Μαγειρική σε Ντο μείζονα

Joachim Bueckelaer, «Κουζίνα με τον Ιησού στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας στο βάθος»
Joachim Bueckelaer, «Κουζίνα με τον Ιησού στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας στο βάθος»

Στη Θάλεια, την Έλενα Π., τον Λάμπρο, τον Στέφανο, τον Ζάχο και τον Μπάμπη




Οι άνθρωποι που τη μουσική πολύ αγάπησαν μαγειρεύουν και υπέροχα, το διαπίστωσα σαν πήγα στο σπίτι της Θάλειας. Το πρώτο πιάτο ήταν μια σερενάτα με βασικό υλικό τους ήχους από τη σύγκρουση δυο κόκκων άμμου, δεμένων γερά με αλληλουχία συγχορδιών, καλοψημένη σε φούρνο Ντο μείζονος και σερβιρισμένη πάνω σε τρία διάφανα οριζόντια αγαλματίδια της Κοιμωμένης του Χαλεπά φωτισμένα από την κάτω μεριά από την αίσθηση που αφήνει η όπερα του Λονδίνου όταν την βλέπεις από μακριά στη δύση του ήλιου.

Το κυρίως πιάτο ήταν το αγαπημένο της φαγητό: «Η σιωπή της Ποσειδωνίας». Σαν βάση απλώνονταν εναρμονίσεις που εδράζονταν στους ίδιους συγχορδιακούς πόλους, περιχυμένες με το τονικό τόξο από το Πρελούδιο της πρώτης Σουίτας για βιολοντσέλο του Μπαχ και το πρώτο λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι, ενώ από πάνω ήταν τοποθετημένα σε σειρά μεγάλα κομμάτια από τη Συμφωνία του Ωκεανού του Αντόν Ρουμπινστάιν, τυλιγμένα προσεκτικά στις εμπνεύσεις του Άλεξ Νορθ και του Ένιο Μαρικόνε, πασπαλισμένες με το Nightflyer της Άλισον Ρουσέλ.

Ακολούθησε ίσως το πιο ωραίο πιάτο, που μας το παρουσίασε ως «η τρυφερότητα του σύμπαντος». Σε μια μεγάλη πιατέλα ήταν κάθετα βαλμένες πεντατονικές κλίμακες και ακριβώς από πάνω τους ήχοι της Καλιφόρνιας του ‘60, συνδυασμένες με τις συγχορδίες της δωδεκάχορδης κιθάρας του Jimmy Page και τέσσερα σοκολατένια σόλο των Κόλεμαν, Κολτρέιν, Τσάρλι Πάρκερ και Λέστερ Γιανγκ. Όλα αυτά βρίσκονταν μέσα σε ένα μεγάλο δίχτυ, που ήταν φτιαγμένο από τους κρεολούς που ζούσαν στην Λουζιτάνια πριν πάνε στην Νέα Ορλεάνη και τις αρμονίες του Τελόνιους Μονκ. Πηγαινοερχόταν το μεγάλο δίκτυ ρυθμικά και τα μικρά διαμαντάκια της Καμποτζιανής ποπ με τα οποία ήταν στολισμένο λαμποκοπούσαν στις αστραπές από την κιθάρα του Γκλεν Τίπτον.

Ήταν ένα αξέχαστο δείπνο. Έπαιρνε να ξημερώσει και ήμουν μόνος μπροστά από ένα άγνωστο μαγικό πέλαγος, με ένα ποτό στο χέρι. Από το ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν ένα επαναστατικό τραγούδι που το τραγουδούσε ο πατέρας μου όταν ήταν στην εξορία. Δίπλα μου ακριβώς υψωνόταν ένα πελώριο άγαλμα του Μπομπ Μάρλεϊ. Στο χέρι του κρατούσε ένα κρυστάλλινο κουβανέζικο πούρο κι όπως ο καπνός του ανέβαινε ψηλά, δημιουργούσε ένα πυκνό πορτοκαλί σύννεφο. Πάνω εκεί, σε αυτό το σύννεφο καπνού, καθόταν ολόγυρα οι Creedence Clearwater Revival και οι U2 και σιγοτραγουδούσαν την Φραγκοσυριανή. Η Θάλεια ετοιμαζόταν για την κυριακάτικη νυχτερινή της έξοδο. Για εκείνη ο χρόνος μετρούσε αλλιώς.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: