Αντανακλάσεις ~ Οι έρωτες στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Παπανδρέου

Jean deBosschère: «Remedia Amoris»
Jean deBosschère: «Remedia Amoris»

_______
Α Ν Τ Α Ν Α Κ Λ Α Σ Ε Ι Σ

______

Στην πραγ­μα­τι­κο­́τ­ητα, η τε­́χνη κα­θρε­φτί­ζει το θε­α­τή κι όχι τη ζω­ή.
Ο Σ Κ Α Ρ   Ο Υ Α Ϊ Λ Ν Τ

Το πορ­τρέ­το του Ντό­ριαν Γκρέι



______________

Κάτα - κάτα - καταρρέω
κι άλλο πλέον δεν μπορώ
Θα ερωτευτώ τον Παπαντρέο,
τον Ποπάι, τον Ζορό
και δεν ξαναγαπάω θηλυκό
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ




Μία από τις θεματικές που διέπει το έργο του πεζογράφου Νίκου Παπανδρέου είναι εκείνη του έρωτα. Ο έρως, ο πατέρας των πάντων. Στο παρθενικό λογοτεχνικό του πόνημα, Δέκα μύθοι και μία ιστορία (1995), ο Παπανδρέου αναπλάθει τον έρωτα εκτός χρόνου. Προτείνει ο Οβίδιος στα Ερωτικά Αντιφάρμακα για τον έρωτα:

Το Αγόρι τούτο ζει στην απραξία. Τη δράση απεχθάνεται.
Δώσε, λοιπόν, στον άδειο νου έργο να καταγίνεται.
Υπάρχουν αγορές και δικαστήρια και φίλοι να υπερασπίσεις.
[1]
Remedia Amoris, 149-151.

Στην περίπτωση της γιαγιάς του διηγήματος Το γράμμα Λάμδα, το αύριο έφυγε, αφού ο παππούς, ο Γέρος της Δημοκρατίας και άνδρας της, πέθανε. Αλλά εντωμεταξύ σα να υπάκουσε πρώτα στις προσταγές του Οβιδίου, καταγινόμενος με τις αγορεύσεις και τα δικαστήρια. Και η γιαγιά έμεινε ες αεί ερωτευμένη με τον μυστήριο παππού, αλλά φαίνεται πως ενώ δίδασκε στον αφηγητή-παιδί την καλλιγραφία του γράμματος λάμδα, το συναίσθημά της ράγιζε, με το παράδειγμα της λέξης λαοθάλασσα. Η πολιτική, για τη γιαγιά, έφερε τον θάνατο του παππού, αλλά και τον θάνατο του έρωτα και της οικογένειάς τους. Σα να έπιασε το ερωτικό αντιφάρμακο. Κι ας έμεινε εκείνη κατάκτησή του για πάντα. Ο παππούς, μονίμως ερωτευμένος με τη γλώσσα και τον λαό. Γράφει ο Ν.Π. στο διήγημα :

«Ο παππούς σου ήθελε να καταλαβαίνει τα ελληνικά όλος ο λαός» συνέχισε. «Αυτός κι αν μιλούσε ωραία ελληνικά».
«Όπως στα γράμματα;»
«Ποια γράμματα;»
«Αυτά που έχεις στο κουτί».
«Με είδες να τα διαβάζω, πονηρέ μου».
Την άλλη μέρα τη βρήκα καθισμένη στο κρεβάτι της, μ’ ένα σωρό τσαλακωμένα χαρτιά σκορπισμένα γύρω της.
«Κάποια μέρα» είπε «θα μάθεις να εκτιμάς το σχήμα των γραμμάτων. Κάποια μέρα θα γράφεις ερωτικά γράμματα και θα κατακτάς τις γυναικείες καρδιές με την καθαρότητα και τη δύναμη του γραφικού σου χαρακτήρα».[2]

Το είδος που γράφει ο Ν.Π., υβριδικό στο είδος του, είναι μεικτό αλλά νόμιμο, όπως θα έλεγε ο ―ας μη ξεχνάμε, δίγλωσσος― εθνικός μας ποιητής, Σολωμός. Ενδεχομένως η γραφή του να δείχνει κάπως απρόσμενη, ανοίκεια για τους αναγνώστες. Μυθοπλασία είναι; Όχι εντελώς. Πραγματικότητα; Ούτε αυτό. Τα γράμματα που παρατίθενται στο διήγημα είναι αληθινά γράμματα του υπαρκτού παππού; Σαφώς όχι. Αλλά παρασέρνουν τον αναγνώστη με το προσωπικού ύφους περιεχόμενό τους. Η συλλογική μνήμη διεγείρεται, και αναγνώσματα τα οποία υπήρξαν επιδραστικά και για τον μέσο αναγνώστη (για παράδειγμα τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα), αναφέρονται και αξιοποιούνται προκειμένου να παρουσιαστεί μία ιστορία με θέμα τον έρωτα.
Στην συλλογή διηγημάτων του ΝΠ, Έρωτας υπό αίρεση (Καστανιώτης, 2010) περιγράφεται ένα έντονο νεανικό ρομάντζο. Ο Ντάνυ και η Μαίρη. Εκείνη θέλει να γίνει συγγραφέας, ερωτεύεται απρόσεκτα το συνομήλικό της Ντάνυ, αλλά τελικά προτιμά τον έμπειρο διδάσκοντα Φριτς. Ο Φριτς ανατανακλά ως χαρακτήρας τον άσωτο Καθηγητή του Πόθου, από το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, με τον οποίο συνδιαλέγεται ο ΝΠ, ανατρέποντας όμως τον παντοδύναμο Ντέιβιντ Κέπες. Ένας έρωτας τρελός, μαινόμενος. Ο νεαρός αφηγητής, ερωτευμένος εμμονικά, διαβάζει κρυφά το σημειωματάριο της γυναίκας που ποθεί. Εκείνη όμως περιγράφει τον άσωτο δάσκαλό της, σχεδόν θέλοντας να βασανίσει τον λαθραναγνώστη-εραστή της. Ο Ντάνυ μοιάζει να συμπληρώνει το τρίγωνο του Ροθ, έτοιμος να δείρει με ρόπαλο τον λόγιο που σαγηνεύει τις συμφοιτήτριές του. Ο ηδονιστής καθηγητής έρχεται αντιμέτωπος με τον φιλόδοξο φοιτητή, αλλά η ερωτική μανία δεν καταφέρνει την μοιραία σύγκρουση. Στο τέλος του σκοτεινού πεζογραφήματος ο Ντάνυ και η Μαίρη ησυχάζουν:

Ήξερα τι εννοούσε. Άσ’ το, Ντάνυ, μου έλεγε, μην το πολεμάς, τελειώσαμε.
«Τελικά ίσως ο κόσμος μπορεί να σπάσει… σαν το γυαλί». Κοίταξε αλλού.
«Σκεφτόμουν» συνέχισα. «Ίσως παραμυθιάζομαι, αλλά θέλω να πιστεύω ότι πάντα θα υπάρχουν, στη δική μας ζωή τουλάχιστον, δύο άτομα με το όνομα Ντάνυ και Μαίρη, εμείς δηλαδή, δύο άτομα που ερωτεύτηκαν, που για πάντα θα είναι…»
Δεν ήξερα πώς να συνεχίσω. Έγειρε το κεφάλι της πάνω μου, έκλαψε λίγο και μετά αποκοιμήθηκε.

Τον Παπανδρέου όμως τον απασχολεί ο Έρως και ως σκεπτόμενο πολιτικό ον. Τολμά να αρθρογραφήσει προβληματιζόμενος για το πορνό. Προβληματίζεται με φεμινιστική αφετηρία για ένα θέμα τόσο καθημερινό και ωστόσο ταμπού. Ο έρως σήμερα είναι βιομηχανοποιημένος. Η υποβάθμιση της γυναίκας σε αντικείμενο, ακραία, γιατί όμως και αποδεκτή; Γράφει σε πρόσφατο άρθρο του:

Ο νόμος που έζησα στο σπίτι μου, για την ισότητα των φύλων, σήμερα φαίνεται να έχει χαθεί. Το σύγχρονο οικονομικό σύστημα χρησιμοποιεί άκρατα το σεξ για να πουλήσει προϊόντα. Το pornhub είναι ένα σάητ με ελεύθερη πρόσβαση. Είναι το 14ο σάιτ σε επισκεψιμότητα στον κόσμο. Στο σάιτ αυτό η βία πραγματώνεται κατά των γυναικών. Αναρωτιέται κανείς πώς επιτρέπεται αυτό ελεύθερα;

Ο έρως, ο μέγας δαίμων, δεν αποτελεί κατοχή, αλλά έλλειψη, διαρκή αναζήτηση, αφού είναι παιδί του Πόρου και της Πενίας, όπως περιγράφεται από την Διοτίμα στον Σωκράτη, στο Συμπόσιον 203c του Πλάτωνος:

ὅτε γὰρ ἐγένετο ἡ Ἀφροδίτη, ἡστιῶντο οἱ θεοὶ οἵ τε ἄλλοι καὶ ὁ τῆς Μήτιδος ὑὸς Πόρος. ἐπειδὴ δὲ ἐδείπνησαν, προσαιτήσουσα οἷον δὴ εὐωχίας οὔσης ἀφίκετο ἡ Πενία, καὶ ἦν περὶ τὰς θύρας. ὁ οὖν Πόρος μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος —οἶνος γὰρ οὔπω ἦν— εἰς τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν. ἡ οὖν Πενία ἐπιβουλεύουσα διὰ τὴν αὑτῆς ἀπορίαν παιδίον ποιήσασθαι ἐκ τοῦ Πόρου, κατακλίνεταί τε παρ᾽ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα.

Αυτή την διαρκή έλλειψη, την αιώνια φτώχεια και τραχύτητα, την έλλειψη στέγης και την στέρηση δείχνει να εκφράζει λογοτεχνικά στο αφήγημα Το Ημερολόγιο ενός Πρωθυπουργού (2012), το οποίο δημοσιεύθηκε τις ταραγμένες ημέρες της κυβέρνησης Παπαδήμου, όπου αφηγείται μυθιστορηματικά και τις τελευταίες κατ’ οίκον περιορισμόν ημέρες του παππού του, Γεωργίου Παπανδρέου:

Κοιμάμαι στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού, προς τιμήν των δύο γυναικών που άλλοτε κοιμόντουσαν στη δεξιά πλευρά. Σκεφτόμουν και την Σοφία, γλυκιά και αμέριμνη, που μου μεγάλωσε χωρίς ούτε ένα παράπονο τον γιο μου.... Νομίζω έχω καταλάβει την διαφορά ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Την Σοφία την αγάπησα, την Κυβέλη την ερωτεύτηκα. Όταν έλειπε πονούσα. Στην παρουσία της όμως δυσφορούσα. Το αντίθετο με την Σοφία. Δεν την σκεφτόμουν εν την απουσία της, αλλά πώς την χαιρόμουν με την παρουσία της. Ιδού η διαφορά: Ο έρωτας είναι να υποφέρεις στην απουσίαν της. Αγάπη είναι να χαίρεσαι την παρουσίαν της.[3]

Στο τελευταίο βιβλίο του, πρώτο μιας τριλογίας, Έρωτες στο παρασκήνιο (Καστανιώτης, 2022), κυριαρχεί και πάλι το βίωμα της δεκαετίας του εβδομήντα και προφανώς ο έρως. Ένα πολιτικό κίνημα στα σπάργανά του, με ταξίδια και βινιέτες της ελληνικής επαρχίας εκείνη την εποχή, με τις αντιφάσεις του, τα τσιγάρα και τις ακτιβίστριες γυναίκες, οι οποίες αρθρώνουν πολιτικό λόγο σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, προσπαθούν να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, ενώ υφίστανται βία, ερωτεύονται, διαμορφώνουν πολιτικές, αλλά οι έρωτές τους μένουν στο παρασκήνιο. Μένουν όμως; Εφ’ όσον γίνονται αφήγηση, η μελετηρή Χρύσα, η δολοφονημένη Σίσσυ, η χαρισματική Νικολέτα και η διεκδικητική Βέρα έρχονται στο προσκήνιο, μαζί με τις λογοτεχνικές απεικονίσεις γυναικών που είχαν φεμινιστική δράση και ίδρυσαν την Ένωση Γυναικών Ελλάδας. Ο έρως σμικρύνει τις αποστάσεις και διατρέχει τα διαστήματα. Ερωτευμένες γυναίκες, πιστεύουν στις δυνάμεις τους, και τα καταφέρνουν. Ερωτευμένοι άνδρες αναγκάζονται να υποταχθούν στην συντηρητική κοινωνία της εποχής, που την αλλαγή ακόμα δεν την αντέχει. Το παιχνίδι ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και την μυθιστορηματική ανάπλαση, βασιζόμενο πιθανότατα και σε αρχειακή έρευνα, δημιουργεί ένα νέο είδος αφηγητή, όπου ο αφηγούμενος, ενώ δεν επιθυμεί να αυτοβιογραφηθεί, σκιαγραφεί τον εαυτό του και μέρος των γεγονότων που έζησε, μέσα από συζητήσεις και πορτραίτα των συνομιλητών του.
Οι γνώστες των γεγονότων της δεκαετίας του '70 θα βρουν, λόγου χάρη, την σκιαγράφηση ενός εκδότη, ο οποίος όμως είναι και δεν είναι ακριβώς αυτός, καθώς συγκερνά χαρακτηριστικά της εποχής και θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε φιλόδοξος φορέας ίντριγκας της εποχής, επομένως δεν ονοματίζεται, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι. Ικανός να μηχανορραφεί αλλά και να καταλαβαίνει τους ανθρώπους, ικανός στην δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος, και ούτω καθεξής. Ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα συγκρούονται για πρώτη φορά, ο συγγραφέας αφηγείται μία ζωή η οποία είναι εν οίκω, αλλά και εν δήμω, μία ζωή που του ανήκει αλλά και δεν του ανήκει, της οικογένειάς του το πεπρωμένο, αλλά και της χώρας. Ο πρωταγωνιστής εδώ δεν είναι ο Ανδρέας που εξέφρασε την ανάγκη της εποχής για αλλαγή, αλλά οι γυναίκες που πιστεύουν σε αυτή την ανάγκη και μάχονται για εκείνην, μύθο ή βίωμα, οι κουβέντες, τα λόγια, οι αγωνίες και οι αγώνες τους, πετυχημένοι στους συνεταιρισμούς, ματαιωμένοι ίσως σε ζητήματα προσωπικής ελευθερίας. Αποκτούν φωνή στο μυθιστόρημα όμως. Η επιγραφή «βασισμένο σε αληθινά γεγονότα» επιτρέπει το παιχνίδι με την ιστορία αλλά και την περιδιάβαση στο παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, κι ας μοιάζει ταξίδι λαθών η σωστή πορεία:

«Το να κατανοούμε τον άλλον είναι συνήθως αδύνατον. Το να μην καταλαβαίνεις τον άλλον, και να μην καταλαβαίνεις και τις δικές σου πράξεις- μήπως αυτή είναι η ουσία της ζωής, παιδιά μου; Να κάνεις λάθη και πάλι λάθη κι άλλο ένα λάθος, και μετά από βαθιά σκέψη να συνεχίζεις, να κάνεις ακόμη ένα λάθος!...»
Απάντησε ο Νίκος: «Προτείνω λοιπόν τη νέα ρήση του Ντεκάρτ: Σφάλλω, άρα υπάρχω!»

Η λογοτεχνική αξιοποίηση ενός ανθρώπινου τύπου ο οποίος μοιάζει να βασίζεται σε υπαρκτό πρόσωπο, αλλά ξεφεύγει από αυτό, αυτή η «λογοτεχνία αντανακλάσεων» για να δανειστούμε τον όρο του Γ. Μπασκόζου[4] έχει έντονη συγγένεια με την εξαιρετική τριλογία της Rachel Cusk Περίγραμμα / Μετάβαση / Κύδος.[5] Το κεντρικό πρόσωπο αυτής της τριλογίας, η αφηγήτρια Φαίη, είναι καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στην Αθήνα και δομεί την αφήγησή της μέσα από συνομιλίες με ανθρώπους που συναντά. Στα αγγλικά το είδος αυτής της λογοτεχνίας ονομάζεται Autofiction, και, παρά το γεγονός ότι έχουμε το παράδειγμα του Καζαντζάκη και της Αναφοράς στον Γκρέκο[6] φαίνεται πως υπάρχουν διαφορές από την έστω μυθιστορηματική αυτοβιογραφία. Η Cusk αν και δημιουργεί την ηρωίδα Φαίη, η οποία συμμετέχει στις συζητήσεις με τους ανθρώπους που συναντά, παρατηρεί την Αθήνα της οικονομικής κρίσης, τις οικογένειες που διαλύονται, τους ανθρώπους που φτάνουν σε απόγνωση, με όνειρα, φιλοδοξίες και αδιέξοδα, η ίδια η ηρωίδα αφηγήτρια δεν θα αποκαλύψει σχεδόν τίποτα το προσωπικό. Αντανακλά μονάχα τις σκέψεις των άλλων, ακροάται, ακούει, καταγράφει, συνομιλεί με τους ήρωές της και αφηγείται μέσα από τις εκμυστηρεύσεις τους.

Τηρουμένων των αναλογιών, την αντίστοιχη τρόπον τινά ψυχαναλυτική σκιαγράφηση φαίνεται να ακολουθεί ο Νίκος Παπανδρέου στο Έρωτες στο παρασκήνιο, σα να βρίσκεται με ένα μαγνητόφωνο και να σχεδιάζει ένα ντοκυμαντέρ, ενώ γυναίκες της δεκαετίας του εβδομήντα προσπαθούν να δομήσουν φεμινιστικό λόγο χωρίς να καπελωθούν από το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ. Η ιστορία, βέβαια, έδειξε όσα έδειξε, και η ιστορία συνεχίζεται, καθώς, όπως και με το Περίγραμμα της Cusk, έπεται συνέχεια με το Παρασκήνιο. Οψόμεθα κατά πόσον θα αντανακλά το ερχόμενο μυθιστόρημα την Μετάβαση.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: