Περιδινούμενοι στις χώρες του Ισίδωρου Ζουργού

Περιδινούμενοι στις χώρες του Ισίδωρου Ζουργού

Έχει την ικα­νό­τη­τα να στρο­βι­λί­ζε­ται. Έχει την ικα­νό­τη­τα να μας στρο­βι­λί­ζει.
Εί­τε το αντέ­χεις εί­τε όχι, έχει βαλ­θεί να πά­ει τα πά­νω-κά­τω στη συλ­λο­γι­κή Ιστο­ρία και εκεί να αφή­σει απο­κόμ­μα­τα της ιδιω­τι­κής μνή­μης, να ανα­σύ­ρει το εσώ­τα­το μέ­σα από έναν στρό­βι­λο. Έχει βαλ­θεί να ξε­σκο­νί­σει τα ρά­φια. Να κρα­τή­σει έναν πορ­το­λά­νο και να πά­ρει τους ανέ­μους στο κα­τό­πι.

Ο Ισί­δω­ρος Ζουρ­γός όσο εύ­κο­λα δί­νει την εντύ­πω­ση ότι δια­βά­ζε­ται ―ως μυ­θι­στό­ρη­μα που έχει την εκ­κί­νη­σή του σε μια ή σε πολ­λές ιστο­ρι­κές δί­νες― τό­σο εύ­κο­λα τον στα­μα­τάς, να πά­ρεις την παύ­ση της ανά­γνω­σης, να μη ζα­λι­στείς από τό­πους και αν­θρώ­πους και αρα­δια­σμέ­νες λε­πτο­μέ­ρειες που έχει πρω­τύ­τε­ρα σκά­ψει πο­λύ για να τις ανα­σύ­ρει από τη λή­θη. Με μια αγω­νία εσώ­τα­τη δι­κή του, μην τύ­χει και απο­λέ­σει κά­ποια από αυ­τές, μην τύ­χει και δε ζω­ντα­νέ­ψει, όπως αρ­μό­ζει, η στιγ­μή.
Η ζω­ντά­νια της στιγ­μής και μου έρ­χε­ται ένα ποί­η­μα της εξαι­ρε­τι­κής, αφα­νούς ποι­ή­τριας, Αν­θής Λε­ού­ση. (Αν­θή Λε­ού­ση, «Η Άτε­χνη», Λά­ζα­ρος, Με­λά­νι 2015, σ. 91). Το πα­ρα­θέ­τω τώ­ρα στην αρ­χή, για­τί πά­ει γά­ντι σε ό,τι θα πω

Η πλού­σια τέ­χνη της πε­ζο­γρα­φί­α­ςερ­γά­ζε­ται στην ήπια μνή­μη –αυ­το­λε­ξεί–
και πώς η ζωή θα ανα­πλη­ρώ­νε­ται
και πώς χορ­ταί­νε­ται η πεί­να για αν­θρώ­πι­να πράγ­μα­τα –
για επα­νά­λη­ψη των πρά­ξε­ων αέ­ναη – χε­ριών αν­θρώ­πων

Η ανά­γνω­ση λοι­πόν του Ζουρ­γού δεν εί­ναι απλώς ένα τα­ξί­δι με προ­ο­ρι­σμούς πολ­λούς εκ προ­οι­μί­ου, φα­νε­ρούς και λαν­θά­νο­ντες, που θέ­λεις χρό­νο να τους αφο­μοιώ­σεις, να νιώ­σεις το απο­τύ­πω­μά τους πά­νω σου, να βυ­θι­στείς και εσύ. Η ανά­γνω­ση του Ζουρ­γού και οι «Χώ­ρες»εί­ναι αυ­τό το τε­λευ­ταίο. Μια κα­τα­βύ­θι­ση άνευ ορί­ων στο πα­ρελ­θόν. Σε αυ­τή τη χο­ά­νη.

Άν­θρω­ποι, άγνω­στοι που γί­νο­νται ήρω­ές του, αλ­λά και γνω­στοί, που τους κα­τε­βά­ζει από το βά­θρο της ιστο­ρι­κής στιγ­μής και τους εκ­πέ­μπει σε μια κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα και την ίδια ώρα τους κρί­νει, όπως ο ίδιος τους βλέ­πει με­τά το πέ­ρα­σμα της ιστο­ρι­κής στιγ­μής. Τους φέρ­νει στο προ­σκή­νιο, τους φω­τί­ζει με μια λά­μπα θυ­έλ­λης, τους αφή­νει έπει­τα να επι­στρέ­ψουν, εκεί στον τό­πο της σιω­πής, όπου ορι­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα ανή­κουν.
Η πε­ρί­πτω­σή του δεν εί­ναι μο­να­δι­κή. Αφού έχει απο­φα­σί­σει ―έως νε­ω­τέ­ρας― να ζω­ντα­νεύ­ει τό­πους και αν­θρώ­πους και στιγ­μές συλ­λο­γι­κές, κομ­βι­κές οπωσ­δή­πο­τε.
Ο τρό­πος του όμως, εί­ναι οπωσ­δή­πο­τε μο­να­δι­κός. Εί­τε σε συ­νε­παίρ­νει εί­τε όχι, ανα­γνω­ρί­ζε­ται.
Ως σκα­πα­νέ­ας, αρ­χαιο­λό­γος, πα­λαιο­πώ­λης ή και δύ­της σκά­βει προς τις λε­πτο­μέ­ρειες, με τρό­πο εξο­νυ­χι­στι­κό, κά­νει focus στο απο­λε­σθέν, το ελά­χι­στο, το ελά­χι­στα γνω­στό.
Σα να πε­ρι­η­γεί­σαι κα­τά την ανά­γνω­ση σε ένα μου­σείο μνή­μης, ζω­ντα­νό, όπως μια φω­το­γρα­φία, όταν αυ­τή ζω­ντα­νεύ­ει κι ακού­γο­νται ήχοι από άμα­ξες και φω­νές από λι­μά­νια, αχθο­φό­ροι, υπη­ρέ­τριες, σα­λό­νια, η πλα­τεία Ομο­νοί­ας, η λε­ω­φό­ρος των Εξο­χών, η Ψα­θού­ρα, οι μυ­ρω­διές, ήχοι από κύ­μα­τα που σκά­νε σε φά­ρους, ορυ­μα­γδοί από κύ­μα­τα που σκά­νε πά­νω σε αν­θρώ­πους.

Η φω­το­γρα­φία ζω­ντα­νεύ­ει.
Η Θεσ­σα­λο­νί­κη του 1900 ―και λί­γο πριν― ζω­ντα­νεύ­ει. Η Αθή­να το ίδιο.
Οι Νέ­ες και οι Πα­λιές Χώ­ρες. Το πλά­νο πιά­νει όλο τον χάρ­τη. Και τα νη­σιά.

Με το πέ­ρα­σμα αυ­τού του αιώ­να και μέ­σα από την κα­τα­βύ­θι­σή του δια­πι­στώ­νεις την ομοιό­τη­τα με το σή­με­ρα, σαν τί­πο­τα να μην έχει αλ­λά­ξει. Σα να έχει εμπο­τι­στεί η ση­με­ρι­νή Αθή­να με εκεί­νη την πα­λιά. Σαν να συμ­βαί­νει το ίδιο με τη Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Οι ήρω­ες του ―και στα άλ­λα βι­βλία του― δεν εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­νοι. Συμ­βα­δί­ζουν με συ­νη­θι­σμέ­νους αν­θρώ­πους, όμως οι ίδιοι εί­ναι ξε­χω­ρι­στοί, πολ­λές φο­ρές ιδιόρ­ρυθ­μοι, ακα­τα­νό­η­τοι, άστε­γοι. Ασκε­πείς.
Δε χω­ρά­νε εύ­κο­λα που­θε­νά. Δεν εί­ναι ο μέ­σος όρος. Έχουν όμως στοι­χεία αυ­τού του κοι­νού αν­θρώ­που. Δεν μπο­ρείς εύ­κο­λα να πεις αν συ­μπα­θιού­νται ή αν συ­νε­χί­ζουν ασκε­πείς την πο­ρεία τους στη λο­γο­τε­χνι­κή αρά­δα της πα­γκό­σμιας μυ­θο­πλα­σί­ας.
Σί­γου­ρα όμως ζω­ντα­νεύ­ουν. Και κά­ποιες φο­ρές ίσως και να σου κρα­τούν πραγ­μα­τι­κά συ­ντρο­φιά, τη στιγ­μή που ανα­ζη­τάς την επό­με­νη σε­λί­δα, να δεις πού και πώς θα τους συ­να­ντή­σεις ξα­νά.
Στις «Πα­λιές και Νέ­ες Χώ­ρες» η λέ­ξη «μνή­μη» επι­στρέ­φει, όπως και η λέ­ξη «κου­βά­ρι», όπως και η ίδια η «γρα­φή». Άλ­λω­στε, από ένα τέ­χνα­σμα, τέ­χνα­σμα της μνή­μης, πα­σχί­ζει η ηρω­ί­δα, Λεύ­κα, να ασπρί­σει ό,τι μαύ­ρι­σε από τον και­ρό, τη φθο­ρά, τις κα­κο­το­πιές, το μπέρ­δε­μα του κου­βα­ριού.
Η Λεύ­κα, μια «γυ­ναί­κα άγαλ­μα», που ανοί­γει τα κι­τά­πια της με­τά θά­να­τον του Μι­χα­ήλ.
Ο Μι­χα­ήλ, «ένας απ’ τους πολ­λούς τα­πει­νούς αυ­τού του κό­σμου», ένας αθώ­ος, σπλα­χνι­κός, ένας αμο­ντά­ρι­στος, ανέ­ντα­χτος, «ένας άντρας με σκα­λι­σμέ­νο το οι­κό­ση­μο της μο­να­ξιάς στο κού­τε­λο», ένας απρο­σάρ­μο­στος εν τέ­λει.
Συ­να­ντιού­νται εν αρ­χή. Συ­νο­δοι­πο­ρούν όσο πα­ρα­μέ­νουν έν­θε­οι της συ­νά­ντη­σής τους. Αγνοί. Λευ­κο­φο­ρε­μέ­νοι. Ανα­ρω­τιού­νται, όσο εί­ναι κο­ντά, όσο ακό­μα τα βή­μα­τά τους πε­ρι­πλέ­κο­νται μέ­σα σε ένα έρη­μο νη­σί, και φω­λιές που­λιών «Εμείς, πες μου, σε ποιο μέ­ρος του κό­σμου θα κουρ­νιά­σου­με;». Το ερώ­τη­μα με­τε­ω­ρί­ζε­ται ως να προ­σγειω­θεί. Οι κό­μποι λύ­νο­νται για λί­γο, για να δε­θούν στην πο­ρεία πιο σφι­χτά. Χά­νο­νται.
Χά­νο­νται γρή­γο­ρα, δεν λο­γα­ριά­ζουν σω­στά, δεν ξέ­ρουν ίσως πώς να κρα­τή­σουν το ανέλ­πι­στο δώ­ρο που έπε­σε στα χέ­ρια τους.
Πε­ρι­φέ­ρουν τη μοί­ρα τους με­τα­ξύ Αθή­νας, Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ερ­μού­πο­λης και ενός απει­ρο­ε­λά­χι­στου νη­σιού, φά­ρος Ψα­θού­ρα, βό­ρειες Σπο­ρά­δες,
Ως εκεί. Εξαϋ­λώ­νο­νται, με­ταλ­λάσ­σο­νται, πα­ρα­μέ­νουν οι ίδιοι. Δε συ­να­ντιού­νται τε­λι­κά.

Για­τί συ­νά­ντη­ση ίσως και να ση­μαί­νει με αλ­λά­ζεις. Ίσως και να ση­μαί­νει σε αλ­λά­ζω. Ίσως δη­μιουρ­γεί­ται ένας τό­πος όπου οι δυο ανα­πνέ­ουν μα­ζί. Με τον ίδιο τρό­πο.
Κά­πως έτσι τα νε­ρά θο­λώ­νουν και οι ήρω­ες στέ­κο­νται αρό­δο, όταν ο ένας εί­ναι λι­μά­νι για τον άλ­λον, λι­μά­νι που δεν το έχει εν τέ­λει απο­φα­σί­σει ή που ο βα­θύ­τε­ρος εαυ­τός του δεν του επι­τρέ­πει να το φτά­σει. «Όμως η θυ­σία», μι­λά κά­που η Λεύ­κα, «δεν εί­ναι σαν το κο­λύ­μπι, εί­ναι το αντί­θε­το της ελευ­θε­ρί­ας, μα­θαί­νε­ται με κό­πους και βά­σα­να, εί­ναι η πιο δύ­σκο­λη τέ­χνη». Η τέ­χνη τού να αφου­γκρά­ζε­σαι τους κρα­δα­σμούς, την αύ­ρα του άλ­λου.
Και κά­που αλ­λού, η Λεύ­κα πά­λι, αφού αυ­τή έχει τα ηνία της αφή­γη­σης, κα­τα­θέ­τει στα ανε­πί­δο­τα εκεί­να απο­στάγ­μα­τα που κα­τα­ντούν ανώ­φε­λα, αφού δεν έχουν πρω­τύ­τε­ρα συ­νει­δη­το­ποι­η­θεί, τη βα­θιά ου­σία της χοϊ­κής μο­νεμ­βα­σί­ας:

«Εί­μα­στε κι εμείς όστρα­κα, Μι­χα­ήλ, και οι κά­μα­ρες των σπι­τιών τα κε­λύ­φη μας. Ζού­με εκεί μέ­σα χρό­νια, βγαί­νου­με, περ­πα­τά­με, δου­λεύ­ου­με, τρώ­με, κι ύστε­ρα πά­λι επι­στρο­φή, για να σφα­λί­σου­με τα νυ­σταγ­μέ­να μά­τια μας στους τέσ­σε­ρις τοί­χους. Εί­μα­στε στρεί­δια ευ­κί­νη­τα, η σάρ­κα μας βγαί­νει έξω στον βυ­θό του κό­σμου κι επι­στρέ­φει. Σ’ όλη μας τη ζωή ανοι­γο­κλεί­νου­με, φυ­λα­γό­μα­στε την κά­θε στιγ­μή κι έχου­με όνει­ρο να γεν­νή­σου­με το μαρ­γα­ρι­τά­ρι»

Με αυ­τές τις σκέ­ψεις αφή­νε­ται η αφή­γη­ση να υπάρ­ξει, ένας μο­νό­λο­γος ανε­πί­δο­τος, όπου η γρα­φή γί­νε­ται για μια ακό­μα φο­ρά ψευ­δαί­σθη­ση πα­ρου­σί­ας:

«Θεσ­σα­λο­νί­κη, Δε­κέμ­βριος 1911
Κρα­τάω στο χέ­ρι την πέ­να και μ’ αυ­τήν ξύ­νω τη σε­λί­δα. Το χαρ­τί εί­ναι η φλού­δα της μνή­μης, η πέ­να το ξύ­νει και φα­νε­ρώ­νει τον καρ­πό. Εκεί­νη μα­τώ­νει κι αφή­νει το με­λά­νι να κυ­λή­σει, το ίχνος της μνή­μης.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: