέματα. Την Αναστασία δεν τη μαλώσαμε ύστερα από όλο αυτό το συμβάν. Αποφασίσαμε όμως, όλα τα ξαδέρφια και η νύφη μαζί, ότι πλέον δεν θα την μπλέκαμε ξανά σε ένα τόσο κακόγουστο κόλπο. Ήταν άλλωστε τόσο μικρή.
Τη θεία τη θάψαμε το επόμενο πρωί στο Α΄ νεκροταφείο. Την Αναστασία δεν την πήραμε μαζί. Της είπαμε ότι η γιαγιά θα πήγαινε ένα μεγάλο ταξίδι και ότι θα γυρνούσε ύστερα από καιρό.