«…μη χρησιμοποιείς τα αισθήματά μου σαν κέρματα»

«…μη χρησιμοποιείς τα αισθήματά μου σαν κέρματα»

Φαίνεται ότι ζούμε επειδή ξεχνούμε, κι ότι υπάρχει μέσα μας επιθυμία λήθης. Αυτό, μας κάνει να μισούμε όσους δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε. Ιδίως τα δυσάρεστα γεγονότα στα οποία συμμετείχαμε από ανάγκη κι όχι πραγματική επιθυμία.
Ισχύει για όλους, για όσους χειρίζονται εξουσίες, αλλά κι εκείνους που προτείνουν αξίες, τους επιστήμονες. Μέχρι το 1900, οι φυσικοί, για παράδειγμα, παρατηρούσαν τους κόκκους της γύρης που έριχναν σε ένα ποτήρι με νερό να χορεύουν σε ρυθμούς που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν και ξεχνούσαν ότι υπήρχε στο ποτήρι και κάτι άλλο. Πολλοί, των δογμάτων κυρίως, επέμεναν πως κουνάει τη γύρη η vis vitalis, η θεϊκή δύναμη της ζωής. Ήταν ανεπαρκής εξήγηση.
Το απέδειξε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν το 1905. Ο Αϊνστάιν ΔΕΝ ξέχασε πως εκτός από τα μόρια της γύρης υπάρχουν στο ποτήρι τα αόρατα μόρια του νερού που χτυπούν αενάως τη γύρη και προκαλούν το φαινόμενο, την κίνηση Μπράουν, όπως ονομάστηκε.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος ήταν ένας από αυτούς που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν όσα είδαν κι έζησαν στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, και στην εναγώνια προσπάθεια των Ελλήνων, να υπάρξουμε ξανά ως κρατική οντότητα.
Ο Ηλίας δεν μπορούσε να ξεχάσει όσα έκαμαν Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Τη μικρή μελέτη του «πτώματα, πτώματα, πτώματα», σχεδόν δεν θέλει να τη διαβάσει κάποιος, επειδή αναδίδει τη φρίκη εκείνων που περιγράψαμε.
Ένα δεύτερο: Ξέρουμε ότι οι ζωγράφοι έχουν το χάρισμα να βλέπουν ανεπαίσθητες σκιές, ιδιαίτερες αποχρώσεις εκεί όπου το μάτι μας βλέπει γενικώς ένα αντικείμενο, ένα πρόσωπο.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος ήταν ζωγράφος του ελληνικού κοινωνικού ιστού, είδε και τις λάμψεις και τις σκιές του. Μάζεψε τη λάσπη και τα άνθη της συμπεριφοράς μας, πρωτογενές υλικό για τον τρόπο που εκφράζουμε τη χαρά και τη λύπη, τον τρόπο που βγάζουμε το ψωμάκι μας, πώς το τρώμε και πώς αντιδρούμε στα ορμέμφυτά μας.
Συγκέντρωσε τόσα πολλά για τα ρεμπέτικα τραγούδια, που θα τον κλέβουν γενιές και γενιές αθόρυβα. Στις επίμονες εκκλήσεις των φίλων του, να μη βιάζεται να παρουσιάζει το υλικό που συγκέντρωνε, απαντούσε, ότι ακόμη κι αν κάνει λάθος, κάποτε θα βρεθεί ο ερευνητής που θα το αξιοποιήσει σωστά και θα το τοποθετήσει στην επιστημονική του βάση.
Έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία. Έσπασε την κρούστα της υποκριτικής κοινωνίας με τον τρόπο της ίδιας της υποκρισίας της, δηλαδή άγρια και βάναυσα.
Δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Το πλήρωσε, έκατσε φυλακή. Κάθε κοινωνία, βέβαια, οφείλει να πολεμά εκείνον που σηκώνει σπάθα εναντίον της. Όχι όμως εκείνον που σηκώνει πένα.
Από αυτή την άποψη, ο Ηλίας ήταν γενναίος σαν Έλληνας, για να παραφράσω ένα στίχο του Εγγονόπουλου.
Ο Ηλίας δεν ήθελε να σκεπάσει η σκόνη του χρόνου κομμάτια της ελληνικής πραγματικότητας που πολλοί θεωρούν ασήμαντα ή και επιθυμούν την ταφή τους επειδή αναδεικνύουν τα πρωτόγονα ένστικτά μας.
Στα βιβλία του, «στόλιζε» με ανεπίτρεπτα επίθετα, δίκαια τις περισσότερες ή και άδικα άλλες, πρόσωπα της δημόσιας ζωής, θεσμούς, καθηγητές πανεπιστημίων, διανοούμενους ή και συγγραφείς με τις απόψεις των οποίων διαφωνούσε ή τις θεωρούσε ψευδείς.
Πίστευε στον απύλωτο λόγο ως στοιχειώδη και πρώτη επαναστατική πράξη εναντίον κατεστημένων αξιών και προσώπων που τις στηρίζουν. Αισθανόταν δημόσιος τιμωρός. Και δεν δεχόταν κριτική. Τα έβαζε με όλους και με όλα. Παράλληλα, ήταν αξεπέραστος τεχνίτης στα κείμενά του, ιδίως τα ερωτικά: πρωτότυπα, σκληρά, απροσδόκητα και τρυφερά μαζί.
Ήταν όμως προσηνής με τους ανθρώπους του μόχθου, της καθημερινότητας, της υπόγειας ζωής, τις περιθωριακές ομάδες κάθε είδους. Και σέβονταν τους τρόπους με τους οποίους εξέφραζαν τα συναισθήματά τους.
Ο Ηλίας περιέγραψε τους κλέφτες ως επαγγελματίες που βγάζουν το ψωμάκι τους, όπως έκανε κι ο Μάριο Πούτζο στον Νονό για να μπορέσει να μάθει από τους ίδιους τα τερτίπια της δουλειάς.
Ωστόσο όταν ο Πετρόπουλος ήρθε ο ίδιος αντιμέτωπος με την κλοπή, ξέχασε εκείνα που έγραφε. Στο Άμστερνταμ, κάποτε, του βούτηξαν το πορτοφόλι και ξεσήκωσε τον κόσμο. Έβριζε, ήθελε αστυνομίες κ.λπ. Η παρέα του τού επισήμανε ότι εφόσον έγραψε Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη, τους εκπαίδευσε ο ίδιος να είναι τέλειοι, άρα δεν έπρεπε να φωνάζει. Δεν ησύχασε, συνέχισε να ψάχνει τον κλέφτη μέσω των Αρχών που περιφρονούσε. Αυτή ήταν η πελώρια αντίφασή του.

Ζούμε μέσα στην οργανωμένη κοινωνία, και οι σκεπτόμενοι σεβόμαστε τους κανόνες της. Ο Ηλίας, δεν το έβλεπε έτσι. Ήταν σαν μικρό παιδί. Απορούσε συνεχώς για τον κόσμο των μικρών καθημερινών πραγμάτων που στα μάτια του γίνονταν μέγας.
Κάποτε, έπεσε στα χέρια του το οκτάτομο έργο Βυζαντινών βίος και πολιτισμός του καθηγητή Φαίδωνα Κουκουλέ. Το τελευταίο κεφάλαιό του, 40 σελίδες, έχει τίτλο «Τα ού φωνητά των Βυζαντινών», αυτά δηλαδή που γίνονται αλλά δεν λέγονται: παιδοφθορήσεις, αρσενοκοίτηδες, βινηθέντες που δεν επιτρέπονταν να γίνουν ιερείς, αιδοιολείκτες κ.λπ.
Έτσι άρχισε να ερευνά τη σχετική σημερινή πραγματικότητα, κι έφτιαξε το γλωσσικό μόρφωμα «Καλιαρντά». Πέρασε νύχτες και νύχτες στα στέκια αυτής της κοινωνικής ομάδας, με το μπλοκάκι στο χέρι, κι έγραφε την ιδιότυπη διάλεκτο που είχαν εφεύρει και υιοθετήσει για τις μεταξύ τους συνομιλίες.
Δεν τον ενδιέφερε όμως μόνο αυτή η κλειστή ομάδα. Στη φυλακή δούλεψε με τους φυλακισμένους: πώς μιλούσαν, τα εργόχειρά τους, πώς λειτουργούσε το σύστημά τους.
Τον συγκινούσε, επίσης, το γλωσσικό μόρφωμα των πετράδων της Ηπείρου, εκείνων που έφτιαξαν τα αθάνατα γεφύρια.
Επίσης το γλωσσικό μόρφωμα που είχαν αναπτύξει διάφορα μαστόρια μεταξύ τους και με τους καλφάδες. Ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε τι εννοώ: Οι πρώτες πετρελαιομηχανές που παρήγαγαν ηλεκτρικό ρεύμα χαλούσαν συχνά. Ο μηχανικός που φώναζαν να τη φτιάξει, είχε μια τεράστια μαύρη μουσαμαδιά, έμπαινε ο ίδιος αποκάτω με ένα φακό, μέσα κι η μηχανή, μέσα και ο κάλφας που είχε επιλέξει να τον διαδεχτεί. Οι γύρω, δεν έβλεπαν τι κάνει, αλλά άκουγαν τη συνομιλία του μάστορα με τον κάλφα που ήταν βέβαια συνθηματική. Τέτοια συμβάντα της μικρής, της πραγματικής ιστορίας των ανθρώπων, συγκινούσαν τον Ηλία.

Με τα ρεμπέτικα ήρθε σε επαφή από την μανία του πατέρα του που άκουγε ιεροκρυφίως τραγούδια των τεκέδων σε γραμμόφωνο. Ο Ηλίας δεν τα είδε ως διδακτορική διατριβή. Βίωνε τα συναισθήματα των ανθρώπων που τα τραγουδούσαν: τις συνθήκες, τη φτώχεια, τον έρωτα, την απουσία των ανθρώπων που χάθηκαν, τις κοινωνίες ξεριζωμένων Μικρασιατών Ελλήνων.
Μέσα στα Μεγάλα ρεμπέτικα υπάρχει ένα κείμενο του που έχει τίτλο «Λόγος επικήδειος». Εννοεί, υποτίθεται, τα ρεμπέτικα που δεν παράγονται πια αυθεντικά, αφού άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες. Στην ουσία μιλά για το συναισθηματικό ναυάγιο της προσωπικής του ζωής, έναν απελπισμένο έρωτά του. Τα ρεμπέτικα ήταν το πρόσχημα.
Θα παραθέσω δυο αποσπάσματα από αυτό, επειδή διεκδικούν θέση στο πρυτανείο της συγκίνησης. Είναι στομφώδη κι υπερβολικά αλλά ανήκουν στον ελληνικό τρόπο έκφρασης από την αρχαιότητα, στην τραγωδία. Σε αυτήν, ο ακραίος πόνος, η συμπεριφορά της απελπισίας, μας κάνει όλους αδέλφια.
Γράφει ο Ηλίας, για τα ρεμπέτικα υποτίθεται, αλλά απευθύνεται στη γυναίκα που περιμένει:

«Αργείς, η ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τα βράδια ολομόναχος, κατάμονος στο καμαράκι που ξέρεις, κι όλο σκέφτομαι περί της αδυσωπήτου φθοράς των αισθημάτων»

Και παρακάτω: «Ο έρως είναι γλυκόπικρος εφιάλτης, σάβανο των ζωντανών, φονεύς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπός πουλιών, ελευθερωτής. Τέτοιους έρωτες ψάλλουν τ’ αδέλφια μου, οι έσχατοι ρεμπέτες».
Μετά τα Ρεμπέτικα, άνοιξε ο δρόμος. Ο Ηλίας μάζεψε πολλά για τον καφέ, τη φασουλάδα, τα μουστάκια, τα μπαστούνια των παραθεριστών, τις ψείρες, τη λάσπη των χωματένιων δρόμων, τα μαγκάλια, τα στέκια του πληρωμένου έρωτα, έγραψε Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη, τον Τούρκικο καφέ εν Ελλάδι, για τις καρέκλες και τα σκαμνιά, το βιβλίο Yπόκοσμος και καραγκιόζης, για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, για τα στολισμένα οχήματα, για τα κιόσκια κι ένα σωρό άλλα για τα οποία μπορεί να αδιαφορεί ή να διαφωνεί κάποιος, αλλά οφείλει να εκτιμά εκείνον που μάζεψε το λαογραφικό υλικό του άστεος, όπως το έλεγε.

Ο Ηλίας ήταν ο δάσκαλος που έπρεπε να ακούσεις και να μη συμφωνήσεις μαζί του, αλλιώς σε τρέλαινε. Ήταν εργαστήριο σκέψεων. Όπως κι ο Πεντζίκης για τον οποίο έγραψε ένα σημαντικό βιβλιαράκι. Από αυτό, κάθε τόσο κάποιοι ξεσηκώνουν αποσπάσματα και τη μνημειώδη φωτογραφία στην είσοδο του φαρμακείου Πεντζίκη.
Ο Ηλίας σε προκαλούσε να φύγεις από τη νωθρότητα της σκέψης, να ορμήσεις στην οργή. Δύσκολο. Αν δεν έχεις την κατάλληλη ψυχολογία, είναι καταστροφικό. Σε κάποιους καλλιτέχνες βέβαια, ιστορικά, η οργή ήταν παραγωγική.

Υπάρχουν βιβλία που διδάσκουν πώς γράφεται το τάδε ή το δείνα είδος λόγου. Κανένα δεν αναλύει το γιατί γράφουμε με τόση μανία. Ο Φρόιντ, υποψιάστηκε μια ποιότητα του σκοταδιού. Μόνο. Το έργο τέχνης είναι επιφαινόμενο της σωματικής υπόστασης του καλλιτέχνη. Δεν είναι ο καλλιτέχνης. Αυτό που είπα, είναι σπόντα για όσους βλέπουν τις ζωές καλλιτεχνών πίσω από τα έργα. Πρέπει να τα διαχωρίζουμε.

Ας πάρουμε το νήμα από την αρχή. Ο Ηλίας βρέθηκε παιδάκι 6 χρονών, το 1934, στη Θεσσαλονίκη, γνώρισε τη φτωχομάνα που είχε μια μεγάλη εγκατεστημένη εβραϊκή κοινότητα κι έναν μικρασιατικό ελληνισμό που αγωνίζονταν να επιβιώσουν.
Διαμορφώθηκε από έφηβος με σταθερές απόψεις που έγιναν η μοίρα του. Αενάως αγωνιζόταν να τις υλοποιήσει. Δεν υπήρχε γι’ αυτόν η έννοια του σωστού ή του λάθους. Ούτε η επιστημονική μέθοδος. Δεν κουβέντιαζε, ανακοίνωνε τις θέσεις του.
Ο ποιητής και μεταφραστής του Τζον Τέιλορ, σχηματοποίησε τον ψυχισμό του. Έγραψε ότι ο Ηλίας ήταν σκληρός από τρυφερότητα.
Οι φίλοι του, το ξέραμε. Κρατούσαμε την τρυφερότητα και του συγχωρούσαμε την επιλήψιμη συμπεριφορά. Ξέραμε ότι πίστευε πως πολλά φρέναραν την πορεία της ελληνικής κοινωνίας κι ήθελε να τα διορθώσει.

Στα βιβλία του μίλησε για πρόσωπα και πράγματα που άλλοι, ηθελημένα ή αθέλητα αγνοούσαν, περιφρονούσαν ή και φοβούνταν. Ο Ηλίας, με κάθε έκδοση βιβλίου του, ερχόταν αντιμέτωπος με τον νόμο και με το μέρος της κοινωνίας που διεκδικεί αταραξία κι αιωνιότητα.
Έλεγε παντού πως αντλεί τα λαογραφικά θέματά του από τις μνήμες του. Ήταν όμως ευρηματικός, πρωτότυπος συγγραφέας. Έπαιζε την τέχνη του απροσδόκητου στα δάχτυλα.
Ένα δείγμα. Γράφει: "Σβήνω (αχ, σβήνω) όταν εσύ χρησιμοποιείς τα αισθήματά μου σαν κέρματα…”.
Δηλαδή είναι και παραπονιάρης με τα "Σβήνω (αχ, σβήνω)… ”, και μειώνει ο ίδιος τον εαυτό του με μια άχαρη παρομοίωση. Γιατί χαρακτηρίζει τα αισθήματά του με κέρματα; Έλα όμως που αυτή η φράση συγκινεί;

Κάπου αλλού γράφει: “Θα σε γκρεμίσω με δάκρυα, ζοφερή πολυαγαπημένη".
Και κλαίει, και απειλεί το αντικείμενο του πόθου του πως θα το γκρεμίσει.
Τη χαρακτηρίζει επίσης και “ζοφερή” (κατασκότεινη) και “πολυαγαπημένη”. Πώς γίνεται;
Η “πολυαγαπημένη”, αφού είναι πολύ αγαπημένη, περιμένει κανείς πως θα είναι φως, όχι σκοτάδι.
Όμως αυτή η κορυφαία αντίφαση του λόγου του, που έχει άρωμα απελπισίας, όπως είπαμε, ανεβάζει τη συγκίνηση του αναγνώστη στα ύψη.
Ένα άλλο: Ο Ηλίας χρησιμοποιούσε συχνά τη “συνοπτική φράση-φρούριο”, ένα είδος ρητού των αρχαίων:
Μετανοούν όσοι διστάζουν πριν”, “Έρως και θάνατος”, “Κυρά και δούλα”, “Τα κοινά λόγια είναι μεγάλα λόγια”, “Άπαντα κατατείνουν στον έρωτα και στην Ελλάδα”, “Οι ολόγυμνες δεν έχουν ονόματα ή, τα φυλάγουν μυστικά”.

Κι αυτά λέει για τη ζωγραφική του Μόραλη και την ποίηση του Ελύτη. Τι εννοούσε; Αυτό είναι το αίνιγμα της τέχνης και η τέχνη του αινίγματος, όπως το περιέγραψε σε μελέτημά του ο Κώστας Αξελός.
Κάπου αλλού υιοθετεί την καρκινική γραφή:
                «Όπου τελειώνει ο έρως αρχίζει η συγκατάβαση τελειώνει όπου».
Επίσης δουλεύει πολύ με την έμφαση που κομίζει η επανάληψη: «Αγνοώ πού ανήκω πού».
Αλλού ισχυρίζεται πως θα μας ενημερώσει για μια «προπαίδεια με τρίλεκτα». Ακούστε μερικά:
                         «Πρώτος έρως βάπτισις», «Σώμα ιερά ναυς», «Έρως χρήμα ποιητού», «Δόξα νοθεία θανάτου».
Έχει ένα που φαλτσάρει από το αρχαίο «Χρόνου φείδου». Ο Ηλίας γράφει: «Χρόνος όφις όφεων».
Όπως είναι φανερό, δεν μπορείς να τον αγνοήσεις. Είναι βλαστός τέχνης. Κι η τέχνη δεν εξηγείται. Ανήκει στους συνωμότες που την αισθάνονται.
Είχε και σχεδιαστική δεξιότητα, αν και δεν παρουσίασε ποτέ κάτι ως έργο ζωγραφικής. Σχεδίασε όμως αντικείμενα που είδε στη φυλακή, στα νεκροταφεία κι όπου αλλού δεν μπορούσε να έχει φωτογραφία ή είχε αλλά διάλεγε το σχέδιο. Ίσως έκανε αυτό που κάνουν οι αρχαιολόγοι: σε κάθε ανασκαφή, ενώ έχουν χιλιάδες φωτογραφίες εύκολα κι από κάθε γωνία, αναθέτουν σε σχεδιαστή, συνήθως επιδέξιο αρχιτέκτονα, να σχεδιάσει τα ευρήματα. Η γραμμή σε ένα σχέδιο είναι επιλογή για το μέρος ή και τη σχέση μερών που πρέπει να επισημανθούν. Το ήξερε και το ασκούσε τέλεια με μαύρο μαρκαδόρο. Με πιο λεπτό, έγραφε και τα γράμματα που έστελνε σε φίλους, τα οποία συχνά διακοσμούσε με “νόστιμα” κοψίδια από περιοδικά, τσοντέ στιλ, εννοείται.

Ο Ηλίας ανάλυσε εμπνευσμένα, δεύτερος μετά τον Πάνο Θασίτη, το Άξιον Εστί, κι έφτιαξε επίσης ένα σπουδαίο βιβλίο για το έργο των Ελύτη, Μόραλη, Τσαρούχη.
«Πορεύου εν άκρα σιγή προς τη γαλήνη, Ιωάννη Μόραλη, των ηδονών εφιάλτη», γράφει σε αυτό.

Μίλησε εύστοχα επίσης για ένα θέμα που καίει, το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Ελύτη.
Μια μέρα τον ρώτησα για το όνομα Ουρανία που υπάρχει στη φράση του: “Ουρανία, έρωτά μου, καμπάνα χρυσή”.
Μου είπε:
― Θα μπορούσα να γράψω “Στελίτσα, έρωτά μου, καμπάνα χρυσή”, αλλά θα ήταν ασήμαντο. Η “Ουρανία” έχει μέγεθος. Μαζί με τη χρυσή καμπάνα που στέλνει τον ήχο στα πέρατα, κάνουν τον πόνο εκείνων που έχασαν τον ανθυπολοχαγό απέραντο, μεγαλειώδη.
Κι ενώ δεν έδειχνε να έχει καμιά σχέση με τα ζώα, ένα πρωί που τον ρώτησα στο Παρίσι, «που θα με ξεναγήσεις σήμερα», απάντησε: «σε ένα μέρος όπου κάποια ζώα έχουν φυλακίσει άλλα ζώα για να τα βλέπουν και να διασκεδάζουν».

O M.Ξ. με τον Ηλία Πετρόπουλο

Με πήγε στο Ζωολογικό κήπο. Όταν φτάσαμε, κοίταζε για ώρα μια τίγρη. Όταν διαμαρτυρήθηκα, γελούσε. Στην πραγματικότητα ήθελε να πάρει κάποια χαρακτικά που του είχε αφήσει ο ζωγράφος Τοπόρ σε ένα μπαρ.
Τα πήρε, και μετά μου είχε το καλύτερο: Με πήγε στο αμφιθέατρο όπου δίδασκε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Δεν θυμάμαι σε ποιο πανεπιστήμιο, ίσως στο Ζισιέ. Τον περιμέναμε να τελειώσει και μιλήσαμε μαζί του. Ήταν συναρπαστικός. Επιπλέον ρωτούσε τον Ηλία για πολλά και ρουφούσε αχόρταγα όσα για την ανθρώπινη συμπεριφορά του έλεγε. Ένιωθες πως ταξινομούσε μέσα του τεράστιο υλικό, ήταν μηχανή παραγωγής σκέψεων. Δυστυχώς η ανθρωπότητα δεν θα γίνει ποτέ καλή μηχανή κατανάλωσης σκέψεων.

Μια μέρα, το 1973, μου είπε:

«Έδωσα στον Τολίδη (τυπογράφο) ένα πάκο χαρτιά φωτοτυπίας και μου τύπωσε το πεντάφυλλο Αυτοκτονία σε 99 αντίτυπα. Ήταν, υποτίθεται, το άλφα μιας ευρύτερης σύνθεσης που θα ονόμαζε ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟΝ. Το βιβλίο, δεν προχώρησε. Έγραψε μόνο το Σίγμα του μέσα στη χούντα, με το τίτλο «Σώμα». Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό και ως ανεξάρτητο ανάτυπο από τις πρωτοποριακές εκδόσεις «Τραμ», τότε, του Δημήτρη Καλοκύρη με ένα σχέδιο του Παύλου Μοσχίδη. Φυλακή και γι’ αυτό ο Ηλίας.
Εκτός από τα βιβλία, έγραψε μια σειρά από μονογραφίες, για τον Αλέκο Φασιανό με τον οποίο τον έδενε κι η χαρά της παρέας, για τον Τσόκλη, τον Ακριθάκη.

«Ο Φασιανός μιλάει κάθε ένα τέταρτο», μου είπε μια μέρα, «αλλά χαίρομαι να τον παρατηρώ, μπορεί και 5 ώρες, να ζωγραφίζει. Κοιτάζει το χαρτί, στάζουν χρώματα, αλλά αυτός είναι βυθισμένος στη θάλασσα του μυαλού του, στην πριγκίπισσα φαντασία του».
Χειρόγραφο, με μαρκαδόρο, τύπωσε ένα εύστοχο κείμενο για Το δέντρο του Τσόκλη σε φυλλάδιο-ιδιωτική έκδοση 150 αντιτύπων για τους φίλους του. Σε αυτό υπάρχει και αγγλική μετάφρασή του από τον αισθαντικό Αμερικανό ποιητή, μελετητή και μεταφραστή Τζον Τέιλορ.

Ωστόσο, περάσαμε πολύ χρόνο με τον Ηλία δουλεύοντας ερευνητικά και κουβεντιάζοντας στο Παρίσι και στο εξοχικό της συντρόφου του Μαίρης Κουκουλέ, στο Κουά λα Φορέ του Σαντιγί. Στην Αθήνα, επίσης, στο Ρέθυμνο και στη Θεσσαλονίκη.
Φωτογράφισα γι’ αυτόν πρωτογενές υλικό, όσο ήταν αυτοεξόριστος και δεν μπορούσε να το βρει, τάφους, εικονοστάσια, πόρτες, σιδεριές, αυτοκίνητα κ.λπ, κι έφερα από το Παρίσι τσάντες με υλικό που παρέδωσα στη Γεννάδειο, όπου υπάρχει το αρχείο του. Βρήκα, επίσης, στίχους τραγουδιών. Όσα μου ζητούσε, και του τα έστελνα.

Τον Σεπτέμβριο του 1974, φωτογραφίζαμε μαζί πόρτες σπιτιών στη Θεσσαλονίκη. Στην Τσιμισκή συναντήσαμε τον καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη. Ζήτησε να μάθει αν είχαμε δει το βιβλίο επιφυλλίδων του Πάνω Νερά, που είχε εκδοθεί πρόσφατα. Όταν απαντήσαμε θετικά, μας παρέσυρε πιεστικά στου Γκιγκιλίνη, όπου μας κέρασε γιαούρτι τσανάκας με μέλι και μπίρες και ζητούσε τη γνώμη μας. Έδειχνε να εκτιμά τη δουλειά του Ηλία, τη συγκέντρωση, όπως είπαμε, υλικού.
Μια φορά έμαθε για ένα ρεμπέτικο τραγούδι που είχε σκαρώσει ο χοντρό-Νάκος, ο Στέφανος Κιουπρούλης, εδώ στη Θεσσαλονίκη, βλέποντας έξω από το ΚΘΒΕ την επιγραφή Αριστοφάνους Όρνιθες.

― Πήγαινε στην «Καλύβα» που τραγουδάει και ζήτα τους στίχους, μου είπε στο τηλέφωνο, τους θέλω για τα μεγάλα Ρεμπέτικα.

Πήγα. Ο Νάκος άκουσε τι ζητάω, κι έδειχνε να στοχάζεται. Έκανε νόημα στον σερβιτόρο να πλησιάσει.

― Μια αμερκάνικη μπριτζόλα στο παλικάρι αποδώ και μια μπόμπα κρασί.

Γύρισε μετά σε μένα:

― Φα ΄τηνα, πιε το, τουμπέκα τρία τέρμινα, γιατί βγαίνω.

Βγήκε πράγματι στο πάλκο κι είπε τα τραγούδια του. Έκανα ό,τι μου είπε, και κάποια στιγμή βρέθηκαν στο τραπέζι μου οι στίχοι γραμμένοι με μολύβι σε κουτί από τσιγάρα. Θυμάμαι δυο τρεις αχνά, που να το ψάχνω όλο: Τ’ Αριστοφάνη όρνιθες, βγήκανε στο σεργιάνι / φτεροκοπούνε εδώ κι εκεί / και τώρα ποιος τις πιάνει.
Μια άλλη φορά ήθελε ένα τραγούδι από τον Τσιτσάνη, ίσως την τελευταία φορά που τραγούδησε στη Θεσσαλονίκη. Δεν θυμάμαι ποιο. Αργότερα όμως έμαθα ότι οι στίχοι του ήταν αγορασμένοι από τον λεγόμενο “Τσάντα”, έναν φουκαρά που σκάρωσε χιλιάδες τραγούδια και τα πουλούσε για ψίχουλα στους συνθέτες που σύχναζαν στο μπαρ του Μάριου στην Αθήνα.
Πήγα στο κέντρο που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης. Περίμενα υπομονετικά το διάλειμμα, αλλά όταν έγινε και πλησίασα σ’ ένα είδος εξέδρας, έπεσα πάνω στη φορτσάτη τραγουδίστρια Αλεξάνδρα, που είχε μαζί του στο πάλκο.

― Όπα, μόρτη, μου λέει εκείνη, που πας; Ο “Βλάχος” ξεκουράζεται. Κάντηνα.

Ο Τσιτσάνης, ο “Βλάχος” λόγω της Τρικαλινής καταγωγής του, κοιτώντας το υπερπέραν, καθόταν στη θέση του μέσα σε σύννεφο καπνών κι ίσως ένα “γεμιστό” στα μεσαία δάχτυλα.

Της είπα τι θέλω και ποιος με στέλνει.

― Για τον Πετροπουλέα, θα σου το κάνω, διότι είναι λατσό γκανίκι. Φύγε τώρα, και ζήτα το τραγουδάκι αύριο από τη “μάρκα”. (“Μάρκα” είναι ο άνθρωπος που καταγράφει τι ποτά και φαγητά βγαίνουν από την κουζίνα).

Ο Ηλίας έκανε χουνέρια στους φίλους του. Κάποιες φορές και μαζί με τον Φασιανό, που ήταν επίσης σκανταλιάρης. Γελούσε, αλλά ήταν και φορέας της “αντρικής μελαγχολίας”, ίσως χαρακτηριστικό των Ελλήνων.
Ένα άλλο παρόμοιο χαρακτηριστικό μας, που είχε κι ο Ηλίας, είναι ο “πενθισμός της φυλής”. Προσοχή, δεν μιλούμε για την κατάθλιψη, που οδηγεί στην απραξία, αλλά για τη γενναία με χαρμολύπη υπεράσπιση εκείνων που απασχολούν τον πάσχοντα, ένα είδος κουζουλής παλικαριάς που σέρνει από τον Αχιλλέα, όταν του σκότωσαν τον Πάτροκλο, κι έκανε αυτά που έκανε.
Κάτι σαν το: …Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό, που τραγούδησε ο Νίκος Παπάζογλου ή και το μυθικό “Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας” του Μάνου Λοΐζου, που τόσο καλά απέσπασε ως εικόνα από τους ερασιτέχνες ηθοποιούς του ο Αλέξης Δαμιανός.

Σε κάθε περίπτωση, από όλα αυτά που είπα για ένα συγγραφέα τόσων πρωτότυπων βιβλίων, πρέπει να κρατήσει κανείς την ασυγκράτητη ορμή του Ηλία Πετρόπουλου για έρευνα και την εργατικότητά του. Κι αν μπορεί, να του συγχωρήσει την αμετροέπεια.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: