Το μυθιστόρημα του δείπνου

Το μυθιστόρημα του δείπνου

Γιαννης Κοτσιφός, «Το μυθιστόρημα του δείπνου», εκδ. Κριτική 2024

Πρόκειται όντως για ποιήματα welcome drink ―για να χρησιμοποιήσω έναν αδόκιμο όρο― που είναι και ο τίτλος του πρώτου ποιήματος, της συλλογής του Γιάννη Κοτσιφού και το οποίο ποίημα, κλείνει με τους στίχους «στα ρεστοράν των Βρυξελλών, του Μοντενέγκρο, της Λυών, δειπνούν οι ταξιδιώτες μόνοι και πάντα ο φόβος τους κυκλώνει, για κάποιο νήμα που θα σπάσει όταν εντέλει η νύχτα φτάσει…»
Αυτή η συλλογή των 20 ποιημάτων(των καλαίσθητων εκδόσεων «Κριτική») με το εξαιρετικό εξώφυλλο μιας σκάλας σε φωτογραφία πικέ) απλώνεται σε μια επιφάνεια συναισθημάτων μέσα από τον λεπτεπίλεπτο ιστό, της ρεαλιστικής παρατηρητικότητας του δημιουργού της.
Ταυτόχρονα είναι και μία κρυφή εξομολόγηση ενός σύγχρονου ανθρώπου που ταξιδεύει συχνά και μας μεταφέρει λεπτές εικόνες από συναντήσεις σύγχρονων ανθρώπων οι οποίες ―εικόνες― καθορίζονται από υπαινικτικές προθέσεις και καταλήγουν στο ασφαλές λιμάνι της Μοναξιάς και της επιστροφής στην όποια κανονικότητα.
Υπάρχει σε αυτήν την ποιητική αφήγηση κι ένα πέπλο λεπτής και κομψής ειρωνείας στα όρια της πικρίας κι αυτό είναι μία ακόμα κατάκτηση του Γιάννη Κοτσιφού στη χαρτογραφία των 20 ποιημάτων του, της συλλογής στο «μυθιστόρημα του δείπνου».

«Συνάντησα τον Τζενς στο δρόμο το πρωί. Μου σύστησε αυτό το μέρος για το δείπνο, νομίζω ξέρει όλα τα εστιατόρια εδώ και το μισό υπουργικό συμβούλιο ― important man, μου μίλησε προσεκτικά, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι που ήπιαν πολύ και κοιμήθηκαν λίγο..»

Σε πολλές εικόνες της συλλογής, κυρίαρχο στοιχείο φαίνεται, ένα ομιχλώδες γοητευτικό πρόσωπο μίας ύπαρξης που κινείται αιθέρια μέσα στους συνεδριακούς κόσμους και στα εργασιακά καθήκοντα ανθρώπων που πιστεύουν στο ουσιώδες ή μη των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων. Εκεί εμφανίζεται ένα στιλπνό γόνατο, ένας κάτασπρος αγκώνας πάνω από τον πήχη που κρατάει μια αυστηρή τσάντα, εκεί ακούγεται το χτύπημα των τακουνιών και εκεί «εξαντλείται η ανυπόφορη συνήθεια της ωριμότητας» που υπενθυμίζει πόσο «ανάξια στερεότυπα βασανίζουν τα νεανικά κορμιά»…

Δηλαδή στη ποίηση του Γιάννη Κοτσιφού, η υπαινικτική διάθεση περνάει από την οριοθετημένη κομψότητα στον καταλυτικό ρεαλισμό σαν εικόνες αληθινού φιλμ-νουάρ, όπως στο ποίημα «Μηχανικός αφηγήσεων» όπου «όλα ξεκάθαρα ανιαρά κι ότι απομένει το αποτελειώνει κάθε τόσο μια χειρονομία, ένα νεύμα. Ο τρόπος που ακουμπούν στον καναπέ τα πέλματά της ή η διάφανη επιδερμίδα στους μηρούς της… που η πυκνή ιστορία τους καταπίνεται…»

Αυτές οι λεπτές αποχρώσεις που αλλάζουν στα ποιήματα εξαρτώνται από το φως που τα κοιτάζει ο αναγνώστης, από τα κενά σιωπής που τα εμπλουτίζει ο δημιουργός τους, την ώρα που ο άνεμος «σηκώνει το υλικό του βίου και το εξαφανίζει.»
Αυτού του είδους η γραφή μοιάζει όντως με ένα σχέδιο ανάπλασης, ένα έργο μικρής κλίμακας, ένα roundabout με διαγραμμίσεις που καθορίζει ο ποιητής μήπως και βαδίσει η μούσα εντός του ―όπως καίρια σημειώνει― και αυτού το είδους οι υπαινιγμοί κορυφώνονται με εικόνες ενός κοριτσιού αμέριμνου στα βλέμματα άλλων ή σε έναν καθηγητή που σκαλίζει το ξινολάχανο στο πιάτο του με ανία, περιμένοντας κάποιον που φυσικά δεν θα έρθει….

Στη ποίηση του Γιάννη Κοτσιφού υπάρχει το φόντο ενός καθαρού βυθού αλλά ανομολόγητου που περιέχει τους ήχους της σιωπής, της άκυρης προσμονής, πράγματα που υποστηρίζουν την καθημερινή ασημαντότητά μας και βέβαια ένας υπαινικτικός ―αλλά εξόχως― περίτεχνος αισθησιασμός.
Είναι τελικά μια ποιητική ιστορία το «μυθιστόρημα του δείπνου», είναι οι απροσδιόριστες κινήσεις που κάνουμε γιατί ξεχάσαμε σε ποια τσέπη βρίσκεται το κινητό μας, ένα έργο που μένει χωρίς αποτυπώσεις αλλά που αναδημιουργείται κάθε βράδυ κραταιό, ένα παλίμψηστο λεπτών συναισθημάτων και δεσμών και μια αγωνία ανθρώπων που διαλέγουν εντέλει να δειπνούν μόνοι τους, κάτι που η Ποίηση γνωρίζει και καταγράφει πολύ-πολύ καλά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: