Είναι πλέον κοινή η παραδοχή ότι η βράβευση του Σεφέρη, το 1963, με το θεωρούμενο ως το σημαντικότερο διεθνώς λογοτεχνικό βραβείο, το Νόμπελ, στάθηκε ορόσημο για τη διάδοση και πρόσληψη του ποιητικού έργου του.[1] Παρά το ότι η θετική απήχηση που είχε στην ελληνική δημόσια σφαίρα η απονομή του βραβείου στον Σεφέρη ήταν περιορισμένη, όπως έδειξαν λίγο πολύ σύγχρονες με το γεγονός δημοσιευμένες μαρτυρίες και όπως, επίσης, επαληθεύτηκε από μεταγενέστερες σχετικές εργασίες,[2] το γεγονός στάθηκε κομβικό, καθώς σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε ό,τι μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση που επέλεξα ως τίτλο της μελέτης μου: η δημόσια παρουσία (και απουσία) του Σεφέρη μετά το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ειδικότερα, η επιρροή της βράβευσης τόσο για την παρουσία όσο και για την απουσία λειτούργησε διττά και, πιο συγκεκριμένα, αλληλένδετα: αφενός επηρέασε τη στάση του Σεφέρη έναντι των άλλων, ιδίως των συμπατριωτών του, ως προς το πώς και το πού βρέθηκε παρών ή απών και αφετέρου τη στάση των άλλων απέναντι στον Σεφέρη. Μέρος της απήχησης του Νόμπελ ήταν και τα γνωστά μας δυσφημιστικά για τον Σεφέρη δημοσιογραφικά δημοσιεύματα που ακολούθησαν τη βράβευση και αναπαράγονταν σποραδικά μέχρι το τέλος της ζωής του.[3]
Η οκτάχρονη περίοδος από το 1963 μέχρι τον θάνατο του Σεφέρη το 1971 ιστορικά σημαδεύτηκε, στο μέσο της, από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών από το 1967 και εξής· αλλά και νωρίτερα η πολιτική ζωή στην Ελλάδα ήταν πολύ ταραγμένη. Η εξέτασή μου, σε αυτή την περίοδο, θα εστιαστεί στην παρουσία και την απουσία του Σεφέρη στον ελληνικό δημόσιο χώρο, με κύρια σημεία αναφοράς και εξέτασης, ύστερα από διάφορα συμβάντα γύρω από τη βράβευση με το Νόμπελ, την αναγόρευση του ποιητή σε επίτιμο διδάκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 1964 και την μη εκλογή του στην Ακαδημία Αθηνών τον Μάρτιο του 1966. Η περίφημη δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας, στις 28 Μαρτίου 1969, και η γενικότερη συμμετοχή του σε αντιδικτατορικές ενέργειες στα δύο περίπου χρόνια μέχρι τον θάνατό του θα σχολιαστούν ελάχιστα – πρόκειται για πεδία έρευνας και ερμηνείας αναλυτικά χαρτογραφημένα.
Βεβαίως όλο αυτό το λογοτεχνικό πεδίο, στον άρρηκτο δεσμό του με το ιστορικοκοινωνικό περιβάλλον του, μάς είναι ήδη καλά γνωστό. Κάνω μία συνοπτική αναδρομή στις βασικές γνώσεις μας σε ό,τι αφορά τόσο το σχετικό πρωτογενές υλικό όσο και τις ερευνητικές θεωρήσεις του. Στον μισό σχεδόν αιώνα ύστερα από τον θάνατο του Σεφέρη, ο σημαντικός εμπλουτισμός της σεφερικής εργογραφίας ιδίως με εξωλογοτεχνικά ή και ιδιωτικής φύσης γραπτά επέτρεψε να γνωρίσουμε σε πλάτος και σε βάθος, πέρα από τον ποιητή, τον άνθρωπο και τον πολίτη Σεφέρη στον ταραγμένο καιρό του και τον δυστοπικό (για τον ίδιο) τόπο του. Βασικά οδόσημα σε αυτή την πορεία γνώσης είναι η υποδειγματική στο είδος της για την τεκμηριωτική ακρίβεια και την αφηγηματική συνθετότητά της βιογραφία του Ρόντρικ Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο (2003),[4] η Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (1922-2016) του Δημήτρη Δασκαλόπουλου (2016)[5] ως έργο υποδομής της έρευνας και, σε πολύ κοντινά μας χρόνια, ένα τρίπτυχο βιβλίων όπου η προσοχή των συγγραφέων τους εστιάστηκε στον διπλωμάτη Γιώργο Σεφεριάδη, με την εξέταση τόσο της υπηρεσιακής συμμετοχής του στο κυπριακό ζήτημα όσο και της σύνθετης σχέσης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον διπλωμάτη και τον ποιητή – αναφέρομαι κατά τη χρονολογική σειρά τους στα βιβλία του Γιώργου Γεωργή, Σεφέρης-Αβέρωφ, η ρήξη
(2018),[6]
του Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Ο διάλογος Γιώργου Σεφέρη-Ευάγγελου Αβέρωφ. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (2019)[7]
και του Βασίλη Παπαδόπουλου, Διπλωματία και ποίηση. Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη (2019).[8] Τα παραπάνω βασικά οδόσημα συμπληρώθηκαν από αξιόλογες συμβολές μικρότερης εμβέλειας, όπως η μελέτη του Σάββα Παύλου, «Η δήλωση του Σεφέρη εναντίον της δικτατορίας» (1987),[9]
και εκείνη του Γιώργου Γεωργή, «Ο αντιστασιακός Σεφέρης. Μια άγνωστη προσφυγή του κατά της Χούντας» (2009),[10]
αμφότερες εστιασμένες στην αποδεδειγμένη και τολμηρή αντιδικτατορική στάση του Σεφέρη, αρχής γενομένης από τη δήλωσή του.[11]
Τα στοιχεία, λοιπόν, που θα παρουσιάσω και θα σχολιάσω στη μελέτη μου έρχονται να λειτουργήσουν επιβεβαιωτικά ή και ενισχυτικά σε πράγματα που ήδη γνωρίζουμε. Αν έχει νόημα να προστεθούν μερικές ακόμα ψηφίδες στο σχηματισμένο μωσαϊκό της γνώσης μας, νομίζω ότι ο κύριος λόγος είναι –και θεωρώ σκόπιμο να το γράψω αυτό ευθύς εξαρχής– όχι προκειμένου να αναιρεθούν, ούτως ή άλλως ασθενικά, επιχειρήματα της μετά τον θάνατο του Σεφέρη αντισεφερικής κριτικής, αλλά για να θεμελιωθεί σε βάθος αυτό για το οποίο πείθομαι ολοένα και περισσότερο, διαβάζοντας τον Σεφέρη και γύρω από τον Σεφέρη· ό,τι ο Δ.Ν. Μαρωνίτης διατύπωσε το 1980 με τις εξής σκέψεις του: «Υπεύθυνον άνθρωπο, υπεύθυνο τεχνίτη και υπεύθυνο πολίτη τον θεώρησαν εξαρχής τον Σεφέρη. Αυτό που μπορούμε τώρα πια να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι πρόκειται και για σοφό άνθρωπο, σοφό τεχνίτη και σοφό πολίτη, αν στην έννοια της σοφίας δεν δώσουμε ένα σχολαστικό-ακαδημαϊκό νόημα, αλλά ένα νόημα βαθύτερο – ας πούμε ένα νόημα ωριμότητας που συμβαδίζει με την τέχνη, υποστηρίζει την τέχνη και υποστηρίζεται από την τέχνη».[12]
Το βασικό πρωτογενές υλικό της έρευνάς μου αντλήθηκε από τους τέσσερις αρκετά ογκώδεις φακέλους του αρχείου Σεφέρη, που απόκειται στο Τμήμα Αρχείων της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη), τους φακέλους 57-60, που περιλαμβάνουν τα σχετικά με το Νόμπελ.[13] Τα αρχειακά ευρήματά μου διασταυρώθηκαν με το κείμενο των δύο τελευταίων τόμων του ημερολογίου Μέρες, στο διάστημα από τις παραμονές της βράβευσης του Σεφέρη μέχρι τον θάνατό του (1961-1971), τον όγδοο και τον ένατο τόμο που δημοσιεύτηκαν το 2018 και το 2019,[14]
αν και κρίσιμα μέρη τους μας είχαν γίνει γνωστά παλαιότερα. Σημειώνω ότι ο τελευταίος τόμος των Μερών συμπληρώνει το γνωστό, ήδη από το 1986, και επίσης ημερολογιακό «Χειρόγραφο Οκτ. ’68» που εξέδωσε και σχολίασε ο Παύλος Ζάννας.[15]
Τα περισσότερο αξιόλογα και μη αξιοποιημένα μέχρι σήμερα στο σύνολο του σχετικού με το Νόμπελ αρχειακού υλικού στοιχεία εντοπίζονται στο μικρό σώμα αλληλογραφίας ανάμεσα στον Μιχαήλ (υπογράφει Michel) Παπαδόπουλο, τον Έλληνα πρέσβη στη Σουηδία κατά την περίοδο 1961-1964,[16]
και τον Σεφέρη. Η αλληλογραφία αυτή, που καλύπτει την περίοδο από τις 21 Ιουνίου 1962 μέχρι τις 11 Μαΐου 1964, δημοσιεύεται στο παράρτημα αυτής της μελέτης.[17] Οι επιστολές του Παπαδόπουλου προς τον Σεφέρη, όλες δακτυλόγραφες, είναι πέντε (αρ. 4, 6, 8, 10 και 12) και συνοδεύονται από δύο αντίγραφα επιστολών του Σουηδού ελληνιστή Börje Knös (αρ. 6.1 και 10.1, στη γαλλική γλώσσα) προς τον Παπαδόπουλο, καθώς και από αντίγραφα επιστολών του Παπαδόπουλου προς τον διπλωμάτη Ιάσονα Δρακούλη (αρ. 1), τον Knös (αρ. 6.2, στη γαλλική γλώσσα), την αδελφή του Σεφέρη Ιωάννα Τσάτσου (αρ. 10.2) και το Υπουργείο Εξωτερικών (αρ. 12.1). Οι επιστολές του Σεφέρη είναι έξι, όλες χειρόγραφες. Ακριβέστερα, οι πέντε (αρ. 2, 3, 7, 9 και 11) είναι προσχέδια επιστολών, όπως μαρτυρούν η εμφανώς βιαστική γραφή (γι’ αυτό και σε ελάχιστα σημεία το κείμενο είναι μη αναγνώσιμο με ασφάλεια) και οι πολλές διορθώσεις, διαγραφές και αντικαταστάσεις λέξεων και φράσεων, ενώ η έκτη (αρ. 5) είναι κατά πάσα πιθανότητα αντίγραφο του τελικού κειμένου. Η επιστολή 9 συνοδεύεται από ένα πολύ σύντομο χειρόγραφο προσωπικό σημείωμα του ποιητή (αρ. 9.1).[18] Στη μεταγραφή των επιστολών διατηρήθηκαν το πολυτονικό σύστημα και οι υπογραμμισμένες λέξεις ή φράσεις εντός του κειμένου. Τα σημεία των διαγραφών επισημαίνονται εδώ μέσα σε διπλό μύστακα {{...}}, καθώς δεν υπήρχε άλλη τεχνική δυνατότητα. Διορθώθηκαν αμελητέα αβλεπτήματα οφειλόμενα στη γραφή ή στη δακτυλογράφηση των κειμένων από τους συντάκτες τους. Στις σημειώσεις μου, που συνοδεύουν τις επιστολές, πέρα από τις απαραίτητες πραγματολογικές πληροφορίες, δίνονται επίσης πληροφορίες για υπογραμμίσεις, σημεία στίξης ή σχόλια του Σεφέρη ή κατά πάσα πιθανότητα δικά του, που έγιναν ή γράφτηκαν κατά την ανάγνωση των επιστολών. Οφείλω ευχαριστίες στη συνάδελφο και καλή φίλη Λητώ Ιωακειμίδου για τη θεώρηση της ελληνικής μετάφρασης των γραμμένων στα γαλλικά επιστολών του Knös και του Παπαδόπουλου.
Διάφορα σημεία των επιστολών δείχνουν ότι οι δύο αλληλογράφοι γνωρίζονταν από παλιά, προφανώς λόγω της κοινής υπηρεσίας τους στο διπλωματικό σώμα. Επίσης στο χρονικό διάστημα της αλληλογραφίας, όπως γίνεται σαφές από σημεία των επιστολών, υπήρξαν δια ζώσης συναντήσεις των δύο ανδρών στην Αθήνα, στη διάρκεια ταξιδιών του Παπαδόπουλου, όπως και τηλεφωνικές συνομιλίες τους, με τις οποίες τροφοδοτήθηκε η συζήτησή τους γύρω από το κεντρικό θέμα της αλληλογραφίας τους, την υποψηφιότητα του Σεφέρη για το Νόμπελ. Ο Παπαδόπουλος σε τρεις επιστολές του (αρ. 1 [προς τον Δρακούλη], 6 και 8) αναφέρει δύο εισηγήσεις του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, η πρώτη ήδη τον Ιούνιο του 1962 και η δεύτερη τον Δεκέμβριο του 1962, με τις οποίες, κατά τα γραφόμενά του στις επιστολές, προτείνει και προσπαθεί να προωθήσει την υποψηφιότητα Σεφέρη. Αυτές οι εισηγήσεις φαίνεται ότι έμειναν αναπάντητες. Θα είχε ενδιαφέρον συμπληρωματική έρευνα στο αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών να φέρει στο προσκήνιο της δημοσιότητας αυτά τα υπηρεσιακά έγγραφα. Ας παρατηρηθεί, ακόμα, η διάκριση ανάμεσα στην υπηρεσιακή καθαρεύουσα του Παπαδόπουλου και την πάντοτε αυστηρή αλλά και συντονισμένη με την ειλικρίνεια, το ήθος και τη στοχαστικότητά του δημοτική γλώσσα του Σεφέρη.
Αν μαθαίνουμε κάτι με ασφάλεια από την αλληλογραφία είναι ότι το ελληνικό κράτος και ευρύτερα το εντόπιο θεσμικό περιβάλλον όχι μόνο δεν βοήθησαν στο να βραβευτεί ο Σεφέρης με το Νόμπελ αλλά μάλλον όρθωσαν εμπόδια, οφειλόμενα όχι τόσο σε αρνητική πρόθεση όσο σε αβελτηρία και άστοχες επιλογές. Συγκεκριμένα, ήδη από το πρώτο τεκμήριο, την επιστολή του Παπαδόπουλου, στις 18 Ιουνίου 1962, προς τον Δρακούλη, τον επόμενο Έλληνα πρέσβη στη Σουηδία (1964-1968), αντίγραφο της οποίας στέλνεται στον Σεφέρη, ο Παπαδόπουλος, που φανερά υποστηρίζει την υποψηφιότητα του Σεφέρη, ενημερώνει –στις επόμενες επιστολές του πληροφορεί άμεσα τον Σεφέρη ως παραλήπτη– για διάφορες καταστάσεις και πρόσωπα που δυσχεραίνουν το όλο ζήτημα από την ελληνική πλευρά. Αρχικά ήταν η υποψηφιότητα του Στρατή Μυριβήλη για το Νόμπελ του 1962.[19] Ύστερα από την αρνητική έκβαση της ελληνικής προσπάθειας να βραβευτεί ο Μυριβήλης, ο Παπαδόπουλος, που χαρακτηρίζει, εύλογα, την υποψηφιότητα Σεφέρη ως τη μόνη σοβαρή και μία «πολὺ σοβαρὴ ὑποψηφιότητα» (αρ. 1) για το βραβείο του 1963, αναλογίζεται αν, παρά τις προσπάθειές του αυτή να προωθηθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών και να υποστηριχτεί, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να γίνουν αυτά. Η συνέχιση της αλληλογραφίας από την πλευρά του Παπαδόπουλου δείχνει ότι τα προβλήματα, που κυρίως αφορούσαν την ανερμάτιστη στάση του Υπουργείου Εξωτερικών (ένα ζήτημα είναι η «ἀχαλίνωτη πειὰ ρουσφετολογία ὑπὲρ ἀπιθάνων ὑποκειμένων» [αρ. 6], όπως γράφει ο πρέσβης, στο ελληνικό διπλωματικό περιβάλλον της Στοκχόλμης), συνεχίστηκαν ακόμα και λίγους μήνες πριν την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας, κάνοντας τις προβλέψεις, κατά τον Παπαδόπουλο, δυσοίωνες (αρ. 8 και 10). Ακόμα και ύστερα από την, ανέλπιστη εντέλει, απονομή του Νόμπελ στον Σεφέρη και επομένως το αίσιο τέλος της προσπάθειας του Παπαδόπουλου, η αλληλογραφία κλείνει με μία ανεκδοτολογική ιστορία καταγραμμένη στην επιστολή του πρέσβη, στις 11 Μαΐου 1964 (αρ. 12), έξι σχεδόν μήνες ύστερα από την απονομή του βραβείου: ο Παπαδόπουλος ενημερώνει ότι πλήρωσε o ίδιος, με διαθέσιμα χρήματα της πρεσβείας, ένα απλήρωτο από τις ελληνικές αρχές υπόλοιπο στο ξενοδοχείο Grand Hôtel, όπου ο Σεφέρης διέμεινε και όπου έγινε η «δεξίωση Σεφέρη», και ζητά από τον νομπελίστα Σεφεριάδη να μεσολαβήσει στο Υπουργείο Εξωτερικών για να του σταλούν τα χρήματα – ο Σεφέρης φαίνεται να το πράττει, όπως δείχνει σημείωσή του πάνω στην επιστολή. Η επιστολή καταλήγει ως εξής: «Δὲν ὑπάρχει δυνατότης συνεννοήσεως, ἄλλωστε ἐπὶ 2 χρόνια εἶχαν κάνει ὅ,τι μποροῦσαν πρὸς δολιοφθορὰν τοῦ ὅλου ζητήματος». Τώρα πια ο Παπαδόπουλος μπορεί να είναι περισσότερο εύγλωττος και φαίνεται, με την τελευταία αυτή φράση του ως αλληλογράφου του Σεφέρη, ότι γνωρίζει περισσότερα από όσα γράφει. Αυτό, λοιπόν, που μαθαίνουμε από αυτή τη μικρή αλληλογραφία είναι ότι το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας δεν συνετέλεσε θεσμικά ή παρασκηνιακά στο να βραβευτεί ο Σεφέρης, χωρίς να αποκλείεται ότι υπήρχαν κύκλοι εντός του που δεν επιθυμούσαν ο Σεφέρης να βραβευτεί. Πρέπει, πάντως, να θεωρήσουμε ευτυχή τη συγκυρία ότι ήταν πρέσβης εκείνα τα χρόνια στη Σουηδία ο Μιχαήλ Παπαδόπουλος, αν σκεφτούμε ότι διαδέχτηκε σε αυτή τη θέση τον παλιό γνώριμο και σταθερό εχθρό του διπλωμάτη Σεφέρη, τον Αλέξη Κύρου,[20] που ήταν πρέσβης εκεί από το 1956 μέχρι το 1960. Εξάλλου και ο Μπήτον παρατηρεί ότι «ο [Ευάγγελος] Αβέρωφ παραμένει υπουργός Εξωτερικών έως τον Ιούνιο του 1963».[21] Η μεταξύ τους σχέση, ως υπηρεσιακή αλλά και ως προσωπική σχέση, είχε ναρκοθετηθεί λόγω της αντίθεσης του Σεφέρη στον Υπουργό Αβέρωφ στο κρίσιμο στάδιο των διαπραγματεύσεων για την Κύπρο το 1959 που κατέληξαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Ο Μπήτον εικάζει ότι ο Αβέρωφ «αντιμετώπισε την προώθηση της υποψηφιότητάς του [του Σεφέρη] για το Νόμπελ ως μία λεπτή μορφή εκδίκησης: ο Πρέσβης Σεφεριάδης είχε απογοητεύσει βαθύτατα τον Υπουργό, ο ποιητής Σεφέρης, ωστόσο, θα μπορούσε να φανεί ακόμη και τώρα χρήσιμος στην πατρίδα του. Κατά την άποψη του Αβέρωφ, ένα Βραβείο Νόμπελ για τον Γιώργο θα ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, “ποιητική” δίκη».[22]
Πάντως, από την αλληλογραφία Σεφέρη-Παπαδόπουλου φαίνεται ότι το Υπουργείο Εξωτερικών δεν υποστήριξε ούτε φανερά ούτε παρασκηνιακά, εκείνα τα χρόνια, την υποψηφιότητα του Σεφέρη για το Νόμπελ. Η υποψηφιότητα Σεφέρη, επίσης, δεν φαίνεται να είχε καμία υποστήριξη από την ελληνική πνευματική ή λογοτεχνική συντεχνία. Αντιθέτως, η αλληλογραφία δείχνει ότι στην προβολή του έργου του Σεφέρη στη Σουηδία, μέσω των μεταφράσεών του, και σε εξωθεσμικές κινήσεις προώθησης της υποψηφιότητας του Έλληνα ποιητή συνετέλεσε ο ελληνιστής στη Στοκχόλμη Börje Knös, πρόσωπο που συστηματικά και στο παρελθόν υποστήριξε υποψηφιότητες Ελλήνων λογοτεχνών, όπως του Καζαντζάκη.
Και τι μαθαίνουμε –για την ακρίβεια, επιβεβαιώνουμε– από την αλληλογραφία Σεφέρη-Παπαδόπουλου για τον ποιητή; Στην συνωμοτική, τρόπον τινά, σύσταση του Παπαδόπουλου για «προσωρινὴ παραμονή σου στὸ περιθώριο» (αρ. 8), ο Σεφέρης σταθερά του απαντά ότι έχει πάρει την απόφαση να μην αναμιχθεί στην όλη υπόθεση. Οι μόνες ενέργειες του Έλληνα ποιητή αφορούν την άμεση ανταπόκρισή του σε αιτήματα του Παπαδόπουλου για την προμήθεια βιβλίων, ιδίως με στόχο τη διευκόλυνση του Knös στην εκπόνηση μεταφράσεων ποιημάτων στη σουηδική γλώσσα. Όταν, όμως, ο Παπαδόπουλος ζητά από τον Σεφέρη, με υπόδειξη ή και προτροπή του Knös, να προβεί σε κινήσεις ώστε να τον προτείνει ως υποψήφιο η Ακαδημία Αθηνών ή κάποιο ελληνικό λογοτεχνικό σωματείο, η σχεδόν οργισμένη αντίδραση του Σεφέρη (μεταξύ άλλων, γράφει, αλλά στη συνέχεια διαγράφει τη φράση: «Δὲν ἔφτασα στὴν ἡλικία ποὺ ἔφτασα γιὰ νὰ ἐπαιτῶ») φανερώνει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν έκανε το παραμικρό (αρ. 9 και 9.1). Επικαλείται αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως προσωπικό όριο, πέρα από το οποίο δεν μπορεί και δεν θέλει να προχωρήσει: «Εἶμαι ἀνίκανος, μὰ ὁλωσδιόλου ἀνίκανος νὰ προβάλω τὸν ἑαυτό μου – δὲν ὑπάρχει βραβεῖο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μὲ κάνει ν’ ἀλλάξω». Μάλιστα οι διορθώσεις, οι διαγραφές και οι αντικαταστάσεις λέξεων και φράσεων στις επιστολές του Σεφέρη, σε ορισμένες τουλάχιστον, ιδίως στην επιστολή 9, ίσως οφείλονται στον εκνευρισμό του και σε ένα αίσθημα ασφυξίας. Φράσεις όπως αυτή που παρέθεσα έχουν την αξία τους ως στοιχείο τεκμηρίωσης αυτού που σε άλλα ιδιωτικά γραπτά του ο Σεφέρης ονομάζει σωματικό ή βιολογικό όριο – εγώ το ονομάζω ηθική ακεραιότητα. Επιπλέον, όπως δείχνουν οι σχετικές με το Νόμπελ εγγραφές του ημερολογίου του Σεφέρη – παρατίθενται παρακάτω, ο ίδιος ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι τέτοια «μέσα» όχι μόνο ήταν απρόσφορα αλλά και, πιθανόν, επιζήμια.
Στο ημερολόγιο του Σεφέρη, τις Μέρες, η μοναδική εγγραφή που αναφέρεται στον Παπαδόπουλο, στις 19 Οκτωβρίου 1963, πέντε ημέρες πριν ανακοινωθεί η βράβευση, αφορά επίσκεψη του πρέσβη στο σπίτι του Σεφέρη. Συγκεκριμένα, ο Σεφέρης αποτιμά τη στάση του Παπαδόπουλου και, εντέλει, τη συμβολή του στο ζήτημα του Νόμπελ:
Ήρθε ο πρέσβης μας στη Στοκχόλμη. Το καλό αυτού του ανθρώπου είναι ότι απετέλεσε ένα νεκρό σημείο – το μηδέν που χρειαζότανε. Διατυμπάνιζε ότι το Ν.[όμπελ] ήταν το μεγάλο θέμα του. Μόλις άκουσε εκλογές κουτρουβαλιάστηκε εδώ – διπλωματική παραμόρφωση. Αλλά αν ήταν ο Κύρου ακόμη στη Στοκχόλμη θα είχε σαμποτάρει τα πάντα.[23]
Αναρωτιέμαι αν, επηρεασμένος από τη δυναμική της στιγμής, ο Σεφέρης γίνεται πολύ αυστηρός με τον Παπαδόπουλο. Συνάμα, όμως, σκέφτομαι ότι ο Σεφέρης ήταν σοφός και ως διπλωμάτης.
Αναφορικά με τα πραγματολογικά στοιχεία που μας παρέχει η αλληλογραφία Σεφέρη-Παπαδόπουλου, σχολιάζω συμπληρωματικά ότι στο διαθέσιμο σήμερα στην ιστοσελίδα των βραβείων Νόμπελ πληροφοριακό υλικό υπάρχουν τα δεδομένα για το πόσοι και ποιοι ήταν οι υποψήφιοι τη χρονιά που ο Σεφέρης βραβεύτηκε με το Νόμπελ, το 1963, όπως και για το ποια ήταν τα πρόσωπα ή οι συλλογικοί φορείς που τους πρότειναν. Υπήρξαν λοιπόν συνολικά 81 υποψήφιοι που προτάθηκαν από 121 πρόσωπα ή φορείς. Ανάμεσα στους υποψήφιους ήταν και ο Στρατής Μυριβήλης και ο Ηλίας Βενέζης που προτάθηκαν από κοινού από την The Greek Authors’ Union (όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του βραβείου Νόμπελ, την Ένωση Ελλήνων λογοτεχνών), όπως και το 1960. Ο Σεφέρης τότε, το 1963, προτάθηκε μόνο από τον συνομήλικό του σουηδό πεζογράφο Έιβιντ Γιόνσον (Eyvind Johnson, τιμήθηκε με το Νόμπελ το 1974 μαζί με τον Harry Martinson), τη στιγμή που άλλοι ισχυροί υποψήφιοι προτάθηκαν από αρκετά περισσότερα πρόσωπα – ο Robert Frost από οκτώ, o André Malraux και ο Jean-Paul Sartre από τέσσερα, ο Louis Aragon, ο E. M. Forster και ο Graham Greene από τρία.[24] Από τρία πρόσωπα προτάθηκαν επίσης ο Ισπανός Josep Carner, ο Φινλανδός Väinö Linna και ο Ισπανός Ramón Menéndez Pidal, ενώ από δύο πρόσωπα ο W. H. Auden, ο René Char, ο Charles De Gaulle, ο Lawrence Durrell, ο Ελβετός Friedrich Dürrenmatt, ο επίσης Ελβετός Max Frisch, ο Βενεζουελάνος Romulo Gallegos, ο Γάλλος Jean Giono, ο Aldous Huxley, ο Eyvind Johnson, ο Alberto Moravia, ο Pablo Neruda, ο Ινδός Sarvepalli Radhakrishnan, η Γερμανίδα Nelly Sachs, ο Νορβηγός Tarjei Vesaas και ο Thornton Wilder.
Άραγε στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1963 και ιδίως στα πιο κοντινά μας, εμπλουτίστηκαν οι γνώσεις μας γύρω απ’ ό,τι θα ονομάζαμε παρασκήνιο της βράβευσης του Σεφέρη με το Νόμπελ, με βάση έγκυρες πηγές και όχι γενικά φήμες και διαδόσεις; Έχει νόημα να τεθεί το ερώτημα, καθώς, όπως θα φανεί παρακάτω, ιδίως την εποχή της βράβευσης οι κακόβουλες φήμες και οι διαδόσεις κυριάρχησαν, εμπλέκοντας μάλιστα, εντελώς ατεκμηρίωτα, τον ίδιο τον Σεφέρη. Στις αρχές του 2014, όταν συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από το 1963, δημοσιοποιήθηκαν τα πρακτικά της Σουηδικής Ακαδημίας εκείνης της χρονιάς. Η Κατερίνα Κρίκου-Davis, επιμελήτρια των δύο τελευταίων τόμων του ημερολογίου Μέρες, έγραψε σχετικά: «Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής για τα Νομπέλ Λογοτεχνίας που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στις 2 Ιανουαρίου του 2014 (η διαδικασία της εκλογής παραμένει απόρρητη για 50 χρόνια), ο Έλιοτ τον είχε προτείνει ως υποψήφιο το 1955 και ξανά το 1961. Η ίδια ανακοίνωση επιβεβαιώνει την πληροφορία της Μαρώς Σεφέρη ότι εξελέγη παμψηφεί».[25]
Ότι ο Σεφέρης είχε προταθεί το 1961 από τον Eliot επαληθεύεται από τα αρχεία της Σουηδικής Ακαδημίας. Ας ληφθεί, πάντως, υπόψη ότι στο διάστημα από το 1949 μέχρι το 1961 ο Eliot είχε προτείνει συνολικά άλλους έξι υποψήφιους: τον Riccardo Bacchelli το 1949, τον Saint-John Perse το 1955, το 1958 και το 1960, τον Eugenio Montale το 1955, τον Giuseppe Ungaretti επίσης το 1955 και τον Rudolf Alexander Schröder το 1958.[26] O Saint-John Perse τιμήθηκε με το Νόμπελ το 1960 και μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι η πρότασή του από τον Eliot είχε βαρύνουσα σημασία. Το 1955 φαίνεται ότι ο Σεφέρης είχε προταθεί από τον R.J. Jenkins[27] και όχι από τον Eliot. Επίσης προτάθηκε και το 1962 από τον διακεκριμένο κλασικό φιλόλογο και ποιητή Κωνσταντίνο Α.[θανάσιο] Τρυπάνη και τον Eyvind Johnson.[28] Τα πρακτικά της διαδικασίας επιλογής και απονομής του βραβείου το 1963 δεν είναι σήμερα διαθέσιμα στο διαδίκτυο, αλλά μπορεί κάποιος να αιτηθεί να έχει πρόσβαση στα αρχεία της Σουηδικής Ακαδημίας.[29] Η δημοσιοποίησή τους το 2014 προκάλεσε δημοσιογραφικής κυρίως φύσης κείμενα όπου τα συγκεκριμένα πρακτικά περιγράφονται και σχολιάζονται.[30] Αν από αυτά τα γραπτά, αρκετά από τα οποία είναι προσβάσιμα μέσω του διαδικτύου, μαθαίνουμε κάτι το ουσιώδες, μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: Με βάση τον αρχικό κατάλογο των 81 υποψηφίων η επιτροπή επέλεξε για τελική κρίση τον Samuel Beckett, τον Auden, τον Yukio Mishima, τον Neruda, τον Δανό Aksel Sandemose και τον Σεφέρη. Στην τελική ψηφοφορία ο Σεφέρης επικράτησε έναντι του Auden και του Neruda. Η άποψη ότι ο Σεφέρης εκείνη τη χρονιά προτιμήθηκε έναντι άλλων λογοτεχνών επειδή το έργο του δεν εμφάνιζε ορισμένα μη αποδεκτά από τον γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling γνωρίσματα, όπως ο μηδενισμός, η αθεΐα ή η κομμουνιστική ιδεολογία, γνωρίσματα που χαρακτήριζαν το έργο άλλων υποψηφίων όπως ο Beckett και ο Neruda, παραβλέπει ότι όλα τα βραβεία συναρτώνται με την εκάστοτε συγκυριακή σύνθεση της κριτικής επιτροπής. Δεν μπορεί, λοιπόν, να θεωρηθεί ως “αμφιλεγόμενο” κριτήριο επιλογής του Σεφέρη ότι το έργο του συνδέεται με την ελληνική αρχαιότητα και την επιβίωση των αξιών της στον σύγχρονο κόσμο. Ό,τι διαβάζουμε ακόμα και σήμερα στην ιστοσελίδα της Σουηδικής Ακαδημίας, ότι το κριτήριο της βράβευσης του σεφερικού ποιητικού έργου ήταν «for his eminent lyrical writing, inspired by a deep feeling for the Hellenic world of culture»[31] (για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες), είναι ένα βάσιμο αξιολογικό κριτήριο. Η πρόσφατη μελέτη της Ασπασίας Γκιόκα, «Το Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη, η εφημερίδα Washington Post και ο Τάκης Παπατσώνης»,[32] εξετάζει το πώς παρουσιάστηκε η είδηση της βράβευσης μέσα από δύο άρθρα της αμερικανικής εφημερίδας The Washington Post και μία σύντομη επιστολή-απάντηση στο ένα από αυτά του Τάκη Παπατσώνη. Ο Παπατσώνης στην επιστολή του θεωρεί υποτιμητικό για τον Έλληνα ποιητή το δεύτερο δημοσίευμα –όντως είναι– και υπερασπίζεται την αξία του Σεφέρη. Το πρωτογενές υλικό αυτής της μελέτης μαρτυρεί ότι κλίμα αμφισβήτησης της βράβευσης του Σεφέρη υπήρξε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Από τα σωζόμενα και διαθέσιμα σήμερα τεκμήρια ενδιαφέρον παρουσιάζει η ηχογράφηση στο σπίτι του Σεφέρη τη βραδιά που έγινε γνωστό ότι του απονεμήθηκε το Νόμπελ. Η ηχογράφηση αυτή ανακοινώθηκε στο διαδίκτυο στις 24 Οκτωβρίου 2021.[33]
Επιστρέφοντας στους φακέλους 57-60 του Αρχείου Σεφέρη, εκεί διασώζονται άφθονα ιδιωτικά τεκμήρια της θετικής απήχησης του βραβείου, ιδίως τα πολλές εκατοντάδες συγχαρητήρια τηλεγραφήματα, επιστολές και δελτάρια από Έλληνες (Ελλαδίτες και Κύπριους) και ξένους, γνωστούς και αγνώστους, μεγαλύτερους και νεότερους του Σεφέρη, λογοτέχνες και μη. Η καταγραφή των περιεχομένων των φακέλων στην ιστοσελίδα του Αρχείου Σεφέρη δίνει μια ικανοποιητική γενική εικόνα του συνόλου αυτών των προσώπων. Σε αρκετούς αποστολείς ο Σεφέρης απαντά ευχαριστώντας τους, κατά κανόνα με συγκαταβατική ευγένεια. Πολύ πιο εγκάρδιος και ειλικρινής είναι ο λόγος του όταν ευχαριστεί νέους ανθρώπους. Προσωπικά με συγκίνησε η απάντησή του στο συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Ezra Pound, ο οποίος μάλιστα είχε προταθεί και εκείνος για το Νόμπελ του 1963, την 1η Νοεμβρίου 1963: «Devoted gratitude master». Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα συγχαρητήρια των ανθρώπων της γενιάς του και του κύκλου του, του λογοτεχνικού και του κοινωνικού, έχει η ομάδα των συγχαρητηρίων κειμένων από τους ηλικιακά νεότερούς του ποιητές, εκείνους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Αθροίζοντας τα σχετικά τεκμήρια, με αποστολείς τους τον Θ.Δ. Φραγκόπουλο, τον Ιάσονα Δεπούντη, τον Δ.Π. Παπαδίτσα, τον Λουκά Κούσουλα, τον Γιώργη Παυλόπουλο, τον Γιάννη Δάλλα, τον Άρη Δικταίο, τον Τάκη Σινόπουλο, τον Μηνά Δημάκη, τον Κρίτωνα Αθανασούλη, την Ελένη Βακαλό, τον Πάνο Ν. Παναγιωτούνη, τον Γιάννη Στογιαννίδη και τον Μίλτο Σαχτούρη, σκέφτομαι ότι μάλλον επαληθεύεται η κρίση του Σεφέρη στις Μέρες, στην εγγραφή της Δευτέρας, 16 Δεκεμβρίου 1963, απόρροια και αυτή της απήχησης του Νόμπελ: «Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν αγάπησαν πολύ τη δουλειά μου. Δε μιλώ εδώ για τους φίλους μου· νομίζω οι άνθρωποι που την αγάπησαν πραγματικά είναι πολύ νεότεροι από μένα ακόμη και στον καιρό της Στροφής».[34]
Ανάμεσα στις επιστολές εκείνη που ξεχωρίζει για την ειλικρίνεια, τον ενθουσιασμό και την τρυφερότητά της είναι η εξασέλιδη επιστολή της Νόρας Αναγνωστάκη (φάκελος 57, υποφάκελος 6), στις 5 Νοεμβρίου 1963, που προφανώς απηχεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα και του Μανόλη Αναγνωστάκη. Μαρτυρεί πόσο καλά η Αναγνωστάκη, 33 ετών το 1963 και 30 χρόνια νεότερη του Σεφέρη, γνωρίζει το έργο του και την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου. Αρχικά περιγράφει την έκρηξη της συγκίνησής της στο άκουσμα της είδησης: «Όταν άκουσα για το βραβείο συγκινήθηκα κατά τρόπο γελοίο: μου ανέβηκε στο λαιμό εκείνος ο κόμπος όπως όταν άκουγα ότι πήραμε την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο». Αναλογίζεται τη μοναξιά και την ταραχή του Σεφέρη ως τα ψυχοσυναισθηματικά απόνερα της βράβευσης. «Καϋμένο Νόμπελ», του γράφει· και σε άλλο σημείο, «Στο διάβολο και το Νόμπελ. Πρέπει κάποτε να ησυχάσετε». Παρακάτω οι σκέψεις της μαρτυρούν πόσο καλά γνωρίζει την ψυχοσύνθεση του ποιητή: «Ξέρω με πόση ευθύνη και αμείλικτη αυστηρότητα έχετε δαμάσει το πρόσωπο και το λόγο σας. Δεν κάνατε ποτέ στον εαυτό σας την παραχώρηση να αφεθεί σε ένα ύφος φιλαυτίας». Τέλος, η Αναγνωστάκη πιστεύει ότι αυτό που περισσότερο θα ανταμείψει και θα γαληνέψει τον Σεφέρη είναι η αποδοχή και η διάδοση του έργου του στο περιβάλλον των νέων αναγνωστών του: «Εγώ ξέρω από τα νέα παιδιά που συναναστρέφομαι ότι όλοι σας διαβάζουν. Αυτό είναι το ελληνικό σας Νόμπελ και κανένας μικρόψυχος δεν θα μπορέσει να σας το αμφισβητήσει. Δεν διαβάζουν ούτε Παλαμά ούτε Σικελιανό ούτε Καζαντζάκη ούτε Βάρναλη. Διαβάζουν Καβάφη και Σεφέρη οι νέοι. Όσοι έχουν λίγο μυαλό καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό». Η αναφορά στους «μικρόψυχους» δείχνει ότι το κλίμα της μίζερης μεμψιμοιρίας για τη βράβευση ήταν διάχυτο την εποχή εκείνη στη λογοτεχνική και γενικότερα την πνευματική συντεχνία. Σε σύγκριση με την επιστολή της Αναγνωστάκη, οι περισσότερες επιστολές, ακόμα κι αυτές που περιέχουν πολύ καλά λόγια, είναι συγκαταβατικές στον έπαινό τους και δηλωτικές ή υποδηλωτικές του γνώριμου ύφους και ήθους των συντακτών τους. Για παράδειγμα, η επιστολή του Γιάννη Σκαρίμπα, στις 22 Νοεμβρίου 1963, ύστερα από τα «ταπεινά συγχαρητήρια» της πρώτης παραγράφου, αναλώνεται στα υπόλοιπα 4/5 της στην πολεμική που γνωρίζουμε ότι έτρεφε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, με αναφορές στους «γλοιώδικους συναδέλφους μας», τους «φουκαράδες» και τις «υπομετριότητες».
Ως σχόλιο για την απουσία από τους εξεταζόμενους φακέλους των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που όταν ο Σεφέρης τιμήθηκε με το Νόμπελ ήταν ηλικιακά γύρω στα τριάντα, λειτουργεί η προγενέστερη, χρονολογημένη το 1961, και εντελώς αντισυμβατική επιστολή του εικοσιτριάχρονου δεκανέα ΕΣΑ Μάνου Ελευθερίου, που συνοδεύει τέσσερα ποιήματά του. Κατεβαίνοντας και άλλο την ηλικιακή κλίματα, προς τους ακόμα νεότερους, στέκομαι στις επιστολές, με αφορμή το Νόμπελ ή γύρω από αυτό, της μαθήτριας Γυμνασίου Μαριάννας Δήτσα, της επίσης μαθήτριας Γυμνασίου Μιχαήλας Καραμπίνη, του φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεκαοκτάχρονου το 1963, Νάσου Βαγενά και του επίσης φοιτητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου, δεκαεννιάχρονου το 1963, Γιώργου Βέλτσου που υπογράφει μαζί με τον συμφοιτητή του (και μετέπειτα διπλωμάτη) Προκόπη Μαντζουράνη. Στον Βέλτσο και τον Μαντζουράνη ο Σεφέρης απάντησε, μεταξύ άλλων: «Πιστεύετε στον τόπο σας και δουλεύετε». Τα πρόσωπα που ανέφερα μάς είναι γνωστά από τον μετέπειτα βίο και το έργο τους· έχει σημασία ότι τότε τα συνένωσε η ένθερμη αναγνώριση του Σεφέρη ως δασκάλου τους. Τέλος, αν υπάρχει τότε μία, πραγματικά αξιομνημόνευτη, οξεία αρνητική αντίδραση του Σεφέρη σε πρόσωπο που τον συνεχάρη, αυτή εντοπίζεται στη λέξη, γραμμένη με μεγάλα κεφαλαία γράμματα, κάτω από τη φράση συγχαρητηρίων, «Βράβευσίς σας μεγάλη τιμή για την Ελλάδα», που του έστειλε ο διαβόητος Σπύρος Μελάς: «ΣΚΑΤΑ». Αυτό το κειμενικό χνάρι μάς οδηγεί σε όσα συνέβησαν τρία χρόνια μετά, με την μη εκλογή του Σεφέρη στην Ακαδημία Αθηνών. Το αναφέρω επίσης επειδή συνδέεται με την άλλη όψη της απήχησης του Νόμπελ, αυτήν που συμπυκνώνει η φράση στις Μέρες, την Τρίτη, 28 Οκτώβρη [1963]: «Η αλήθεια είναι ότι τα πατριωτάκια έχουνε χλωμιάσει από φθόνο». Ο Μελάς ήταν σίγουρα «πατριωτάκι».[35]
Ύστερα από τη βράβευση με το Νόμπελ τα κατά τη γνώμη μου βασικά γεγονότα που δείχνουν μία παρουσία και μία απουσία του Σεφέρη στον ελληνικό δημόσιο χώρο είναι, κατά σειρά, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 1964 και η μη εκλογή του στην Ακαδημία Αθηνών τον Μάρτιο του 1966. Σχολιασμένα εν συντομία αλλά ευθύβολα από τον ίδιο στο ημερολόγιό του τα δύο αυτά συμβάντα μπορούν να αποτιμηθούν ως ενδείξεις αντιστοίχως της θετικής και της αρνητικής απήχησης του Νόμπελ στο εντόπιο πνευματικό και ευρύτερα δημόσιο περιβάλλον. Για την επιτιμοποίησή του ο ποιητής στις Μέρες, στην εγγραφή της Πέμπτης 16 Απρίλη [1964] κατέγραψε και σχολίασε τα εξής: «Ανακήρυξή μου σε επίτιμο διδάκτορα στην Aula του πανεπιστημίου. Όλη η αίθουσα γεμάτη ως τα μπούνια. Πάρα πολλοί φοιτητές· ένας μου λέει: “αυτή είναι δική μας χαρά, δεν είναι δική σας, να το ξέρετε”. […] Η στάθμη στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ ανώτερη από την Αθήνα· αποχωρίζεσαι από τους καθηγητές και λυπάσαι που δεν κουβέντιασες ακόμη μαζί τους».[36] Η φράση του φοιτητή έρχεται να επαληθεύσει τα γραφόμενα από την Αναγνωστάκη στην επιστολή της. Ιδίως, όμως, η εγγραφή έχει τη σημασία της επειδή, αν συνεκτιμηθεί με το σύνολο του ημερολογίου Σεφέρη μέχρι τον θάνατό του, καταγράφει τη μοναδική ίσως στιγμή και περίσταση που ο ίδιος ένιωσε ικανοποιημένος ή και χαρούμενος σε ελληνικό θεσμικό περιβάλλον.
Ότι «η στάθμη στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ ανώτερη από την Αθήνα» επιβεβαιώθηκε δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, όταν η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε να δεχθεί στο σώμα της τον Σεφέρη. Γνωρίζουμε πλέον καλά πώς ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα σε αυτή τη θλιβερή ιστορία, χάρη στη μελέτη του Χ.Λ. Καράογλου, «Γιατί ο Γιώργος Σεφέρης δεν έγινε Ακαδημαϊκός; Διήγηση συμβάντων» (2018), βασισμένη κυρίως στα πρακτικά των σχετικών συζητήσεων στην Ακαδημία.[37] Η ιστορία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1965 όταν ο αρχαιολόγος ακαδημαϊκός Χρήστος Καρούζος πρότεινε στον Σεφέρη να υποβάλει υποψηφιότητα. Η απάντηση του Σεφέρη στις Μέρες, στις 7 Μάρτη [1965], συμπυκνώνεται στη φράση: «Το αίσθημά μου είναι πως τα λύτρα που είχα να πληρώσω στο δημόσιο τα πλήρωσα και δεν δέχθηκα να υποβάλω υποψηφιότητα».[38] Ο Καρούζος τότε ζήτησε από τον Σεφέρη να γράψει και να στείλει μία τυπική επιστολή αποδοχής, με την οποία θα δήλωνε, συγκεκριμένα, ότι αν η Ακαδημία τον εξέλεγε ο ίδιος θα αποδεχόταν την εκλογή του. Ο Σεφέρης έγραψε σχετικά στις Μέρες: «Τη νύχτα στον ύπνο μου ένιωθα ως το πρωί αυτή τη σωματική αντίδραση που έχω, όταν συλλογίζομαι αυτό το θνησιμαίο πράγμα, την Ακαδημία, που κάθε τόσο ανακυκλώνεται γύρω μου τους τελευταίους μήνες».[39] Προκειμένου να λάβει την απόφασή του, επέλεξε να ακολουθήσει τη γνώμη τη γυναίκας του: «Η Μαρώ είχε τη γνώμη να ρωτήσουμε τους φίλους μας. Και το δέχτηκα. Δεν ήθελα να είμαι ούτε υπερόπτης ούτε εγωιστής».[40] Αφού, λοιπόν, συμβουλεύτηκε μερικούς φίλους – τον Sture Linnér, τον Θεόδωρο Ξύδη, τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και τον Γ.Π. Σαββίδη, σχολιάζει και επίσης παραθέτει μία μάλλον σκαμπρόζικη πληροφορία: «Η κουβέντα μ’ αυτούς τους φίλους ήταν χρήσιμη. Για να τους κρίνω αυτούς. Εγώ δεν άλλαξα· μένω με τις βιολογικές, τις σωματικές αντιδράσεις μου όπως πάντα. Ο Κατσίμπαλης που είδα χτες έδειξε απόλυτη περιφρόνηση για το ίδρυμα αλλά πρόσθεσε ότι δε θα ’πρεπε να αρνηθώ την άνεση που θα μου πρόσφερε ο μισθός της Ακαδημίας».[41] Ο Σεφέρης είχε λάβει την απόφασή του να αρνηθεί να στείλει την επιστολή και ενημέρωσε σχετικά τον Καρούζο. Το θέμα για τον ίδιο έκλεισε οριστικά με την εγγραφή της Κυριακής 14 Μάρτη 1965, στο τέλος της οποίας έγραψε: «Δεν προσεγγίζω κανέναν που ανήκει στην Ακδμ ούτε συζητώ το θέμα με άλλους εκτός από Μαρώ και πολύ στενούς φίλους. Η στάση μου προσδιορίστηκε μια για πάντα από το γράμμα μου [προς τον Καρούζο] του προπερασμένου Σαββάτου».[42]
Αντί άλλου σχολίου στα παραπάνω, ανακαλώ ότι στον δημόσιο διάλογο που είχα το 2019 με τον τότε Γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών αρχαιολόγο Βασίλειο Χ. Πετράκο,[43] ο Πετράκος υποστήριξε ότι οι Ακαδημαϊκοί επιθυμούσαν ο Σεφέρης να γίνει ακαδημαϊκός, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε από υπεροψία. Σχολιάζω τώρα συμπληρωματικά σε εκείνον τον διάλογο, παίρνοντας αφορμή από τη φράση του Σεφέρη «δεν ήθελα να είμαι ούτε υπερόπτης ούτε εγωιστής», ότι αν το πνευματικό ήθος είναι υπεροψία, τότε ο Σεφέρης ήταν δικαίως υπερόπτης. Η άθλια στάση του Σπύρου Μελά, λίγο καιρό πριν πεθάνει, που πρωτοστάτησε στο να μην γίνει ακαδημαϊκός ο Σεφέρης και έτσι κηλίδωσε τη μνήμη του δικού του ονόματος, όπως έδειξε και η μελέτη του Καράογλου, επαληθεύει την προγνωστική αξία που είχε εκείνη η λέξη του Σεφέρη κάτω από το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Μελά το 1963.
Είναι αλήθεια ότι ο Σεφέρης δεν απάντησε δημόσια στα δυσφημιστικά δημοσιεύματα που από την επαύριο του Νόμπελ και μέχρι το τέλος της ζωής του τον έκριναν (και τον καταδίκαζαν) ως διπλωμάτη που πούλησε την Κύπρο και έτσι αξιοποίησε τα μέσα που είχε στο αγγλικό πνευματικό περιβάλλον για να πάρει το Νόμπελ. Στο ημερολόγιό του, όμως, υπάρχουν τρεις σχετικές αξιοσημείωτες εγγραφές, στη διάρκεια μάλιστα πέντε ετών: στις 10 Δεκέμβρη 1965, στις 31 Ιουλίου 1968 και στις 24 Απρίλη 1969 – η τρίτη εγγραφή ύστερα από τη δήλωση κατά της δικτατορίας. Αν και τα κείμενα αυτά είναι δημοσιευμένα, και συνεπώς γνωστά, κρίνω σκόπιμο να τα παραθέσω εδώ, κατά τη χρονική τους σειρά.
Η πρώτη εγγραφή:
Παρασκευή, 10 Δεκέμβρη [1965]
Χτες απόγεμα Μίνα· διηγείται στη Μαρώ: Κοσμική συγκέντρωση. Ένας κύριος μιλά για τον εξευτελισμό του παντός και προσθέτει: «Και το Νόμπελ ακόμη τώρα απονέμεται με μέσα. Το πήρε ο Σεφέρης με τα μέσα που έβαλε, όταν ήταν Πρέσβης στο Λονδίνο». Ο Μαρκεζίνης, παρών, του αποκρίθηκε: «Μπορώ να σας πω ότι είναι το Νόμπελ ένας απολύτως ακέραιος οργανισμός όπου τα μέσα δεν περνούν» κτλπ. Ο άλλος τον άκουε μ’ ένα ύφος σα να έλεγε: «ξέρω καλά τι λέω, εμένα δε [με] κοροϊδεύουν» – το σημειώνω γιατί είναι μια γνώμη αρκετά διαδεδομένη, που προέρχεται από αντιδράσεις φθονερών λογοτεχνών και βρίσκει πρόσφορο χώμα για να πιάσει από το γεγονός ότι ο Ρωμιός γυρεύει πάντα μια δικαιολογία για κάτι που δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνουν τι αξία μπορεί να έχουν αυτά που έγραψα· άρα έβαλα μέσα. Κοντά σ’ αυτά είναι και οι πολιτικές αντιδράσεις (Εστία και κουκουέδες, η αιώνια σύμπτωση άκρων αριστερών και άκρων δεξιών) εκεί η θέση είναι: ο Σεφ. πούλησε το Κυπριακό για να τον υποστηρίξουν στο Νόμπελ οι Άγγλοι (χωρίς να ξέρουν οι έρημοι τι έκαμα για το Κυπριακό). Η αντίληψη του κοσμικού αυτού είναι αρκετά τρεχάμενη. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να κάνουμε τα πάντα σαν εμάς.
– Κωστόπ[ουλος] στον Γ. Α[ποστολίδη] συγγενή του «μα πες μου πώς τα “κατάφερε” ο Σεφ. και το πήρε;»
– Στο Κολωνάκι «πένθος» που δεν το πήρε ο Sartre.
– Press Conf[erence] ’63, δημοσιογράφοι για Neruda κτλπ.
’62: προ Nobel όταν ήρθα από Λονδ.
– Φρ.: Λένε πως ήρθες για να «ενεργήσεις» για το Νόμπελ.
– Εγώ: Και δε μου λες πώς «ενεργεί» κανείς για το Νόμπελ; Όπως βάζει μέσα για να γίνει Πρέσβης, νομίζεις;
– Φρ. Αυτά τα ξέρετε εσείς οι φιλόλογοι.
Αυτός ο μωρός απηχούσε αρκετά διαδεδομένες κουβέντες, τον καιρό εκείνο.
– Προ μηνός δημοσιογρ. Καθημερινής
(για συνέντευξη – Αρτεμάκης) γενομένου λόγου τα ίδια επανέλαβε.
– Μελάς (ομιλία του τότε, ’63).
Τα παραπάνω Memo.[44]
Η δεύτερη εγγραφή:
Τετάρτη, 31 Ιουλίου [1968]
Ξεφύλλιζα χτες βράδυ τον τόμο 14 των Απάντων
του Παλαμά· μου τον χάρισε ο Κατσίμπαλης το μεσημέρι στου Ζωναρά. Κατά τύχη το μάτι μου έπεσε σε μια συνέντευξη δημοσιευμένη στην εφημερίδα Ημερήσιος Κήρυξ
της 6 Δεκ. 1934. Τίτλος: «Τι λέγει ο Παλαμάς δια το βραβείον Νόμπελ»· σημειώνω:
Παλαμάς: – «…Θα διαπιστώσω όμως ένα πράγμα. Το ότι δυστυχώς στην φιλολογίαν επήρε τελευταίαν θέσιν, ένα πράγμα που ίσχυε και ισχύει στην πεζή ζωήν: το μέσον.»
Δημοσιογράφος: – «Ώστε μπορούμε να πούμε, μαιτρ, ότι πολλοί από τους λαβόντας το Νόμπελ είχαν “τα μέσα”;»
Παλ. – «Σχεδόν. Τα μέσα που έχουν πέρασι στην φιλολογία και ιδιαίτερα στην απονομήν του Νόμπελ είναι η διαφήμισις και ακόμη πολλές φορές η πολιτική επιρροή.»
Και συνεχίζει παρακάτω: «Ωστόσο ίσως στην περίπτωσί μου να μη χρειαζόμουν τίποτε άλλο παρά μια θερμή υποστήριξι του τύπου…»
Τον καιρό εκείνο ο Παλαμάς πρέπει να ήταν 75 χρονώ· έχει μαζέψει πολλή πίκρα και από την αέναη και ακατάληκτη υποψηφιότητά του για το Νομπέλ και από τον καβγά, το χυδαίο, που του είχε στήσει ο Ψυχάρης. Τον καταλαβαίνω. Αυτό όμως δε μ’ εμποδίζει να παρατηρήσω τι φαντασίες τον είχε γεμίσει το ελλαδικό περιβάλλον και δεν ξέρω ποιοι ζηλωτές που γύρευαν να τον κολακέψουν. Αλήθεια, με την πείρα που έχω, αναρωτιέμαι σε τι θα του χρησίμευαν οι επιρροές και τα μέσα και οι δημοσιογραφικοί διατυμπανισμοί (ο Καζαντζάκης είχε περιπέσει σε χειρότερες κακομοιριές). Κάποτε, τέλος φθινοπώρου, είχα γυρίσει πια οριστικά στην Ελλάδα, ή χειμώνα του ’62 με ζητούσε να με ιδεί η Ελένη Βλάχου. Πήγα στο γραφείο της στην Καθημερινή. Μου είπε: «Πρόσωπα δε μ’ ενδιαφέρουν, μ’ ενδιαφέρει όμως να πάρει το Νόμπελ η Ελλάδα. Μου λένε ότι ο μόνος που έχει ελπίδες να το πάρει είστε σεις. Πείτε μου τι μπορώ να κάνω για να σας βοηθήσω». Την ευχαρίστησα και της είπα: «Κι εμένα μ’ ενδιαφέρει να πάρει το Νόμπελ η Ελλάδα. Όσο για μένα προσωπικά σας παρακαλώ θερμά να μην κάνετε τίποτε, εκτός αν επιθυμείτε να με ιδείτε κρεμασμένο στην Πλατεία του Συντάγματος. Αυτό θα είναι το μόνο αποτέλεσμα της υποστήριξής σας». Όταν τέλος του ’63 πήγα στη Στοκχόλμη, έμαθα ότι ο Βαλερί δεν πήρε το βραβείο γιατί ο τότε Γάλλος πρέσβης εκεί παραέβαλε «μέσα». Προσθέτω ότι στα ’34 είχε πάρει το Νομπέλ ο Πιραντέλλο και το ’35 δεν απονεμήθηκε το βραβείο. Όμως από τότε οι ελλαδικές νοοτροπίες δεν καλυτέρεψαν και, στη δική μου περίπτωση, οι συμπατριώτες μου –ανάμεσό τους και υπουργοί με πείρα (Κωστόπουλος)– δεν έπαψαν να σπάζουν το κεφάλι τους για ν’ ανιχνεύσουν τι διάβολο μέσα έβαλα για να επιτύχω τέτοιο απίστευτο πράγμα. Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει, η ξερή αλήθεια είναι απίστευτη.[45]
Η τρίτη εγγραφή:
Πέμπτη, 24 Απρίλη [1969]
Βρι. Βρίζουν! Αυτά μαθαίνει κανείς να μην τα λογαριάζει. Κάποιας λογής φτηνή απόλαυση πρέπει να λιπαίνει το είδος, κάτι σαν το πασατέμπο άλλοτε στο Ζάππειο, ή τον βαρύ γλυκό σ’ έναν καφενέ. Όμως, αφορμή σημερνό υβρεολόγιο, λογαριάζω τι εξετάσεις δώσαμε για το Νόμπελ: 1) Η Βουλή μας πρότεινε τον Γ. Σουρή. Είχε ρωτηθεί για το βραβείο ειρήνης και νόμισε ότι ρωτιούνταν για βραβείο λογοτεχνίας. 2) Όταν έμοιαζε να έχει ελπίδες ο Σικελιανός, ενεργήσαμε να μην του απονεμηθεί· δώσαμε εντολή στον πρέσβη μας στη Στοκχόλμη να δηλώσει αρμοδίως ότι η απονομή θα εθεωρείτο μη φιλική πράξη (acte inamical) απέναντι της Ελλάδος. 3). Προτείναμε (η Ακαδημία μας) 2 υποψηφίους Μυριβήλη και Βενέζη, σα να είχαμε τα κότσια να υποστηρίξουμε έμπρακτα τη διπλή τούτη υποψηφιότητα. 4) Όταν το πήραμε κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να συκοφαντήσουμε τον άνθρωπο που το πήρε («πούλησα την Κύπρο να πάρω το Νομπέλ»!!).
2.4.69. «…Μόνη χαρά μου τούτο τον καιρό τ’ αντρίκιο και τίμιο μήνυμα του Σ. Έδειξε ακόμη μια φορά τι ποιητής και τι άνθρωπος είναι – αυτά τα δυο ποτέ δεν πάνε χώρια. Μπράβο του. Του σφίγγω τα χέρια και τον φιλώ αδελφικά στο στόμα. Νάτη η παρηγοριά που μπορεί να δώσει στους ανθρώπους ο αληθινός Ποιητής. Μπορεί να καμαρώσει πάλι η χώρα μας πως όλα μπορεί να της λείπουν μα δεν της λείπουν οι ποιητές. Κι αυτό δεν είναι διόλου λίγο. Ίσως αυτό να φέρει κι όλα τ’ άλλα.»[46]
Και στις τρεις εγγραφές ο Σεφέρης τοποθετείται, με αφορμή διάφορες αφορμές και περιστατικά που ανακαλεί με πίκρα, απέναντι στα δυσφημιστικά δημοσιεύματα και σχόλια. Δεν έχει τόση σημασία ότι αντιπαρατίθεται ιδιωτικά στους φθονερούς και ιδεόληπτους συμπατριώτες του για τις προκαταλήψεις τους, τη νοσηρή νοοτροπία και τη βλακεία τους. Κυρίως σημασία έχει η αυτοσυνειδησία των φράσεών του: «Δεν καταλαβαίνουν τι αξία μπορεί να έχουν αυτά που έγραψα» και «η ξερή αλήθεια είναι απίστευτη». Κάνοντας λόγο για την αλήθεια, ο Σεφέρης εννοεί ότι πήρε το Νόμπελ για την αξία του ποιητικού έργου του, χωρίς να βοηθηθεί και χωρίς και ο ίδιος να βοηθήσει τον εαυτό του με αθέμιτα μέσα. Τα οποία, εξάλλου, όντας ευφυής, αντιλαμβάνεται, όπως δείχνει η συζήτησή του με την Βλάχου, ότι είναι απρόσφορα ή και επιζήμια. Επίσης στις τρεις εγγραφές ανατρέχει σε καίρια σημεία της θλιβερής ιστορίας διεκδίκησης του Νόμπελ λογοτεχνίας στην Ελλάδα, συναρτημένης με τη διαχρονική παθογένεια τόσο της λογοτεχνικής συντεχνίας όσο και του πνευματικού κόσμου.[47] Τέλος, το ότι στην τρίτη εγγραφή ο Σεφέρης επιτάσσει το σημείωμα του Γιάννη Ρίτσου για τη δήλωση εναντίον της δικτατορίας πιστεύω ότι οφείλεται στην πρόθεσή του να αντιπαραθέσει δύο κόσμους: από τη μια, ο κόσμος της ανοησίας και του φθόνου, που οδηγεί στην αποθάρρυνση και την πίκρα· από την άλλη, ο κόσμος της εντιμότητας και της σταθερής υποστήριξης αξιών, που οδηγεί στην πνευματική ανάταση.
Ο χρόνος της περίφημης δήλωσης του Σεφέρη εναντίον της δικτατορίας, δύο περίπου χρόνια ύστερα από την 21η Απριλίου του ’67, δεν επηρεάστηκε μόνο από τις εμπειρίες του τρίμηνου ταξιδιού του στις ΗΠΑ, όπως έχει εύστοχα επισημανθεί. Πιστεύω ότι επηρεάστηκε και από την προϊούσα ωρίμανση της εμπιστοσύνης του στους νεότερους συμπατριώτες του, τους εντός των τειχών. Ουσιαστικά με αυτούς κυρίως συνέπραξε με την αντιδικτατορική στάση του τα τελευταία χρόνια της ζωής του.[48] «Διένυσες όλη τη ζωή σου στα πελάγη της πίκρας, με το αίσθημα ότι οι ξένοι αναγνώστες κι οι ξένοι ομότεχνοί σου σε καταλάβαιναν και σ’ ένιωθαν καλύτερα από τους συμπατριώτες σου», του έγραψα στον φανταστικό διάλογό μου μαζί του στο βιβλίο μου Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Ένας διά-λογος με τον Γιώργο Σεφέρη (2019).[49] Ίσως η όψιμη σύμπραξη του Σεφέρη με τους νεότερούς του καταπράυνε το κυρίαρχο συναίσθημά του, τη χρόνια πίκρα.
____________
Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
Η αλληλογραφία Σεφέρη - Μιχαήλ Παπαδόπουλου
_______________
1. Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΙΑΣΟΝΑ ΔΡΑΚΟΥΛΗ
ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.1, 4-6]
Στο[κ]χόλμη, 18 Ἰουνίου 1962[50]
[...]
Ἐπειδὴ δὲν διατηρῶ ἀλληλογραφίαν μὲ τὸν Γ. Σεφεριάδην, θέλω νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ τοῦ διαβιβάσῃς τὰ ἑξῆς, ὑπὸ τὸν πλέον ἐμπιστευτικὸν χαρακτῆρα, διότι κάθε τὶ ποὺ θὰ ἔδειχνε προσωπικὲς ἐπαφές, θ’ ἀπέβαινε ἐπὶ ζημίᾳ τοῦ θέματος, τουλάχιστον ἀπὸ Ἑλληνικῆς πλευρᾶς.
Ὅπως θὰ τὸ ξέρει ἀσφαλῶς, προεβλήθη ὁ Μυριβήλης γιὰ τὸ φετεινὸν βραβεῖον Nobel.[51] Παρὰ τὴν σαφῆ ἐξ ἀρχῆς γνώμην μου γιὰ τὸ γενικῶς ἀσθενὲς αὐτῆς τῆς ὑποψηφιότητας, καὶ τὴν ἔλλειψιν ἄλλων ἀπαραιτήτων προϋποθέσεων (ἐπαρκῆ χρόνον, κατάλληλα[52] μέσα κ.λ.π.) ἔκανα βέβαια,[53] ὅπως εἶχα ὑποχρέωσιν, κάθε τὶ τὸ δυνατὸν διὰ τὴν ὑποστήριξίν της.
Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω ἂν ὁ Μυριβήλης θὰ πάρῃ ἢ ὄχι τὸ Βραβεῖον. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅμως, καὶ κατὰ τὸν πλέον ἐπίσημον τρόπον, εἶχα διατυπώσῃ τὴν γνώμην –κατόπιν ἐπισταμένης μελέτης– ὅτι ἡ μόνη κατ’ ἐμὲ σοβαρὴ ὑποψηφιότης θὰ ἦτο τοῦ Γιώργου, γιὰ τοῦ χρόνου βέβαια (καὶ γιὰ νὰ ὑπάρξῃ ὁ ἀπαιτούμενος καιρὸς κατάλληλης
προπαρασκευῆς, καὶ γιατὶ ἀποκλείω ν’ ἀποφασίζετο ποτὲ μιὰ ἄμεση τρίτη κατὰ σειρὰν ἀπονομὴ εἰς διπλωμάτην).[54]
Αὐτὲς τὶς μέρες, ἐπανῆλθα ἐπὶ τῆς εἰσηγήσεώς μου αὐτῆς,[55] γιὰ τὴν περίπτωσιν ποὺ τὸ Βραβεῖον δὲν θ’ ἀπενέμετο φέτος στὸν Μυριβήλην. Ὑπέδειξα δὲ τὶς πρῶτες βάσεις γιὰ τυχὸν ὑποστήριξιν τῆς ὑποψηφιότητας τοῦ Γιώργου.
Δὲν ξέρω ἂν θὰ ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν οἱ εἰσηγήσεις μου. Γιατί, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνομαι, ὑπάρχουν πολλὲς ἀλληλοσυγκρουόμενες ἐπιρροές, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔχω ἀμφιβολίες ἂν γενικὰ ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ πραγματικότης καθιστᾶ δυνατὴν τὴν ὅλην διάρθρωσιν πραγμάτων,[56] ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ὑποστήριξιν μιᾶς πολὺ σοβαρῆς ὑποψηφιότητας, ἀλλὰ ποὺ ἀπὸ Σουηδικῆς πλευρᾶς δὲν θὰ εἶναι ἀδιαφιλονίκητη, ὅπως ἦταν τοῦ Καζαντζάκη… ποὺ φροντίσαμε νὰ τὴν τορπιλλίσωμε. Τὸ προσθέτω αὐτὸ μέσα σὲ μιὰ ἀντικειμενική “ἀνατομικὴ” ἂς ποῦμε ἐξέτασιν τοῦ ζητήματος, ποὺ ἀποτελεῖ κανόνα γιὰ μένα καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἄλλωστε κατέληξα στὶς εἰσηγήσεις μου ὑπὲρ τῆς ὑποψηφιότητας τοῦ Γιώργου.
Θεώρησα χρήσιμον νὰ τὰ ἔχῃ αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν του γιὰ τὴν δική του τοποθέτησι ἔναντι τοῦ ζητήματος. Αὐτὸ φυσικά, τὸν ἀφορᾶ ἀποκλειστικά[.] Θέλω μόνον νὰ προσθέσω ὅτι ἂν ἀποφασισθῇ τελικὰ ἡ προβολή του,[57] ἐπιβάλλεται νὰ ἐπιμείνῃ κι’ ὁ ἴδιος γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὴ κατὰ τρόπον σοβαρὸν πού… κατὰ τεκμήριον τοὐλάχιστον, εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ ἐγὼ ὑπέδειξα κι’ ὅλας τὶς βάσεις του –ἀκόμη καὶ ἐπὶ τοῦ ζητήματος Μυριβήλη– ἐπιφυλασσόμενος, ἂν υἱοθετηθοῦν αὐτές, νὰ ὑποδείξω τὰ περαιτέρω. […]
2. Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.1, 1-3]
[Λονδίνο] 20.6.{{63}} 62
Ἀγαπητέ μου Michel,
Ὁ Ἰάσων [Δρακούλης] μοῦ ἔδειξε τὰ γραφόμενά σου καὶ θέλω {{ἐγκάρδια}}
νὰ σ’ εὐχαριστήσω γιὰ τὴν καλὴ σκέψη {{σου}} καὶ γιὰ τὴ μέριμνά σου. Μ’ ἀρέσει ἡ φράση σου {{περὶ ἀμφιβολιῶν καὶ}} περὶ σημερινῆς ἑλληνικῆς πραγματικότητας. Ἐπειδὴ {{ξέρω}} ἔχω κάποια πείρα τοῦ θέματος, {{ἀπὸ παλιὰ}}
πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν ἀναμιχθῶ διόλου {{μὰ διόλου, οὔτε}} σ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση.[58] Ἂς γίνει ὅ,τι ὁ Θεὸς ὁρίσει. {{Σὲ τέτοια ζητήματα δὲν πείθεται κανεὶς μὲ τυμπανοκρουσίες.}} Ἄλλο ζήτημα ἂν μὲ συγκίνησε τὸ ἐνδιαφέρον σου.
{{Πιστεύω}} Ἀπὸ καιρὸ ἔχω ζητήσει νὰ μετατεθῶ {{στὰς Ἀθήνας}}. στὴν Ἀθήνα. Λογαριάζω νὰ φύγω ἀπ’ ἐδῶ τὸν Αὔγουστο.[59] Ἔχω κουραστεῖ ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἐπίπονης ἐργασίας ἐδῶ. Αὐτὸς ὁ χειμώνας εἴταν πολὺ βαρὺς γιὰ τὴν ὑγεία μου.[60] Ἀφίνω {{μὲ λύπη μου τὴν Ἀγγλία}} τὴν Ἀγγλία ὄχι χωρὶς λύπη.
{{Τὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς μὲ τίμησε αὐθόρμητα καί, χωρὶς καμία δίνοντάς μου τὸν τίτλο τοῦ ἐπίτιμου διδάκτορα τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Cambridge, ὁλωσδιόλου αὐθόρμητα καὶ χωρὶς μηχανέ[61] πρᾶγμα ποὺ εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση.}}
{{Δὲν ξέρω τὶ θὰ κάνω ἐδῶ.}}
Στὴν Ἀθήνα, θέλω νὰ ζητήσω νὰ μείνω γιὰ κάμποσο καιρὸ στὴ διάθεση τοῦ Ὑπουργοῦ, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἐργαστῶ λίγο καὶ γιὰ μένα. {{πρᾶγμα}}
Ἀπὸ τὸ 1956 δὲν εἶχα οὔτε μιὰ στιγμὴ {{γιὰ μένα.}} δική μου.[62]
Ὅλα αὐτὰ ἂς μείνουν μεταξύ μας.
Μὲ πολλὰ χαιρετίσματα ἀπὸ τοὺς δυό μας στὴ γυναίκα σου· τὴ θυμόμαστε πάντα.
Μὲ πολλὴ ἀγάπη
Γιῶργος
Τὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς [η Αγγλία] {{μὲ τίμησε μὲ γενναιο[δωρία]}} ἀναγνώρισε τὴν λογοτεχνική μου ἐργασία καὶ τὴν τίμησε μὲ δύο {{μεγάλες}} σημαντικὲς διακρίσεις,[63] πιστεύω νὰ ἔχεις ἀκούσει σχετικά. Κι αὐτὸ ἔγινε ὁλωσδιόλου αὐθόρμητα πρᾶγμα ποὺ εἶναι {{μεγάλη σημαντικὴ}} μεγάλη ἀνακούφιση.[64]
3. Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.2, 1-2]
ΑΓΡΑΣ 20
ΑΘΗΝΑ (501)
27/9/62
Ἀγαπητὲ Michel,
Καθὼς σοῦ ὑποσχέθηκα σοῦ ἀφήνω τὰ ἐξῆς βιβλία:
1) Σεφέρη: Ποιήματα (γ΄ ἔκδοση)[.][65]
2) Γερμανικὴ μετάφραση (δίγλωσση ἔκδοση ἀνθολογίας τοῦ Γ.Σ. {{Τὴν ἔλαβα χθὲς}} Ἔλαβα ἀντίτυπα χθές).[66]
3) Ζήτησα στοῦ Kaufmann[67]
τὴν μετάφραση Warner·[68] δὲν τὴν βρήκα ἀλλὰ βρήκα τοῦ Sherrard, Keeley, Six poets of Modern Greece.[69] Δὲς σελ. 109-145 καὶ σελ. 20-25.
4) Τὸ τιμητικὸ ἀφιέρωμα γιὰ τὸν Σεφέρη.[70] (Ἡ πλήρης βιβλιογραφία βρίσκεται {{στὶς σελ.}} στὶς σελίδ. 414-417).
5) Levesque: Seferis.[71]
Γιὰ τὰ ἄλλα θὰ συνεχίσω στὴ Στοκχόλμη.[72]
{{Προσθέτω}} Στέλνω ἐπίσης γιά, προσωπική σου χρήση, ὁρισμένα βιο-βιβλιογραφικὰ στοιχεῖα {{ποὺ μπορεῖ νὰ σ’ ἐνδιαφέρουν}}.
Χάρηκα ποὺ κουβεντιάσαμε λίγο προχθές.
{{Σοῦ}} Σᾶς εὔχομαι καλὸ ταξίδι {{καὶ}} καὶ καλὴ τύχη[.]
Στὴ Λίζα ἀπὸ τοὺς δυό μας
{{πολ[λὰ]}} ἐγκάρδια χαιρετίσματα.
Φιλικώτατα δικός σου
Γιῶργος
ΥΓ. Σχετικὰ μὲ {{τὴ}} τὸ ἐμπόδιο τῆς δημοσιοϋπαλληλικῆς ἰδιότητας ποὺ {{ἤγειρε}} ἔθιξε τὸ Ὑπ.[ουργεῖο], καθὼς μοῦ ἔλεγες, μπορεῖς φυσικὰ νὰ πληροφορηθῆς κι’ ἐσὺ ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ τοῦ θέματος. {{Ἔχω Δὲ φαντάζομαι νὰ μὲ ἀπατᾶ ἡ μνήμη θυμᾶμαι μιὰ Χιλιανὴ τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν ἐτιμήθη, πρὸ τοῦ 1950.}} Ὑπάρχει ἂν δὲ γελιέμαι τὸ παράδειγμα, πρὸ τοῦ 1950, μιᾶς Χιλιανῆς τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν.[73]
4. Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
[ΓΕΝΝ. 57.5.3]
M. PAPADOPOULOS
Στοκχόλμη, 30 Ὀκτωβρίου 1962
Ἀγαπητέ μου Γιῶργο,
Πῶς σοῦ φανήκανε τὰ τοῦ Βραβείου Nobel;[74]
Κατὰ προχθεσινήν μου συνομιλίαν μετ’ ἀρμοδιωτάτου προσώπου, μοῦ ἐπεβεβαιώθη ἡ θέσις ποὺ ἔχω λάβη ἐπὶ τοῦ ζητήματος, καὶ τῆς ὁποίας εἶσαι πλήρως ἐνήμερος. Ὅπως εἶχα καθῆκον ἄλλωστε, ἔθεσα ὑπ’ ὄψιν τοῦ Ὑπουργείου τὰ τῆς συνομιλίας αὐτῆς. Ὅπως σοῦ τὸ εἶχα πῆ, ὁ Τετενὲς[75] συμφωνεῖ μὲ τὰς ἀπόψεις μου, μετὰ δὲ τὴν ἀποχώρησιν τοῦ Παλαμᾶ[76] ἴσως νὰ καθίσταται εὐκολωτέρα ἡ υἱοθέτησίς του.[77]
Θὰ χρειασθῆ ὅμως πολλὴ δουλειά. Εἶναι ἄραγε δυνατὸν νὰ δημιουργηθοῦν αἱ ἀπαραίτητοι προϋποθέσεις;
Μὲ ἀγάπην
Michel
5. Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
[ΓΕΝΝ. 57.5.4]
Ἄγρας, 20, Ἀθήνα (502)
20 ΝΟΕ. 62
Ἀγαπητὲ Michel,
Εὐχαριστῶ γιὰ τὸ γράμμα σου τῆς 30 Ὀκ.[τωβρίου.] Χάρηκα γιὰ τὰ νέα. Καθὼς ἀκούω –δὲ μίλησα σχετικὰ μαζί του– ὁ Ἴων[78] μοιάζει εὐνοϊκότερος τοῦ προκατόχου. Αἰσθάνομαι πάντα τὴν ἴδια δυσκολία νὰ ἀναμιχθῶ·[79] σοῦ τὰ ἐξήγησα διὰ ζώσης. Ἂν δημιουργηθοῦν οἱ προϋποθέσεις ποὺ ἔλεγες. Τὸ πρᾶγμα θὰ ὀφείλεται σ’ ἐσένα.
Πρὸ ἐβδομάδος ἔγραψα στὸν ἐκδότη μου ἐν Γερμανίᾳ νὰ σοῦ στείλει ἕνα βιβλιαράκι μου γιὰ τοὺς Δελφούς,[80] γράψε μιὰ κάρτα ἄμα τὸ λάβεις, γιὰ νὰ σοῦ τὸ στείλω ἂν χρειασθῇ ἀπ’ ἐδῶ.
Μὲ ἀγάπη, δικός σου
Γ. Στ. Σεφεριάδης
6. Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
ΤΟΥ BÖRJE KNÖS ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ KNÖS.
[ΓΕΝΝ. 57.5.5, 1]
Στοκχόλμη, 20 Δεκεμβρίου 1962
Ἀγαπητὲ Γιῶργο,
Σοῦ ἐσωκλείω ἀντίγραφα ἐπιστολῆς τοῦ διαπρεποῦς Ἑλληνιστοῦ κ. Börje Knös[81]
καὶ τὴν πρὸς αὐτὴν ἀπαντήσεώς μου (Μὴν ἐκπλαγῆς διὰ τὴν ἥκιστα “γαλατικὴν” χρησιμοποίησιν τοῦ ὀνόματος εἰς τὴν προσφώνησιν, πρέπει κανεὶς νὰ προσαρμόζεται στὶς συνήθειες τοῦ τόπου!)
Ὅπως βλέπης, ὁ ἐξαιρετικὸς αὐτὸς ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους Σουηδοὺς ποὺ δὲν ξέρουν Ἀγγλικά. Θὰ πρέπει λοιπόν, μόλις μοῦ ἀπαντήσῃ, νὰ τὸν ἐφοδιάσωμε μὲ ὅσα θὰ ζητήσῃ σὲ ἄλλες γλῶσσες. Τὸ βιβλιαράκι δὲν μοῦ περιῆλθε ἀπὸ τὴν Γερμανίαν.
Σήμερα ἐπίσης, ἔγραψα ὑπηρεσιακῶς στὸ Ὑπουργεῖον, ἐπιμένων νὰ ληφθῇ ἄνευ ἀναβολῆς «μιὰ κάποια» ἀπόφασις. Ἐπιμένω φυσικὰ ἐπὶ τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ἡ καταλληλότερη ὑποψηφιότης εἶναι ἡ δική σου.
Ἡ ἐδῶ κατάστασις καταντᾶ ἀφόρητη: ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀκρίβεια μὲ μισθοὺς πείνης, ἐπωμίζομαι μόνος μου ὅλη τὴ δουλειά, γιατὶ οἱ ὑπάρχοντες «Σύμβουλος», Ἐμπορικὸς Ἀκόλουθος καὶ Ἀκόλουθος Τύπου εἶναι ὄχι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλὰ καὶ σαφῶς ἐπιζήμιοι. Ἔτσι, τὴν ἴδια αὐτὴ στιγμὴ ἀσχολοῦμαι ἂς ποῦμε, μὲ τὸ Βραβεῖον Nobel,[82] τὴν ἀπαγόρευσιν ἑνὸς Καφφενείου ὅπως συχνάζουν ἐκεῖ ἀλητεύοντες Ἕλληνες καὶ τὴν εἰσαγωγὴν Ἑλληνικῶν κρασιῶν στὴν Σουηδίαν! Εὔκολον ν’ ἀντιληφθῆς ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ σοβαρὴ δουλειὰ μὲ τὴν κατάστασιν αὐτήν, ποὺ δὲν ὀφείλεται στὴν “ἔλλε[ι]ψιν μέσων” ποὺ ἐπικαλούμεθα πάντα, ἀλλὰ στὴν ἀχαλίνωτη πειὰ ρουσφετολογία ὑπὲρ ἀπιθάνων ὑποκειμένων! Καὶ μετὰ ἀποροῦμε γιὰ τὴν συνεχῆ ἐξασθένησι τῆς Ἑλληνικῆς θέσεως!
Γιὰ τὶς Γιορτὲς σᾶς στέλνομε, μαζὺ μὲ τὴν Λίζα, τὶς καλύτερες εὐχές μας καὶ γιὰ τοὺς δυό σας.
Μὲ ἀγάπη
Michel
6.1
[ΓΕΝΝ. 57.5.5, 2]
COPIE
Stockholm, le 14 XII 1962
Cher Monsieur l’Ambassadeur,
Je me permets de Vous envoyer le diplôme que j’avais oublié de Vous rendre lors de ma dernière visite à l’Ambassade.
Puis je tiens à Vous informer, tout personnellement, que j’ai traduit en suédois déjà une grande partie des poèmes de Seféris. Un de mes amis qui en même temps est un poète des plus connus et appréciés en Suède m’a promis de corriger et rendre ma traduction plus “poétique” d’après la mode moderne; il est actuellement en Espagne, mais reviendra au début de l’année prochaine.[83]
Mais le recueil des poèmes de Seféris que je possède est imprimé en 1950.[84]
Je ne sais pas, s’il en existe un plus récent; en tout cas je ne connais pas ses poèmes après cette date. J’ai entendu parler d’une traduction allemande de ses poèmes. Je l’ai cherchée sans la trouver. Peut-être pourrait-on en donner quelques informations à Athènes. C’est que je voudrais bien comparer ma traduction avec une autre, et je ne possède l’anglais que trop imparfaitement pour profiter des nombreuses traductions anglaises mais au contraire je comprends l’allemand très bien, qui aussi ressemble beaucoup au suédois et qui aidera un traducteur Suédois à comprendre les vers de Seféris pas toujours si faciles à saisir.
Avec tous mes hommages à Madame Papadopoulou, Je Vous prie, Monsieur l’Ambassadeur, de croire à mon dévouement entier à Votre cher pays et à mes sentiments les plus dévoués.
Börje Knös
Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η
Στοκχόλμη, 14 Δεκεμβρίου 1962
Αξιότιμε κύριε Πρέσβη,
Θα ήθελα να σας στείλω το δίπλωμα που ξέχασα να σας επιστρέψω κατά την τελευταία μου επίσκεψη στην Πρεσβεία.
Στη συνέχεια, θα ήθελα να σας ενημερώσω, εντελώς προσωπικά, ότι έχω ήδη μεταφράσει ένα μεγάλο μέρος των ποιημάτων του Σεφέρη στα σουηδικά. Ένας από τους φίλους μου, που είναι ταυτόχρονα ένας από τους πιο γνωστούς και εκτιμημένους ποιητές στη Σουηδία, μου υποσχέθηκε να διορθώσει και να κάνει τη μετάφρασή μου πιο «ποιητική» σύμφωνα με τον μοντέρνο τρόπο· βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Ισπανία, αλλά θα επιστρέψει στις αρχές του επόμενου έτους.
Αλλά η συλλογή ποιημάτων του Σεφέρη που διαθέτω τυπώθηκε το 1950. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει πιο πρόσφατη· σε κάθε περίπτωση δεν γνωρίζω τα ποιήματά του μετά από εκείνη τη χρονολογία. Άκουσα να γίνεται λόγος για μια γερμανική μετάφραση των ποιημάτων του. Την έψαξα αλλά δεν την βρήκα. Ίσως θα μπορούσαν να δοθούν κάποιες πληροφορίες στην Αθήνα. Κι αυτό γιατί θα ήθελα να συγκρίνω τη μετάφρασή μου με μια άλλη, και γνωρίζω πολύ μέτρια τα αγγλικά για να επωφεληθώ από τις πολυάριθμες αγγλικές μεταφράσεις, αλλά αντιθέτως καταλαβαίνω πολύ καλά τα γερμανικά, που επίσης μοιάζουν πολύ με τα σουηδικά και που θα βοηθήσουν έναν Σουηδό μεταφραστή να καταλάβει τους στίχους του Σεφέρη που δεν είναι πάντα τόσο εύκολο να συλλάβεις το νόημά τους.
Με όλο τον σεβασμό μου στην κυρία Παπαδοπούλου, σας παρακαλώ, κύριε Πρέσβη, να πιστέψετε στην πλήρη αφοσίωσή μου στην αγαπημένη σας χώρα και στα πιο αφοσιωμένα αισθήματά μου.
Börje Knös
________ ≈ ________
6.2
[ΓΕΝΝ. 57.5.5, 3]
Stockholm, le 19 décembre 1962
Cher Monsieur Knös,
Je vous remercie très vivement de votre aimable lettre du 14 décembre.
Ci-joint une liste des nouvelles traductions en langues étrangères d’ouvrages de Seféris. Veuillez bien m’indiquer exactement celles qui pourraient intéresser votre travail, afin que je les demande à l’auteur. Je possédais déjà le choix des Poèmes traduits par Robert Levesque,[85]
et vous l’envoie avec plaisir.
Merci encore de tout l’intérêt littéraire que vous voulez bien porter à ce grand poète grec contemporain.
J’espère avoir le plaisir d’un entretien avec vous immédiatement après les Fêtes, et en vous adressant mes meilleurs vœux pour Noël et la Nouvelle Année, auxquels ma femme joint les siens, je vous prie de croire, Cher Monsieur Knös, à mes sentiments d’amitié très sincères.
Ambassadeur de Grèce
P.S.
1. Je me permets de vous envoyer avec le Diplôme de Grand Officier de l’Ordre R. de Georges Ier, un récépissé que je vous prie de bien vouloir compléter et signer.
2. A titre d’information, et en raison de votre aimable appui à la candidature de M. Coutsis, je me permets de vous faire parvenir, ci-joint, [la] copie d’une lettre que j’ai adressée au Professeur Rudberg.[86]
Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η
Στοκχόλμη, 19 Δεκεμβρίου 1962
Αγαπητέ κύριε Knös,
Σας ευχαριστώ πολύ για την ευγενική επιστολή σας της 14ης Δεκεμβρίου.
Επισυνάπτεται ένας κατάλογος με νέες μεταφράσεις έργων του Σεφέρη σε ξένες γλώσσες. Παρακαλώ πείτε μου ακριβώς ποιες μπορεί να ενδιαφέρουν το έργο σας, ώστε να τις ζητήσω από τον συγγραφέα. Διέθετα ήδη την επιλογή των Ποιημάτων στη μετάφραση του Robert Levesque, και σας τη στέλνω με χαρά.
Σας ευχαριστώ και πάλι για όλο το λογοτεχνικό ενδιαφέρον που δείξατε για αυτόν τον μεγάλο σύγχρονο Έλληνα ποιητή.
Ελπίζω να έχω τη χαρά μιας συζήτησης μαζί σας αμέσως μετά τις γιορτές, και στέλνοντας τις καλύτερες ευχές μου για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, στις οποίες η γυναίκα μου προσθέτει τις δικές της, σας ζητώ να πιστέψετε, αγαπητέ κύριε Knös, στα πολύ ειλικρινή αισθήματά μου φιλίας.
Ο Πρέσβης της Ελλάδας
Υ.Σ.
1. Θα ήθελα να σας στείλω μαζί με το Δίπλωμα του Μεγάλου Αξιωματικού του Β.[ασιλικού] Τάγματος του Γεωργίου Α΄, μία απόδειξη την οποία παρακαλώ να συμπληρώσετε και να υπογράψετε.
2. Για λόγους ενημέρωσης και λόγω της ευγενικής υποστήριξής σας στην υποψηφιότητα του κ. Κούτση, θα ήθελα να σας στείλω, επισυναπτόμενο, αντίγραφο επιστολής που απέστειλα στον καθηγητή Rudberg.
7. Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.6, 1-4]
27.12.62
Ἀγαπητὲ Michel,
Ἔλαβα τὸ καλό σου γράμμα τῆς 20ης Δεκ.[εμβρίου] Ἄπειρα εὐχαριστῶ. Καὶ {{μ’}} ὅλες μας τὶς εὐχὲς σ’ ἐσένα καὶ στὴ Λίζα γιὰ ἕναν καλὸ καὶ γόνιμο χρόνο. Στὸ Ὑπουργεῖο {{θὰ εἴμαστε πάντα}} εἴμασταν καὶ θὰ εἴμαστε πάντα δήμαρχοι καὶ κλητῆρες {{= Ἄλλοτε τὸ πρᾶγμα πήγαινε εἶναι τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχα σὲ ὅλη μου τὴν ὑπηρεσιακὴ ζωή. Ἄλλοτε τὸ πρᾶγμα πήγαινε, χωρὶς κυρώσεις. Στὶς μέρες [μας] κινδυνεύουμε νὰ τὴν πληρώνουμε ἀκριβὰ αὐτὴν τὴν πολυτέλεια. Καὶ τὸ δράμα εἶναι ὅτι Δυστυχῶς, δὲν τὰ πολυσκεφτόμαστε κάτι τέτοια καὶ}} Εἶναι μιὰ πολυτέλεια ποὺ κοστίζει στὶς μέρες μας καί, ἀλίμονο, τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι νὰ κάνει ὁ καθένας ὅ,τι μπορεῖ μόνος του. {{Ἡ ζωὴ δυστυχῶς εἶναι περιορισμένη, καὶ ἀλίμονο ἂν περιμένει νὰ διορθωθοῦν οἱ κακὲς συνήθειές μας}}. Γιὰ νὰ γυρίσω στὸ θέμα τοῦ Ν.[όμπελ] {{ἔχω}}
πρέπει νὰ σοῦ ὁμολογήσω ὅτι {{διερωτῶμαι}} δὲν εἶμαι καθόλου βέβαιος ἂν {{πραγματικὰ}} ἀληθινὰ {{τὸ θέλουμε τὸ ἐπιθυμεῖ κανένας}} τὸ ἐπιθυμοῦμε νὰ μᾶς {{συμβεῖ}} τύχει ἕνα τέτοιο πρᾶγμα. Λυπᾶμαι ποὺ ἔτυχε νὰ ἀναμιχθῆ τὸ ὄνομά μου σ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση. Ἂν δὲν εἶχε συμβεῖ αὐτὸ θὰ αἰσθανόμουν {{πιὸ}} ἐλεύθερος νὰ πῶ {{περισσό}}[87] κι’ ἐγὼ καμιὰ κουβέντα.[88] {{Ἔτσι μὲ Μὲ καταλαβαίνουν}} Μὲ τὴν πείρα ποὺ ἔχεις ἀποκτήσει τῶν ἐκεῖ πραγμάτων εἶμαι βέβαιος πὼς ἀντιλαμβάνεσαι πόσο δύσκολη εἶναι ἡ θέση μου {{ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ὅ,τι καὶ ν’ ἀκούει μοιραίως θὰ παρεξηγηθῆ καί. Στὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς}} καὶ γιατὶ ὁποιαδήποτε ἀνάμειξή μου {{θὰ τὴν ἔνιωθα ἐξευτελιστική.}} θὰ τὴν αἰσθανόμουν ἀνάξια.[89]
Προσθέτω λίγα σχετικὰ μὲ τὸ γράμμα τοῦ Κ[nös]. Ἡ τελευταία ἔκδοση τῶν ποιημάτων μου εἶναι ἡ τρίτη (1962), ἐκείνη ποὺ σοῦ ἔδωσα προτοῦ φύγεις. Περιέχει ὅ,τι ἔχω δημοσιεύσει ὣς τώρα. Ἐπίσης σοῦ ἔχω δώσει τὴ μικρὴ γερμανικὴ ἀνθολογία ἀπ’ τὴν ὁποία δὲν {{ἔχω παρὰ δύο}} μοῦ μένουν ἀντίτυπα ἐδῶ[.] Εἶναι ἀπὸ τὸν Christian Enzensberger, ἔκδοση τοῦ Suhrkamp Verlag (Frankfurt am Main).[90] Χρειάζεται ὅμως προσοχὴ γιατὶ οἱ ἐδῶ γερμανομαθεῖς {{(εἶμαι ἀπαιδευτότατος στὰ γερμανικά)}}
μοῦ λὲν πὼς ἔχει πολλὰ λάθη. Θὰ εἶταν κατὰ συνέπεια {{πολὺ}} κακὸς ὁδηγός. Ἀπεναντίας μοῦ λὲν πὼς οἱ {{μετ}} σουηδικὲς μεταφράσεις ποὺ ἔκανε ὁ Hjalmar Gullberg (καὶ πολὺ γνωστὸς ἐδῶ) καὶ τὶς δημοσίευσε στὴν ἐπιθεώρηση Prisma (ἀρ. 5-6 τοῦ 1950)[91] εἶναι πολὺ καλές. {{Θὰ σοῦ στείλω}} Σοῦ στέλνω μὲ πρώτη εὐκαιρία δυὸ ἀντίτυπα τῶν Δελφῶν καὶ ἀντίτυπο {{τῶν}} τοῦ βιβλίου μου Δοκιμὲς[92] ποὺ βγῆκε ἐπιτέλους προσφάτως. Ἐντὸς τοῦ ἐρχόμενου χρόνου προσμένω νὰ βγοῦν ὁ τόμος τῶν Ἰταλικῶν μεταφράσεων {{ἀπὸ τὶς ἐκδό[σεις]}} ἐκδότης (Mondadori)[93] καὶ λίγο ἀργότερα ἕνας γαλλικὸς τόμος ἀπὸ τὴν N. R. F. (Gallimard.)[94]
Μὲ πολλὰ χαιρετίσματα στοὺς δυό σας ἀπὸ τοὺς δυό μας
καὶ τὴν ἀγάπη μου
8. Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
[ΓΕΝΝ. 57.5.7]
M. PAPADOPOULOS
Στοκχόλμη, 16 Ἰανουαρίου 1963
Ἀγαπητὲ Γιῶργο,
Θέλω πρῶτα νὰ σοῦ πῶ πόσο μὲ συνεκίνησε ἡ καλή σου σκέψις νὰ μοῦ στείλης τὶς «Δοκιμές».[95] Ἤτανε τὸ καλύτερο δῶρο γιὰ νὰ συνοδεύσῃ καὶ τὶς φιλικὲς εὐχές σου.
Σοῦ ἐσωκλείω, μὲ τὴν παράκλησιν νὰ μοῦ τὸ ἐπιστρέψῃς, τὸ τελευταῖον γράμμα τοῦ Κnös, καθὼς καὶ ἀντίγραφον τῆς ἀπαντήσεώς μου.[96] Κάνε μου τὴν χάρι νὰ μὲ διαφωτίσης, σημειωτέον ὅτι δὲν ἔχω πειὰ στὰ χέρια μου τὸ σημείωμα γιὰ τὰ Ἔργα σου κ.λ.π.[97] γιατὶ τὸ μοναδικὸν ἀντίτυπον ποὺ μοῦ εἶχες δώσῃ ἔχει παραδοθῇ στὸν Κnös.
Πρὸς τὸ παρὸν τὸ Ὑπουργεῖον “σιωπᾶ ἐπιμελῶς” στὸ ἀπὸ 20 Δεκεμβρίου [1962] ἔγγραφόν μου, τοῦ ὁποίου σοῦ εἶχα ἀναφέρῃ τὸ περιεχόμενον. Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὴν ἐξέλιξιν τοῦ εὐρυτέρου ζητήματος –ποὺ ἀτυχῶς ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ “ἄλλους παράγοντας”– μὲ εὐχαριστεῖ ἰδιαιτέρως αὐτὴ ἡ κάποια συμβολή μου εἰς τὴν προβολὴν τοῦ ἔργου σου ἐν Σουηδίᾳ.
Καταλαβαίνω ἀπολύτως τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὴν ψυχολογικήν σου κατάστασιν, ποὺ ἀντικατοπτρίζονται στὸ γράμμα σου τῆς 27ης Δεκεμβρίου. Εὐτυχῶς πού, χάρις στὴν προσωρινὴ παραμονή σου στὸ περιθώριο, δὲν ἀντιμετωπίζεις ὅπως ἐγὼ μίαν καθημερινὴν ἐξέγερσιν
ἀπὸ διάφορους “ὑπηρεσιακοὺς χειρισμούς”!
Μὲ ἀγάπην
Michel
9. Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
ΜΕ ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
[ΓΕΝΝ. 57.5.8, 1-2]
25.1.63
Ἀγαπητὲ Michel,
{{Ἔχω}} Ἦμουν ἔτοιμος νὰ {{σοῦ}} ἀπαντήσω στὸ γράμμα σου τῆς 16ης Ἰανουαρίου, ὅταν μοῦ τηλεφώνησες σήμερα {{τὸ πρωΐ.}} Εἶμαι ἀνίκανος, μὰ ὁλωσδιόλου ἀνίκανος νὰ {{ὑποστη[ρίξω]}} προβάλω τὸν ἑαυτό μου – {{κι ὅλα}} δὲν ὑπάρχει βραβεῖο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μὲ κάνει ν’ ἀλλάξω. Κατάλαβα πολὺ καλὰ τὰ λεγόμενά σου {{σήμερα τὸ πρωῒ}} στὸ τηλέφωνο, ἀλλὰ ἀφοροῦν παράγοντες τοὺς ὁποίους οὔτε θέλω οὔτε μπορῶ νὰ ἐπηρεάσω.[98] Δὲν ξέρω λεπτομερῶς πῶς {{συνηθίζονται}} γίνονται τὰ πράγματα αὐτά, ἀλλὰ δὲν βλέπω τὴν {{Γαλλικὴ ἢ τὴν Ρωσσικὴ}} Ρωσσικὴ (ἢ ἄλλες λογοτεχνικὲς ὀργανώσεις) ἢ τὴν Γαλλικὴ Ἀκαδημία νὰ ὑποστήριξαν τὸν {{Gide}} Παστερνὰκ ἢ τὸν {{Παστερνάκ}} Gide {{καὶ δὲν ξέρω ποιὰ ἦταν ἡ ὑποστήριξη οὔτε}} οὔτε ἀκόμη τὸ ξεσπάθωμα τῶν Ἰταλῶν γιὰ τὸν Ouasimodo![99] {{Δὲν ἔφτασα στὴν ἡλικία ποὺ ἔφτασα γιὰ νὰ ἐπαιτῶ.}} Σ’ εὐχαριστῶ πάντα γιὰ τὴ φιλικὴ φροντίδα ποὺ δείχνεις γιὰ τὴν ἐργασία μου. Εὐχαριστῶ καὶ τὸν κύριο [Κnös] τοῦ ὁποίου μοῦ διαβιβάζεις τὰ γράμματα. {{ποὺ}} Σοῦ τὰ ἐπιστρέφω. {{Ἂς μοῦ γράψει}}. Ὁ Κατσίμπαλης μοῦ λέει ὅτι τοῦ ἔχει στείλει {{τοὺς τελευταίους τόμους}} τὰ τελευταῖα μου βιβλία.[100] Ἐλπίζω νὰ μοῦ γράψει ἀπ’ εὐθείας, ὁπότε θὰ τοῦ δώσω φυσικὰ ὅλες τὶς λεπτομέρειες καὶ ἐφόδια ποὺ {{χρειάζεται}} μπορεῖ νὰ χρειασθεῖ. Ἐσωκλείστη {{τὰ}} ἀντίγραφο τοῦ βιοβιβλιογραφικοῦ σημειώματος ποὺ μοῦ ζήτησες.
Μὲ ἀγάπη πάντα δικός σου
Γ.
9.1
[ΓΕΝΝ. 57.5.8, 3]
[Τηλε]φώνημα Πε. 24.1.63, 9 π.μ.
Πρόταση – 1η Φεβ. –
1) 1η/2 τελευταία προθεσμία
2) Μόνη {{γνωστὴ}} ὑποστηρίξιμη ὑποψηφιότης δική μου
3). Δὲ δίνει φυσικὰ ἐγγύηση
Πῆγε Κnös καὶ τὸν εἶδε παρὰ 12ο
ὑπὸ μηδὲν καὶ ἀνάρρωσή του καὶ τοῦ εἶπε:
Λέει: – χρειάζεται προβληθῆ ὑποψηφιότης ἀπὸ Ἀκαδημία ἢ λογοτεχν.[ικὲς] ὀργανώσεις.[101]
10. Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ KNÖS ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ
[ΓΕΝΝ. 57.5.9, 1-2]
Μ. PAPADOPOULOS
Στοκχόλμη, 4 Ἰουνίου 1963
Ἀγαπητέ μου Γιῶργο,
Δὲν σοῦ ἔγραψα τελευταίως τίποτα γιὰ τὸ γνωστὸν ζήτημα, γιατὶ ὁ ὅλος ἐξ Ἀθηνῶν χειρισμὸς μειώνει εἰς τὸ ἔπακρον τὶς δυνατότητές μου. Πάντως, καταβάλλονται ὡρισμένες προσπάθειες, καὶ σοῦ ἐσωκλείω ἀντίγραφον γράμματος τοῦ Κnös.
Ἂν καὶ ὁ Γερμανὸς ἐκδότης μοῦ ἀνήγγειλε τὴν ἀποστολὴν τοῦ βιβλίου πρὸ πολλοῦ καιροῦ, οὐδέποτε τὸ ἔλαβα.
Θὰ ἤθελα τώρα νὰ σοῦ πῶ καὶ τὰ ἑξῆς: ἀνεξαρτήτως καὶ ἄλλων ζητημάτων ποὺ καθιστοῦν δυσχερῆ τὴν Ἑλληνικὴ θέσιν εἰς τὴν Σουηδίαν, δὲν πρέπει νὰ περιμένωμε καμμίαν οὐσιαστικὴν προώθησιν κανενὸς ζητήματος, ἐφ’ ὅσον διατηρῆται εἰς τὴν Ἀθήνα ἡ ἔμμονη τάσις νὰ χρησιμοποιοῦνται κατὰ σύστημα πρόσωπα ἠθικῶς ἰδίως ἀκατάλληλα[.] (Εἰς πρὸ καιροῦ γράμμα μου πρὸς τὸν κ. Γεροκωστόπουλον[102] –ποὺ παρέμεινε φυσικὰ ἀναπάντητον– τοῦ ἀνέφερα καὶ τὰ ὅσα μοῦ εἶπαν ἁρμοδιώτατοι Σουηδοί, γιὰ τὶς καταστρεπτικὲς συνέπειες, εἰδικὰ γιὰ τὸ Βραβεῖον Nobel, ἀπὸ τὴν ἐδῶ “δραστηριότητα” τοῦ «Ἀκολούθου Τύπου», πρώην ἡμερομισθίου ὑπαλλήλου τοῦ Ὑπουργείου Προνοίας καὶ ἐν συνεχείᾳ πωλητοῦ ψεύτικων κοσμημάτων!).
Λόγῳ ἰδίως καὶ τῆς εὐπρεπείας καὶ σοβαρότητος ποὺ διακρίνουν τὸν κ. Ἡλιάσκον,[103] εἶχα κατορθώσῃ τὸ Τουριστικὸν Γραφεῖον νὰ στέκεται ἠθικὰ εἰς τὸ ὕψος του, καὶ ν’ ἀρχίσουν νὰ ξεχνιῶνται αἱ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ «προκάτοχον» (εἰς τὸν αὐτὸν χῶρον) Ἐμπορικὸν Ἐκθετήριον εἰς τὸ ὁποῖον, ὑπὸ Προϊστάμενον καὶ γενικὰ ἀνώμαλον καὶ ἀλκοολικόν, εἶχαν διεισδύσῃ κατὰ σειρὰν μία “Κυρία” ἐλαφρῶν ἠθῶν, ἕνας ἐργάτης ἀπὸ τὴν Γερμανίαν μὲ φήμην κλεπταποδόχου, ἕνας Ἕλλην διωκόμενος ἐπὶ ἀπάτῃ ἀπὸ «τοὺς» (πληθυντικός) Σουηδοὺς πενθερούς του, καὶ ἕνας ἄλλος γιὰ τὶς ἀπάτες τοῦ ὁποίου εἰς βάρος γυναικῶν, ἡ Πρεσβεία ἔλαβε ἔγγραφα τῶν Σουηδικῶν Ἀρχῶν ἐπισείοντα τὸν κίνδυνον δημοσιογραφικῆς καμπάνιας ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος.
Τώρα, παρουσιάζεται πάλι τὸ θέμα Γούλου, ποὺ πιθανὸν νὰ εἶναι ἄριστος, ἀλλ’ εἶναι πάντως ἠθικὰ χρεωκοπημένος ἐδῶ. Ἐπειδὴ λοιπὸν πληροφοροῦμαι ὅτι τὸν γνωρίζεις, σοῦ ἐσωκλείω ἀντίγραφον γράμματός μου πρὸς τὴν Κυρίαν Τσάτσου,[104] «διὰ τὰ καθ’ ὑμᾶς περαιτέρω»! Ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ συνεχίσω ταλαιπωρούμενος μὲ τὸ νὰ «ἀντιδρῶ» γιὰ τοὺς ἐδῶ ὑπάρχοντας ἢ μέλλοντας νὰ ἔρθουν. Ἁπλά, ὅταν θὰ ἐπιστῇ ἡ κατάλληλη κατ’ ἐμὲ στιγμή, θὰ κάνω μίαν ἀνακεφαλαίωσιν –avec preuve à l’appui–[105] τῶν πολλῶν «γιατί» ποὺ κάνουν ὥστε, καὶ εἰς τὸν Σκανδιναυϊκὸν Χῶρον, νὰ ἠττώμεθα κατὰ κράτος ἀπό Γιουγκοσλαύους, Βουλγάρους καὶ Τούρκους!
Μὲ ἀγάπην
Michel
10.1
[ΓΕΝΝ. 57.5.9, 3]
Stockholm, 12.5.63
[...] En collaboration avec mon ami le poète suédois Johannes Edfelt j’ai traduit une trentaine de poèmes de Seféris. Quelques traductions ont paru dans des journaux et des revues, ce qui contribue à répandre en Suède le nom du poète grec. Je me permets de joindre ici une coupure du journal Göteborgs Sjöfarts och Handelstidning. Également nous espérons faire paraître plus tard –en automne– sous forme de livre un recueil de ces traductions.[106] [...]
Börje Knös
Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η
Στοκχόλμη, 12.5.63
[...] Σε συνεργασία με τον φίλο μου Σουηδό ποιητή Johannes Edfelt μετέφρασα γύρω στα τριάντα ποιήματα του Σεφέρη. Κάποιες μεταφράσεις δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, γεγονός που συνέβαλε στη διάδοση του ονόματος του Έλληνα ποιητή στη Σουηδία. Θα ήθελα να επισυνάψω εδώ ένα απόκομμα από την εφημερίδα Göteborgs Sjöfarts och Handelstidning. Ελπίζουμε επίσης να δημοσιεύσουμε μια συλλογή από αυτές τις μεταφράσεις αργότερα –το φθινόπωρο– σε μορφή βιβλίου.
Börje Knös
10.2
[ΓΕΝΝ. 57.5.9, 4-5]
Στοκχόλμη, 4 Ἰουνίου 1963
Ἀντίγραφον ἐπιστολῆς πρὸς Κυρίαν Τσάτσου
Ἡ ἐδῶ παρουσία τοῦ κ. Ἡλιάσκου παρέσχε τὴν εὐκαιρίαν νὰ μιλήσωμε γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ προστατευομένου σας κ. Γούλου.
Τὸν κ. Γοῦλον δὲν γνωρίζω οὔτε ἐξ ὄψεως, ἔχω δὲ καὶ ἱκανοποιητικὰς πληροφορίας γιὰ τὴν ἐν Λονδίνῳ ὑπηρεσίαν του. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν κατέχει καὶ τὴν Σουηδικὴν γλώσσαν, θὰ ἦτο κατ’ ἀρχὴν πολὺ εὐπρόσδεκτος ὡς Προϊστάμενος τοῦ ἐδῶ Τουριστικοῦ Γραφείου.
Ἀτυχῶς ὅμως, ὑπάρχει εἰς τὴν Πρεσβείαν ἕνας ἀρκετὰ ἐπιβαρυντικὸς γι’ αὐτὸν Φάκελλος, ἐκτὸς τούτου δὲ ὁ κ. Γοῦλος χαίρει πολὺ κακῆς φήμης εἰς πολλοὺς ἐνταῦθα κύκλους, Ἑλληνικοὺς καὶ Σουηδικούς, καὶ δὴ εἰς ὡρισμένους τῶν οἰκονομικῶν ἐκείνων παραγόντων, οἱ ὁποῖοι μᾶς παρεχώρησαν τὸν χῶρον ὅπου στεγάζεται τὸ «Τουριστικὸν Γραφεῖον».
Μόλις δὲ ἐκυκλοφόρησεν ἡ πληροφορία περὶ σκέψεως διορισμοῦ τοῦ κ. Γούλου οἱ κύκλοι αὐτοὶ ἐδήλωσαν ἀπεριφράστως ὅτι, ἂν πραγματοποιηθῇ ὁ διορισμὸς αὐτός, θὰ προβοῦν καὶ εἰς σαφῆ διατύπωσιν τῆς δυσφορίας των διὰ τὴν τοιαύτην ἐπιλογὴν ἠθικῶς ἀκαταλλήλου προσώπου.
Εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ κατανοήσετε ὅτι, ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτάς, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ συμφωνήσω εἰς τὸν διορισμὸν τοῦ κ. Γούλου. Τὸ ὅτι δὲ ἡ ἐγκατάστασίς του εἰς Στοκχόλμην θὰ τὸν βοηθοῦσε εἰς οἰκογενειακά του ζητήματα αὐτὸ ἀποτελεῖ βέβαια μίαν πλευρὰν ἀξίαν κάθε συμπαθείας, ὄχι ὅμως ἱκανὴν νὰ ἄρῃ τὰς ἐκ τόσων σοβαρῶν θεμάτων ἀντιρρήσεις.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ὅμως νὰ θέσω ὑπ’ ὄψιν σας καὶ τὰ ἑξῆς: πολὺ φοβοῦμαι ὅτι ὁ διορισμὸς αὐτὸς θ’ ἀπέβαινε εἰς βάρος τοῦ ἰδίου. Διότι, οὔτε θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ παραβλεφθῇ ἡ διατυπωθησομένη ἀντίδρασις τῶν κύκλων ποὺ μᾶς παραχωροῦν τὸν Χῶρον τοῦ Γραφείου, οὔτε καὶ ν’ ἀναχαιτισθοῦν αἱ ὕπουλοι ἐνέργειαι ὡρισμένων ἀτόμων (γνωρίζετε ἄλλωστε ἓν ἐξ αὐτῶν) ποὺ εἶχαν προσπαθήσῃ λυσσωδῶς νὰ ἁλώσουν τὸ Γραφεῖον, προσέκρουσαν δὲ καὶ αὐτὰ εἰς τὴν δικήν μου ἀντίδρασιν. Οὐδόλως δὲ ἀποκρύπτουν ὅτι ἀναμένουν τὴν τυχὸν ἔλευσιν τοῦ κ. Γούλου –ἐναντίον τοῦ ὁποίου εἶχον στραφῇ καὶ εἰς τὸ παρελθόν– pour prendre leur revanche[107]
ὑποδαυλίζοντες, μὲ ἀφετηρίαν τὰ ἀναφερόμενα εἰς τὴν προηγουμένην ἐνταῦθα διαμονήν του, πολὺ δυσάρεστα εἰς βάρος του ἐπεισόδια.
Εἶναι λοιπὸν σχεδὸν βέβαιον ὅτι πολὺ γρήγορα μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ κ. Γούλου, θὰ ἐδημιουργεῖτο μία ἀτμόσφαιρα ποὺ θὰ ἐπηρέαζε ἴσως καὶ τὴν ὅλην θέσιν του εἰς τὸν EΟΤ.
Σᾶς ἀναφέρω πάντα τ’ ἀνωτέρω κατόπιν συνεννοήσεως μετὰ τοῦ κ. Ἡλιάσκου εἰς τὸν ὁποῖον καὶ θὰ στείλω ἀντίγραφον τοῦ παρόντος.
11. Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.10, 1-3]
16.6.63
Ἀγαπητὲ Michel
Χίλια εὐχαριστῶ γιὰ τὸ γράμμα σου τῆς 4ης [Ιουνίου]. Λυποῦμαι γιὰ τὴν κατάσταση {{γιὰ τὴν ὁποία μοῦ γράφεις}} ποὺ μοῦ περιγράφεις. {{Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ}} Θὰ {{ἤθελα}} εὐχόμουν νὰ {{μποροῦσα}}
καταλάβαινα {{ποὺ}} δυὸ σημεῖα {{μὲ τρόπο περισσότερο συγκεκριμένο}} τῆς ἐπιστολῆς σου μὲ περισσότερη σαφήνεια[.] α) Γράφεις περὶ κακοῦ ἐξ Ἀθηνῶν χειρισμοῦ· εἰς τὶ συνίσταται; Μοῦ ἐξηγεῖς; {{Ὑπάρχουν νεότερα;}} β) {{Ὁ ἀκόλουθος Τύπου ποιὰ δραστηριότητα ἀναπτύσσει, ποὺ εἶναι}} Ποιὰ εἶναι ἡ δραστηριότης τοῦ Ἀκόλουθου Τύπου μὲ καταστροφικὲς συνέπειες; {{Τώρα ποὺ δὲν φέρω εἶμαι ἐργάζομαι στὸ Ὑπουργεῖο δὲν ἔχω ἐπαφὲς ποὺ θὰ μποροῦσαν στὶς ὁποίες θὰ μποροῦσαν προσπάθη νὰ μοῦ φανοῦν χρήσιμες ἐπεξηγηματικῶς.
Ποιὲς εἶναι οἱ Γιὰ τὰ ἄλλα
Δὲν μπόρεσα ἀποφεύγω νὰ ἔχω σχετικὲς συνομιλίες[.] Εἶταν στὴν +++ ἐν μέσῃ κυβερνητικῇ κρίσῃ.
Κnös
Ἀποκόμματα
Βιβλίο Δελφῶν}}
Ὁ κ. Γοῦλος εἶχε ἐργαστεῖ στὸ Λονδίνο στὸ γραφεῖο Τύπου, ὁ κ. Κοσμ++άλης,[108] ὁ προϊστάμενός του, μοῦ εἶχε δώσει καλὲς πληροφορίες γιὰ τὴν δουλειά του. Δὲν ξέρω τὶ τὸν βαρύνει στὴ Σουηδία.
Αὐτὲς τὶς μέρες ἔλαβα γράμμα τοῦ Κnös καθὼς καὶ τοῦ ἐκδότη Albert Bonniers Förlag. Τὸ βιβλίο τῶν μεταφράσεών του προβλέπεται γιὰ τὸ ἐρχόμενο φθινόπωρο.[109] Σχετικὰ μιὰ παράκληση· ἔχεις τὴν καλωσύνη νὰ πεῖς νὰ μοῦ στέλνουν ἀποκόμματα τυχὸν σουηδικῶν δημοσιευμάτων ποὺ μὲ ἀφοροῦν[;] Στὸ ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς Κnös ποὺ μοῦ στέλνεις ἀναφέρεται ἡ ἐφημερίδα Göteborgs Sjöfarts [och Handelstidning] – μαζὶ μὲ ἄλλα.
Λυπᾶμαι γιὰ τὸν Γερμανὸ ἐκδότη – τοῦ ξανά-ξαναγράφω[.]
Μαζὶ μὲ τὶς ζέστες ἔχουμε καὶ κυβερνητικὴ κρίση·[110] εὔχομαι νὰ τελειώσει γρήγορα.
Μὲ ἀγάπη
Γ. Στ. Σεφ.
12. Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
[ΓΕΝΝ. 57.5.11, 1]
M. PAPADOPOULOS
Στοκχόλμη, 11 Μαΐου 1964. –[111]
Ἀγαπητὲ Γιῶργο,
Λυποῦμαι ἰδιαιτέρως ποὺ σ’ ἐνοχλῶ, ἀλλ’ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες θὰ καταφέρωμε τελικῶς de nous discréditer[112]
ὡς Κράτος, ἀκόμη καὶ ἐπὶ τῆς ἀπονομῆς τοῦ Βραβείου Nobel.
Ἐπειδὴ τὸ Ὑπουργεῖον ἐνέβασε, τὴν τελευταίαν δὲ στιγμὴν (ὁπότε βέβαια… δὲν μποροῦσαν ν’ ἀκυρωθοῦν αἱ ἀποσταλεῖσαι προσκλήσεις!) τὸ 1/2 τῶν ὅσων εἶχε ἀπὸ καιροῦ ζητήση ὁ Βακαλόπουλος, –ἐμοῦ εὑρισκομένου εἰς Ἀθήνας– παρεμείναμεν ὀφειλέται 3.346,18 κορώνας πρὸς τὸ Grand Hôtel. Ἐπὶ τρίμηνον οὐδεμία ἀπολύτως ἐλήφθη ἀπάντησις εἰς τὸ ἔγγραφόν μου περὶ ἀποστολῆς τοῦ ποσοῦ, κι’ ἔτσι κατελήξαμε νὰ ἐμφανιζόμεθα καὶ ὡς ἀφερέγγυοι.
Ἠναγκάσθην λοιπὸν ν’ ἀναλάβω τὸ ποσὸν ἀπὸ ἕνα εἰς χεῖρας μου ὑπόλοιπον καὶ νὰ προβῶ εἰς ἐξόφλησιν τοῦ λογαριασμοῦ.
Σοῦ ἐσωκλείω ἀντίγραφον τοῦ σχετικοῦ ἐγγράφου καὶ σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ τηλεφωνήσης εἰς τὸν Δ. Παππᾶν ἢ τὸν Νικολόπουλον[113] νὰ προβοῦν εἰς ἄμεσον λογιστικὴν τακτοποίησιν τοῦ ζητήματος. Μὲ τοὺς ἄλλους δὲν ὑπάρχει δυνατότης συνεννοήσεως, ἄλλωστε ἐπὶ 2 χρόνια εἶχαν κάνει ὅ,τι μποροῦσαν πρὸς δολιοφθορὰν τοῦ ὅλου ζητήματος.[114]
Μὲ ἀγάπη
Δικός σου
Michel
Α. 'Ε. Κύριον
Γεώργιον Σεφεριάδην,
Πρέσβυν
Ἀθήνας.
12.1
[ΓΕΝΝ. 57.5.11, 2]
AMBASSADE ROYALE DE GRÈCE
Ἐν Στοκχόλμῃ τῇ 11ῇ Μαΐου 1964. –
Ἀριθ. Πρωτ. 2140/Α/Σεφέρης
«Δαπάναι δεξιώσεως δι’ ἀπονομὴν
Βραβείου Nobel εἰς Σεφέρην». –
ΠΡΟΣ
Τὸ Β. ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν Ὑπουργεῖον
Δ/νσιν Ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ καὶ Μορφωτικῶν Σχέσεων.
Ἡμέτερον ἔγγραφον ὑπ’ ἀρ. 2039/Α, ἀπὸ 10.2.1964. –
Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ γνωρίσω ὑμῖν ὅτι τοῦ Grand Hôtel ἐπανελθόντος ἐπανειλημμένως ἐπὶ τῆς ἐξοφλήσεως τοῦ ὑπολοίπου τῶν ὀφειλομένων διὰ τὴν δεξίωσιν Σεφέρη, ἠναγκάσθην πλέον νὰ προβῶ εἰς τὴν ἐξόφλησιν τούτων ἐκ τοῦ ἀνὰ χεῖρας μου ὑπολοίπου τῶν Προξενικῶν εἰσπράξεων 1963.
Ὑποβάλλων ὑμῖν συνημμένως κατάστασιν εἰς διπλοῦν, μετὰ τῶν σχετικῶν δικαιολογητικῶν, δι’ ἁπάσας τὰς εἰς τὴν δεξίωσιν Σεφέρη ἀναφερομένας δαπάνας, παρακαλῶ ὅπως, εὐαρεστούμενοι, προβῆτε εἰς τακτοποίησιν τῆς τοιούτης ἐπὶ πλέον τοῦ ἐμβασθέντος ἡμῖν ποσοῦ, ἐκ Κορωνῶν Σουηδίας 3.346,18 καταβολῆς.
Εὐπειθέστατος
Ὁ Πρέσβυς
Μ. Ι. Παπαδόπουλος
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ:
Δ/σιν Ἐκκαθαρίσεως Δαπανῶν. –