Η δημόσια παρουσία (και απουσία) του Σεφέρη μετά το βραβείο Νόμπελ

Ψηφιακά επεξεργασμένη φωτογραφία του Γ.Σ.
Ψηφιακά επεξεργασμένη φωτογραφία του Γ.Σ.


Είναι πλέ­ον κοι­νή η πα­ρα­δο­χή ότι η βρά­βευ­ση του Σε­φέ­ρη, το 1963, με το θε­ω­ρού­με­νο ως το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο διε­θνώς λο­γο­τε­χνι­κό βρα­βείο, το Νό­μπελ, στά­θη­κε ορό­ση­μο για τη διά­δο­ση και πρό­σλη­ψη του ποι­η­τι­κού έρ­γου του.[1] Πα­ρά το ότι η θε­τι­κή απή­χη­ση που εί­χε στην ελ­λη­νι­κή δη­μό­σια σφαί­ρα η απο­νο­μή του βρα­βεί­ου στον Σε­φέ­ρη ήταν πε­ριο­ρι­σμέ­νη, όπως έδει­ξαν λί­γο πο­λύ σύγ­χρο­νες με το γε­γο­νός δη­μο­σιευ­μέ­νες μαρ­τυ­ρί­ες και όπως, επί­σης, επα­λη­θεύ­τη­κε από με­τα­γε­νέ­στε­ρες σχε­τι­κές ερ­γα­σί­ες,[2] το γε­γο­νός στά­θη­κε κομ­βι­κό, κα­θώς σε με­γά­λο βαθ­μό δια­μόρ­φω­σε ό,τι μπο­ρεί να συ­μπυ­κνω­θεί στη φρά­ση που επέ­λε­ξα ως τί­τλο της με­λέ­της μου: η δη­μό­σια πα­ρου­σία (και απου­σία) του Σε­φέ­ρη με­τά το βρα­βείο Νό­μπελ λο­γο­τε­χνί­ας. Ει­δι­κό­τε­ρα, η επιρ­ροή της βρά­βευ­σης τό­σο για την πα­ρου­σία όσο και για την απου­σία λει­τούρ­γη­σε διτ­τά και, πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, αλ­λη­λέν­δε­τα: αφε­νός επη­ρέ­α­σε τη στά­ση του Σε­φέ­ρη ένα­ντι των άλ­λων, ιδί­ως των συ­μπα­τριω­τών του, ως προς το πώς και το πού βρέ­θη­κε πα­ρών ή απών και αφε­τέ­ρου τη στά­ση των άλ­λων απέ­να­ντι στον Σε­φέ­ρη. Μέ­ρος της απή­χη­σης του Νό­μπελ ήταν και τα γνω­στά μας δυ­σφη­μι­στι­κά για τον Σε­φέ­ρη δη­μο­σιο­γρα­φι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα που ακο­λού­θη­σαν τη βρά­βευ­ση και ανα­πα­ρά­γο­νταν σπο­ρα­δι­κά μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του.[3]
Η οκτά­χρο­νη πε­ρί­ο­δος από το 1963 μέ­χρι τον θά­να­το του Σε­φέ­ρη το 1971 ιστο­ρι­κά ση­μα­δεύ­τη­κε, στο μέ­σο της, από τη δι­κτα­το­ρία των Συ­νταγ­μα­ταρ­χών από το 1967 και εξής· αλ­λά και νω­ρί­τε­ρα η πο­λι­τι­κή ζωή στην Ελ­λά­δα ήταν πο­λύ τα­ραγ­μέ­νη. Η εξέ­τα­σή μου, σε αυ­τή την πε­ρί­ο­δο, θα εστια­στεί στην πα­ρου­σία και την απου­σία του Σε­φέ­ρη στον ελ­λη­νι­κό δη­μό­σιο χώ­ρο, με κύ­ρια ση­μεία ανα­φο­ράς και εξέ­τα­σης, ύστε­ρα από διά­φο­ρα συμ­βά­ντα γύ­ρω από τη βρά­βευ­ση με το Νό­μπελ, την ανα­γό­ρευ­ση του ποι­η­τή σε επί­τι­μο δι­δά­κτο­ρα του Αρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης τον Απρί­λιο του 1964 και την μη εκλο­γή του στην Ακα­δη­μία Αθη­νών τον Μάρ­τιο του 1966. Η πε­ρί­φη­μη δή­λω­σή του ενα­ντί­ον της δι­κτα­το­ρί­ας, στις 28 Μαρ­τί­ου 1969, και η γε­νι­κό­τε­ρη συμ­με­το­χή του σε αντι­δι­κτα­το­ρι­κές ενέρ­γειες στα δύο πε­ρί­που χρό­νια μέ­χρι τον θά­να­τό του θα σχο­λια­στούν ελά­χι­στα – πρό­κει­ται για πε­δία έρευ­νας και ερ­μη­νεί­ας ανα­λυ­τι­κά χαρ­το­γρα­φη­μέ­να.
Βε­βαί­ως όλο αυ­τό το λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο, στον άρ­ρη­κτο δε­σμό του με το ιστο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον του, μάς εί­ναι ήδη κα­λά γνω­στό. Κά­νω μία συ­νο­πτι­κή ανα­δρο­μή στις βα­σι­κές γνώ­σεις μας σε ό,τι αφο­ρά τό­σο το σχε­τι­κό πρω­το­γε­νές υλι­κό όσο και τις ερευ­νη­τι­κές θε­ω­ρή­σεις του. Στον μι­σό σχε­δόν αιώ­να ύστε­ρα από τον θά­να­το του Σε­φέ­ρη, ο ση­μα­ντι­κός εμπλου­τι­σμός της σε­φε­ρι­κής ερ­γο­γρα­φί­ας ιδί­ως με εξω­λο­γο­τε­χνι­κά ή και ιδιω­τι­κής φύ­σης γρα­πτά επέ­τρε­ψε να γνω­ρί­σου­με σε πλά­τος και σε βά­θος, πέ­ρα από τον ποι­η­τή, τον άν­θρω­πο και τον πο­λί­τη Σε­φέ­ρη στον τα­ραγ­μέ­νο και­ρό του και τον δυ­στο­πι­κό (για τον ίδιο) τό­πο του. Βα­σι­κά οδό­ση­μα σε αυ­τή την πο­ρεία γνώ­σης εί­ναι η υπο­δειγ­μα­τι­κή στο εί­δος της για την τεκ­μη­ριω­τι­κή ακρί­βεια και την αφη­γη­μα­τι­κή συν­θε­τό­τη­τά της βιο­γρα­φία του Ρό­ντρικ Μπή­τον, Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης. Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον άγ­γε­λο (2003),[4] η Βι­βλιο­γρα­φία Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη (1922-2016) του Δη­μή­τρη Δα­σκα­λό­που­λου (2016)[5] ως έρ­γο υπο­δο­μής της έρευ­νας και, σε πο­λύ κο­ντι­νά μας χρό­νια, ένα τρί­πτυ­χο βι­βλί­ων όπου η προ­σο­χή των συγ­γρα­φέ­ων τους εστιά­στη­κε στον δι­πλω­μά­τη Γιώρ­γο Σε­φε­ριά­δη, με την εξέ­τα­ση τό­σο της υπη­ρε­σια­κής συμ­με­το­χής του στο κυ­πρια­κό ζή­τη­μα όσο και της σύν­θε­της σχέ­σης που ανα­πτύ­χθη­κε ανά­με­σα στον δι­πλω­μά­τη και τον ποι­η­τή – ανα­φέ­ρο­μαι κα­τά τη χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά τους στα βι­βλία του Γιώρ­γου Γε­ωρ­γή, Σε­φέ­ρης-Αβέ­ρωφ, η ρή­ξη (2018),[6] του Ευάν­θη Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου, Ο διά­λο­γος Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη-Ευάγ­γε­λου Αβέ­ρωφ. Οι συμ­φω­νί­ες Ζυ­ρί­χης και Λον­δί­νου (2019)[7] και του Βα­σί­λη Πα­πα­δό­που­λου, Δι­πλω­μα­τία και ποί­η­ση. Η πε­ρί­πτω­ση του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη (2019).[8] Τα πα­ρα­πά­νω βα­σι­κά οδό­ση­μα συ­μπλη­ρώ­θη­καν από αξιό­λο­γες συμ­βο­λές μι­κρό­τε­ρης εμ­βέ­λειας, όπως η με­λέ­τη του Σάβ­βα Παύ­λου, «Η δή­λω­ση του Σε­φέ­ρη ενα­ντί­ον της δι­κτα­το­ρί­ας» (1987),[9] και εκεί­νη του Γιώρ­γου Γε­ωρ­γή, «Ο αντι­στα­σια­κός Σε­φέ­ρης. Μια άγνω­στη προ­σφυ­γή του κα­τά της Χού­ντας» (2009),[10] αμ­φό­τε­ρες εστια­σμέ­νες στην απο­δε­δειγ­μέ­νη και τολ­μη­ρή αντι­δι­κτα­το­ρι­κή στά­ση του Σε­φέ­ρη, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από τη δή­λω­σή του.[11]
Τα στοι­χεία, λοι­πόν, που θα πα­ρου­σιά­σω και θα σχο­λιά­σω στη με­λέ­τη μου έρ­χο­νται να λει­τουρ­γή­σουν επι­βε­βαιω­τι­κά ή και ενι­σχυ­τι­κά σε πράγ­μα­τα που ήδη γνω­ρί­ζου­με. Αν έχει νό­η­μα να προ­στε­θούν με­ρι­κές ακό­μα ψη­φί­δες στο σχη­μα­τι­σμέ­νο μω­σαϊ­κό της γνώ­σης μας, νο­μί­ζω ότι ο κύ­ριος λό­γος εί­ναι –και θε­ω­ρώ σκό­πι­μο να το γρά­ψω αυ­τό ευ­θύς εξαρ­χής– όχι προ­κει­μέ­νου να αναι­ρε­θούν, ού­τως ή άλ­λως ασθε­νι­κά, επι­χει­ρή­μα­τα της με­τά τον θά­να­το του Σε­φέ­ρη αντι­σε­φε­ρι­κής κρι­τι­κής, αλ­λά για να θε­με­λιω­θεί σε βά­θος αυ­τό για το οποίο πεί­θο­μαι ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο, δια­βά­ζο­ντας τον Σε­φέ­ρη και γύ­ρω από τον Σε­φέ­ρη· ό,τι ο Δ.Ν. Μα­ρω­νί­της δια­τύ­πω­σε το 1980 με τις εξής σκέ­ψεις του: «Υπεύ­θυ­νον άν­θρω­πο, υπεύ­θυ­νο τε­χνί­τη και υπεύ­θυ­νο πο­λί­τη τον θε­ώ­ρη­σαν εξαρ­χής τον Σε­φέ­ρη. Αυ­τό που μπο­ρού­με τώ­ρα πια να πού­με με βε­βαιό­τη­τα εί­ναι ότι πρό­κει­ται και για σο­φό άν­θρω­πο, σο­φό τε­χνί­τη και σο­φό πο­λί­τη, αν στην έν­νοια της σο­φί­ας δεν δώ­σου­με ένα σχο­λα­στι­κό-ακα­δη­μαϊ­κό νό­η­μα, αλ­λά ένα νό­η­μα βα­θύ­τε­ρο – ας πού­με ένα νό­η­μα ωρι­μό­τη­τας που συμ­βα­δί­ζει με την τέ­χνη, υπο­στη­ρί­ζει την τέ­χνη και υπο­στη­ρί­ζε­ται από την τέ­χνη».[12]

Το βα­σι­κό πρω­το­γε­νές υλι­κό της έρευ­νάς μου αντλή­θη­κε από τους τέσ­σε­ρις αρ­κε­τά ογκώ­δεις φα­κέ­λους του αρ­χεί­ου Σε­φέ­ρη, που από­κει­ται στο Τμή­μα Αρ­χεί­ων της Αμε­ρι­κα­νι­κής Σχο­λής Κλα­σι­κών Σπου­δών στην Αθή­να (Γεν­νά­δειος Βι­βλιο­θή­κη), τους φα­κέ­λους 57-60, που πε­ρι­λαμ­βά­νουν τα σχε­τι­κά με το Νό­μπελ.[13] Τα αρ­χεια­κά ευ­ρή­μα­τά μου δια­σταυ­ρώ­θη­καν με το κεί­με­νο των δύο τε­λευ­ταί­ων τό­μων του ημε­ρο­λο­γί­ου Μέ­ρες, στο διά­στη­μα από τις πα­ρα­μο­νές της βρά­βευ­σης του Σε­φέ­ρη μέ­χρι τον θά­να­τό του (1961-1971), τον όγδοο και τον ένα­το τό­μο που δη­μο­σιεύ­τη­καν το 2018 και το 2019,[14] αν και κρί­σι­μα μέ­ρη τους μας εί­χαν γί­νει γνω­στά πα­λαιό­τε­ρα. Ση­μειώ­νω ότι ο τε­λευ­ταί­ος τό­μος των Με­ρών συ­μπλη­ρώ­νει το γνω­στό, ήδη από το 1986, και επί­σης ημε­ρο­λο­για­κό «Χει­ρό­γρα­φο Οκτ. ’68» που εξέ­δω­σε και σχο­λί­α­σε ο Παύ­λος Ζάν­νας.[15]
Τα πε­ρισ­σό­τε­ρο αξιό­λο­γα και μη αξιο­ποι­η­μέ­να μέ­χρι σή­με­ρα στο σύ­νο­λο του σχε­τι­κού με το Νό­μπελ αρ­χεια­κού υλι­κού στοι­χεία εντο­πί­ζο­νται στο μι­κρό σώ­μα αλ­λη­λο­γρα­φί­ας ανά­με­σα στον Μι­χα­ήλ (υπο­γρά­φει Michel) Πα­πα­δό­που­λο, τον Έλ­λη­να πρέ­σβη στη Σου­η­δία κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1961-1964,[16] και τον Σε­φέ­ρη. Η αλ­λη­λο­γρα­φία αυ­τή, που κα­λύ­πτει την πε­ρί­ο­δο από τις 21 Ιου­νί­ου 1962 μέ­χρι τις 11 Μα­ΐ­ου 1964, δη­μο­σιεύ­ε­ται στο πα­ράρ­τη­μα αυ­τής της με­λέ­της.[17] Οι επι­στο­λές του Πα­πα­δό­που­λου προς τον Σε­φέ­ρη, όλες δα­κτυ­λό­γρα­φες, εί­ναι πέ­ντε (αρ. 4, 6, 8, 10 και 12) και συ­νο­δεύ­ο­νται από δύο αντί­γρα­φα επι­στο­λών του Σου­η­δού ελ­λη­νι­στή Börje Knös (αρ. 6.1 και 10.1, στη γαλ­λι­κή γλώσ­σα) προς τον Πα­πα­δό­που­λο, κα­θώς και από αντί­γρα­φα επι­στο­λών του Πα­πα­δό­που­λου προς τον δι­πλω­μά­τη Ιά­σο­να Δρα­κού­λη (αρ. 1), τον Knös (αρ. 6.2, στη γαλ­λι­κή γλώσ­σα), την αδελ­φή του Σε­φέ­ρη Ιω­άν­να Τσά­τσου (αρ. 10.2) και το Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών (αρ. 12.1). Οι επι­στο­λές του Σε­φέ­ρη εί­ναι έξι, όλες χει­ρό­γρα­φες. Ακρι­βέ­στε­ρα, οι πέ­ντε (αρ. 2, 3, 7, 9 και 11) εί­ναι προ­σχέ­δια επι­στο­λών, όπως μαρ­τυ­ρούν η εμ­φα­νώς βια­στι­κή γρα­φή (γι’ αυ­τό και σε ελά­χι­στα ση­μεία το κεί­με­νο εί­ναι μη ανα­γνώ­σι­μο με ασφά­λεια) και οι πολ­λές διορ­θώ­σεις, δια­γρα­φές και αντι­κα­τα­στά­σεις λέ­ξε­ων και φρά­σε­ων, ενώ η έκτη (αρ. 5) εί­ναι κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα αντί­γρα­φο του τε­λι­κού κει­μέ­νου. Η επι­στο­λή 9 συ­νο­δεύ­ε­ται από ένα πο­λύ σύ­ντο­μο χει­ρό­γρα­φο προ­σω­πι­κό ση­μεί­ω­μα του ποι­η­τή (αρ. 9.1).[18] Στη με­τα­γρα­φή των επι­στο­λών δια­τη­ρή­θη­καν το πο­λυ­το­νι­κό σύ­στη­μα και οι υπο­γραμ­μι­σμέ­νες λέ­ξεις ή φρά­σεις εντός του κει­μέ­νου. Τα ση­μεία των δια­γρα­φών επι­ση­μαί­νο­νται εδώ μέ­σα σε δι­πλό μύ­στα­κα {{...}}, κα­θώς δεν υπήρ­χε άλ­λη τε­χνι­κή δυ­να­τό­τη­τα. Διορ­θώ­θη­καν αμε­λη­τέα αβλε­πτή­μα­τα οφει­λό­με­να στη γρα­φή ή στη δα­κτυ­λο­γρά­φη­ση των κει­μέ­νων από τους συ­ντά­κτες τους. Στις ση­μειώ­σεις μου, που συ­νο­δεύ­ουν τις επι­στο­λές, πέ­ρα από τις απα­ραί­τη­τες πραγ­μα­το­λο­γι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, δί­νο­νται επί­σης πλη­ρο­φο­ρί­ες για υπο­γραμ­μί­σεις, ση­μεία στί­ξης ή σχό­λια του Σε­φέ­ρη ή κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα δι­κά του, που έγι­ναν ή γρά­φτη­καν κα­τά την ανά­γνω­ση των επι­στο­λών. Οφεί­λω ευ­χα­ρι­στί­ες στη συ­νά­δελ­φο και κα­λή φί­λη Λη­τώ Ιω­α­κει­μί­δου για τη θε­ώ­ρη­ση της ελ­λη­νι­κής με­τά­φρα­σης των γραμ­μέ­νων στα γαλ­λι­κά επι­στο­λών του Knös και του Πα­πα­δό­που­λου.
Διά­φο­ρα ση­μεία των επι­στο­λών δεί­χνουν ότι οι δύο αλ­λη­λο­γρά­φοι γνω­ρί­ζο­νταν από πα­λιά, προ­φα­νώς λό­γω της κοι­νής υπη­ρε­σί­ας τους στο δι­πλω­μα­τι­κό σώ­μα. Επί­σης στο χρο­νι­κό διά­στη­μα της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας, όπως γί­νε­ται σα­φές από ση­μεία των επι­στο­λών, υπήρ­ξαν δια ζώ­σης συ­να­ντή­σεις των δύο αν­δρών στην Αθή­να, στη διάρ­κεια τα­ξι­διών του Πα­πα­δό­που­λου, όπως και τη­λε­φω­νι­κές συ­νο­μι­λί­ες τους, με τις οποί­ες τρο­φο­δο­τή­θη­κε η συ­ζή­τη­σή τους γύ­ρω από το κε­ντρι­κό θέ­μα της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας τους, την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Σε­φέ­ρη για το Νό­μπελ. Ο Πα­πα­δό­που­λος σε τρεις επι­στο­λές του (αρ. 1 [προς τον Δρα­κού­λη], 6 και 8) ανα­φέ­ρει δύο ει­ση­γή­σεις του προς το Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών, η πρώ­τη ήδη τον Ιού­νιο του 1962 και η δεύ­τε­ρη τον Δε­κέμ­βριο του 1962, με τις οποί­ες, κα­τά τα γρα­φό­με­νά του στις επι­στο­λές, προ­τεί­νει και προ­σπα­θεί να προ­ω­θή­σει την υπο­ψη­φιό­τη­τα Σε­φέ­ρη. Αυ­τές οι ει­ση­γή­σεις φαί­νε­ται ότι έμει­ναν ανα­πά­ντη­τες. Θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή έρευ­να στο αρ­χείο του Υπουρ­γεί­ου Εξω­τε­ρι­κών να φέ­ρει στο προ­σκή­νιο της δη­μο­σιό­τη­τας αυ­τά τα υπη­ρε­σια­κά έγ­γρα­φα. Ας πα­ρα­τη­ρη­θεί, ακό­μα, η διά­κρι­ση ανά­με­σα στην υπη­ρε­σια­κή κα­θα­ρεύ­ου­σα του Πα­πα­δό­που­λου και την πά­ντο­τε αυ­στη­ρή αλ­λά και συ­ντο­νι­σμέ­νη με την ει­λι­κρί­νεια, το ήθος και τη στο­χα­στι­κό­τη­τά του δη­μο­τι­κή γλώσ­σα του Σε­φέ­ρη.
Αν μα­θαί­νου­με κά­τι με ασφά­λεια από την αλ­λη­λο­γρα­φία εί­ναι ότι το ελ­λη­νι­κό κρά­τος και ευ­ρύ­τε­ρα το εντό­πιο θε­σμι­κό πε­ρι­βάλ­λον όχι μό­νο δεν βο­ή­θη­σαν στο να βρα­βευ­τεί ο Σε­φέ­ρης με το Νό­μπελ αλ­λά μάλ­λον όρ­θω­σαν εμπό­δια, οφει­λό­με­να όχι τό­σο σε αρ­νη­τι­κή πρό­θε­ση όσο σε αβελ­τη­ρία και άστο­χες επι­λο­γές. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ήδη από το πρώ­το τεκ­μή­ριο, την επι­στο­λή του Πα­πα­δό­που­λου, στις 18 Ιου­νί­ου 1962, προς τον Δρα­κού­λη, τον επό­με­νο Έλ­λη­να πρέ­σβη στη Σου­η­δία (1964-1968), αντί­γρα­φο της οποί­ας στέλ­νε­ται στον Σε­φέ­ρη, ο Πα­πα­δό­που­λος, που φα­νε­ρά υπο­στη­ρί­ζει την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Σε­φέ­ρη, ενη­με­ρώ­νει –στις επό­με­νες επι­στο­λές του πλη­ρο­φο­ρεί άμε­σα τον Σε­φέ­ρη ως πα­ρα­λή­πτη– για διά­φο­ρες κα­τα­στά­σεις και πρό­σω­πα που δυ­σχε­ραί­νουν το όλο ζή­τη­μα από την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά. Αρ­χι­κά ήταν η υπο­ψη­φιό­τη­τα του Στρα­τή Μυ­ρι­βή­λη για το Νό­μπελ του 1962.[19] Ύστε­ρα από την αρ­νη­τι­κή έκ­βα­ση της ελ­λη­νι­κής προ­σπά­θειας να βρα­βευ­τεί ο Μυ­ρι­βή­λης, ο Πα­πα­δό­που­λος, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει, εύ­λο­γα, την υπο­ψη­φιό­τη­τα Σε­φέ­ρη ως τη μό­νη σο­βα­ρή και μία «πολὺ σο­βαρὴ ὑπο­ψη­φιό­τη­τα» (αρ. 1) για το βρα­βείο του 1963, ανα­λο­γί­ζε­ται αν, πα­ρά τις προ­σπά­θειές του αυ­τή να προ­ω­θη­θεί στο Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών και να υπο­στη­ρι­χτεί, υπάρ­χουν οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να γί­νουν αυ­τά. Η συ­νέ­χι­ση της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας από την πλευ­ρά του Πα­πα­δό­που­λου δεί­χνει ότι τα προ­βλή­μα­τα, που κυ­ρί­ως αφο­ρού­σαν την ανερ­μά­τι­στη στά­ση του Υπουρ­γεί­ου Εξω­τε­ρι­κών (ένα ζή­τη­μα εί­ναι η «ἀχα­λί­νω­τη πειὰ ρου­σφε­το­λο­γία ὑπὲρ ἀπι­θά­νων ὑπο­κει­μέ­νων» [αρ. 6], όπως γρά­φει ο πρέ­σβης, στο ελ­λη­νι­κό δι­πλω­μα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον της Στοκ­χόλ­μης), συ­νε­χί­στη­καν ακό­μα και λί­γους μή­νες πριν την από­φα­ση της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας, κά­νο­ντας τις προ­βλέ­ψεις, κα­τά τον Πα­πα­δό­που­λο, δυ­σοί­ω­νες (αρ. 8 και 10). Ακό­μα και ύστε­ρα από την, ανέλ­πι­στη εντέ­λει, απο­νο­μή του Νό­μπελ στον Σε­φέ­ρη και επο­μέ­νως το αί­σιο τέ­λος της προ­σπά­θειας του Πα­πα­δό­που­λου, η αλ­λη­λο­γρα­φία κλεί­νει με μία ανεκ­δο­το­λο­γι­κή ιστο­ρία κα­τα­γραμ­μέ­νη στην επι­στο­λή του πρέ­σβη, στις 11 Μα­ΐ­ου 1964 (αρ. 12), έξι σχε­δόν μή­νες ύστε­ρα από την απο­νο­μή του βρα­βεί­ου: ο Πα­πα­δό­που­λος ενη­με­ρώ­νει ότι πλή­ρω­σε o ίδιος, με δια­θέ­σι­μα χρή­μα­τα της πρε­σβεί­ας, ένα απλή­ρω­το από τις ελ­λη­νι­κές αρ­χές υπό­λοι­πο στο ξε­νο­δο­χείο Grand Hôtel, όπου ο Σε­φέ­ρης διέ­μει­νε και όπου έγι­νε η «δε­ξί­ω­ση Σε­φέ­ρη», και ζη­τά από τον νο­μπε­λί­στα Σε­φε­ριά­δη να με­σο­λα­βή­σει στο Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών για να του στα­λούν τα χρή­μα­τα – ο Σε­φέ­ρης φαί­νε­ται να το πράτ­τει, όπως δεί­χνει ση­μεί­ω­σή του πά­νω στην επι­στο­λή. Η επι­στο­λή κα­τα­λή­γει ως εξής: «Δὲν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­της συ­νεν­νο­ή­σε­ως, ἄλλω­στε ἐπὶ 2 χρό­νια εἶχαν κά­νει ὅ,τι μπο­ροῦσαν πρὸς δο­λιο­φθορὰν τοῦ ὅλου ζη­τή­μα­τος». Τώ­ρα πια ο Πα­πα­δό­που­λος μπο­ρεί να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο εύ­γλωτ­τος και φαί­νε­ται, με την τε­λευ­ταία αυ­τή φρά­ση του ως αλ­λη­λο­γρά­φου του Σε­φέ­ρη, ότι γνω­ρί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρα από όσα γρά­φει. Αυ­τό, λοι­πόν, που μα­θαί­νου­με από αυ­τή τη μι­κρή αλ­λη­λο­γρα­φία εί­ναι ότι το Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών της Ελ­λά­δας δεν συ­νε­τέ­λε­σε θε­σμι­κά ή πα­ρα­σκη­νια­κά στο να βρα­βευ­τεί ο Σε­φέ­ρης, χω­ρίς να απο­κλεί­ε­ται ότι υπήρ­χαν κύ­κλοι εντός του που δεν επι­θυ­μού­σαν ο Σε­φέ­ρης να βρα­βευ­τεί. Πρέ­πει, πά­ντως, να θε­ω­ρή­σου­με ευ­τυ­χή τη συ­γκυ­ρία ότι ήταν πρέ­σβης εκεί­να τα χρό­νια στη Σου­η­δία ο Μι­χα­ήλ Πα­πα­δό­που­λος, αν σκε­φτού­με ότι δια­δέ­χτη­κε σε αυ­τή τη θέ­ση τον πα­λιό γνώ­ρι­μο και στα­θε­ρό εχθρό του δι­πλω­μά­τη Σε­φέ­ρη, τον Αλέ­ξη Κύ­ρου,[20] που ήταν πρέ­σβης εκεί από το 1956 μέ­χρι το 1960. Εξάλ­λου και ο Μπή­τον πα­ρα­τη­ρεί ότι «ο [Ευάγ­γε­λος] Αβέ­ρωφ πα­ρα­μέ­νει υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών έως τον Ιού­νιο του 1963».[21] Η με­τα­ξύ τους σχέ­ση, ως υπη­ρε­σια­κή αλ­λά και ως προ­σω­πι­κή σχέ­ση, εί­χε ναρ­κο­θε­τη­θεί λό­γω της αντί­θε­σης του Σε­φέ­ρη στον Υπουρ­γό Αβέ­ρωφ στο κρί­σι­μο στά­διο των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων για την Κύ­προ το 1959 που κα­τέ­λη­ξαν στις Συμ­φω­νί­ες Ζυ­ρί­χης-Λον­δί­νου. Ο Μπή­τον ει­κά­ζει ότι ο Αβέ­ρωφ «αντι­με­τώ­πι­σε την προ­ώ­θη­ση της υπο­ψη­φιό­τη­τάς του [του Σε­φέ­ρη] για το Νό­μπελ ως μία λε­πτή μορ­φή εκ­δί­κη­σης: ο Πρέ­σβης Σε­φε­ριά­δης εί­χε απο­γοη­τεύ­σει βα­θύ­τα­τα τον Υπουρ­γό, ο ποι­η­τής Σε­φέ­ρης, ωστό­σο, θα μπο­ρού­σε να φα­νεί ακό­μη και τώ­ρα χρή­σι­μος στην πα­τρί­δα του. Κα­τά την άπο­ψη του Αβέ­ρωφ, ένα Βρα­βείο Νό­μπελ για τον Γιώρ­γο θα ήταν, ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ, “ποι­η­τι­κή” δί­κη».[22] Πά­ντως, από την αλ­λη­λο­γρα­φία Σε­φέ­ρη-Πα­πα­δό­που­λου φαί­νε­ται ότι το Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών δεν υπο­στή­ρι­ξε ού­τε φα­νε­ρά ού­τε πα­ρα­σκη­νια­κά, εκεί­να τα χρό­νια, την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Σε­φέ­ρη για το Νό­μπελ. Η υπο­ψη­φιό­τη­τα Σε­φέ­ρη, επί­σης, δεν φαί­νε­ται να εί­χε κα­μία υπο­στή­ρι­ξη από την ελ­λη­νι­κή πνευ­μα­τι­κή ή λο­γο­τε­χνι­κή συ­ντε­χνία. Αντι­θέ­τως, η αλ­λη­λο­γρα­φία δεί­χνει ότι στην προ­βο­λή του έρ­γου του Σε­φέ­ρη στη Σου­η­δία, μέ­σω των με­τα­φρά­σε­ών του, και σε εξω­θε­σμι­κές κι­νή­σεις προ­ώ­θη­σης της υπο­ψη­φιό­τη­τας του Έλ­λη­να ποι­η­τή συ­νε­τέ­λε­σε ο ελ­λη­νι­στής στη Στοκ­χόλ­μη Börje Knös, πρό­σω­πο που συ­στη­μα­τι­κά και στο πα­ρελ­θόν υπο­στή­ρι­ξε υπο­ψη­φιό­τη­τες Ελ­λή­νων λο­γο­τε­χνών, όπως του Κα­ζαν­τζά­κη.
Και τι μα­θαί­νου­με –για την ακρί­βεια, επι­βε­βαιώ­νου­με– από την αλ­λη­λο­γρα­φία Σε­φέ­ρη-Πα­πα­δό­που­λου για τον ποι­η­τή; Στην συ­νω­μο­τι­κή, τρό­πον τι­νά, σύ­στα­ση του Πα­πα­δό­που­λου για «προ­σω­ρινὴ πα­ρα­μο­νή σου στὸ πε­ρι­θώ­ριο» (αρ. 8), ο Σε­φέ­ρης στα­θε­ρά του απα­ντά ότι έχει πά­ρει την από­φα­ση να μην ανα­μι­χθεί στην όλη υπό­θε­ση. Οι μό­νες ενέρ­γειες του Έλ­λη­να ποι­η­τή αφο­ρούν την άμε­ση αντα­πό­κρι­σή του σε αι­τή­μα­τα του Πα­πα­δό­που­λου για την προ­μή­θεια βι­βλί­ων, ιδί­ως με στό­χο τη διευ­κό­λυν­ση του Knös στην εκ­πό­νη­ση με­τα­φρά­σε­ων ποι­η­μά­των στη σου­η­δι­κή γλώσ­σα. Όταν, όμως, ο Πα­πα­δό­που­λος ζη­τά από τον Σε­φέ­ρη, με υπό­δει­ξη ή και προ­τρο­πή του Knös, να προ­βεί σε κι­νή­σεις ώστε να τον προ­τεί­νει ως υπο­ψή­φιο η Ακα­δη­μία Αθη­νών ή κά­ποιο ελ­λη­νι­κό λο­γο­τε­χνι­κό σω­μα­τείο, η σχε­δόν ορ­γι­σμέ­νη αντί­δρα­ση του Σε­φέ­ρη (με­τα­ξύ άλ­λων, γρά­φει, αλ­λά στη συ­νέ­χεια δια­γρά­φει τη φρά­ση: «Δὲν ἔφτα­σα στὴν ἡλι­κία ποὺ ἔφτα­σα γιὰ νὰ ἐπαιτῶ») φα­νε­ρώ­νει ότι, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, δεν έκα­νε το πα­ρα­μι­κρό (αρ. 9 και 9.1). Επι­κα­λεί­ται αυ­τό που ο ίδιος αντι­λαμ­βά­νε­ται ως προ­σω­πι­κό όριο, πέ­ρα από το οποίο δεν μπο­ρεί και δεν θέ­λει να προ­χω­ρή­σει: «Εἶμαι ἀνί­κα­νος, μὰ ὁλωσ­διό­λου ἀνί­κα­νος νὰ προ­βά­λω τὸν ἑαυ­τό μου – δὲν ὑπάρ­χει βρα­βεῖο ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ μὲ κά­νει ν’ ἀλλά­ξω». Μά­λι­στα οι διορ­θώ­σεις, οι δια­γρα­φές και οι αντι­κα­τα­στά­σεις λέ­ξε­ων και φρά­σε­ων στις επι­στο­λές του Σε­φέ­ρη, σε ορι­σμέ­νες του­λά­χι­στον, ιδί­ως στην επι­στο­λή 9, ίσως οφεί­λο­νται στον εκνευ­ρι­σμό του και σε ένα αί­σθη­μα ασφυ­ξί­ας. Φρά­σεις όπως αυ­τή που πα­ρέ­θε­σα έχουν την αξία τους ως στοι­χείο τεκ­μη­ρί­ω­σης αυ­τού που σε άλ­λα ιδιω­τι­κά γρα­πτά του ο Σε­φέ­ρης ονο­μά­ζει σω­μα­τι­κό ή βιο­λο­γι­κό όριο – εγώ το ονο­μά­ζω ηθι­κή ακε­ραιό­τη­τα. Επι­πλέ­ον, όπως δεί­χνουν οι σχε­τι­κές με το Νό­μπελ εγ­γρα­φές του ημε­ρο­λο­γί­ου του Σε­φέ­ρη – πα­ρα­τί­θε­νται πα­ρα­κά­τω, ο ίδιος ήταν βα­θιά πε­πει­σμέ­νος ότι τέ­τοια «μέ­σα» όχι μό­νο ήταν απρό­σφο­ρα αλ­λά και, πι­θα­νόν, επι­ζή­μια.
Στο ημε­ρο­λό­γιο του Σε­φέ­ρη, τις Μέ­ρες, η μο­να­δι­κή εγ­γρα­φή που ανα­φέ­ρε­ται στον Πα­πα­δό­που­λο, στις 19 Οκτω­βρί­ου 1963, πέ­ντε ημέ­ρες πριν ανα­κοι­νω­θεί η βρά­βευ­ση, αφο­ρά επί­σκε­ψη του πρέ­σβη στο σπί­τι του Σε­φέ­ρη. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Σε­φέ­ρης απο­τι­μά τη στά­ση του Πα­πα­δό­που­λου και, εντέ­λει, τη συμ­βο­λή του στο ζή­τη­μα του Νό­μπελ:


Ήρ­θε ο πρέ­σβης μας στη Στοκ­χόλ­μη. Το κα­λό αυ­τού του αν­θρώ­που εί­ναι ότι απε­τέ­λε­σε ένα νε­κρό ση­μείο – το μη­δέν που χρεια­ζό­τα­νε. Δια­τυ­μπά­νι­ζε ότι το Ν.[όμπελ] ήταν το με­γά­λο θέ­μα του. Μό­λις άκου­σε εκλο­γές κου­τρου­βα­λιά­στη­κε εδώ – δι­πλω­μα­τι­κή πα­ρα­μόρ­φω­ση. Αλ­λά αν ήταν ο Κύ­ρου ακό­μη στη Στοκ­χόλ­μη θα εί­χε σα­μπο­τά­ρει τα πά­ντα.[23]

Ανα­ρω­τιέ­μαι αν, επη­ρε­α­σμέ­νος από τη δυ­να­μι­κή της στιγ­μής, ο Σε­φέ­ρης γί­νε­ται πο­λύ αυ­στη­ρός με τον Πα­πα­δό­που­λο. Συ­νά­μα, όμως, σκέ­φτο­μαι ότι ο Σε­φέ­ρης ήταν σο­φός και ως δι­πλω­μά­της.
Ανα­φο­ρι­κά με τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία που μας πα­ρέ­χει η αλ­λη­λο­γρα­φία Σε­φέ­ρη-Πα­πα­δό­που­λου, σχο­λιά­ζω συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά ότι στο δια­θέ­σι­μο σή­με­ρα στην ιστο­σε­λί­δα των βρα­βεί­ων Νό­μπελ πλη­ρο­φο­ρια­κό υλι­κό υπάρ­χουν τα δε­δο­μέ­να για το πό­σοι και ποιοι ήταν οι υπο­ψή­φιοι τη χρο­νιά που ο Σε­φέ­ρης βρα­βεύ­τη­κε με το Νό­μπελ, το 1963, όπως και για το ποια ήταν τα πρό­σω­πα ή οι συλ­λο­γι­κοί φο­ρείς που τους πρό­τει­ναν. Υπήρ­ξαν λοι­πόν συ­νο­λι­κά 81 υπο­ψή­φιοι που προ­τά­θη­καν από 121 πρό­σω­πα ή φο­ρείς. Ανά­με­σα στους υπο­ψή­φιους ήταν και ο Στρα­τής Μυ­ρι­βή­λης και ο Ηλί­ας Βε­νέ­ζης που προ­τά­θη­καν από κοι­νού από την The Greek Authors’ Union (όπως ανα­φέ­ρε­ται στην ιστο­σε­λί­δα του βρα­βεί­ου Νό­μπελ, την Ένω­ση Ελ­λή­νων λο­γο­τε­χνών), όπως και το 1960. Ο Σε­φέ­ρης τό­τε, το 1963, προ­τά­θη­κε μό­νο από τον συ­νο­μή­λι­κό του σου­η­δό πε­ζο­γρά­φο Έι­βιντ Γιόν­σον (Eyvind Johnson, τι­μή­θη­κε με το Νό­μπελ το 1974 μα­ζί με τον Harry Martinson), τη στιγ­μή που άλ­λοι ισχυ­ροί υπο­ψή­φιοι προ­τά­θη­καν από αρ­κε­τά πε­ρισ­σό­τε­ρα πρό­σω­πα – ο Robert Frost από οκτώ, o André Malraux και ο Jean-Paul Sartre από τέσ­σε­ρα, ο Louis Aragon, ο E. M. Forster και ο Graham Greene από τρία.[24] Από τρία πρό­σω­πα προ­τά­θη­καν επί­σης ο Ισπα­νός Josep Carner, ο Φιν­λαν­δός Väinö Linna και ο Ισπα­νός Ramón Menéndez Pidal, ενώ από δύο πρό­σω­πα ο W. H. Auden, ο René Char, ο Charles De Gaulle, ο Lawrence Durrell, ο Ελ­βε­τός Friedrich Dürrenmatt, ο επί­σης Ελ­βε­τός Max Frisch, ο Βε­νε­ζου­ε­λά­νος Romulo Gallegos, ο Γάλ­λος Jean Giono, ο Aldous Huxley, ο Eyvind Johnson, ο Alberto Moravia, ο Pablo Neruda, ο Ιν­δός Sarvepalli Radhakrishnan, η Γερ­μα­νί­δα Nelly Sachs, ο Νορ­βη­γός Tarjei Vesaas και ο Thornton Wilder.
Άρα­γε στα χρό­νια που με­σο­λά­βη­σαν από το 1963 και ιδί­ως στα πιο κο­ντι­νά μας, εμπλου­τί­στη­καν οι γνώ­σεις μας γύ­ρω απ’ ό,τι θα ονο­μά­ζα­με πα­ρα­σκή­νιο της βρά­βευ­σης του Σε­φέ­ρη με το Νό­μπελ, με βά­ση έγκυ­ρες πη­γές και όχι γε­νι­κά φή­μες και δια­δό­σεις; Έχει νό­η­μα να τε­θεί το ερώ­τη­μα, κα­θώς, όπως θα φα­νεί πα­ρα­κά­τω, ιδί­ως την επο­χή της βρά­βευ­σης οι κα­κό­βου­λες φή­μες και οι δια­δό­σεις κυ­ριάρ­χη­σαν, εμπλέ­κο­ντας μά­λι­στα, εντε­λώς ατεκ­μη­ρί­ω­τα, τον ίδιο τον Σε­φέ­ρη. Στις αρ­χές του 2014, όταν συ­μπλη­ρώ­θη­καν 50 χρό­νια από το 1963, δη­μο­σιο­ποι­ή­θη­καν τα πρα­κτι­κά της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας εκεί­νης της χρο­νιάς. Η Κα­τε­ρί­να Κρί­κου-Davis, επι­με­λή­τρια των δύο τε­λευ­ταί­ων τό­μων του ημε­ρο­λο­γί­ου Μέ­ρες, έγρα­ψε σχε­τι­κά: «Σύμ­φω­να με τη σχε­τι­κή ανα­κοί­νω­ση της Επι­τρο­πής για τα Νο­μπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας που αναρ­τή­θη­κε στο δια­δί­κτυο στις 2 Ια­νουα­ρί­ου του 2014 (η δια­δι­κα­σία της εκλο­γής πα­ρα­μέ­νει απόρ­ρη­τη για 50 χρό­νια), ο Έλιοτ τον εί­χε προ­τεί­νει ως υπο­ψή­φιο το 1955 και ξα­νά το 1961. Η ίδια ανα­κοί­νω­ση επι­βε­βαιώ­νει την πλη­ρο­φο­ρία της Μα­ρώς Σε­φέ­ρη ότι εξε­λέ­γη παμ­ψη­φεί».[25] Ότι ο Σε­φέ­ρης εί­χε προ­τα­θεί το 1961 από τον Eliot επα­λη­θεύ­ε­ται από τα αρ­χεία της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας. Ας λη­φθεί, πά­ντως, υπό­ψη ότι στο διά­στη­μα από το 1949 μέ­χρι το 1961 ο Eliot εί­χε προ­τεί­νει συ­νο­λι­κά άλ­λους έξι υπο­ψή­φιους: τον Riccardo Bacchelli το 1949, τον Saint-John Perse το 1955, το 1958 και το 1960, τον Eugenio Montale το 1955, τον Giuseppe Ungaretti επί­σης το 1955 και τον Rudolf Alexander Schröder το 1958.[26] O Saint-John Perse τι­μή­θη­κε με το Νό­μπελ το 1960 και μό­νο σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση μπο­ρού­με να πού­με ότι η πρό­τα­σή του από τον Eliot εί­χε βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σία. Το 1955 φαί­νε­ται ότι ο Σε­φέ­ρης εί­χε προ­τα­θεί από τον R.J. Jenkins[27] και όχι από τον Eliot. Επί­σης προ­τά­θη­κε και το 1962 από τον δια­κε­κρι­μέ­νο κλα­σι­κό φι­λό­λο­γο και ποι­η­τή Κων­στα­ντί­νο Α.[θα­νά­σιο] Τρυ­πά­νη και τον Eyvind Johnson.[28] Τα πρα­κτι­κά της δια­δι­κα­σί­ας επι­λο­γής και απο­νο­μής του βρα­βεί­ου το 1963 δεν εί­ναι σή­με­ρα δια­θέ­σι­μα στο δια­δί­κτυο, αλ­λά μπο­ρεί κά­ποιος να αι­τη­θεί να έχει πρό­σβα­ση στα αρ­χεία της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας.[29] Η δη­μο­σιο­ποί­η­σή τους το 2014 προ­κά­λε­σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κής κυ­ρί­ως φύ­σης κεί­με­να όπου τα συ­γκε­κρι­μέ­να πρα­κτι­κά πε­ρι­γρά­φο­νται και σχο­λιά­ζο­νται.[30] Αν από αυ­τά τα γρα­πτά, αρ­κε­τά από τα οποία εί­ναι προ­σβά­σι­μα μέ­σω του δια­δι­κτύ­ου, μα­θαί­νου­με κά­τι το ου­σιώ­δες, μπο­ρεί να συ­νο­ψι­στεί στα εξής: Με βά­ση τον αρ­χι­κό κα­τά­λο­γο των 81 υπο­ψη­φί­ων η επι­τρο­πή επέ­λε­ξε για τε­λι­κή κρί­ση τον Samuel Beckett, τον Auden, τον Yukio Mishima, τον Neruda, τον Δα­νό Aksel Sandemose και τον Σε­φέ­ρη. Στην τε­λι­κή ψη­φο­φο­ρία ο Σε­φέ­ρης επι­κρά­τη­σε ένα­ντι του Auden και του Neruda. Η άπο­ψη ότι ο Σε­φέ­ρης εκεί­νη τη χρο­νιά προ­τι­μή­θη­κε ένα­ντι άλ­λων λο­γο­τε­χνών επει­δή το έρ­γο του δεν εμ­φά­νι­ζε ορι­σμέ­να μη απο­δε­κτά από τον γραμ­μα­τέα της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας Anders Österling γνω­ρί­σμα­τα, όπως ο μη­δε­νι­σμός, η αθε­ΐα ή η κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία, γνω­ρί­σμα­τα που χα­ρα­κτή­ρι­ζαν το έρ­γο άλ­λων υπο­ψη­φί­ων όπως ο Beckett και ο Neruda, πα­ρα­βλέ­πει ότι όλα τα βρα­βεία συ­ναρ­τώ­νται με την εκά­στο­τε συ­γκυ­ρια­κή σύν­θε­ση της κρι­τι­κής επι­τρο­πής. Δεν μπο­ρεί, λοι­πόν, να θε­ω­ρη­θεί ως “αμ­φι­λε­γό­με­νο” κρι­τή­ριο επι­λο­γής του Σε­φέ­ρη ότι το έρ­γο του συν­δέ­ε­ται με την ελ­λη­νι­κή αρ­χαιό­τη­τα και την επι­βί­ω­ση των αξιών της στον σύγ­χρο­νο κό­σμο. Ό,τι δια­βά­ζου­με ακό­μα και σή­με­ρα στην ιστο­σε­λί­δα της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας, ότι το κρι­τή­ριο της βρά­βευ­σης του σε­φε­ρι­κού ποι­η­τι­κού έρ­γου ήταν «for his eminent lyrical writing, inspired by a deep feeling for the Hellenic world of culture»[31] (για το υπέ­ρο­χο λυ­ρι­κό ύφος του, που εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από ένα βα­θύ αί­σθη­μα για το ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­στι­κό ιδε­ώ­δες), εί­ναι ένα βά­σι­μο αξιο­λο­γι­κό κρι­τή­ριο. Η πρό­σφα­τη με­λέ­τη της Ασπα­σί­ας Γκιό­κα, «Το Νό­μπελ του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη, η εφη­με­ρί­δα Washington Post και ο Τά­κης Πα­πα­τσώ­νης»,[32] εξε­τά­ζει το πώς πα­ρου­σιά­στη­κε η εί­δη­ση της βρά­βευ­σης μέ­σα από δύο άρ­θρα της αμε­ρι­κα­νι­κής εφη­με­ρί­δας The Washington Post και μία σύ­ντο­μη επι­στο­λή-απά­ντη­ση στο ένα από αυ­τά του Τά­κη Πα­πα­τσώ­νη. Ο Πα­πα­τσώ­νης στην επι­στο­λή του θε­ω­ρεί υπο­τι­μη­τι­κό για τον Έλ­λη­να ποι­η­τή το δεύ­τε­ρο δη­μο­σί­ευ­μα –όντως εί­ναι– και υπε­ρα­σπί­ζε­ται την αξία του Σε­φέ­ρη. Το πρω­το­γε­νές υλι­κό αυ­τής της με­λέ­της μαρ­τυ­ρεί ότι κλί­μα αμ­φι­σβή­τη­σης της βρά­βευ­σης του Σε­φέ­ρη υπήρ­ξε όχι μό­νο στην Ελ­λά­δα αλ­λά και διε­θνώς. Από τα σω­ζό­με­να και δια­θέ­σι­μα σή­με­ρα τεκ­μή­ρια εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η ηχο­γρά­φη­ση στο σπί­τι του Σε­φέ­ρη τη βρα­διά που έγι­νε γνω­στό ότι του απο­νε­μή­θη­κε το Νό­μπελ. Η ηχο­γρά­φη­ση αυ­τή ανα­κοι­νώ­θη­κε στο δια­δί­κτυο στις 24 Οκτω­βρί­ου 2021.[33]

Επι­στρέ­φο­ντας στους φα­κέ­λους 57-60 του Αρ­χεί­ου Σε­φέ­ρη, εκεί δια­σώ­ζο­νται άφθο­να ιδιω­τι­κά τεκ­μή­ρια της θε­τι­κής απή­χη­σης του βρα­βεί­ου, ιδί­ως τα πολ­λές εκα­το­ντά­δες συγ­χα­ρη­τή­ρια τη­λε­γρα­φή­μα­τα, επι­στο­λές και δελ­τά­ρια από Έλ­λη­νες (Ελ­λα­δί­τες και Κύ­πριους) και ξέ­νους, γνω­στούς και αγνώ­στους, με­γα­λύ­τε­ρους και νε­ό­τε­ρους του Σε­φέ­ρη, λο­γο­τέ­χνες και μη. Η κα­τα­γρα­φή των πε­ριε­χο­μέ­νων των φα­κέ­λων στην ιστο­σε­λί­δα του Αρ­χεί­ου Σε­φέ­ρη δί­νει μια ικα­νο­ποι­η­τι­κή γε­νι­κή ει­κό­να του συ­νό­λου αυ­τών των προ­σώ­πων. Σε αρ­κε­τούς απο­στο­λείς ο Σε­φέ­ρης απα­ντά ευ­χα­ρι­στώ­ντας τους, κα­τά κα­νό­να με συ­γκα­τα­βα­τι­κή ευ­γέ­νεια. Πο­λύ πιο εγκάρ­διος και ει­λι­κρι­νής εί­ναι ο λό­γος του όταν ευ­χα­ρι­στεί νέ­ους αν­θρώ­πους. Προ­σω­πι­κά με συ­γκί­νη­σε η απά­ντη­σή του στο συγ­χα­ρη­τή­ριο τη­λε­γρά­φη­μα του Ezra Pound, ο οποί­ος μά­λι­στα εί­χε προ­τα­θεί και εκεί­νος για το Νό­μπελ του 1963, την 1η Νο­εμ­βρί­ου 1963: «Devoted gratitude master». Πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον από τα συγ­χα­ρη­τή­ρια των αν­θρώ­πων της γε­νιάς του και του κύ­κλου του, του λο­γο­τε­χνι­κού και του κοι­νω­νι­κού, έχει η ομά­δα των συγ­χα­ρη­τη­ρί­ων κει­μέ­νων από τους ηλι­κια­κά νε­ό­τε­ρούς του ποι­η­τές, εκεί­νους της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς. Αθροί­ζο­ντας τα σχε­τι­κά τεκ­μή­ρια, με απο­στο­λείς τους τον Θ.Δ. Φρα­γκό­που­λο, τον Ιά­σο­να Δε­πού­ντη, τον Δ.Π. Πα­πα­δί­τσα, τον Λου­κά Κού­σου­λα, τον Γιώρ­γη Παυ­λό­που­λο, τον Γιάν­νη Δάλ­λα, τον Άρη Δι­κταίο, τον Τά­κη Σι­νό­που­λο, τον Μη­νά Δη­μά­κη, τον Κρί­τω­να Αθα­να­σού­λη, την Ελέ­νη Βα­κα­λό, τον Πά­νο Ν. Πα­να­γιω­τού­νη, τον Γιάν­νη Στο­γιαν­νί­δη και τον Μίλ­το Σα­χτού­ρη, σκέ­φτο­μαι ότι μάλ­λον επα­λη­θεύ­ε­ται η κρί­ση του Σε­φέ­ρη στις Μέ­ρες, στην εγ­γρα­φή της Δευ­τέ­ρας, 16 Δε­κεμ­βρί­ου 1963, απόρ­ροια και αυ­τή της απή­χη­σης του Νό­μπελ: «Οι άν­θρω­ποι της γε­νιάς μου δεν αγά­πη­σαν πο­λύ τη δου­λειά μου. Δε μι­λώ εδώ για τους φί­λους μου· νο­μί­ζω οι άν­θρω­ποι που την αγά­πη­σαν πραγ­μα­τι­κά εί­ναι πο­λύ νε­ό­τε­ροι από μέ­να ακό­μη και στον και­ρό της Στρο­φής».[34]
Ανά­με­σα στις επι­στο­λές εκεί­νη που ξε­χω­ρί­ζει για την ει­λι­κρί­νεια, τον εν­θου­σια­σμό και την τρυ­φε­ρό­τη­τά της εί­ναι η εξα­σέ­λι­δη επι­στο­λή της Νό­ρας Ανα­γνω­στά­κη (φά­κε­λος 57, υπο­φά­κε­λος 6), στις 5 Νο­εμ­βρί­ου 1963, που προ­φα­νώς απη­χεί τις σκέ­ψεις και τα συ­ναι­σθή­μα­τα και του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη. Μαρ­τυ­ρεί πό­σο κα­λά η Ανα­γνω­στά­κη, 33 ετών το 1963 και 30 χρό­νια νε­ό­τε­ρη του Σε­φέ­ρη, γνω­ρί­ζει το έρ­γο του και την ιδιο­συ­γκρα­σία του αν­θρώ­που. Αρ­χι­κά πε­ρι­γρά­φει την έκρη­ξη της συ­γκί­νη­σής της στο άκου­σμα της εί­δη­σης: «Όταν άκου­σα για το βρα­βείο συ­γκι­νή­θη­κα κα­τά τρό­πο γε­λοίο: μου ανέ­βη­κε στο λαι­μό εκεί­νος ο κό­μπος όπως όταν άκου­γα ότι πή­ρα­με την Κο­ρυ­τσά και το Αρ­γυ­ρό­κα­στρο». Ανα­λο­γί­ζε­ται τη μο­να­ξιά και την τα­ρα­χή του Σε­φέ­ρη ως τα ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κά από­νε­ρα της βρά­βευ­σης. «Καϋ­μέ­νο Νό­μπελ», του γρά­φει· και σε άλ­λο ση­μείο, «Στο διά­βο­λο και το Νό­μπελ. Πρέ­πει κά­πο­τε να ησυ­χά­σε­τε». Πα­ρα­κά­τω οι σκέ­ψεις της μαρ­τυ­ρούν πό­σο κα­λά γνω­ρί­ζει την ψυ­χο­σύν­θε­ση του ποι­η­τή: «Ξέ­ρω με πό­ση ευ­θύ­νη και αμεί­λι­κτη αυ­στη­ρό­τη­τα έχε­τε δα­μά­σει το πρό­σω­πο και το λό­γο σας. Δεν κά­να­τε πο­τέ στον εαυ­τό σας την πα­ρα­χώ­ρη­ση να αφε­θεί σε ένα ύφος φι­λαυ­τί­ας». Τέ­λος, η Ανα­γνω­στά­κη πι­στεύ­ει ότι αυ­τό που πε­ρισ­σό­τε­ρο θα αντα­μεί­ψει και θα γα­λη­νέ­ψει τον Σε­φέ­ρη εί­ναι η απο­δο­χή και η διά­δο­ση του έρ­γου του στο πε­ρι­βάλ­λον των νέ­ων ανα­γνω­στών του: «Εγώ ξέ­ρω από τα νέα παι­διά που συ­να­να­στρέ­φο­μαι ότι όλοι σας δια­βά­ζουν. Αυ­τό εί­ναι το ελ­λη­νι­κό σας Νό­μπελ και κα­νέ­νας μι­κρό­ψυ­χος δεν θα μπο­ρέ­σει να σας το αμ­φι­σβη­τή­σει. Δεν δια­βά­ζουν ού­τε Πα­λα­μά ού­τε Σι­κε­λια­νό ού­τε Κα­ζαν­τζά­κη ού­τε Βάρ­να­λη. Δια­βά­ζουν Κα­βά­φη και Σε­φέ­ρη οι νέ­οι. Όσοι έχουν λί­γο μυα­λό κα­τα­λα­βαί­νουν τι ση­μαί­νει αυ­τό». Η ανα­φο­ρά στους «μι­κρό­ψυ­χους» δεί­χνει ότι το κλί­μα της μί­ζε­ρης μεμ­ψι­μοι­ρί­ας για τη βρά­βευ­ση ήταν διά­χυ­το την επο­χή εκεί­νη στη λο­γο­τε­χνι­κή και γε­νι­κό­τε­ρα την πνευ­μα­τι­κή συ­ντε­χνία. Σε σύ­γκρι­ση με την επι­στο­λή της Ανα­γνω­στά­κη, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες επι­στο­λές, ακό­μα κι αυ­τές που πε­ριέ­χουν πο­λύ κα­λά λό­για, εί­ναι συ­γκα­τα­βα­τι­κές στον έπαι­νό τους και δη­λω­τι­κές ή υπο­δη­λω­τι­κές του γνώ­ρι­μου ύφους και ήθους των συ­ντα­κτών τους. Για πα­ρά­δειγ­μα, η επι­στο­λή του Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα, στις 22 Νο­εμ­βρί­ου 1963, ύστε­ρα από τα «τα­πει­νά συγ­χα­ρη­τή­ρια» της πρώ­της πα­ρα­γρά­φου, ανα­λώ­νε­ται στα υπό­λοι­πα 4/5 της στην πο­λε­μι­κή που γνω­ρί­ζου­με ότι έτρε­φε τον συ­γκε­κρι­μέ­νο άν­θρω­πο, με ανα­φο­ρές στους «γλοιώ­δι­κους συ­να­δέλ­φους μας», τους «φου­κα­ρά­δες» και τις «υπο­με­τριό­τη­τες».
Ως σχό­λιο για την απου­σία από τους εξε­τα­ζό­με­νους φα­κέ­λους των ποι­η­τών της δεύ­τε­ρης με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς, που όταν ο Σε­φέ­ρης τι­μή­θη­κε με το Νό­μπελ ήταν ηλι­κια­κά γύ­ρω στα τριά­ντα, λει­τουρ­γεί η προ­γε­νέ­στε­ρη, χρο­νο­λο­γη­μέ­νη το 1961, και εντε­λώς αντι­συμ­βα­τι­κή επι­στο­λή του ει­κο­σι­τριά­χρο­νου δε­κα­νέα ΕΣΑ Μά­νου Ελευ­θε­ρί­ου, που συ­νο­δεύ­ει τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τά του. Κα­τε­βαί­νο­ντας και άλ­λο την ηλι­κια­κή κλί­μα­τα, προς τους ακό­μα νε­ό­τε­ρους, στέ­κο­μαι στις επι­στο­λές, με αφορ­μή το Νό­μπελ ή γύ­ρω από αυ­τό, της μα­θή­τριας Γυ­μνα­σί­ου Μα­ριάν­νας Δή­τσα, της επί­σης μα­θή­τριας Γυ­μνα­σί­ου Μι­χα­ή­λας Κα­ρα­μπί­νη, του φοι­τη­τή της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, δε­κα­ο­κτά­χρο­νου το 1963, Νά­σου Βα­γε­νά και του επί­σης φοι­τη­τή της Νο­μι­κής Σχο­λής του Αρι­στο­τε­λεί­ου, δε­κα­εν­νιά­χρο­νου το 1963, Γιώρ­γου Βέλ­τσου που υπο­γρά­φει μα­ζί με τον συμ­φοι­τη­τή του (και με­τέ­πει­τα δι­πλω­μά­τη) Προ­κό­πη Μαν­τζου­ρά­νη. Στον Βέλ­τσο και τον Μαν­τζου­ρά­νη ο Σε­φέ­ρης απά­ντη­σε, με­τα­ξύ άλ­λων: «Πι­στεύ­ε­τε στον τό­πο σας και δου­λεύ­ε­τε». Τα πρό­σω­πα που ανέ­φε­ρα μάς εί­ναι γνω­στά από τον με­τέ­πει­τα βίο και το έρ­γο τους· έχει ση­μα­σία ότι τό­τε τα συ­νέ­νω­σε η έν­θερ­μη ανα­γνώ­ρι­ση του Σε­φέ­ρη ως δα­σκά­λου τους. Τέ­λος, αν υπάρ­χει τό­τε μία, πραγ­μα­τι­κά αξιο­μνη­μό­νευ­τη, οξεία αρ­νη­τι­κή αντί­δρα­ση του Σε­φέ­ρη σε πρό­σω­πο που τον συ­νε­χά­ρη, αυ­τή εντο­πί­ζε­ται στη λέ­ξη, γραμ­μέ­νη με με­γά­λα κε­φα­λαία γράμ­μα­τα, κά­τω από τη φρά­ση συγ­χα­ρη­τη­ρί­ων, «Βρά­βευ­σίς σας με­γά­λη τι­μή για την Ελ­λά­δα», που του έστει­λε ο δια­βό­η­τος Σπύ­ρος Με­λάς: «ΣΚΑ­ΤΑ». Αυ­τό το κει­με­νι­κό χνά­ρι μάς οδη­γεί σε όσα συ­νέ­βη­σαν τρία χρό­νια με­τά, με την μη εκλο­γή του Σε­φέ­ρη στην Ακα­δη­μία Αθη­νών. Το ανα­φέ­ρω επί­σης επει­δή συν­δέ­ε­ται με την άλ­λη όψη της απή­χη­σης του Νό­μπελ, αυ­τήν που συ­μπυ­κνώ­νει η φρά­ση στις Μέ­ρες, την Τρί­τη, 28 Οκτώ­βρη [1963]: «Η αλή­θεια εί­ναι ότι τα πα­τριω­τά­κια έχου­νε χλω­μιά­σει από φθό­νο». Ο Με­λάς ήταν σί­γου­ρα «πα­τριω­τά­κι».[35]
Ύστε­ρα από τη βρά­βευ­ση με το Νό­μπελ τα κα­τά τη γνώ­μη μου βα­σι­κά γε­γο­νό­τα που δεί­χνουν μία πα­ρου­σία και μία απου­σία του Σε­φέ­ρη στον ελ­λη­νι­κό δη­μό­σιο χώ­ρο εί­ναι, κα­τά σει­ρά, η ανα­γό­ρευ­σή του σε επί­τι­μο δι­δά­κτο­ρα από το Αρι­στο­τέ­λειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης τον Απρί­λιο του 1964 και η μη εκλο­γή του στην Ακα­δη­μία Αθη­νών τον Μάρ­τιο του 1966. Σχο­λια­σμέ­να εν συ­ντο­μία αλ­λά ευ­θύ­βο­λα από τον ίδιο στο ημε­ρο­λό­γιό του τα δύο αυ­τά συμ­βά­ντα μπο­ρούν να απο­τι­μη­θούν ως εν­δεί­ξεις αντι­στοί­χως της θε­τι­κής και της αρ­νη­τι­κής απή­χη­σης του Νό­μπελ στο εντό­πιο πνευ­μα­τι­κό και ευ­ρύ­τε­ρα δη­μό­σιο πε­ρι­βάλ­λον. Για την επι­τι­μο­ποί­η­σή του ο ποι­η­τής στις Μέ­ρες, στην εγ­γρα­φή της Πέμ­πτης 16 Απρί­λη [1964] κα­τέ­γρα­ψε και σχο­λί­α­σε τα εξής: «Ανα­κή­ρυ­ξή μου σε επί­τι­μο δι­δά­κτο­ρα στην Aula του πα­νε­πι­στη­μί­ου. Όλη η αί­θου­σα γε­μά­τη ως τα μπού­νια. Πά­ρα πολ­λοί φοι­τη­τές· ένας μου λέ­ει: “αυ­τή εί­ναι δι­κή μας χα­ρά, δεν εί­ναι δι­κή σας, να το ξέ­ρε­τε”. […] Η στάθ­μη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη εί­ναι πο­λύ ανώ­τε­ρη από την Αθή­να· απο­χω­ρί­ζε­σαι από τους κα­θη­γη­τές και λυ­πά­σαι που δεν κου­βέ­ντια­σες ακό­μη μα­ζί τους».[36] Η φρά­ση του φοι­τη­τή έρ­χε­ται να επα­λη­θεύ­σει τα γρα­φό­με­να από την Ανα­γνω­στά­κη στην επι­στο­λή της. Ιδί­ως, όμως, η εγ­γρα­φή έχει τη ση­μα­σία της επει­δή, αν συ­νε­κτι­μη­θεί με το σύ­νο­λο του ημε­ρο­λο­γί­ου Σε­φέ­ρη μέ­χρι τον θά­να­τό του, κα­τα­γρά­φει τη μο­να­δι­κή ίσως στιγ­μή και πε­ρί­στα­ση που ο ίδιος ένιω­σε ικα­νο­ποι­η­μέ­νος ή και χα­ρού­με­νος σε ελ­λη­νι­κό θε­σμι­κό πε­ρι­βάλ­λον.

Ότι «η στάθ­μη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη εί­ναι πο­λύ ανώ­τε­ρη από την Αθή­να» επι­βε­βαιώ­θη­κε δύο σχε­δόν χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν η Ακα­δη­μία Αθη­νών αρ­νή­θη­κε να δε­χθεί στο σώ­μα της τον Σε­φέ­ρη. Γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον κα­λά πώς ακρι­βώς συ­νέ­βη­σαν τα πράγ­μα­τα σε αυ­τή τη θλι­βε­ρή ιστο­ρία, χά­ρη στη με­λέ­τη του Χ.Λ. Κα­ρά­ο­γλου, «Για­τί ο Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης δεν έγι­νε Ακα­δη­μαϊ­κός; Δι­ή­γη­ση συμ­βά­ντων» (2018), βα­σι­σμέ­νη κυ­ρί­ως στα πρα­κτι­κά των σχε­τι­κών συ­ζη­τή­σε­ων στην Ακα­δη­μία.[37] Η ιστο­ρία ξε­κί­νη­σε τον Μάρ­τιο του 1965 όταν ο αρ­χαιο­λό­γος ακα­δη­μαϊ­κός Χρή­στος Κα­ρού­ζος πρό­τει­νε στον Σε­φέ­ρη να υπο­βά­λει υπο­ψη­φιό­τη­τα. Η απά­ντη­ση του Σε­φέ­ρη στις Μέ­ρες, στις 7 Μάρ­τη [1965], συ­μπυ­κνώ­νε­ται στη φρά­ση: «Το αί­σθη­μά μου εί­ναι πως τα λύ­τρα που εί­χα να πλη­ρώ­σω στο δη­μό­σιο τα πλή­ρω­σα και δεν δέ­χθη­κα να υπο­βά­λω υπο­ψη­φιό­τη­τα».[38] Ο Κα­ρού­ζος τό­τε ζή­τη­σε από τον Σε­φέ­ρη να γρά­ψει και να στεί­λει μία τυ­πι­κή επι­στο­λή απο­δο­χής, με την οποία θα δή­λω­νε, συ­γκε­κρι­μέ­να, ότι αν η Ακα­δη­μία τον εξέ­λε­γε ο ίδιος θα απο­δε­χό­ταν την εκλο­γή του. Ο Σε­φέ­ρης έγρα­ψε σχε­τι­κά στις Μέ­ρες: «Τη νύ­χτα στον ύπνο μου ένιω­θα ως το πρωί αυ­τή τη σω­μα­τι­κή αντί­δρα­ση που έχω, όταν συλ­λο­γί­ζο­μαι αυ­τό το θνη­σι­μαίο πράγ­μα, την Ακα­δη­μία, που κά­θε τό­σο ανα­κυ­κλώ­νε­ται γύ­ρω μου τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες».[39] Προ­κει­μέ­νου να λά­βει την από­φα­σή του, επέ­λε­ξε να ακο­λου­θή­σει τη γνώ­μη τη γυ­ναί­κας του: «Η Μα­ρώ εί­χε τη γνώ­μη να ρω­τή­σου­με τους φί­λους μας. Και το δέ­χτη­κα. Δεν ήθε­λα να εί­μαι ού­τε υπε­ρό­πτης ού­τε εγω­ι­στής».[40] Αφού, λοι­πόν, συμ­βου­λεύ­τη­κε με­ρι­κούς φί­λους – τον Sture Linnér, τον Θε­ό­δω­ρο Ξύ­δη, τον Ζή­σι­μο Λο­ρεν­τζά­το και τον Γ.Π. Σαβ­βί­δη, σχο­λιά­ζει και επί­σης πα­ρα­θέ­τει μία μάλ­λον σκα­μπρό­ζι­κη πλη­ρο­φο­ρία: «Η κου­βέ­ντα μ’ αυ­τούς τους φί­λους ήταν χρή­σι­μη. Για να τους κρί­νω αυ­τούς. Εγώ δεν άλ­λα­ξα· μέ­νω με τις βιο­λο­γι­κές, τις σω­μα­τι­κές αντι­δρά­σεις μου όπως πά­ντα. Ο Κα­τσί­μπα­λης που εί­δα χτες έδει­ξε από­λυ­τη πε­ρι­φρό­νη­ση για το ίδρυ­μα αλ­λά πρό­σθε­σε ότι δε θα ’πρε­πε να αρ­νη­θώ την άνε­ση που θα μου πρό­σφε­ρε ο μι­σθός της Ακα­δη­μί­ας».[41] Ο Σε­φέ­ρης εί­χε λά­βει την από­φα­σή του να αρ­νη­θεί να στεί­λει την επι­στο­λή και ενη­μέ­ρω­σε σχε­τι­κά τον Κα­ρού­ζο. Το θέ­μα για τον ίδιο έκλει­σε ορι­στι­κά με την εγ­γρα­φή της Κυ­ρια­κής 14 Μάρ­τη 1965, στο τέ­λος της οποί­ας έγρα­ψε: «Δεν προ­σεγ­γί­ζω κα­νέ­ναν που ανή­κει στην Ακ­δμ ού­τε συ­ζη­τώ το θέ­μα με άλ­λους εκτός από Μα­ρώ και πο­λύ στε­νούς φί­λους. Η στά­ση μου προσ­διο­ρί­στη­κε μια για πά­ντα από το γράμ­μα μου [προς τον Κα­ρού­ζο] του προ­πε­ρα­σμέ­νου Σαβ­βά­του».[42] Αντί άλ­λου σχο­λί­ου στα πα­ρα­πά­νω, ανα­κα­λώ ότι στον δη­μό­σιο διά­λο­γο που εί­χα το 2019 με τον τό­τε Γραμ­μα­τέα της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών αρ­χαιο­λό­γο Βα­σί­λειο Χ. Πε­τρά­κο,[43] ο Πε­τρά­κος υπο­στή­ρι­ξε ότι οι Ακα­δη­μαϊ­κοί επι­θυ­μού­σαν ο Σε­φέ­ρης να γί­νει ακα­δη­μαϊ­κός, αλ­λά ο ίδιος αρ­νή­θη­κε από υπε­ρο­ψία. Σχο­λιά­ζω τώ­ρα συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά σε εκεί­νον τον διά­λο­γο, παίρ­νο­ντας αφορ­μή από τη φρά­ση του Σε­φέ­ρη «δεν ήθε­λα να εί­μαι ού­τε υπε­ρό­πτης ού­τε εγω­ι­στής», ότι αν το πνευ­μα­τι­κό ήθος εί­ναι υπε­ρο­ψία, τό­τε ο Σε­φέ­ρης ήταν δι­καί­ως υπε­ρό­πτης. Η άθλια στά­ση του Σπύ­ρου Με­λά, λί­γο και­ρό πριν πε­θά­νει, που πρω­το­στά­τη­σε στο να μην γί­νει ακα­δη­μαϊ­κός ο Σε­φέ­ρης και έτσι κη­λί­δω­σε τη μνή­μη του δι­κού του ονό­μα­τος, όπως έδει­ξε και η με­λέ­τη του Κα­ρά­ο­γλου, επα­λη­θεύ­ει την προ­γνω­στι­κή αξία που εί­χε εκεί­νη η λέ­ξη του Σε­φέ­ρη κά­τω από το συγ­χα­ρη­τή­ριο τη­λε­γρά­φη­μα του Με­λά το 1963.
Εί­ναι αλή­θεια ότι ο Σε­φέ­ρης δεν απά­ντη­σε δη­μό­σια στα δυ­σφη­μι­στι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα που από την επαύ­ριο του Νό­μπελ και μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του τον έκρι­ναν (και τον κα­τα­δί­κα­ζαν) ως δι­πλω­μά­τη που πού­λη­σε την Κύ­προ και έτσι αξιο­ποί­η­σε τα μέ­σα που εί­χε στο αγ­γλι­κό πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον για να πά­ρει το Νό­μπελ. Στο ημε­ρο­λό­γιό του, όμως, υπάρ­χουν τρεις σχε­τι­κές αξιο­ση­μεί­ω­τες εγ­γρα­φές, στη διάρ­κεια μά­λι­στα πέ­ντε ετών: στις 10 Δε­κέμ­βρη 1965, στις 31 Ιου­λί­ου 1968 και στις 24 Απρί­λη 1969 – η τρί­τη εγ­γρα­φή ύστε­ρα από τη δή­λω­ση κα­τά της δι­κτα­το­ρί­ας. Αν και τα κεί­με­να αυ­τά εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­να, και συ­νε­πώς γνω­στά, κρί­νω σκό­πι­μο να τα πα­ρα­θέ­σω εδώ, κα­τά τη χρο­νι­κή τους σει­ρά.

Η πρώ­τη εγ­γρα­φή:

Πα­ρα­σκευή, 10 Δε­κέμ­βρη [1965]

Χτες από­γε­μα Μί­να· δι­η­γεί­ται στη Μα­ρώ: Κο­σμι­κή συ­γκέ­ντρω­ση. Ένας κύ­ριος μι­λά για τον εξευ­τε­λι­σμό του πα­ντός και προ­σθέ­τει: «Και το Νό­μπελ ακό­μη τώ­ρα απο­νέ­με­ται με μέ­σα. Το πή­ρε ο Σε­φέ­ρης με τα μέ­σα που έβα­λε, όταν ήταν Πρέ­σβης στο Λον­δί­νο». Ο Μαρ­κε­ζί­νης, πα­ρών, του απο­κρί­θη­κε: «Μπο­ρώ να σας πω ότι εί­ναι το Νό­μπελ ένας απο­λύ­τως ακέ­ραιος ορ­γα­νι­σμός όπου τα μέ­σα δεν περ­νούν» κτλπ. Ο άλ­λος τον άκουε μ’ ένα ύφος σα να έλε­γε: «ξέ­ρω κα­λά τι λέω, εμέ­να δε [με] κο­ροϊ­δεύ­ουν» – το ση­μειώ­νω για­τί εί­ναι μια γνώ­μη αρ­κε­τά δια­δε­δο­μέ­νη, που προ­έρ­χε­ται από αντι­δρά­σεις φθο­νε­ρών λο­γο­τε­χνών και βρί­σκει πρό­σφο­ρο χώ­μα για να πιά­σει από το γε­γο­νός ότι ο Ρω­μιός γυ­ρεύ­ει πά­ντα μια δι­καιο­λο­γία για κά­τι που δεν κα­τα­λα­βαί­νει. Δεν κα­τα­λα­βαί­νουν τι αξία μπο­ρεί να έχουν αυ­τά που έγρα­ψα· άρα έβα­λα μέ­σα. Κο­ντά σ’ αυ­τά εί­ναι και οι πο­λι­τι­κές αντι­δρά­σεις (Εστία και κου­κου­έ­δες, η αιώ­νια σύμ­πτω­ση άκρων αρι­στε­ρών και άκρων δε­ξιών) εκεί η θέ­ση εί­ναι: ο Σεφ. πού­λη­σε το Κυ­πρια­κό για να τον υπο­στη­ρί­ξουν στο Νό­μπελ οι Άγ­γλοι (χω­ρίς να ξέ­ρουν οι έρη­μοι τι έκα­μα για το Κυ­πρια­κό). Η αντί­λη­ψη του κο­σμι­κού αυ­τού εί­ναι αρ­κε­τά τρε­χά­με­νη. Δεν μπο­ρού­με να ζή­σου­με χω­ρίς να κά­νου­με τα πά­ντα σαν εμάς.

– Κω­στόπ[ου­λος] στον Γ. Α[πο­στο­λί­δη] συγ­γε­νή του «μα πες μου πώς τα “κα­τά­φε­ρε” ο Σεφ. και το πή­ρε;»
– Στο Κο­λω­νά­κι «πέν­θος» που δεν το πή­ρε ο Sartre.
– Press Conf[erence] ’63, δη­μο­σιο­γρά­φοι για Neruda κτλπ.
’62: προ Nobel όταν ήρ­θα από Λονδ.
– Φρ.: Λέ­νε πως ήρ­θες για να «ενερ­γή­σεις» για το Νό­μπελ.
– Εγώ: Και δε μου λες πώς «ενερ­γεί» κα­νείς για το Νό­μπελ; Όπως βά­ζει μέ­σα για να γί­νει Πρέ­σβης, νο­μί­ζεις;
– Φρ. Αυ­τά τα ξέ­ρε­τε εσείς οι φι­λό­λο­γοι.
Αυ­τός ο μω­ρός απη­χού­σε αρ­κε­τά δια­δε­δο­μέ­νες κου­βέ­ντες, τον και­ρό εκεί­νο.
– Προ μη­νός δη­μο­σιο­γρ. Κα­θη­με­ρι­νής (για συ­νέ­ντευ­ξη – Αρ­τε­μά­κης) γε­νο­μέ­νου λό­γου τα ίδια επα­νέ­λα­βε.
– Με­λάς (ομι­λία του τό­τε, ’63).
Τα πα­ρα­πά­νω Memo.[44]

Η δεύ­τε­ρη εγ­γρα­φή:

Τε­τάρ­τη, 31 Ιου­λί­ου [1968]

Ξε­φύλ­λι­ζα χτες βρά­δυ τον τό­μο 14 των Απά­ντων του Πα­λα­μά· μου τον χά­ρι­σε ο Κα­τσί­μπα­λης το με­ση­μέ­ρι στου Ζω­να­ρά. Κα­τά τύ­χη το μά­τι μου έπε­σε σε μια συ­νέ­ντευ­ξη δη­μο­σιευ­μέ­νη στην εφη­με­ρί­δα Ημε­ρή­σιος Κή­ρυξ της 6 Δεκ. 1934. Τί­τλος: «Τι λέ­γει ο Πα­λα­μάς δια το βρα­βεί­ον Νό­μπελ»· ση­μειώ­νω:
Πα­λα­μάς: – «…Θα δια­πι­στώ­σω όμως ένα πράγ­μα. Το ότι δυ­στυ­χώς στην φι­λο­λο­γί­αν επή­ρε τε­λευ­ταί­αν θέ­σιν, ένα πράγ­μα που ίσχυε και ισχύ­ει στην πε­ζή ζω­ήν: το μέ­σον.»
Δη­μο­σιο­γρά­φος: – «Ώστε μπο­ρού­με να πού­με, μαιτρ, ότι πολ­λοί από τους λα­βό­ντας το Νό­μπελ εί­χαν “τα μέ­σα”;»
Παλ. – «Σχε­δόν. Τα μέ­σα που έχουν πέ­ρα­σι στην φι­λο­λο­γία και ιδιαί­τε­ρα στην απο­νο­μήν του Νό­μπελ εί­ναι η δια­φή­μι­σις και ακό­μη πολ­λές φο­ρές η πο­λι­τι­κή επιρ­ροή.»
Και συ­νε­χί­ζει πα­ρα­κά­τω: «Ωστό­σο ίσως στην πε­ρί­πτω­σί μου να μη χρεια­ζό­μουν τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά μια θερ­μή υπο­στή­ρι­ξι του τύ­που…»
Τον και­ρό εκεί­νο ο Πα­λα­μάς πρέ­πει να ήταν 75 χρο­νώ· έχει μα­ζέ­ψει πολ­λή πί­κρα και από την αέ­ναη και ακα­τά­λη­κτη υπο­ψη­φιό­τη­τά του για το Νο­μπέλ και από τον κα­βγά, το χυ­δαίο, που του εί­χε στή­σει ο Ψυ­χά­ρης. Τον κα­τα­λα­βαί­νω. Αυ­τό όμως δε μ’ εμπο­δί­ζει να πα­ρα­τη­ρή­σω τι φα­ντα­σί­ες τον εί­χε γε­μί­σει το ελ­λα­δι­κό πε­ρι­βάλ­λον και δεν ξέ­ρω ποιοι ζη­λω­τές που γύ­ρευαν να τον κο­λα­κέ­ψουν. Αλή­θεια, με την πεί­ρα που έχω, ανα­ρω­τιέ­μαι σε τι θα του χρη­σί­μευαν οι επιρ­ρο­ές και τα μέ­σα και οι δη­μο­σιο­γρα­φι­κοί δια­τυ­μπα­νι­σμοί (ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­χε πε­ρι­πέ­σει σε χει­ρό­τε­ρες κα­κο­μοι­ριές). Κά­πο­τε, τέ­λος φθι­νο­πώ­ρου, εί­χα γυ­ρί­σει πια ορι­στι­κά στην Ελ­λά­δα, ή χει­μώ­να του ’62 με ζη­τού­σε να με ιδεί η Ελέ­νη Βλά­χου. Πή­γα στο γρα­φείο της στην Κα­θη­με­ρι­νή. Μου εί­πε: «Πρό­σω­πα δε μ’ εν­δια­φέ­ρουν, μ’ εν­δια­φέ­ρει όμως να πά­ρει το Νό­μπελ η Ελ­λά­δα. Μου λέ­νε ότι ο μό­νος που έχει ελ­πί­δες να το πά­ρει εί­στε σεις. Πεί­τε μου τι μπο­ρώ να κά­νω για να σας βοη­θή­σω». Την ευ­χα­ρί­στη­σα και της εί­πα: «Κι εμέ­να μ’ εν­δια­φέ­ρει να πά­ρει το Νό­μπελ η Ελ­λά­δα. Όσο για μέ­να προ­σω­πι­κά σας πα­ρα­κα­λώ θερ­μά να μην κά­νε­τε τί­πο­τε, εκτός αν επι­θυ­μεί­τε να με ιδεί­τε κρε­μα­σμέ­νο στην Πλα­τεία του Συ­ντάγ­μα­τος. Αυ­τό θα εί­ναι το μό­νο απο­τέ­λε­σμα της υπο­στή­ρι­ξής σας». Όταν τέ­λος του ’63 πή­γα στη Στοκ­χόλ­μη, έμα­θα ότι ο Βα­λε­ρί δεν πή­ρε το βρα­βείο για­τί ο τό­τε Γάλ­λος πρέ­σβης εκεί πα­ρα­έ­βα­λε «μέ­σα». Προ­σθέ­τω ότι στα ’34 εί­χε πά­ρει το Νο­μπέλ ο Πι­ρα­ντέλ­λο και το ’35 δεν απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο. Όμως από τό­τε οι ελ­λα­δι­κές νο­ο­τρο­πί­ες δεν κα­λυ­τέ­ρε­ψαν και, στη δι­κή μου πε­ρί­πτω­ση, οι συ­μπα­τριώ­τες μου –ανά­με­σό τους και υπουρ­γοί με πεί­ρα (Κω­στό­που­λος)– δεν έπα­ψαν να σπά­ζουν το κε­φά­λι τους για ν’ ανι­χνεύ­σουν τι διά­βο­λο μέ­σα έβα­λα για να επι­τύ­χω τέ­τοιο απί­στευ­το πράγ­μα. Αλ­λά, όπως συ­χνά συμ­βαί­νει, η ξε­ρή αλή­θεια εί­ναι απί­στευ­τη.[45]

Η τρί­τη εγ­γρα­φή:

Πέμ­πτη, 24 Απρί­λη [1969]

Βρι. Βρί­ζουν! Αυ­τά μα­θαί­νει κα­νείς να μην τα λο­γα­ριά­ζει. Κά­ποιας λο­γής φτη­νή από­λαυ­ση πρέ­πει να λι­παί­νει το εί­δος, κά­τι σαν το πα­σα­τέ­μπο άλ­λο­τε στο Ζάπ­πειο, ή τον βα­ρύ γλυ­κό σ’ έναν κα­φε­νέ. Όμως, αφορ­μή ση­μερ­νό υβρε­ο­λό­γιο, λο­γα­ριά­ζω τι εξε­τά­σεις δώ­σα­με για το Νό­μπελ: 1) Η Βου­λή μας πρό­τει­νε τον Γ. Σου­ρή. Εί­χε ρω­τη­θεί για το βρα­βείο ει­ρή­νης και νό­μι­σε ότι ρω­τιού­νταν για βρα­βείο λο­γο­τε­χνί­ας. 2) Όταν έμοια­ζε να έχει ελ­πί­δες ο Σι­κε­λια­νός, ενερ­γή­σα­με να μην του απο­νε­μη­θεί· δώ­σα­με εντο­λή στον πρέ­σβη μας στη Στοκ­χόλ­μη να δη­λώ­σει αρ­μο­δί­ως ότι η απο­νο­μή θα εθε­ω­ρεί­το μη φι­λι­κή πρά­ξη (acte inamical) απέ­να­ντι της Ελ­λά­δος. 3). Προ­τεί­να­με (η Ακα­δη­μία μας) 2 υπο­ψη­φί­ους Μυ­ρι­βή­λη και Βε­νέ­ζη, σα να εί­χα­με τα κό­τσια να υπο­στη­ρί­ξου­με έμπρα­κτα τη δι­πλή τού­τη υπο­ψη­φιό­τη­τα. 4) Όταν το πή­ρα­με κά­να­με ό,τι μπο­ρού­σα­με για να συ­κο­φα­ντή­σου­με τον άν­θρω­πο που το πή­ρε («πού­λη­σα την Κύ­προ να πά­ρω το Νο­μπέλ»!!).

2.4.69. «…Μό­νη χα­ρά μου τού­το τον και­ρό τ’ αντρί­κιο και τί­μιο μή­νυ­μα του Σ. Έδει­ξε ακό­μη μια φο­ρά τι ποι­η­τής και τι άν­θρω­πος εί­ναι – αυ­τά τα δυο πο­τέ δεν πά­νε χώ­ρια. Μπρά­βο του. Του σφίγ­γω τα χέ­ρια και τον φι­λώ αδελ­φι­κά στο στό­μα. Νά­τη η πα­ρη­γο­ριά που μπο­ρεί να δώ­σει στους αν­θρώ­πους ο αλη­θι­νός Ποι­η­τής. Μπο­ρεί να κα­μα­ρώ­σει πά­λι η χώ­ρα μας πως όλα μπο­ρεί να της λεί­πουν μα δεν της λεί­πουν οι ποι­η­τές. Κι αυ­τό δεν εί­ναι διό­λου λί­γο. Ίσως αυ­τό να φέ­ρει κι όλα τ’ άλ­λα.»[46]

Και στις τρεις εγ­γρα­φές ο Σε­φέ­ρης το­πο­θε­τεί­ται, με αφορ­μή διά­φο­ρες αφορ­μές και πε­ρι­στα­τι­κά που ανα­κα­λεί με πί­κρα, απέ­να­ντι στα δυ­σφη­μι­στι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα και σχό­λια. Δεν έχει τό­ση ση­μα­σία ότι αντι­πα­ρα­τί­θε­ται ιδιω­τι­κά στους φθο­νε­ρούς και ιδε­ό­λη­πτους συ­μπα­τριώ­τες του για τις προ­κα­τα­λή­ψεις τους, τη νο­ση­ρή νο­ο­τρο­πία και τη βλα­κεία τους. Κυ­ρί­ως ση­μα­σία έχει η αυ­το­συ­νει­δη­σία των φρά­σε­ών του: «Δεν κα­τα­λα­βαί­νουν τι αξία μπο­ρεί να έχουν αυ­τά που έγρα­ψα» και «η ξε­ρή αλή­θεια εί­ναι απί­στευ­τη». Κά­νο­ντας λό­γο για την αλή­θεια, ο Σε­φέ­ρης εν­νο­εί ότι πή­ρε το Νό­μπελ για την αξία του ποι­η­τι­κού έρ­γου του, χω­ρίς να βοη­θη­θεί και χω­ρίς και ο ίδιος να βοη­θή­σει τον εαυ­τό του με αθέ­μι­τα μέ­σα. Τα οποία, εξάλ­λου, όντας ευ­φυ­ής, αντι­λαμ­βά­νε­ται, όπως δεί­χνει η συ­ζή­τη­σή του με την Βλά­χου, ότι εί­ναι απρό­σφο­ρα ή και επι­ζή­μια. Επί­σης στις τρεις εγ­γρα­φές ανα­τρέ­χει σε καί­ρια ση­μεία της θλι­βε­ρής ιστο­ρί­ας διεκ­δί­κη­σης του Νό­μπελ λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα, συ­ναρ­τη­μέ­νης με τη δια­χρο­νι­κή πα­θο­γέ­νεια τό­σο της λο­γο­τε­χνι­κής συ­ντε­χνί­ας όσο και του πνευ­μα­τι­κού κό­σμου.[47] Τέ­λος, το ότι στην τρί­τη εγ­γρα­φή ο Σε­φέ­ρης επι­τάσ­σει το ση­μεί­ω­μα του Γιάν­νη Ρί­τσου για τη δή­λω­ση ενα­ντί­ον της δι­κτα­το­ρί­ας πι­στεύω ότι οφεί­λε­ται στην πρό­θε­σή του να αντι­πα­ρα­θέ­σει δύο κό­σμους: από τη μια, ο κό­σμος της ανοη­σί­ας και του φθό­νου, που οδη­γεί στην απο­θάρ­ρυν­ση και την πί­κρα· από την άλ­λη, ο κό­σμος της εντι­μό­τη­τας και της στα­θε­ρής υπο­στή­ρι­ξης αξιών, που οδη­γεί στην πνευ­μα­τι­κή ανά­τα­ση.
Ο χρό­νος της πε­ρί­φη­μης δή­λω­σης του Σε­φέ­ρη ενα­ντί­ον της δι­κτα­το­ρί­ας, δύο πε­ρί­που χρό­νια ύστε­ρα από την 21η Απρι­λί­ου του ’67, δεν επη­ρε­ά­στη­κε μό­νο από τις εμπει­ρί­ες του τρί­μη­νου τα­ξι­διού του στις ΗΠΑ, όπως έχει εύ­στο­χα επι­ση­μαν­θεί. Πι­στεύω ότι επη­ρε­ά­στη­κε και από την προϊ­ού­σα ωρί­μαν­ση της εμπι­στο­σύ­νης του στους νε­ό­τε­ρους συ­μπα­τριώ­τες του, τους εντός των τει­χών. Ου­σια­στι­κά με αυ­τούς κυ­ρί­ως συ­νέ­πρα­ξε με την αντι­δι­κτα­το­ρι­κή στά­ση του τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής του.[48] «Διέ­νυ­σες όλη τη ζωή σου στα πε­λά­γη της πί­κρας, με το αί­σθη­μα ότι οι ξέ­νοι ανα­γνώ­στες κι οι ξέ­νοι ομό­τε­χνοί σου σε κα­τα­λά­βαι­ναν και σ’ ένιω­θαν κα­λύ­τε­ρα από τους συ­μπα­τριώ­τες σου», του έγρα­ψα στον φα­ντα­στι­κό διά­λο­γό μου μα­ζί του στο βι­βλίο μου Όπου και να τα­ξι­δέ­ψω η Ελ­λά­δα με πλη­γώ­νει. Ένας διά-λο­γος με τον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη (2019).[49] Ίσως η όψι­μη σύ­μπρα­ξη του Σε­φέ­ρη με τους νε­ό­τε­ρούς του κα­τα­πρά­υ­νε το κυ­ρί­αρ­χο συ­ναί­σθη­μά του, τη χρό­νια πί­κρα.


____________
Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α

Η αλ­λη­λο­γρα­φία Σε­φέ­ρη - Μι­χα­ήλ Πα­πα­δό­που­λου
_______________




1. Ο ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΣΟ­ΝΑ ΔΡΑ­ΚΟΥ­ΛΗ

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.1, 4-6]


Στο[κ]χόλ­μη, 18 Ἰου­νί­ου 1962[50]

[...]
Ἐπειδὴ δὲν δια­τηρῶ ἀλλη­λο­γρα­φί­αν μὲ τὸν Γ. Σε­φε­ριά­δην, θέ­λω νὰ σὲ πα­ρα­κα­λέ­σω νὰ τοῦ δια­βι­βάσῃς τὰ ἑξῆς, ὑπὸ τὸν πλέ­ον ἐμπι­στευ­τικὸν χα­ρακτῆρα, διό­τι κά­θε τὶ ποὺ θὰ ἔδει­χνε προ­σω­πικὲς ἐπα­φές, θ’ ἀπέ­βαι­νε ἐπὶ ζη­μίᾳ τοῦ θέ­μα­τος, του­λά­χι­στον ἀπὸ Ἑλλη­νικῆς πλευρᾶς.
Ὅπως θὰ τὸ ξέ­ρει ἀσφαλῶς, προ­ε­βλή­θη ὁ Μυ­ρι­βή­λης γιὰ τὸ φε­τεινὸν βρα­βεῖον Nobel.[51] Παρὰ τὴν σαφῆ ἐξ ἀρχῆς γνώ­μην μου γιὰ τὸ γε­νικῶς ἀσθενὲς αὐτῆς τῆς ὑπο­ψη­φιό­τη­τας, καὶ τὴν ἔλλει­ψιν ἄλλων ἀπα­ραι­τή­των προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων (ἐπαρκῆ χρό­νον, κα­τάλ­λη­λα[52] μέ­σα κ.λ.π.) ἔκα­να βέ­βαια,[53] ὅπως εἶχα ὑπο­χρέ­ω­σιν, κά­θε τὶ τὸ δυ­νατὸν διὰ τὴν ὑπο­στή­ρι­ξίν της.
Δὲν μπορῶ νὰ ξέ­ρω ἂν ὁ Μυ­ρι­βή­λης θὰ πάρῃ ἢ ὄχι τὸ Βρα­βεῖον. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅμως, καὶ κατὰ τὸν πλέ­ον ἐπί­ση­μον τρό­πον, εἶχα δια­τυ­πώσῃ τὴν γνώ­μην –κα­τό­πιν ἐπι­στα­μέ­νης με­λέ­της– ὅτι ἡ μό­νη κα­τ’ ἐμὲ σο­βαρὴ ὑπο­ψη­φιό­της θὰ ἦτο τοῦ Γιώρ­γου, γιὰ τοῦ χρό­νου βέ­βαια (καὶ γιὰ νὰ ὑπάρξῃ ὁ ἀπαι­τού­με­νος καιρὸς κα­τάλ­λη­λης προ­πα­ρα­σκευῆς, καὶ γιατὶ ἀπο­κλείω ν’ ἀπο­φα­σί­ζε­το ποτὲ μιὰ ἄμε­ση τρί­τη κατὰ σειρὰν ἀπο­νομὴ εἰς δι­πλω­μά­την).[54]
Αὐτὲς τὶς μέ­ρες, ἐπανῆλθα ἐπὶ τῆς εἰση­γή­σε­ώς μου αὐτῆς,[55] γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­σιν ποὺ τὸ Βρα­βεῖον δὲν θ’ ἀπε­νέ­με­το φέ­τος στὸν Μυ­ρι­βή­λην. Ὑπέ­δει­ξα δὲ τὶς πρῶτες βά­σεις γιὰ τυχὸν ὑπο­στή­ρι­ξιν τῆς ὑπο­ψη­φιό­τη­τας τοῦ Γιώρ­γου.
Δὲν ξέ­ρω ἂν θὰ λη­φθοῦν ὑπ’ ὄψιν οἱ εἰση­γή­σεις μου. Για­τί, ὅπως τὸ ἀντι­λαμ­βά­νο­μαι, ὑπάρ­χουν πολλὲς ἀλλη­λο­συ­γκρουό­με­νες ἐπιρ­ρο­ές, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔχω ἀμφι­βο­λί­ες ἂν γε­νικὰ ἡ ση­με­ρινὴ ἑλλη­νικὴ πραγ­μα­τι­κό­της κα­θιστᾶ δυ­νατὴν τὴν ὅλην διάρ­θρω­σιν πραγ­μά­των,[56] ποὺ ἀπαι­τεῖται γιὰ τὴν ὑπο­στή­ρι­ξιν μιᾶς πολὺ σο­βαρῆς ὑπο­ψη­φιό­τη­τας, ἀλλὰ ποὺ ἀπὸ Σου­η­δικῆς πλευρᾶς δὲν θὰ εἶναι ἀδια­φι­λο­νί­κη­τη, ὅπως ἦταν τοῦ Κα­ζαν­τζά­κη… ποὺ φρο­ντί­σα­με νὰ τὴν τορ­πιλ­λί­σω­με. Τὸ προ­σθέ­τω αὐτὸ μέ­σα σὲ μιὰ ἀντι­κει­με­νι­κή “ἀνα­το­μικὴ” ἂς ποῦμε ἐξέ­τα­σιν τοῦ ζη­τή­μα­τος, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ κα­νό­να γιὰ μέ­να καὶ ἀπὸ τὴν ὁποί­αν ἄλλω­στε κα­τέ­λη­ξα στὶς εἰση­γή­σεις μου ὑπὲρ τῆς ὑπο­ψη­φιό­τη­τας τοῦ Γιώρ­γου.
Θε­ώ­ρη­σα χρή­σι­μον νὰ τὰ ἔχῃ αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν του γιὰ τὴν δι­κή του το­πο­θέ­τη­σι ἔνα­ντι τοῦ ζη­τή­μα­τος. Αὐτὸ φυ­σι­κά, τὸν ἀφορᾶ ἀπο­κλει­στι­κά[.] Θέ­λω μό­νον νὰ προ­σθέ­σω ὅτι ἂν ἀπο­φα­σι­σθῇ τε­λικὰ ἡ προ­βο­λή του,[57] ἐπι­βάλ­λε­ται νὰ ἐπι­μείνῃ κι’ ὁ ἴδιος γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὴ κατὰ τρό­πον σο­βαρὸν πού… κατὰ τεκ­μή­ριον τοὐλά­χι­στον, εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ ἐγὼ ὑπέ­δει­ξα κι’ ὅλας τὶς βά­σεις του –ἀκό­μη καὶ ἐπὶ τοῦ ζη­τή­μα­τος Μυ­ρι­βή­λη– ἐπι­φυ­λασ­σό­με­νος, ἂν υἱοθε­τη­θοῦν αὐτές, νὰ ὑπο­δεί­ξω τὰ πε­ραι­τέ­ρω. […]


2. Ο ΣΕ­ΦΕ­ΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.1, 1-3]

[Λον­δί­νο] 20.6.{{63}} 62

Ἀγα­πη­τέ μου Michel,

Ὁ Ἰάσων [Δρα­κού­λης] μοῦ ἔδει­ξε τὰ γρα­φό­με­νά σου καὶ θέ­λω {{ἐγκάρ­δια}} νὰ σ’ εὐχα­ρι­στή­σω γιὰ τὴν καλὴ σκέ­ψη {{σου}} καὶ γιὰ τὴ μέ­ρι­μνά σου. Μ’ ἀρέ­σει ἡ φρά­ση σου {{περὶ ἀμφι­βο­λιῶν καὶ}} περὶ ση­με­ρινῆς ἑλλη­νικῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ἐπειδὴ {{ξέ­ρω}} ἔχω κά­ποια πεί­ρα τοῦ θέ­μα­τος, {{ἀπὸ πα­λιὰ}} πῆρα τὴν ἀπό­φα­ση νὰ μὴν ἀνα­μι­χθῶ διό­λου {{μὰ διό­λου, οὔτε}} σ’ αὐτὴ τὴν ὑπό­θε­ση.[58] Ἂς γί­νει ὅ,τι ὁ Θεὸς ὁρί­σει. {{Σὲ τέ­τοια ζη­τή­μα­τα δὲν πεί­θε­ται κα­νεὶς μὲ τυ­μπα­νο­κρου­σί­ες.}} Ἄλλο ζή­τη­μα ἂν μὲ συ­γκί­νη­σε τὸ ἐνδια­φέ­ρον σου.
{{Πι­στεύω}} Ἀπὸ καιρὸ ἔχω ζη­τή­σει νὰ με­τα­τεθῶ {{στὰς Ἀθή­νας}}. στὴν Ἀθή­να. Λο­γα­ριά­ζω νὰ φύ­γω ἀπ’ ἐδῶ τὸν Αὔγου­στο.[59] Ἔχω κου­ρα­στεῖ ἔπει­τα ἀπὸ πολλὰ χρό­νια ἐπί­πο­νης ἐργα­σί­ας ἐδῶ. Αὐτὸς ὁ χει­μώ­νας εἴταν πολὺ βαρὺς γιὰ τὴν ὑγεία μου.[60] Ἀφί­νω {{μὲ λύ­πη μου τὴν Ἀγγλία}} τὴν Ἀγγλία ὄχι χωρὶς λύ­πη.
{{Τὸ κά­τω-κά­τω τῆς γραφῆς μὲ τί­μη­σε αὐθόρ­μη­τα καί, χωρὶς κα­μία δί­νο­ντάς μου τὸν τί­τλο τοῦ ἐπί­τι­μου δι­δά­κτο­ρα τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Cambridge, ὁλωσ­διό­λου αὐθόρ­μη­τα καὶ χωρὶς μη­χα­νέ[61] πρᾶγμα ποὺ εἶναι με­γά­λη ἀνα­κού­φι­ση.}}
{{Δὲν ξέ­ρω τὶ θὰ κά­νω ἐδῶ.}}
Στὴν Ἀθή­να, θέ­λω νὰ ζη­τή­σω νὰ μεί­νω γιὰ κά­μπο­σο καιρὸ στὴ διά­θε­ση τοῦ Ὑπουρ­γοῦ, ὥστε νὰ μπο­ρέ­σω νὰ ἐργαστῶ λί­γο καὶ γιὰ μέ­να. {{πρᾶγμα}} Ἀπὸ τὸ 1956 δὲν εἶχα οὔτε μιὰ στιγμὴ {{γιὰ μέ­να.}} δι­κή μου.[62]
Ὅλα αὐτὰ ἂς μεί­νουν με­τα­ξύ μας.
Μὲ πολλὰ χαι­ρε­τί­σμα­τα ἀπὸ τοὺς δυό μας στὴ γυ­ναί­κα σου· τὴ θυ­μό­μα­στε πά­ντα.
Μὲ πολλὴ ἀγά­πη
Γιῶργος

Τὸ κά­τω-κά­τω τῆς γραφῆς [η Αγ­γλία] {{μὲ τί­μη­σε μὲ γεν­ναιο[δω­ρία]}} ἀνα­γνώ­ρι­σε τὴν λο­γο­τε­χνι­κή μου ἐργα­σία καὶ τὴν τί­μη­σε μὲ δύο {{με­γά­λες}} ση­μα­ντικὲς δια­κρί­σεις,[63] πι­στεύω νὰ ἔχεις ἀκού­σει σχε­τι­κά. Κι αὐτὸ ἔγι­νε ὁλωσ­διό­λου αὐθόρ­μη­τα πρᾶγμα ποὺ εἶναι {{με­γά­λη ση­μα­ντικὴ}} με­γά­λη ἀνα­κού­φι­ση.[64]


3. Ο ΣΕ­ΦΕ­ΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
[ΓΕΝΝ. 57.5.2, 1-2]

ΑΓΡΑΣ 20
ΑΘΗ­ΝΑ (501)

27/9/62

Ἀγα­πητὲ Michel,

Καθὼς σοῦ ὑπο­σχέ­θη­κα σοῦ ἀφή­νω τὰ ἐξῆς βι­βλία:

1) Σε­φέ­ρη: Ποι­ή­μα­τα (γ΄ ἔκδο­ση)[.][65]
2) Γερ­μα­νικὴ με­τά­φρα­ση (δί­γλωσ­ση ἔκδο­ση ἀνθο­λο­γί­ας τοῦ Γ.Σ. {{Τὴν ἔλα­βα χθὲς}} Ἔλα­βα ἀντί­τυ­πα χθές).[66]
3) Ζή­τη­σα στοῦ Kaufmann[67] τὴν με­τά­φρα­ση Warner·[68] δὲν τὴν βρή­κα ἀλλὰ βρή­κα τοῦ Sherrard, Keeley, Six poets of Modern Greece.[69] Δὲς σελ. 109-145 καὶ σελ. 20-25.
4) Τὸ τι­μη­τικὸ ἀφιέ­ρω­μα γιὰ τὸν Σε­φέ­ρη.[70] (Ἡ πλή­ρης βι­βλιο­γρα­φία βρί­σκε­ται {{στὶς σελ.}} στὶς σε­λίδ. 414-417).
5) Levesque: Seferis.[71]

    Γιὰ τὰ ἄλλα θὰ συ­νε­χί­σω στὴ Στοκ­χόλ­μη.[72]

    {{Προ­σθέ­τω}} Στέλ­νω ἐπί­σης γιά, προ­σω­πι­κή σου χρή­ση, ὁρι­σμέ­να βιο-βι­βλιο­γρα­φικὰ στοι­χεῖα {{ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σ’ ἐνδια­φέ­ρουν}}.
    Χά­ρη­κα ποὺ κου­βε­ντιά­σα­με λί­γο προ­χθές.
    {{Σοῦ}} Σᾶς εὔχο­μαι καλὸ τα­ξί­δι {{καὶ}} καὶ καλὴ τύ­χη[.]
                    Στὴ Λί­ζα ἀπὸ τοὺς δυό μας
                            {{πολ[λὰ]}} ἐγκάρ­δια χαι­ρε­τί­σμα­τα.
                            Φι­λι­κώ­τα­τα δι­κός σου
                    Γιῶργος

    ΥΓ. Σχε­τικὰ μὲ {{τὴ}} τὸ ἐμπό­διο τῆς δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λικῆς ἰδιό­τη­τας ποὺ {{ἤγει­ρε}} ἔθι­ξε τὸ Ὑπ.[ουρ­γεῖο], καθὼς μοῦ ἔλε­γες, μπο­ρεῖς φυ­σικὰ νὰ πλη­ρο­φο­ρηθῆς κι’ ἐσὺ ἀπὸ τὰ ἱστο­ρικὰ τοῦ θέ­μα­τος. {{Ἔχω Δὲ φα­ντά­ζο­μαι νὰ μὲ ἀπατᾶ ἡ μνή­μη θυμᾶμαι μιὰ Χι­λιανὴ τοῦ Ὑπουρ­γεί­ου Ἐξω­τε­ρικῶν ἐτι­μή­θη, πρὸ τοῦ 1950.}} Ὑπάρ­χει ἂν δὲ γε­λιέ­μαι τὸ πα­ρά­δειγ­μα, πρὸ τοῦ 1950, μιᾶς Χι­λιανῆς τοῦ Ὑπουρ­γεί­ου Ἐξω­τε­ρικῶν.[73]

    4. Ο ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗ

    ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.3]


    M. PAPADOPOULOS

    Στοκ­χόλ­μη, 30 Ὀκτω­βρί­ου 1962

    Ἀγα­πη­τέ μου Γιῶργο,

                    Πῶς σοῦ φα­νή­κα­νε τὰ τοῦ Βρα­βεί­ου Nobel;[74]
    Κατὰ προ­χθε­σι­νήν μου συ­νο­μι­λί­αν με­τ’ ἀρμο­διω­τά­του προ­σώ­που, μοῦ ἐπε­βε­βαιώ­θη ἡ θέ­σις ποὺ ἔχω λά­βη ἐπὶ τοῦ ζη­τή­μα­τος, καὶ τῆς ὁποί­ας εἶσαι πλή­ρως ἐνή­με­ρος. Ὅπως εἶχα καθῆκον ἄλλω­στε, ἔθε­σα ὑπ’ ὄψιν τοῦ Ὑπουρ­γεί­ου τὰ τῆς συ­νο­μι­λί­ας αὐτῆς. Ὅπως σοῦ τὸ εἶχα πῆ, ὁ Τε­τενὲς[75] συμ­φω­νεῖ μὲ τὰς ἀπό­ψεις μου, μετὰ δὲ τὴν ἀπο­χώ­ρη­σιν τοῦ Πα­λαμᾶ[76] ἴσως νὰ κα­θί­στα­ται εὐκο­λω­τέ­ρα ἡ υἱοθέ­τη­σίς του.[77]
    Θὰ χρεια­σθῆ ὅμως πολλὴ δου­λειά. Εἶναι ἄρα­γε δυ­νατὸν νὰ δη­μιουρ­γη­θοῦν αἱ ἀπα­ραί­τη­τοι προ­ϋ­πο­θέ­σεις;

                            Μὲ ἀγά­πην
                            Michel


    5. Ο ΣΕ­ΦΕ­ΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟ

    ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.4]

    Ἄγρας, 20, Ἀθή­να (502)

    20 ΝΟΕ. 62

    Ἀγα­πητὲ Michel,

    Εὐχα­ριστῶ γιὰ τὸ γράμ­μα σου τῆς 30 Ὀκ.[τω­βρί­ου.] Χά­ρη­κα γιὰ τὰ νέα. Καθὼς ἀκούω –δὲ μί­λη­σα σχε­τικὰ μα­ζί του– ὁ Ἴων[78] μοιά­ζει εὐνοϊ­κό­τε­ρος τοῦ προ­κα­τό­χου. Αἰσθά­νο­μαι πά­ντα τὴν ἴδια δυ­σκο­λία νὰ ἀνα­μι­χθῶ·[79] σοῦ τὰ ἐξή­γη­σα διὰ ζώ­σης. Ἂν δη­μιουρ­γη­θοῦν οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ ἔλε­γες. Τὸ πρᾶγμα θὰ ὀφεί­λε­ται σ’ ἐσέ­να.
    Πρὸ ἐβδο­μά­δος ἔγρα­ψα στὸν ἐκδό­τη μου ἐν Γερ­μα­νίᾳ νὰ σοῦ στεί­λει ἕνα βι­βλια­ρά­κι μου γιὰ τοὺς Δελ­φούς,[80] γρά­ψε μιὰ κάρ­τα ἄμα τὸ λά­βεις, γιὰ νὰ σοῦ τὸ στεί­λω ἂν χρεια­σθῇ ἀπ’ ἐδῶ.

                            Μὲ ἀγά­πη, δι­κός σου
                            Γ. Στ. Σε­φε­ριά­δης

    6. Ο ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗ

    ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
    ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
    ΤΟΥ BÖRJE KNÖS ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ KNÖS.
    [ΓΕΝΝ. 57.5.5, 1]

    Στοκ­χόλ­μη, 20 Δε­κεμ­βρί­ου 1962

    Ἀγα­πητὲ Γιῶργο,

    Σοῦ ἐσω­κλείω ἀντί­γρα­φα ἐπι­στολῆς τοῦ δια­πρε­ποῦς Ἑλλη­νι­στοῦ κ. Börje Knös[81] καὶ τὴν πρὸς αὐτὴν ἀπα­ντή­σε­ώς μου (Μὴν ἐκπλαγῆς διὰ τὴν ἥκι­στα “γα­λα­τικὴν” χρη­σι­μο­ποί­η­σιν τοῦ ὀνό­μα­τος εἰς τὴν προ­σφώ­νη­σιν, πρέ­πει κα­νεὶς νὰ προ­σαρ­μό­ζε­ται στὶς συ­νή­θειες τοῦ τό­που!)
    Ὅπως βλέ­πης, ὁ ἐξαι­ρε­τικὸς αὐτὸς ἄνθρω­πος εἶναι ἀπὸ τοὺς λί­γους Σου­η­δοὺς ποὺ δὲν ξέ­ρουν Ἀγγλι­κά. Θὰ πρέ­πει λοι­πόν, μό­λις μοῦ ἀπα­ντήσῃ, νὰ τὸν ἐφο­διά­σω­με μὲ ὅσα θὰ ζη­τήσῃ σὲ ἄλλες γλῶσσες. Τὸ βι­βλια­ρά­κι δὲν μοῦ πε­ριῆλθε ἀπὸ τὴν Γερ­μα­νί­αν.
    Σή­με­ρα ἐπί­σης, ἔγρα­ψα ὑπη­ρε­σιακῶς στὸ Ὑπουρ­γεῖον, ἐπι­μέ­νων νὰ λη­φθῇ ἄνευ ἀνα­βολῆς «μιὰ κά­ποια» ἀπό­φα­σις. Ἐπι­μέ­νω φυ­σικὰ ἐπὶ τῆς ἀντι­λή­ψε­ως ὅτι ἡ κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη ὑπο­ψη­φιό­της εἶναι ἡ δι­κή σου.
    Ἡ ἐδῶ κα­τά­στα­σις κα­ταντᾶ ἀφό­ρη­τη: ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φο­βερὴ ἀκρί­βεια μὲ μι­σθοὺς πεί­νης, ἐπω­μί­ζο­μαι μό­νος μου ὅλη τὴ δου­λειά, γιατὶ οἱ ὑπάρ­χο­ντες «Σύμ­βου­λος», Ἐμπο­ρικὸς Ἀκό­λου­θος καὶ Ἀκό­λου­θος Τύ­που εἶναι ὄχι μό­νον ἄχρη­στοι, ἀλλὰ καὶ σαφῶς ἐπι­ζή­μιοι. Ἔτσι, τὴν ἴδια αὐτὴ στιγμὴ ἀσχο­λοῦμαι ἂς ποῦμε, μὲ τὸ Βρα­βεῖον Nobel,[82] τὴν ἀπα­γό­ρευ­σιν ἑνὸς Καφ­φε­νεί­ου ὅπως συ­χνά­ζουν ἐκεῖ ἀλη­τεύ­ο­ντες Ἕλλη­νες καὶ τὴν εἰσα­γωγὴν Ἑλλη­νικῶν κρα­σιῶν στὴν Σου­η­δί­αν! Εὔκο­λον ν’ ἀντι­λη­φθῆς ἂν εἶναι δυ­νατὸν νὰ γίνῃ σο­βαρὴ δου­λειὰ μὲ τὴν κα­τά­στα­σιν αὐτήν, ποὺ δὲν ὀφεί­λε­ται στὴν “ἔλλε[ι]ψιν μέ­σων” ποὺ ἐπι­κα­λού­με­θα πά­ντα, ἀλλὰ στὴν ἀχα­λί­νω­τη πειὰ ρου­σφε­το­λο­γία ὑπὲρ ἀπι­θά­νων ὑπο­κει­μέ­νων! Καὶ μετὰ ἀπο­ροῦμε γιὰ τὴν συ­νεχῆ ἐξα­σθέ­νη­σι τῆς Ἑλλη­νικῆς θέ­σε­ως!
    Γιὰ τὶς Γιορτὲς σᾶς στέλ­νο­με, μαζὺ μὲ τὴν Λί­ζα, τὶς κα­λύ­τε­ρες εὐχές μας καὶ γιὰ τοὺς δυό σας.

                            Μὲ ἀγά­πη
                            Michel


    6.1

    [ΓΕΝΝ. 57.5.5, 2]
    COPIE

    Stockholm, le 14 XII 1962

    Cher Monsieur l’Ambassadeur,

    Je me permets de Vous envoyer le diplôme que j’avais oublié de Vous rendre lors de ma dernière visite à l’Ambassade.
    Puis je tiens à Vous informer, tout personnellement, que j’ai traduit en suédois déjà une grande partie des poèmes de Seféris. Un de mes amis qui en même temps est un poète des plus connus et appréciés en Suède m’a promis de corriger et rendre ma traduction plus “poétique” d’après la mode moderne; il est actuellement en Espagne, mais reviendra au début de l’année prochaine.[83]
    Mais le recueil des poèmes de Seféris que je possède est imprimé en 1950.[84] Je ne sais pas, s’il en existe un plus récent; en tout cas je ne connais pas ses poèmes après cette date. J’ai entendu parler d’une traduction allemande de ses poèmes. Je l’ai cherchée sans la trouver. Peut-être pourrait-on en donner quelques informations à Athènes. C’est que je voudrais bien comparer ma traduction avec une autre, et je ne possède l’anglais que trop imparfaitement pour profiter des nombreuses traductions anglaises mais au contraire je comprends l’allemand très bien, qui aussi ressemble beaucoup au suédois et qui aidera un traducteur Suédois à comprendre les vers de Seféris pas toujours si faciles à saisir.
    Avec tous mes hommages à Madame Papadopoulou, Je Vous prie, Monsieur l’Ambassadeur, de croire à mon dévouement entier à Votre cher pays et à mes sentiments les plus dévoués.

                            Börje Knös

    Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η

    Στοκ­χόλ­μη, 14 Δε­κεμ­βρί­ου 1962

    Αξιό­τι­με κύ­ριε Πρέ­σβη,

    Θα ήθε­λα να σας στεί­λω το δί­πλω­μα που ξέ­χα­σα να σας επι­στρέ­ψω κα­τά την τε­λευ­ταία μου επί­σκε­ψη στην Πρε­σβεία.
    Στη συ­νέ­χεια, θα ήθε­λα να σας ενη­με­ρώ­σω, εντε­λώς προ­σω­πι­κά, ότι έχω ήδη με­τα­φρά­σει ένα με­γά­λο μέ­ρος των ποι­η­μά­των του Σε­φέ­ρη στα σου­η­δι­κά. Ένας από τους φί­λους μου, που εί­ναι ταυ­τό­χρο­να ένας από τους πιο γνω­στούς και εκτι­μη­μέ­νους ποι­η­τές στη Σου­η­δία, μου υπο­σχέ­θη­κε να διορ­θώ­σει και να κά­νει τη με­τά­φρα­σή μου πιο «ποι­η­τι­κή» σύμ­φω­να με τον μο­ντέρ­νο τρό­πο· βρί­σκε­ται αυ­τή τη στιγ­μή στην Ισπα­νία, αλ­λά θα επι­στρέ­ψει στις αρ­χές του επό­με­νου έτους.
    Αλ­λά η συλ­λο­γή ποι­η­μά­των του Σε­φέ­ρη που δια­θέ­τω τυ­πώ­θη­κε το 1950. Δεν γνω­ρί­ζω αν υπάρ­χει πιο πρό­σφα­τη· σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση δεν γνω­ρί­ζω τα ποι­ή­μα­τά του με­τά από εκεί­νη τη χρο­νο­λο­γία. Άκου­σα να γί­νε­ται λό­γος για μια γερ­μα­νι­κή με­τά­φρα­ση των ποι­η­μά­των του. Την έψα­ξα αλ­λά δεν την βρή­κα. Ίσως θα μπο­ρού­σαν να δο­θούν κά­ποιες πλη­ρο­φο­ρί­ες στην Αθή­να. Κι αυ­τό για­τί θα ήθε­λα να συ­γκρί­νω τη με­τά­φρα­σή μου με μια άλ­λη, και γνω­ρί­ζω πο­λύ μέ­τρια τα αγ­γλι­κά για να επω­φε­λη­θώ από τις πο­λυά­ριθ­μες αγ­γλι­κές με­τα­φρά­σεις, αλ­λά αντι­θέ­τως κα­τα­λα­βαί­νω πο­λύ κα­λά τα γερ­μα­νι­κά, που επί­σης μοιά­ζουν πο­λύ με τα σου­η­δι­κά και που θα βοη­θή­σουν έναν Σου­η­δό με­τα­φρα­στή να κα­τα­λά­βει τους στί­χους του Σε­φέ­ρη που δεν εί­ναι πά­ντα τό­σο εύ­κο­λο να συλ­λά­βεις το νό­η­μά τους.
    Με όλο τον σε­βα­σμό μου στην κυ­ρία Πα­πα­δο­πού­λου, σας πα­ρα­κα­λώ, κύ­ριε Πρέ­σβη, να πι­στέ­ψε­τε στην πλή­ρη αφο­σί­ω­σή μου στην αγα­πη­μέ­νη σας χώ­ρα και στα πιο αφο­σιω­μέ­να αι­σθή­μα­τά μου.

                    Börje Knös

    ________ ________

    6.2
    [ΓΕΝΝ. 57.5.5, 3]

    Stockholm, le 19 décembre 1962

    Cher Monsieur Knös,

    Je vous remercie très vivement de votre aimable lettre du 14 décembre.
    Ci-joint une liste des nouvelles traductions en langues étrangères d’ouvrages de Seféris. Veuillez bien m’indiquer exactement celles qui pourraient intéresser votre travail, afin que je les demande à l’auteur. Je possédais déjà le choix des Poèmes traduits par Robert Levesque,[85] et vous l’envoie avec plaisir.
    Merci encore de tout l’intérêt littéraire que vous voulez bien porter à ce grand poète grec contemporain.
    J’espère avoir le plaisir d’un entretien avec vous immédiatement après les Fêtes, et en vous adressant mes meilleurs vœux pour Noël et la Nouvelle Année, auxquels ma femme joint les siens, je vous prie de croire, Cher Monsieur Knös, à mes sentiments d’amitié très sincères.
                    Ambassadeur de Grèce

    P.S.
    1. Je me permets de vous envoyer avec le Diplôme de Grand Officier de l’Ordre R. de Georges Ier, un récépissé que je vous prie de bien vouloir compléter et signer.
    2. A titre d’information, et en raison de votre aimable appui à la candidature de M. Coutsis, je me permets de vous faire parvenir, ci-joint, [la] copie d’une lettre que j’ai adressée au Professeur Rudberg.
    [86]

    Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η

    Στοκ­χόλ­μη, 19 Δε­κεμ­βρί­ου 1962

    Αγα­πη­τέ κύ­ριε Knös,

    Σας ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ για την ευ­γε­νι­κή επι­στο­λή σας της 14ης Δε­κεμ­βρί­ου.
    Επι­συ­νά­πτε­ται ένας κα­τά­λο­γος με νέ­ες με­τα­φρά­σεις έρ­γων του Σε­φέ­ρη σε ξέ­νες γλώσ­σες. Πα­ρα­κα­λώ πεί­τε μου ακρι­βώς ποιες μπο­ρεί να εν­δια­φέ­ρουν το έρ­γο σας, ώστε να τις ζη­τή­σω από τον συγ­γρα­φέα. Διέ­θε­τα ήδη την επι­λο­γή των Ποι­η­μά­των στη με­τά­φρα­ση του Robert Levesque, και σας τη στέλ­νω με χα­ρά.
    Σας ευ­χα­ρι­στώ και πά­λι για όλο το λο­γο­τε­χνι­κό εν­δια­φέ­ρον που δεί­ξα­τε για αυ­τόν τον με­γά­λο σύγ­χρο­νο Έλ­λη­να ποι­η­τή.
    Ελ­πί­ζω να έχω τη χα­ρά μιας συ­ζή­τη­σης μα­ζί σας αμέ­σως με­τά τις γιορ­τές, και στέλ­νο­ντας τις κα­λύ­τε­ρες ευ­χές μου για τα Χρι­στού­γεν­να και την Πρω­το­χρο­νιά, στις οποί­ες η γυ­ναί­κα μου προ­σθέ­τει τις δι­κές της, σας ζη­τώ να πι­στέ­ψε­τε, αγα­πη­τέ κύ­ριε Knös, στα πο­λύ ει­λι­κρι­νή αι­σθή­μα­τά μου φι­λί­ας.

                            Ο Πρέ­σβης της Ελ­λά­δας

    Υ.Σ.
    1. Θα ήθε­λα να σας στεί­λω μα­ζί με το Δί­πλω­μα του Με­γά­λου Αξιω­μα­τι­κού του Β.[ασι­λι­κού] Τάγ­μα­τος του Γε­ωρ­γί­ου Α΄, μία από­δει­ξη την οποία πα­ρα­κα­λώ να συ­μπλη­ρώ­σε­τε και να υπο­γρά­ψε­τε.
    2. Για λό­γους ενη­μέ­ρω­σης και λό­γω της ευ­γε­νι­κής υπο­στή­ρι­ξής σας στην υπο­ψη­φιό­τη­τα του κ. Κού­τση, θα ήθε­λα να σας στεί­λω, επι­συ­να­πτό­με­νο, αντί­γρα­φο επι­στο­λής που απέ­στει­λα στον κα­θη­γη­τή Rudberg.

    7. Ο ΣΕ­ΦΕ­ΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟ

    ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.6, 1-4]

    27.12.62

    Ἀγα­πητὲ Michel,

    Ἔλα­βα τὸ κα­λό σου γράμ­μα τῆς 20ης Δεκ.[εμ­βρί­ου] Ἄπει­ρα εὐχα­ριστῶ. Καὶ {{μ’}} ὅλες μας τὶς εὐχὲς σ’ ἐσέ­να καὶ στὴ Λί­ζα γιὰ ἕναν καλὸ καὶ γό­νι­μο χρό­νο. Στὸ Ὑπουρ­γεῖο {{θὰ εἴμα­στε πά­ντα}} εἴμα­σταν καὶ θὰ εἴμα­στε πά­ντα δή­μαρ­χοι καὶ κλητῆρες {{= Ἄλλο­τε τὸ πρᾶγμα πή­γαι­νε εἶναι τὸ αἴσθη­μα ποὺ εἶχα σὲ ὅλη μου τὴν ὑπη­ρε­σιακὴ ζωή. Ἄλλο­τε τὸ πρᾶγμα πή­γαι­νε, χωρὶς κυ­ρώ­σεις. Στὶς μέ­ρες [μας] κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ τὴν πλη­ρώ­νου­με ἀκριβὰ αὐτὴν τὴν πο­λυ­τέ­λεια. Καὶ τὸ δρά­μα εἶναι ὅτι Δυ­στυχῶς, δὲν τὰ πο­λυ­σκε­φτό­μα­στε κά­τι τέ­τοια καὶ}} Εἶναι μιὰ πο­λυ­τέ­λεια ποὺ κο­στί­ζει στὶς μέ­ρες μας καί, ἀλί­μο­νο, τὸ μό­νο ποὺ ἀπο­μέ­νει εἶναι νὰ κά­νει ὁ κα­θέ­νας ὅ,τι μπο­ρεῖ μό­νος του. {{Ἡ ζωὴ δυ­στυχῶς εἶναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη, καὶ ἀλί­μο­νο ἂν πε­ρι­μέ­νει νὰ διορ­θω­θοῦν οἱ κακὲς συ­νή­θειές μας}}. Γιὰ νὰ γυ­ρί­σω στὸ θέ­μα τοῦ Ν.[όμπελ] {{ἔχω}} πρέ­πει νὰ σοῦ ὁμο­λο­γή­σω ὅτι {{διε­ρωτῶμαι}} δὲν εἶμαι κα­θό­λου βέ­βαιος ἂν {{πραγ­μα­τικὰ}} ἀλη­θινὰ {{τὸ θέ­λου­με τὸ ἐπι­θυ­μεῖ κα­νέ­νας}} τὸ ἐπι­θυ­μοῦμε νὰ μᾶς {{συμ­βεῖ}} τύ­χει ἕνα τέ­τοιο πρᾶγμα. Λυπᾶμαι ποὺ ἔτυ­χε νὰ ἀνα­μι­χθῆ τὸ ὄνο­μά μου σ’ αὐτὴ τὴν ὑπό­θε­ση. Ἂν δὲν εἶχε συμ­βεῖ αὐτὸ θὰ αἰσθα­νό­μουν {{πιὸ}} ἐλεύ­θε­ρος νὰ πῶ {{πε­ρισ­σό}}[87] κι’ ἐγὼ κα­μιὰ κου­βέ­ντα.[88] {{Ἔτσι μὲ Μὲ κα­τα­λα­βαί­νουν}} Μὲ τὴν πεί­ρα ποὺ ἔχεις ἀπο­κτή­σει τῶν ἐκεῖ πραγ­μά­των εἶμαι βέ­βαιος πὼς ἀντι­λαμ­βά­νε­σαι πό­σο δύ­σκο­λη εἶναι ἡ θέ­ση μου {{ἑνὸς ἀνθρώ­που ποὺ ὅ,τι καὶ ν’ ἀκού­ει μοι­ραί­ως θὰ πα­ρε­ξη­γηθῆ καί. Στὸ κά­τω-κά­τω τῆς γραφῆς}} καὶ γιατὶ ὁποια­δή­πο­τε ἀνά­μει­ξή μου {{θὰ τὴν ἔνιω­θα ἐξευ­τε­λι­στι­κή.}} θὰ τὴν αἰσθα­νό­μουν ἀνά­ξια.[89]
    Προ­σθέ­τω λί­γα σχε­τικὰ μὲ τὸ γράμ­μα τοῦ Κ[nös]. Ἡ τε­λευ­ταία ἔκδο­ση τῶν ποι­η­μά­των μου εἶναι ἡ τρί­τη (1962), ἐκεί­νη ποὺ σοῦ ἔδω­σα προ­τοῦ φύ­γεις. Πε­ριέ­χει ὅ,τι ἔχω δη­μο­σιεύ­σει ὣς τώ­ρα. Ἐπί­σης σοῦ ἔχω δώ­σει τὴ μι­κρὴ γερ­μα­νικὴ ἀνθο­λο­γία ἀπ’ τὴν ὁποία δὲν {{ἔχω παρὰ δύο}} μοῦ μέ­νουν ἀντί­τυ­πα ἐδῶ[.] Εἶναι ἀπὸ τὸν Christian Enzensberger, ἔκδο­ση τοῦ Suhrkamp Verlag (Frankfurt am Main).[90] Χρειά­ζε­ται ὅμως προ­σοχὴ γιατὶ οἱ ἐδῶ γερ­μα­νο­μα­θεῖς {{(εἶμαι ἀπαι­δευ­τό­τα­τος στὰ γερ­μα­νι­κά)}} μοῦ λὲν πὼς ἔχει πολλὰ λά­θη. Θὰ εἶταν κατὰ συ­νέ­πεια {{πολὺ}} κακὸς ὁδη­γός. Ἀπε­να­ντί­ας μοῦ λὲν πὼς οἱ {{μετ}} σου­η­δικὲς με­τα­φρά­σεις ποὺ ἔκα­νε ὁ Hjalmar Gullberg (καὶ πολὺ γνωστὸς ἐδῶ) καὶ τὶς δη­μο­σί­ευ­σε στὴν ἐπι­θε­ώ­ρη­ση Prisma (ἀρ. 5-6 τοῦ 1950)[91] εἶναι πολὺ κα­λές. {{Θὰ σοῦ στεί­λω}} Σοῦ στέλ­νω μὲ πρώ­τη εὐκαι­ρία δυὸ ἀντί­τυ­πα τῶν Δελφῶν καὶ ἀντί­τυ­πο {{τῶν}} τοῦ βι­βλί­ου μου Δο­κιμὲς[92] ποὺ βγῆκε ἐπι­τέ­λους προ­σφά­τως. Ἐντὸς τοῦ ἐρχό­με­νου χρό­νου προ­σμέ­νω νὰ βγοῦν ὁ τό­μος τῶν Ἰτα­λικῶν με­τα­φρά­σε­ων {{ἀπὸ τὶς ἐκδό[σεις]}} ἐκδό­της (Mondadori)[93] καὶ λί­γο ἀργό­τε­ρα ἕνας γαλ­λικὸς τό­μος ἀπὸ τὴν N. R. F. (Gallimard.)[94]

                            Μὲ πολλὰ χαι­ρε­τί­σμα­τα στοὺς δυό σας ἀπὸ τοὺς δυό μας
                            καὶ τὴν ἀγά­πη μου

    8. Ο ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗ

    ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.7]

    M. PAPADOPOULOS

    Στοκ­χόλ­μη, 16 Ἰανουα­ρί­ου 1963

    Ἀγα­πητὲ Γιῶργο,

    Θέ­λω πρῶτα νὰ σοῦ πῶ πό­σο μὲ συ­νε­κί­νη­σε ἡ κα­λή σου σκέ­ψις νὰ μοῦ στεί­λης τὶς «Δο­κι­μές».[95] Ἤτα­νε τὸ κα­λύ­τε­ρο δῶρο γιὰ νὰ συ­νο­δεύσῃ καὶ τὶς φι­λικὲς εὐχές σου.
    Σοῦ ἐσω­κλείω, μὲ τὴν πα­ρά­κλη­σιν νὰ μοῦ τὸ ἐπι­στρέψῃς, τὸ τε­λευ­ταῖον γράμ­μα τοῦ Κnös, καθὼς καὶ ἀντί­γρα­φον τῆς ἀπα­ντή­σε­ώς μου.[96] Κά­νε μου τὴν χά­ρι νὰ μὲ δια­φω­τί­σης, ση­μειω­τέ­ον ὅτι δὲν ἔχω πειὰ στὰ χέ­ρια μου τὸ ση­μεί­ω­μα γιὰ τὰ Ἔργα σου κ.λ.π.[97] γιατὶ τὸ μο­να­δικὸν ἀντί­τυ­πον ποὺ μοῦ εἶχες δώσῃ ἔχει πα­ρα­δοθῇ στὸν Κnös.
    Πρὸς τὸ παρὸν τὸ Ὑπουρ­γεῖον “σιωπᾶ ἐπι­μελῶς” στὸ ἀπὸ 20 Δε­κεμ­βρί­ου [1962] ἔγγρα­φόν μου, τοῦ ὁποί­ου σοῦ εἶχα ἀνα­φέρῃ τὸ πε­ριε­χό­με­νον. Ἀνε­ξάρ­τη­τα ὅμως ἀπὸ τὴν ἐξέ­λι­ξιν τοῦ εὐρυ­τέ­ρου ζη­τή­μα­τος –ποὺ ἀτυχῶς ἐξαρτᾶται κυ­ρί­ως ἀπὸ “ἄλλους πα­ρά­γο­ντας”– μὲ εὐχα­ρι­στεῖ ἰδιαι­τέ­ρως αὐτὴ ἡ κά­ποια συμ­βο­λή μου εἰς τὴν προ­βολὴν τοῦ ἔργου σου ἐν Σου­η­δίᾳ.
    Κα­τα­λα­βαί­νω ἀπο­λύ­τως τοὺς δι­σταγ­μοὺς καὶ τὴν ψυ­χο­λο­γι­κήν σου κα­τά­στα­σιν, ποὺ ἀντι­κα­το­πτρί­ζο­νται στὸ γράμ­μα σου τῆς 27ης Δε­κεμ­βρί­ου. Εὐτυχῶς πού, χά­ρις στὴν προ­σω­ρινὴ πα­ρα­μο­νή σου στὸ πε­ρι­θώ­ριο, δὲν ἀντι­με­τω­πί­ζεις ὅπως ἐγὼ μί­αν κα­θη­με­ρινὴν ἐξέ­γερ­σιν ἀπὸ διά­φο­ρους “ὑπη­ρε­σια­κοὺς χει­ρι­σμούς”!

                            Μὲ ἀγά­πην
                            Michel

    9. Ο ΣΕ­ΦΕ­ΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟ

    ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
    ΜΕ ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.8, 1-2]

    25.1.63

    Ἀγα­πητὲ Michel,

    {{Ἔχω}} Ἦμουν ἔτοι­μος νὰ {{σοῦ}} ἀπα­ντή­σω στὸ γράμ­μα σου τῆς 16ης Ἰανουα­ρί­ου, ὅταν μοῦ τη­λε­φώ­νη­σες σή­με­ρα {{τὸ πρωΐ.}} Εἶμαι ἀνί­κα­νος, μὰ ὁλωσ­διό­λου ἀνί­κα­νος νὰ {{ὑπο­στη[ρί­ξω]}} προ­βά­λω τὸν ἑαυ­τό μου – {{κι ὅλα}} δὲν ὑπάρ­χει βρα­βεῖο ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ μὲ κά­νει ν’ ἀλλά­ξω. Κα­τά­λα­βα πολὺ καλὰ τὰ λε­γό­με­νά σου {{σή­με­ρα τὸ πρωῒ}} στὸ τη­λέ­φω­νο, ἀλλὰ ἀφο­ροῦν πα­ρά­γο­ντες τοὺς ὁποί­ους οὔτε θέ­λω οὔτε μπορῶ νὰ ἐπη­ρε­ά­σω.[98] Δὲν ξέ­ρω λε­πτο­μερῶς πῶς {{συ­νη­θί­ζο­νται}} γί­νο­νται τὰ πράγ­μα­τα αὐτά, ἀλλὰ δὲν βλέ­πω τὴν {{Γαλ­λικὴ ἢ τὴν Ρωσ­σικὴ}} Ρωσ­σικὴ (ἢ ἄλλες λο­γο­τε­χνικὲς ὀργα­νώ­σεις) ἢ τὴν Γαλ­λικὴ Ἀκα­δη­μία νὰ ὑπο­στή­ρι­ξαν τὸν {{Gide}} Πα­στερνὰκ ἢ τὸν {{Πα­στερ­νάκ}} Gide {{καὶ δὲν ξέ­ρω ποιὰ ἦταν ἡ ὑπο­στή­ρι­ξη οὔτε}} οὔτε ἀκό­μη τὸ ξε­σπά­θω­μα τῶν Ἰταλῶν γιὰ τὸν Ouasimodo![99] {{Δὲν ἔφτα­σα στὴν ἡλι­κία ποὺ ἔφτα­σα γιὰ νὰ ἐπαιτῶ.}} Σ’ εὐχα­ριστῶ πά­ντα γιὰ τὴ φι­λικὴ φρο­ντί­δα ποὺ δεί­χνεις γιὰ τὴν ἐργα­σία μου. Εὐχα­ριστῶ καὶ τὸν κύ­ριο [Κnös] τοῦ ὁποί­ου μοῦ δια­βι­βά­ζεις τὰ γράμ­μα­τα. {{ποὺ}} Σοῦ τὰ ἐπι­στρέ­φω. {{Ἂς μοῦ γρά­ψει}}. Ὁ Κα­τσί­μπα­λης μοῦ λέ­ει ὅτι τοῦ ἔχει στεί­λει {{τοὺς τε­λευ­ταί­ους τό­μους}} τὰ τε­λευ­ταῖα μου βι­βλία.[100] Ἐλπί­ζω νὰ μοῦ γρά­ψει ἀπ’ εὐθεί­ας, ὁπό­τε θὰ τοῦ δώ­σω φυ­σικὰ ὅλες τὶς λε­πτο­μέ­ρειες καὶ ἐφό­δια ποὺ {{χρειά­ζε­ται}} μπο­ρεῖ νὰ χρεια­σθεῖ. Ἐσω­κλεί­στη {{τὰ}} ἀντί­γρα­φο τοῦ βιο­βι­βλιο­γρα­φι­κοῦ ση­μειώ­μα­τος ποὺ μοῦ ζή­τη­σες.

                            Μὲ ἀγά­πη πά­ντα δι­κός σου

                            Γ.

    9.1

    [ΓΕΝΝ. 57.5.8, 3]

    [Τη­λε]φώ­νη­μα Πε. 24.1.63, 9 π.μ.
    Πρό­τα­ση – 1η Φεβ. –
    1) 1η/2 τε­λευ­ταία προ­θε­σμία
    2) Μό­νη {{γνωστὴ}} ὑπο­στη­ρί­ξι­μη ὑπο­ψη­φιό­της δι­κή μου
    3). Δὲ δί­νει φυ­σικὰ ἐγγύ­η­ση

    Πῆγε Κnös καὶ τὸν εἶδε παρὰ 12ο ὑπὸ μηδὲν καὶ ἀνάρ­ρω­σή του καὶ τοῦ εἶπε:
    Λέ­ει: – χρειά­ζε­ται προ­βληθῆ ὑπο­ψη­φιό­της ἀπὸ Ἀκα­δη­μία ἢ λο­γο­τε­χν.[ικὲς] ὀργα­νώ­σεις.[101]


    10. Ο ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗ

    ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
    ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ KNÖS ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.9, 1-2]

    Μ. PAPADOPOULOS

    Στοκ­χόλ­μη, 4 Ἰου­νί­ου 1963

    Ἀγα­πη­τέ μου Γιῶργο,

    Δὲν σοῦ ἔγρα­ψα τε­λευ­ταί­ως τί­πο­τα γιὰ τὸ γνωστὸν ζή­τη­μα, γιατὶ ὁ ὅλος ἐξ Ἀθηνῶν χει­ρι­σμὸς μειώ­νει εἰς τὸ ἔπα­κρον τὶς δυ­να­τό­τη­τές μου. Πά­ντως, κα­τα­βάλ­λο­νται ὡρι­σμέ­νες προ­σπά­θειες, καὶ σοῦ ἐσω­κλείω ἀντί­γρα­φον γράμ­μα­τος τοῦ Κnös.
    Ἂν καὶ ὁ Γερ­μανὸς ἐκδό­της μοῦ ἀνήγ­γει­λε τὴν ἀπο­στολὴν τοῦ βι­βλί­ου πρὸ πολ­λοῦ και­ροῦ, οὐδέ­πο­τε τὸ ἔλα­βα.
    Θὰ ἤθε­λα τώ­ρα νὰ σοῦ πῶ καὶ τὰ ἑξῆς: ἀνε­ξαρ­τή­τως καὶ ἄλλων ζη­τη­μά­των ποὺ κα­θι­στοῦν δυ­σχερῆ τὴν Ἑλλη­νικὴ θέ­σιν εἰς τὴν Σου­η­δί­αν, δὲν πρέ­πει νὰ πε­ρι­μέ­νω­με καμ­μί­αν οὐσια­στικὴν προ­ώ­θη­σιν κα­νενὸς ζη­τή­μα­τος, ἐφ’ ὅσον δια­τηρῆται εἰς τὴν Ἀθή­να ἡ ἔμμο­νη τά­σις νὰ χρη­σι­μο­ποιοῦνται κατὰ σύ­στη­μα πρό­σω­πα ἠθικῶς ἰδί­ως ἀκα­τάλ­λη­λα[.] (Εἰς πρὸ και­ροῦ γράμ­μα μου πρὸς τὸν κ. Γε­ρο­κω­στό­που­λον[102] –ποὺ πα­ρέ­μει­νε φυ­σικὰ ἀνα­πά­ντη­τον– τοῦ ἀνέ­φε­ρα καὶ τὰ ὅσα μοῦ εἶπαν ἁρμο­διώ­τα­τοι Σου­η­δοί, γιὰ τὶς κα­τα­στρε­πτικὲς συ­νέ­πειες, εἰδικὰ γιὰ τὸ Βρα­βεῖον Nobel, ἀπὸ τὴν ἐδῶ “δρα­στη­ριό­τη­τα” τοῦ «Ἀκο­λού­θου Τύ­που», πρώ­ην ἡμε­ρο­μι­σθί­ου ὑπαλ­λή­λου τοῦ Ὑπουρ­γεί­ου Προ­νοί­ας καὶ ἐν συ­νε­χείᾳ πω­λη­τοῦ ψεύ­τι­κων κο­σμη­μά­των!).
    Λόγῳ ἰδί­ως καὶ τῆς εὐπρε­πεί­ας καὶ σο­βα­ρό­τη­τος ποὺ δια­κρί­νουν τὸν κ. Ἡλιά­σκον,[103] εἶχα κα­τορ­θώσῃ τὸ Του­ρι­στικὸν Γρα­φεῖον νὰ στέ­κε­ται ἠθικὰ εἰς τὸ ὕψος του, καὶ ν’ ἀρχί­σουν νὰ ξε­χνιῶνται αἱ ἐντυ­πώ­σεις ἀπὸ τὸ «προ­κά­το­χον» (εἰς τὸν αὐτὸν χῶρον) Ἐμπο­ρικὸν Ἐκθε­τή­ριον εἰς τὸ ὁποῖον, ὑπὸ Προϊ­στά­με­νον καὶ γε­νικὰ ἀνώ­μα­λον καὶ ἀλκο­ο­λι­κόν, εἶχαν διεισ­δύσῃ κατὰ σειρὰν μία “Κυ­ρία” ἐλα­φρῶν ἠθῶν, ἕνας ἐργά­της ἀπὸ τὴν Γερ­μα­νί­αν μὲ φή­μην κλε­πτα­πο­δό­χου, ἕνας Ἕλλην διω­κό­με­νος ἐπὶ ἀπάτῃ ἀπὸ «τοὺς» (πλη­θυ­ντι­κός) Σου­η­δοὺς πεν­θε­ρούς του, καὶ ἕνας ἄλλος γιὰ τὶς ἀπά­τες τοῦ ὁποί­ου εἰς βά­ρος γυ­ναικῶν, ἡ Πρε­σβεία ἔλα­βε ἔγγρα­φα τῶν Σου­η­δικῶν Ἀρχῶν ἐπι­σεί­ο­ντα τὸν κίν­δυ­νον δη­μο­σιο­γρα­φικῆς κα­μπά­νιας ἐνα­ντί­ον τῆς Ἑλλά­δος.
    Τώ­ρα, πα­ρου­σιά­ζε­ται πά­λι τὸ θέ­μα Γού­λου, ποὺ πι­θανὸν νὰ εἶναι ἄρι­στος, ἀλλ’ εἶναι πά­ντως ἠθικὰ χρε­ω­κο­πη­μέ­νος ἐδῶ. Ἐπειδὴ λοιπὸν πλη­ρο­φο­ροῦμαι ὅτι τὸν γνω­ρί­ζεις, σοῦ ἐσω­κλείω ἀντί­γρα­φον γράμ­μα­τός μου πρὸς τὴν Κυ­ρί­αν Τσά­τσου,[104] «διὰ τὰ κα­θ’ ὑμᾶς πε­ραι­τέ­ρω»! Ἐγὼ δὲν πρό­κει­ται νὰ συ­νε­χί­σω τα­λαι­πω­ρού­με­νος μὲ τὸ νὰ «ἀντι­δρῶ» γιὰ τοὺς ἐδῶ ὑπάρ­χο­ντας ἢ μέλ­λο­ντας νὰ ἔρθουν. Ἁπλά, ὅταν θὰ ἐπιστῇ ἡ κα­τάλ­λη­λη κα­τ’ ἐμὲ στιγ­μή, θὰ κά­νω μί­αν ἀνα­κε­φα­λαί­ω­σιν –avec preuve à l’appui–[105] τῶν πολλῶν «για­τί» ποὺ κά­νουν ὥστε, καὶ εἰς τὸν Σκαν­δι­ναυ­ϊκὸν Χῶρον, νὰ ἠττώ­με­θα κατὰ κρά­τος ἀπό Γιου­γκο­σλαύ­ους, Βουλ­γά­ρους καὶ Τούρ­κους!

                            Μὲ ἀγά­πην
                            Michel

    10.1

    [ΓΕΝΝ. 57.5.9, 3]

    Stockholm, 12.5.63

    [...] En collaboration avec mon ami le poète suédois Johannes Edfelt j’ai traduit une trentaine de poèmes de Seféris. Quelques traductions ont paru dans des journaux et des revues, ce qui contribue à répandre en Suède le nom du poète grec. Je me permets de joindre ici une coupure du journal Göteborgs Sjöfarts och Handelstidning. Également nous espérons faire paraître plus tard –en automne– sous forme de livre un recueil de ces traductions.[106] [...]

                                    Börje Knös

    Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η

    Στοκ­χόλ­μη, 12.5.63

    [...] Σε συ­νερ­γα­σία με τον φί­λο μου Σου­η­δό ποι­η­τή Johannes Edfelt με­τέ­φρα­σα γύ­ρω στα τριά­ντα ποι­ή­μα­τα του Σε­φέ­ρη. Κά­ποιες με­τα­φρά­σεις δη­μο­σιεύ­τη­καν σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, γε­γο­νός που συ­νέ­βα­λε στη διά­δο­ση του ονό­μα­τος του Έλ­λη­να ποι­η­τή στη Σου­η­δία. Θα ήθε­λα να επι­συ­νά­ψω εδώ ένα από­κομ­μα από την εφη­με­ρί­δα Göteborgs Sjöfarts och Handelstidning. Ελ­πί­ζου­με επί­σης να δη­μο­σιεύ­σου­με μια συλ­λο­γή από αυ­τές τις με­τα­φρά­σεις αρ­γό­τε­ρα –το φθι­νό­πω­ρο– σε μορ­φή βι­βλί­ου.

                            Börje Knös

    10.2

    [ΓΕΝΝ. 57.5.9, 4-5]

    Στοκ­χόλ­μη, 4 Ἰου­νί­ου 1963

    Ἀντί­γρα­φον ἐπι­στολῆς πρὸς Κυ­ρί­αν Τσά­τσου

    Ἡ ἐδῶ πα­ρου­σία τοῦ κ. Ἡλιά­σκου πα­ρέ­σχε τὴν εὐκαι­ρί­αν νὰ μι­λή­σω­με γιὰ τὸ ζή­τη­μα τοῦ προ­στα­τευο­μέ­νου σας κ. Γού­λου.
    Τὸν κ. Γοῦλον δὲν γνω­ρί­ζω οὔτε ἐξ ὄψε­ως, ἔχω δὲ καὶ ἱκα­νο­ποι­η­τικὰς πλη­ρο­φο­ρί­ας γιὰ τὴν ἐν Λον­δίνῳ ὑπη­ρε­σί­αν του. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν κα­τέ­χει καὶ τὴν Σου­η­δικὴν γλώσ­σαν, θὰ ἦτο κα­τ’ ἀρχὴν πολὺ εὐπρόσ­δε­κτος ὡς Προϊ­στά­με­νος τοῦ ἐδῶ Του­ρι­στι­κοῦ Γρα­φεί­ου.
    Ἀτυχῶς ὅμως, ὑπάρ­χει εἰς τὴν Πρε­σβεί­αν ἕνας ἀρκετὰ ἐπι­βα­ρυ­ντικὸς γι’ αὐτὸν Φά­κελ­λος, ἐκτὸς τού­του δὲ ὁ κ. Γοῦλος χαί­ρει πολὺ κακῆς φή­μης εἰς πολ­λοὺς ἐνταῦθα κύ­κλους, Ἑλλη­νι­κοὺς καὶ Σου­η­δι­κούς, καὶ δὴ εἰς ὡρι­σμέ­νους τῶν οἰκο­νο­μικῶν ἐκεί­νων πα­ρα­γό­ντων, οἱ ὁποῖοι μᾶς πα­ρε­χώ­ρη­σαν τὸν χῶρον ὅπου στε­γά­ζε­ται τὸ «Του­ρι­στικὸν Γρα­φεῖον». Μό­λις δὲ ἐκυ­κλο­φό­ρη­σεν ἡ πλη­ρο­φο­ρία περὶ σκέ­ψε­ως διο­ρι­σμοῦ τοῦ κ. Γού­λου οἱ κύ­κλοι αὐτοὶ ἐδή­λω­σαν ἀπε­ρι­φρά­στως ὅτι, ἂν πραγ­μα­το­ποι­ηθῇ ὁ διο­ρι­σμὸς αὐτός, θὰ προ­βοῦν καὶ εἰς σαφῆ δια­τύ­πω­σιν τῆς δυ­σφο­ρί­ας των διὰ τὴν τοιαύ­την ἐπι­λογὴν ἠθικῶς ἀκα­ταλ­λή­λου προ­σώ­που.
    Εἶμαι βέ­βαιος ὅτι θὰ κα­τα­νο­ή­σε­τε ὅτι, ὑπὸ τὰς συν­θή­κας αὐτάς, δὲν ἦτο δυ­νατὸν νὰ συμ­φω­νή­σω εἰς τὸν διο­ρι­σμὸν τοῦ κ. Γού­λου. Τὸ ὅτι δὲ ἡ ἐγκα­τά­στα­σίς του εἰς Στοκ­χόλ­μην θὰ τὸν βοη­θοῦσε εἰς οἰκο­γε­νεια­κά του ζη­τή­μα­τα αὐτὸ ἀπο­τε­λεῖ βέ­βαια μί­αν πλευρὰν ἀξί­αν κά­θε συ­μπα­θεί­ας, ὄχι ὅμως ἱκανὴν νὰ ἄρῃ τὰς ἐκ τό­σων σο­βαρῶν θε­μά­των ἀντιρ­ρή­σεις.
    Θὰ μοῦ ἐπι­τρέ­ψε­τε ὅμως νὰ θέ­σω ὑπ’ ὄψιν σας καὶ τὰ ἑξῆς: πολὺ φο­βοῦμαι ὅτι ὁ διο­ρι­σμὸς αὐτὸς θ’ ἀπέ­βαι­νε εἰς βά­ρος τοῦ ἰδί­ου. Διό­τι, οὔτε θὰ ἦτο δυ­νατὸν νὰ πα­ρα­βλε­φθῇ ἡ δια­τυ­πω­θη­σο­μέ­νη ἀντί­δρα­σις τῶν κύ­κλων ποὺ μᾶς πα­ρα­χω­ροῦν τὸν Χῶρον τοῦ Γρα­φεί­ου, οὔτε καὶ ν’ ἀνα­χαι­τι­σθοῦν αἱ ὕπου­λοι ἐνέρ­γειαι ὡρι­σμέ­νων ἀτό­μων (γνω­ρί­ζε­τε ἄλλω­στε ἓν ἐξ αὐτῶν) ποὺ εἶχαν προ­σπα­θήσῃ λυσ­σωδῶς νὰ ἁλώ­σουν τὸ Γρα­φεῖον, προ­σέ­κρου­σαν δὲ καὶ αὐτὰ εἰς τὴν δι­κήν μου ἀντί­δρα­σιν. Οὐδό­λως δὲ ἀπο­κρύ­πτουν ὅτι ἀνα­μέ­νουν τὴν τυχὸν ἔλευ­σιν τοῦ κ. Γού­λου –ἐνα­ντί­ον τοῦ ὁποί­ου εἶχον στραφῇ καὶ εἰς τὸ πα­ρελ­θόν– pour prendre leur revanche[107] ὑπο­δαυ­λί­ζο­ντες, μὲ ἀφε­τη­ρί­αν τὰ ἀνα­φε­ρό­με­να εἰς τὴν προη­γου­μέ­νην ἐνταῦθα δια­μο­νήν του, πολὺ δυ­σά­ρε­στα εἰς βά­ρος του ἐπει­σό­δια.
    Εἶναι λοιπὸν σχεδὸν βέ­βαιον ὅτι πολὺ γρή­γο­ρα μετὰ τὴν ἔλευ­σιν τοῦ κ. Γού­λου, θὰ ἐδη­μιουρ­γεῖτο μία ἀτμό­σφαι­ρα ποὺ θὰ ἐπη­ρέ­α­ζε ἴσως καὶ τὴν ὅλην θέ­σιν του εἰς τὸν EΟΤ.
    Σᾶς ἀνα­φέ­ρω πά­ντα τ’ ἀνω­τέ­ρω κα­τό­πιν συ­νεν­νο­ή­σε­ως μετὰ τοῦ κ. Ἡλιά­σκου εἰς τὸν ὁποῖον καὶ θὰ στεί­λω ἀντί­γρα­φον τοῦ πα­ρό­ντος.


    11. Ο ΣΕ­ΦΕ­ΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟ

    ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.10, 1-3]

    16.6.63

    Ἀγα­πητὲ Michel

    Χί­λια εὐχα­ριστῶ γιὰ τὸ γράμ­μα σου τῆς 4ης [Ιου­νί­ου]. Λυ­ποῦμαι γιὰ τὴν κα­τά­στα­ση {{γιὰ τὴν ὁποία μοῦ γρά­φεις}} ποὺ μοῦ πε­ρι­γρά­φεις. {{Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ}} Θὰ {{ἤθε­λα}} εὐχό­μουν νὰ {{μπο­ροῦσα}} κα­τα­λά­βαι­να {{ποὺ}} δυὸ ση­μεῖα {{μὲ τρό­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­γκε­κρι­μέ­νο}} τῆς ἐπι­στολῆς σου μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη σα­φή­νεια[.] α) Γρά­φεις περὶ κα­κοῦ ἐξ Ἀθηνῶν χει­ρι­σμοῦ· εἰς τὶ συ­νί­στα­ται; Μοῦ ἐξη­γεῖς; {{Ὑπάρ­χουν νε­ό­τε­ρα;}} β) {{Ὁ ἀκό­λου­θος Τύ­που ποιὰ δρα­στη­ριό­τη­τα ἀνα­πτύσ­σει, ποὺ εἶναι}} Ποιὰ εἶναι ἡ δρα­στη­ριό­της τοῦ Ἀκό­λου­θου Τύ­που μὲ κα­τα­στρο­φικὲς συ­νέ­πειες; {{Τώ­ρα ποὺ δὲν φέ­ρω εἶμαι ἐργά­ζο­μαι στὸ Ὑπουρ­γεῖο δὲν ἔχω ἐπαφὲς ποὺ θὰ μπο­ροῦσαν στὶς ὁποί­ες θὰ μπο­ροῦσαν προ­σπά­θη νὰ μοῦ φα­νοῦν χρή­σι­μες ἐπε­ξη­γη­μα­τικῶς.
    Ποιὲς εἶναι οἱ Γιὰ τὰ ἄλλα
    Δὲν μπό­ρε­σα ἀπο­φεύ­γω νὰ ἔχω σχε­τικὲς συ­νο­μι­λί­ες[.] Εἶταν στὴν +++ ἐν μέσῃ κυ­βερ­νη­τικῇ κρίσῃ.

    Κnös
    Ἀπο­κόμ­μα­τα
    Βι­βλίο Δελφῶν}}

    Ὁ κ. Γοῦλος εἶχε ἐργα­στεῖ στὸ Λον­δί­νο στὸ γρα­φεῖο Τύ­που, ὁ κ. Κο­σμ++άλης,[108] ὁ προϊ­στά­με­νός του, μοῦ εἶχε δώ­σει καλὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴν δου­λειά του. Δὲν ξέ­ρω τὶ τὸν βα­ρύ­νει στὴ Σου­η­δία.
    Αὐτὲς τὶς μέ­ρες ἔλα­βα γράμ­μα τοῦ Κnös καθὼς καὶ τοῦ ἐκδό­τη Albert Bonniers Förlag. Τὸ βι­βλίο τῶν με­τα­φρά­σε­ών του προ­βλέ­πε­ται γιὰ τὸ ἐρχό­με­νο φθι­νό­πω­ρο.[109] Σχε­τικὰ μιὰ πα­ρά­κλη­ση· ἔχεις τὴν κα­λω­σύ­νη νὰ πεῖς νὰ μοῦ στέλ­νουν ἀπο­κόμ­μα­τα τυχὸν σου­η­δικῶν δη­μο­σιευ­μά­των ποὺ μὲ ἀφο­ροῦν[;] Στὸ ἀπό­σπα­σμα ἐπι­στολῆς Κnös ποὺ μοῦ στέλ­νεις ἀνα­φέ­ρε­ται ἡ ἐφη­με­ρί­δα Göteborgs Sjöfarts [och Handelstidning] – μαζὶ μὲ ἄλλα.
    Λυπᾶμαι γιὰ τὸν Γερ­μανὸ ἐκδό­τη – τοῦ ξα­νά-ξα­να­γρά­φω[.]
    Μαζὶ μὲ τὶς ζέ­στες ἔχου­με καὶ κυ­βερ­νη­τικὴ κρί­ση·[110] εὔχο­μαι νὰ τε­λειώ­σει γρή­γο­ρα.

                            Μὲ ἀγά­πη
                            Γ. Στ. Σεφ.


    12. Ο ΠΑ­ΠΑ­ΔΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗ

    ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
    ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
    [ΓΕΝΝ. 57.5.11, 1]

    M. PAPADOPOULOS

    Στοκ­χόλ­μη, 11 Μα­ΐ­ου 1964. [111]

    Ἀγα­πητὲ Γιῶργο,

    Λυ­ποῦμαι ἰδιαι­τέ­ρως ποὺ σ’ ἐνο­χλῶ, ἀλλ’ ἐμεῖς οἱ Ἕλλη­νες θὰ κα­τα­φέ­ρω­με τε­λικῶς de nous discréditer[112] ὡς Κρά­τος, ἀκό­μη καὶ ἐπὶ τῆς ἀπο­νομῆς τοῦ Βρα­βεί­ου Nobel.
    Ἐπειδὴ τὸ Ὑπουρ­γεῖον ἐνέ­βα­σε, τὴν τε­λευ­ταί­αν δὲ στιγμὴν (ὁπό­τε βέ­βαια… δὲν μπο­ροῦσαν ν’ ἀκυ­ρω­θοῦν αἱ ἀπο­στα­λεῖσαι προ­σκλή­σεις!) τὸ 1/2 τῶν ὅσων εἶχε ἀπὸ και­ροῦ ζη­τή­ση ὁ Βα­κα­λό­που­λος, –ἐμοῦ εὑρι­σκο­μέ­νου εἰς Ἀθή­νας– πα­ρε­μεί­να­μεν ὀφει­λέ­ται 3.346,18 κο­ρώ­νας πρὸς τὸ Grand Hôtel. Ἐπὶ τρί­μη­νον οὐδε­μία ἀπο­λύ­τως ἐλή­φθη ἀπά­ντη­σις εἰς τὸ ἔγγρα­φόν μου περὶ ἀπο­στολῆς τοῦ πο­σοῦ, κι’ ἔτσι κα­τε­λή­ξα­με νὰ ἐμφα­νι­ζό­με­θα καὶ ὡς ἀφε­ρέγ­γυοι.
    Ἠνα­γκά­σθην λοιπὸν ν’ ἀνα­λά­βω τὸ ποσὸν ἀπὸ ἕνα εἰς χεῖρας μου ὑπό­λοι­πον καὶ νὰ προβῶ εἰς ἐξό­φλη­σιν τοῦ λο­γα­ρια­σμοῦ.
    Σοῦ ἐσω­κλείω ἀντί­γρα­φον τοῦ σχε­τι­κοῦ ἐγγρά­φου καὶ σὲ πα­ρα­καλῶ πολὺ νὰ τη­λε­φω­νή­σης εἰς τὸν Δ. Παππᾶν ἢ τὸν Νι­κο­λό­που­λον[113] νὰ προ­βοῦν εἰς ἄμε­σον λο­γι­στικὴν τα­κτο­ποί­η­σιν τοῦ ζη­τή­μα­τος. Μὲ τοὺς ἄλλους δὲν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­της συ­νεν­νο­ή­σε­ως, ἄλλω­στε ἐπὶ 2 χρό­νια εἶχαν κά­νει ὅ,τι μπο­ροῦσαν πρὸς δο­λιο­φθορὰν τοῦ ὅλου ζη­τή­μα­τος.[114]

                            Μὲ ἀγά­πη
                            Δι­κός σου
                            Michel

    Α. 'Ε. Κύριον
    Γεώργιον Σεφεριάδην,
    Πρέσβυν
    Ἀθήνας.

    12.1

    [ΓΕΝΝ. 57.5.11, 2]

    AMBASSADE ROYALE DE GRÈCE

    Ἐν Στοκ­χόλμῃ τῇ 11ῇ Μα­ΐ­ου 1964.

    Ἀριθ. Πρωτ. 2140/Α/Σε­φέ­ρης

    «Δα­πά­ναι δε­ξιώ­σε­ως δι’ ἀπο­νομὴν
    Βρα­βεί­ου Nobel εἰς Σε­φέ­ρην». –

    ΠΡΟΣ
    Τὸ Β. ἐπὶ τῶν Ἐξω­τε­ρικῶν Ὑπουρ­γεῖον
    Δ/νσιν Ἀπο­δή­μου Ἑλλη­νι­σμοῦ καὶ Μορ­φω­τικῶν Σχέ­σε­ων.

            Ἡμέ­τε­ρον ἔγγρα­φον ὑπ’ ἀρ. 2039/Α, ἀπὸ 10.2.1964. –

    Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ γνω­ρί­σω ὑμῖν ὅτι τοῦ Grand Hôtel ἐπα­νελ­θό­ντος ἐπα­νει­λημ­μέ­νως ἐπὶ τῆς ἐξο­φλή­σε­ως τοῦ ὑπο­λοί­που τῶν ὀφει­λο­μέ­νων διὰ τὴν δε­ξί­ω­σιν Σε­φέ­ρη, ἠνα­γκά­σθην πλέ­ον νὰ προβῶ εἰς τὴν ἐξό­φλη­σιν τού­των ἐκ τοῦ ἀνὰ χεῖρας μου ὑπο­λοί­που τῶν Προ­ξε­νικῶν εἰσπρά­ξε­ων 1963.
    Ὑπο­βάλ­λων ὑμῖν συ­νημ­μέ­νως κα­τά­στα­σιν εἰς δι­πλοῦν, μετὰ τῶν σχε­τικῶν δι­καιο­λο­γη­τικῶν, δι’ ἁπά­σας τὰς εἰς τὴν δε­ξί­ω­σιν Σε­φέ­ρη ἀνα­φε­ρο­μέ­νας δα­πά­νας, πα­ρα­καλῶ ὅπως, εὐαρε­στού­με­νοι, προβῆτε εἰς τα­κτο­ποί­η­σιν τῆς τοιού­της ἐπὶ πλέ­ον τοῦ ἐμβα­σθέ­ντος ἡμῖν πο­σοῦ, ἐκ Κο­ρωνῶν Σου­η­δί­ας 3.346,18 κα­τα­βολῆς.

                            Εὐπει­θέ­στα­τος
                            Ὁ Πρέ­σβυς

                            Μ. Ι. Πα­πα­δό­που­λος

    ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ:
    Δ/σιν Ἐκκαθαρίσεως Δαπανῶν. –

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: