Κρύπτης θυμίαμα

Κρύπτης θυμίαμα

Βασίλης Ιωαννίδης, «Κρύπτης θυμίαμα», εκδ. Ένεκεν 2023




Για τι ίδιο βιβλίο βλ. και εδώ
_________


Η μετακατοχική αλλά και η μετεμφυλιακή Ελλάδα είναι εκείνη που διαμορφώνει το κλίμα όπου ξεκινά να ευδοκιμεί η γενιά του ’70, «γενιά της αμφισβήτησης», γενιά που διυλίζοντας και μετουσιώνοντας τάσεις που εκκινούν από τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι καθορίζεται και από μια γόνιμη συνύπαρξη με τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, τη μουσική, ενώ παράλληλα στέκεται κριτικά απέναντι στην πολιτική και κοινωνική αλλοτρίωση που επέφερε η δικτατορία και η πρώτη μεταπολίτευση. Παράλληλα, ανανεώνει την ποιητική γλώσσα με την είσοδο της ειρωνείας και τη συνύπαρξη τεχνοτροπιών.
Και ενώ γραμματολογικά η ποίηση του Βασίλη Ιωαννίδη ανήκει στη γενιά του ’70 θα έλεγα πως η αισθητική της γραφής του έλκει την καταγωγή της και από την αντίστοιχη αισθητική του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, του Γιώργου Ιωάννου, ενώ φέρει οπωσδήποτε στο βαθύτερο κλίμα της έντονα στοιχεία από το κλίμα και τη φιλοσοφία των προγενέστερων Κώστα Καρυωτάκη, Μίλτου Σαχτούρη με φανερή την επιρροή τόσο των Γάλλων καταραμένων ποιητών όσο και του Λόρκα, του Ρίλκε και βέβαια του Πεσόα.
Στην ποίηση του Ιωαννίδη συμβαίνει το εξής σπάνιο για τα ήθη της λογοτεχνικής κοινότητας. Συμβαίνει η ποιήσή του να συμβαδίζει με απόλυτη συνέπεια με όλη τη βιοσοφία και φιλοσοφία του για την πράξη της ζωής ως αντανάκλασης εσώτερων ιδεολογικών, κοινωνικών και ευρύτερων οντολογικών θέσεων. Ένας άκρως εύθραυστος ψυχισμός που προσβλέπει στην ύπαρξη του ιδεατού ως δυνατότητας εξόδου από το έρεβος των συναλλακτικών σχέσεων. Εκκινεί από το δέον γενέσθαι, το εικάζει ως στόχευση των ανθρώπων που ευελπιστούν να δικαιώσουν τον χαρακτηρισμό αυτό, το φέρει ως ταυτότητα ατομικής θέασης του κόσμου και εντούτοις καταλήγει όπως εκείνα τα περιστέρια που τα βρίσκουμε πεσμένα στο μπαλκόνι μας έχοντας προηγουμένως προσκρούσει στο τζάμι του δωματίου μας. Αυτό είναι η ποίησή του ένα περιστέρι που ξεκίνησε ελεύθερο τις πτήσεις του γύρω από το σώμα του έρωτα, πάνω από το σώμα της πόλης και επίσης πάνω από το σώμα του κειμένου, για να βρεθεί διαψευσμένο και νεκρό έχοντας πέσει πάνω στην παγωμένη επιφάνεια των αδιαφανών και φαύλων. Με φωνή ήσυχη, θαρρείς ψιθυριστή, μιλά με σύντομα ποιήματα για τα μεγάλα, με βραχείες στροφές για τα αβάσταχτα της ανθρώπινης φύσης μας.
Δεν πιάνει χώρο μεγάλο η κραυγή του κι ας ξεκίνησε νωρίς να συνομιλεί με τα αντίθετα, να συναιρεί ήδη από το ξεκίνημα το υψηλό πέταγμα με την αναπόφευκτη πτώση. Φεγγάρια στο Βυθό ονομάζει την πρώτη του συλλογή με την οποία εμφανίζεται στα γράμματα. Εικοσιπέντε ποιήματα γραμμένα τη διετία 1991- 1992 και δημοσιευμένα το 1995 στη Θεσσαλονίκη. Από την πρώτη κιόλας αυτή συλλογή του αναγνωρίζουμε την εγγενή τάση του να έλκεται από τα δίπολα καθώς όλη την πυρίκαυστη πρώτη ύλη του έρωτα την κατευθύνει στην καταβύθιση και τη συντριβή. Ο λυρισμός και το πάθος, σε έναν ιδιότυπο συνδυασμό υπαινικτικής ματαίωσης ορίζει ήδη από την έκρηξη την αδήριτη πτώση. Όλα από την έναρξή τους δηλώνουν κιόλας νεκρά, βυθισμένα και καταρρακωμένα, σε μιαν αγωνιώδη προσπάθεια, επιχείρηση θα έλεγα καλύτερα, διάσωσης της αρχικής λάμψης πριν απορροφηθεί οριστικά από τη σκοτεινιά. Θα ισορροπήσουν τα αντίθετα, θα καταφέρει ποτέ να εξοικειωθεί το ορθόν με το ανοίκειο; Και το ανοίκειο στην ποίησή του είναι ο Λεβιάθαν της υποκρισίας και της συναλλαγής που κατοικοεδρεύει στα ανθρώπινα και δυστυχώς και στην ίδια την κατ’ επίφαση αδιάβλητη περιοχή της τέχνης. Η μελαγχολία των ελάσσονων ποιητών, όπως ο ίδιος τους αποκαλεί, του Πορφύρα, του Χατζόπουλου, του Μαλακάση, του Ουράνη λειτουργεί σαν ένα είδος στηρίγματος, μια παρηγορητική βακτηρία που τον συνδράμει στη θλιβερή διαπίστωση διαχρονίας της ήττας. Στην ποίησή του καταγγέλλεται με τον πιο λεπτό και διακριτικό τρόπο η διγλωσσία των διανοουμένων, αυτών που κλήθηκαν να υπηρετούν την ομορφιά και αντ’ αυτής διατρανώνουν την ασχήμια και το άδικο. Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα και ο άνεμος κυκλοφορεί ανάμεσα σε οιμωγές και έρημα δέντρα. Καημό κερνιούνται μεταξύ τους οι ερωτευμένοι, το λεπίδι είναι η μόνη επωδός των ναυαγών που γεύονται τη σήψη της ζωής, το ανήμερο θηρίο της μοναξιάς γαντζώνεται πάνω στον έρωτα και τον κατασπαράζει, ο κήπος ανθίζει μαραμένα λουλούδια, ενώ όπως λέει:

Σαν τα κουρέλια / κρέμονται οι μέρες / και η θάλασσα γεμίζει μπάζα / απ’ τα συντρίμμια / που ξεβράζουν τ’ άστρα

Ως εκ τούτου, η στάχτη χρωματίζει τις λέξεις του όμως ελπίζει σε μιαν επιστροφή που θα ακολουθήσει τη μεγάλη και ανέκκλητη φυγή

Μια μέρα ξαφνικά θα φύγεις / σαν πλοίο που σαλπάρει σιωπηλά / πάνω στις στέγες / Πίσω θ’ αφήσεις / τα χέρια σου να περιμένουν / τον ήλιο κρυμμένο / να τριγυρνά και να ονειρεύεται / μονάχος / Μα θα γυρίσεις / μισή φεγγάρι / και μισή ψάρι / θα ’χεις τα μάτια σου ανοιχτά / γεμάτα φύλλα

Από το μέτρημα των ημερών που πέρασαν κι εκείνων που επίκειται να έρθουν τον κερδίζει αδιαμφισβήτητα ο βυθός, αυτή η τελματική οριστικότητα που φέρει την άμμο του καιρού συσσωρευμένη και το ρήμα «βουλιάζω» στην πιο ακαριαία στιγμή του. Το μέλλον για τον Ιωαννίδη στη συλλογή αυτή δεν είναι παρά ένα προφητικό πανόραμα ενδεχομένων όπου ενοικούν σε αυτό όλες οι αποτρόπαιες εικόνες διαμελισμού και ασφυξίας. Γράφει:

Άλλοι καιροί θα’ ρθούν / θα’ ναι βαριές οι πέτρες /πάνω στους ώμους / Μες στα πηγάδια / θα κλαίνε όμορφες κοπέλες / θα’ ναι γυμνά τα δέντρα / Η θάλασσα δε θα’ χει τελειωμό // Λειψά τα μέλη μας / Λειψός ο ορίζοντας / Λειψά και τα φιλιά μας // Ό,τι μας χάρισε η ζωή / Θα μας το πάρει / Η αφή του έρωτα / θα φύγει από τα χέρια μας / πάνοπλο το φθινόπωρο / θα μας στεγάσει.

Άθελά μου ακούω πίσω από τα προφητικά λόγια του Βασίλη μια συγγένεια με τον ποιητή των Σερρών Γιώργο Καφταντζή, όταν και εκείνος μιλώντας μέσα από την ποίησή του για το μέλλον προέβλεπε:

Γιατί να κάθομαι να γράφω στα καλά καθούμενα τόσο λυπημένα ποιήματα;

Μα ξέρω πως θα βρέξει κι άλλο μαύρο, θα χύσει πικρό φαρμάκι ο καιρός. […] Το πλοίο θα γίνει βράχος, ο ναύτης χελιδονόψαρο τρίμματα η γενιά μας. Έγκλειστη. […] Θα ’ρθει εποχή που πελώρια ποντίκια θα τρων τα όνειρα. Τους εραστές πνιγμένους θα κατεβάζουν τα ποτάμια, θα κλείσουν όλα τα παράθυρα, το γάλα θα μαυρίσει, στον αέρα τεντωμένα ψόφια τα πουλιά. Δεν θα υπάρχουν ποιητές. Υστερικές δασκάλες θα περιγράφουν στα τυφλά παιδιά πένθιμα τοπία με ρίζες αιματοστάλαχτες».

Και αν αναρωτιέστε θα συμφωνήσω μαζί σας κατηγορηματικά. Μα και βέβαια είναι προφήτης ο ποιητής όχι γιατί είναι ιδιαίτερο και ξεχωριστό από τους άλλους ον αλλά γιατί συνεργάζεται με τη γλώσσα που αρδεύει από τον Λόγο και ο Λόγος γνωρίζει, στον Λόγο ο χρόνος δεν έχει τη δική μας γραμμική αντίληψη αλλά όλα, παρόν, παρελθόν και μέλλον διαβιούν στο άχρονο. Και η ποιητική γλώσσα όταν είναι έντιμη και ανιδιοτελής γνωρίζει καλά τις πηγές της, τις εμπιστεύεται.

Ο Ιωαννίδης ένας οραματιστής και ιδεολόγος με μειλίχια ήσυχη έκφραση άφηνε να σιγοβράζει κατάβαθα το ενεργό ηφαίστειο τόσο της δημιουργίας όσο και της απογοήτευσης. Πίστευε πως η ποιητική πράξη θα καθαγίαζε και τον πράττοντα, πως η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία θα ήταν σε θέση να αλλοιώσει θετικά τον δημιουργό απαλλαγμένο από προσχωρήσεις, διαπλοκές και συναλλακτικές πρακτικές. Δυστυχώς διαψεύστηκε όπως άλλωστε τόσο σε προσωπική μας επαφή όσο και δημόσια δήλωνε. Εντούτοις, η δραματικότητα στην απόδοση των μελλούμενων και η σκοτεινή θέαση της ζωής τείνει να μετριαστεί στο βιβλίο του Μικρά ερωτικά που εκδόθηκαν το1998, ενώ ο χρόνος σύνθεσής τους είναι από το 1994 μέχρι και το 1995. Σ’ αυτή τη συλλογή επιχειρεί να εστιάσει στη λαμπρότητα και τη δύναμη της αγάπης ως μεταμορφωτικής επενέργειας με το ζητούμενο να είναι αείποτε η νίκη του επί των ανθρωπίνων. Αποζητά το ακέραιο ως ολότητα του ενός προσώπου που θα δικαιώνεται μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Ο Άλλος είναι ο σκοπός καθώς και η καθολικότητα του ανθρωπισμού σε μια συνειδητή διάχυση του «εγώ» πέρα από τον εαυτό του. Η μινιμαλιστική μορφή της ποίησής του διακρίνεται από μια συνειδητή στροφή στη σιωπή ως προϋπόθεσης και βέβαια προαπαιτούμενου για τη θέαση του αληθινού στον έρωτα και στην αγάπη, αφού όταν υποχωρεί ο θόρυβος ακούγεται η όντως γλώσσα. Η σιωπή έχει την ιδιότητα να μετουσιώνει σε προσευχή το ποίημα, η αναπνοή του οποίου είναι τόση όση το ανεβοκατέβασμα του στήθους στον ακριβή χρόνο που διαρκεί ένας απλός αναστεναγμός.

Πλαγιαστό φεγγάρι / φέτα σιωπής στο στήθος / άδειο μαξιλάρι
Σειρήνα σιωπηλή / πλοίου που φεύγει / μες στη νύχτα
Πλεκτή σιωπή / ατέλειωτη / με νήμα αγάπης
Από σιωπή/ σε σιωπή / κλίμακα πόθου
Μέσα φωνή / άλλη φωνή / κλειστό φως / άκτιστο / εντειχισμένο / στη σιωπή
Φλογέρα σιωπής / άηχες λέξεις βροντερές / να κρατηθούν / μέσα σε ρόδο ανθηρό / ελπίζουν
Σβήνεις στη σιωπή / όπως σβήνεις / το τσιγάρο στο χέρι̇ / η αγάπη / καπνίζει ακόμη.

Η μετέπειτα ποιητική πορεία του στεγάζεται στον τόμο Κρύπτης θυμίαμα με υποενότητες τις συλλογές Ρωγμές, Έρωτας στη μεθόριο, Συμπόσιο στο μνήμα και Θύρα εξόδου, ποιήματα γραμμένα οι Ρωγμές στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και τα άλλα στη δεκαετία του 2000 ενώ κάποια έχουν επεκταθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Στις μικρές αυτές συλλογές διαπιστώνεται μια κάποια μεταστροφή στην έκφραση, καθώς τα εξωτερικά γεγονότα σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο επενεργούν στον ψυχισμό του καθοριστικά, με αποτέλεσμα να εξεγείρεται και ο ήπιος ελεγειακός και αργότερα πεσιμιστικός του λόγος να ντύνεται μιαν άλλη ίδια ωστόσο δική του φωνή με απροκάλυπτες καταγγελτικές διαστάσεις, απότοκο οπωσδήποτε των μελανών βιωμάτων ατομικών και ευρύτερων κοινωνικών.
Στον διάλογο που ανοίγει με τα πράγματα του τόπου του και τις αδιαφανείς πρακτικές των πάμπολλων αναρριχητικών σε καλλιτεχνικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο τον ακούμε να υψώνει φωνή. Τα ποιήματά του από ολιγόστιχα γίνονται κάπως εκτενέστερα μια και η ποιητική του συνείδηση αποφασίζει να γυρίσει τον προβολέα της από το έσω ψυχικό πεδίο στην έξω αρένα. Ωστόσο, η μινιμαλιστική μορφή της ποίησής του δεν ερμηνεύεται ως τάση που φλερτάρει με τα χαϊκού αλλά ως προέκταση μιας ασκητικής φιλοσοφικής στάσης ζωής που του επιβλήθηκε αρχικά λόγω οικονομικών δοκιμασιών όπως ο ίδιος αναφέρει και στη συνέχεια τούτη η λιτότητα επεκτάθηκε και σε μια ανάλογη πνευματική άσκηση που απηχούσε το βίωμα της εσωτερικής ζωής. Θα πει στις Ρωγμές.

«Για το ελάχιστο ο αγώνας, / για κείνο το λιγοστό φως / πάνω στο μνήμα / για ένα μικρό κλωνάρι / ανθισμένους στίχους / στον ξερό βράχο».

Στη συλλογή αυτή η γλώσσα σκληραίνει, ο ήλιος είναι ανάπηρος, γεμάτος ουλές, τα φεγγάρια τρύπια, το ντεπόζιτο κι αυτό έχει τρυπήσει και στάζει η ψυχή, σε πηγάδι απύθμενο βουλιάζει, χωρίς σκάφανδρο ακέραιος βυθίζεται, αρχίζουν οι διαρροές, το υγρό στοιχείο ολοένα τον κατακλύζει, επίκειται βέβαιος πνιγμός «τρέμουν τα χείλη̇ / ούτε μια λέξη / πριν τη μεγάλη νεροποντή. Αναρωτιέται για τη σκιά του, για το σημάδι που θα αφήσει φεύγοντας, τίποτα «ούτε ένα ίχνος / δεν άφησες̇ / σα ξαφνική / μπόρα / πέρασες /χάθηκες. Το ζήτημα του χρόνου ως πάντοτε λιγοστή, κουτσουρεμένη δυνατότητα, τον προβληματίζει. Δεν προφταίνουμε, δεν προφταίνουμε οι άνθρωποι και ό,τι υπήρξαμε ως ναυάγιο εκλαμβάνεται που καταλήγει στον βυθό. Το σώμα και οι ανεπάρκειές του, το σώμα και οι πληγές του μια υπόθεση από χέρι χαμένη, ένας εγκλεισμός αναπόδραστος. Γράφει: Μεσίστιο / το κορμί ̇ / μέσα σε σκάφος / τρύπιο / σκοτεινό

Κι αλλού: Μαύρη οθόνη / η μνήμη·  / κραυγές πνιγμένων / που καλούν / σε βοήθεια· / κι έπειτα / μια νεκρική σιγή / σαν χιονισμένη πεδιάδα

Διαβάζοντας την ποίηση του Βασίλη και συντονίζοντας την αναπνοή μου με τη μορφική δομή του στίχου, του διακεκομμένου στίχου, κάθε λέξη και στίχος, κάθε στίχος το πολύ δύο λέξεις, μια κάθετη κραυγή, μια λαχανιασμένη διακεκομμένη, ασθματική κραυγή, ήσυχη ωστόσο και λιτή σαν μικρό αποτύπωμα αναφιλητού ένα ύστατο στερέωμα πρώιμης αποδημίας, συλλαβή τη συλλαβή ανοίγει τον δρόμο για ένα πρωθύστερο φευγιό, μια προσομοίωση αποχώρησης από μια ζωή ματαιωμένη και εξοικειωμένη από καιρό με την ήττα της. Μια ζωή που μόνο της αποκούμπι είναι ο έρωτας και η ποίηση και τα δυο όμως κινδυνεύουν από μια ελάχιστη στιγμή αφηρημάδας «από μία λάθος νότα / από έναν ήχο παράταιρο / χαλάει η ζωή, / όπως η μουσική / όπως το ποίημα».

Όλα λοιπόν είναι ζήτημα αισθητικής, το απαραίτητο και το αναγκαίο, η αποβολή του περιττού και η οικείωση του ακριβούς. Όλα με ευγένεια και λεπτότητα πλησιασμένα κάτι που δίνεται στην ποίησή του εν είδει οδηγίας ακόμη και για τη συγγραφή.

«Ακουμπάς στο ποίημα / όπως στο στήθος / αγαπημένου νεκρού».

Κλείνοντας την αναφορά μου στις Ρωγμές, θα έλεγα πως ως τίτλος συλλογής έχει μια διπλή ανάγνωση καθώς δεν παραπέμπει μόνο στις αλλεπάλληλες ρηγματώσεις του εδάφους που αφυδατώθηκε αλλά και στις μικρές χαραμαδούλες από όπου η φωτεινή ακτίνα εισβάλλοντας μπορεί να σβήσει το σκότος.

Στη συλλογή Έρωτας στη μεθόριο ο ερωτικός άλλος έρχεται να συνδράμει στην υποστήριξη της ψυχής που καταρρέει. Η παρουσία του δεν είναι παρά άγγελος χειροποίητος καθημερινός, πλησίστια επέλαση διακριτικής κατάφασης, φάρος και γάζα, γιατί ο ίδιος είναι «ετοιμόρροπο σπίτι», «εγκαταλειμμένος κήπος» και ο άλλος η ύστατη δωρεά της ζωής η οποία, ενώ απομακρύνεται, ενώ σταδιακά τον εξοικειώνει με την απώλειά της, του προσφέρει ωστόσο έναν σύντροφο συνοδό και παραστάτη σε αυτή την αντίστροφη μέτρηση που λαμβάνει χώρα.

Θα πει για τον άλλον: «Κάθεται απέναντι/ και τον κοιτάζει̇ / επίμονα τον κοιτάζει̇ / κλαδάκι αδύναμο,/λεπτό/ αίφνης μεταμορφώνεται/ σε πλάτανο, / τον προστατεύει»

Ποίημα ιδιαίτερης λεπτότητας και αισθαντικότητας.

Στη συλλογή Συμπόσιο στο μνήμα το προδιαγεγραμμένο έχει αρχίσει να τον εξοικειώνει με τον ερχομό του. Βέβαια, η συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών δεν υπαινίσσεται τη σύζευξη φυσικού και μεταφυσικού χρόνου μόνο, αλλά θίγει και το ζήτημα της διάτρητης πλέον λογοτεχνικής κοινότητας που απαξιώνει το ήθος, με τη φθορά των συνειδήσεων να γίνεται τόπος κοινός όλων, μυστική συνταγή αναρρίχησης και διαπλοκής. Ασφυκτιά στη διαπίστωση αυτή και καταγγέλλει τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε αγέλη λύκων, ενώ περιγράφοντας την αλλοτρίωση που έχει εισβάλει και στην ίδια τη γραφή θα πει με αγανάκτηση:

«Εδώ κι η ποίηση/ σ’ εγκαταλείπει̇ / φοράει το καπέλο της / και φεύγει, / λιποτακτεί κι αυτή / στις δύσκολές στιγμές./ Λίγο αέρα θέλει / ν’ αναπνεύσει,/ μια μεγαλύτερη / ευρυχωρία ̇ / έχει κι η ποίηση / ανάγκη / τις βολές της ̇ / δεν την αντέχει / τόση ερημιά»

Θα τα καταφέρει η ποίηση να γίνει το αντιστήριγμα, το αντίπαλο δέος στη φθορά, θα καταστήσει τη φθορά αναστρέψιμη; Ο ίδιος θα σπεύσει να προεξοφλήσει: «Ναυάγιο η ποίηση / κι ο ποιητής / ο ναυαγός»

Η ποίηση του Βασίλη Ιωαννίδη είναι μελαγχολική, γιατί είναι ερωτική, είναι απελπισμένη γιατί είναι ερωτική, είναι καταγγελτική, γιατί αναζητά ανάμεσα στα είδωλα και τις μάσκες το πρόσωπο με τη διαύγεια που θα το ονομάσει ερωτικό, γιατί ο κόσμος είναι ήδη γερασμένος και εκείνος πενθεί το ανεκπλήρωτο, πενθεί το σώμα και την πίκρα του που περιφέρεται με τις ρωγμές και τα πάθη.
Η υποκρισία τόσο μα τόσο πανταχού παρούσα, σε σημείο να καταγγέλλεται ακόμη και από τον ίδιο τον νεκρό, όταν βλέπει στο προαύλιο τόσο κόσμο που όπως θα επισημάνει καυστικά ήταν: «παρόντες στον θάνατο απόντες στη ζωή».
Ο ίδιος πάντως τον θάνατο τον υπολήπτεται περισσότερο και σε έναν βαθμό τον προσδοκά, αφού τον θεωρεί οριστικό και οπωσδήποτε πιο συνεπή και έντιμο από τους άλλους μικρούς θανάτους καθημερινούς που σε όλα τα συμβολικά τους επίπεδα καταντούν βασανιστικοί. Γι’ αυτό και θα δηλώσει: «Φιλικός / είναι ο θάνατος, / πιο φιλικός / απ’ τη ζωή ̇ / τουλάχιστον / αυτός δεν ψεύδεται».
Στην τελευταία του συλλογή Θύρα εξόδου, διοργανώνει και σκηνοθετεί την ύστατη έξοδο. Μόνο που στην ουσία αυτή δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τη δική του, καθώς μέσω των στίχων του παρίσταται στην κηδεία των ιδεών, της αλήθειας και του δικαίου, τελεί μνημόσυνο στις όποιες ψευδαισθήσεις μας, μνημόσυνο στους ευσεβείς μας εξωραϊσμούς.

Σε όλη μου την αναγνωστική περιδιάβαση όπου λεπτό προς λεπτό βλέπω τον Βασίλη Ιωαννίδη να αναθέτει στον στίχο να περιγράψει την μετάβασή του στην άλλη περιοχή σαν να άκουγα μια μυστική συνομιλία του ίδιου με τον άλλον ποιητή της Θεσσαλονίκης τον Ανέστη Ευαγγέλου, όταν εκείνος κατέγραφε τη δική του αντίστοιχη έξοδο.

Μωρέ όχι μόνο αποθανείν / όχι μόνο θέλω / αλλά και πάραυτα / και εκλιπαρώ αποθανείν, / και όχι γιατί γέρασα τάχα / και χαλεπόν το γήρας και άλλα τέτοια / ― σωστά, σωστότατα βεβαίως, που φθέγγονται / όσοι τα ζήσανε τα χρονάκια τους∙/ αλλά γιατί / το σώμα είναι φτωχό και δεν αντέχει / έλιωσε πια / και η ψυχή ―α, η ψυχή― κι αυτή ανθρώπινη είναι / και κάποτε λυγίζει / κι έχει, με τα λιανά χεράκια της /υψώσει ήδη / λευκή σημαία.

Ο Ιωαννίδης από την άλλη δεν επιζητά την επίσπευση αλλά με στωικότητα παρατηρεί την έξοδό του. Θεωρεί άλλωστε τη διαδικασία της αποχώρησης ως μια επιπλέον δυνατότητα μήπως και συντριβεί η έπαρση, μήπως επισυμβεί η όποια μεταμέλεια, μήπως και δυνηθεί η ύπαρξη να ανακαλέσει. Θα πει:

«Είναι και ο θάνατος / μια ευκαιρία, / το τελευταίο οχυρό· / έστω την ύστατη / στιγμή, / ό,τι δεν έπραξες / να διορθώσεις, / ό,τι απόμεινε / να περισώσεις»

Και ιδού η ανταπόκρισή του από το πεδίο του αγώνα του:

Τους εγκαταλείπεις όλους, / σαν αερόστατο ελλιποβαρές / για να μην πέσεις. / Χάνεις τα χέρια σου / τη φωνή σου./ Σε παγωμένο τόπο / βρίσκεσαι, / κανείς δεν σε ακούει·/ σαν αγνοούμενος από καιρό / χαμένος μες στην έρημο

Και εκείνος με ποιον τρόπο αντιστέκεται; Πώς υπομένει;

Τυλίγομαι στον στίχο, / φορώ κατάσαρκα /τις λέξεις· / προσκέφαλο /και πανωφόρι· / ασπίδα συλλαβές. / Πλέκω ιστό / τα ποιήματα / να με σκεπάσουν, / στη θέρμη της φωτιάς τους / να χωθώ / να ζεσταθώ. / Κρυώνω, /  βρέχει πολύ·/ οι δρόμοι έρημοι, / τα σπίτια άδεια./ Αγκαλιάζω τα ποιήματα γλυκά / κι αποκοιμιέμαι

Η φωνή του Ιωαννίδη είναι η φωνή της αξιοπρέπειας και της περηφάνιας, είναι η υπενθύμιση πως ακόμα υπάρχουν οι έντιμοι μονομάχοι του κλειστού χώρου, των περιορισμένων τετραγωνικών και του απεριόριστου ψυχικού σθένους.

Κι αν είναι για κάτι να τον θυμόμαστε ας του κάνουμε το χατίρι και ας ακολουθήσουμε ό,τι ο ίδιος προνόησε και μας παρήγγειλε:

«Μόνο γι’ αυτό / το ελάχιστο, το μέγιστο, / να με θυμούνται ̇ / για τη σιωπή / που έγινε έρωτας / και πράξη ̇ / για το ανάλαφρο / περπάτημα, / μες στην οδύνη, / για την ευπρέπεια / της ποίησης / που δεν πληγώνει»

Ας του κάνουμε το χατίρι, γιατί είναι άλλωστε απλό. Και είναι απλό γιατί του μοιάζει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: