Είναι σίγουρα ο τρόπος του να χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν ζογκλέρ, να παίζει άνετα κι επιδέξια με το νόημά τους, με την έντασή τους ανάμεσα σε άλλες, με τον ρυθμό που επιταχύνουν ή επιβραδύνουν ανάλογα με την ανάγκη τους, με την χορευτική κίνηση των γραμμάτων τους, με την απαράμιλλη έλξη που ασκούν οι εξηγήσεις και οι παρεξηγήσεις τους, οι αφηρημένες έννοιές τους, η ματαιότητα και η ματαιοδοξία τους, η κενότητα και η απολυτότητά τους.
Είναι σίγουρα ένας ποιητής που γνωρίζει πλήρως την συναισθηματική πολυπλοκότητα και εν γένει την ποικιλομορφία της ψυχοσύνθεσής μας. Συνειδητοποιεί το χάος και την υπερδύναμη της ασημαντότητας, φωτίζει φευγαλέα τα γελοία προσωπεία μας κι ύστερα μας αποκαλύπτει την συντριβή και τον ενθουσιασμό της ζωής που την συνοδεύει, καθώς οδεύουμε ολοταχώς προς αυτή.
Ο Σπύρος Γούλας απορροφά την γλώσσα των σύγχρονων πεζοδρομίων και καταφέρνει με αυτήν ποιητικά θαύματα, σπρώχνοντας τον αναγνώστη σε αλλεπάλληλες κωλοτούμπες στο αυτογνωστικό του ταξίδι, με ύπουλες απότομες στροφές σε μια φαινομενικά εύκολη πορεία προς το φως που αποζητάει. Ο Γούλας δεν απαρνείται το φως, αρνείται όμως να μας το δείξει σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται με ωραία τσιτάτα και τρύπιους στίχους στολισμένους με στραβά θαυμαστικά. Αντιθέτως, γράφει: η άκαμπτη επικλινής δοκός και η πορεία της σφαίρας/ αυτά φτάνουν για να αναρωτηθείς όσα σου αναλογούν. Για να καταλήξει πιο κάτω: πίσω τίποτα/ και μπρος επίσης// μία κίνηση απλή// ένα τρικ για παιδιά. Περιφρονεί για να εκθειάσει την ίδια την ύπαρξη, στήνει στον τοίχο αυτούς που την υπηρετούν με ευλάβεια για να υποκλιθεί μπροστά τους ύστερα, με αποτέλεσμα η ζωή στο αδίστακτο λεκτικό κοροϊδευτικό του μειδίαμα να ερμηνεύεται ως ένα «τρικ» και μάλιστα «για παιδιά».
Τα ποιήματά του πλάθουν κρυφούς χαρακτήρες που δρουν στην σκιά των αποκαλύψεων, των συγκινήσεων, της μελαγχολικής εξέγερσης και αγανάκτησης, του αφοπλιστικού χιούμορ, της ζωογόνου τρυφερότητας. Τα χαρακτηριστικά τους αλλάζουν διαρκώς, ακμάζουν και φθείρονται, μεγαλώνουν και μικραίνουν, φωτίζουν και σκοτεινιάζουν, φουσκώνουν και βαθουλώνουν. Οι λανθάνοντες ήρωες που πρωταγωνιστούν σ' αυτή την εξαίρετα ενορχηστρωμένη ποιητική φάρσα, γελούν και κλαίνε με το μεγαλείο της, αλλάζοντας φορέματα και μακιγιάζ αστραπιαία, ενώ προσπαθούν να μας αποπροσανατολίσουν από την έκφανσή της.
Όπως σε όλα τα μεγάλα έργα, έτσι κι εδώ, δεν λείπουν τα αιχμηρά κοινωνικοπολιτικά σχόλια που φέρνουν τον αναγνώστη σε σύγκρουση με το είδωλό του, καταφέρνοντας όμως να τον κάνει να κοιταχτεί βαθιά μέσα στον καθρέφτη, να σπάσει σταδιακά τα σύνορα που τον χωρίζουν απ' την αποδοχή των αδυναμιών, των ανασφαλειών και του κυρίαρχου παράλογου – να αφουγκραστεί το περιβάλλον γύρω του και κυρίως τον εαυτό του μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Από τα βάθη του καθιστικού/ κανείς δεν είναι δημοκράτης, γράφει στο ποίημά του «Οι ωραίοι παίζουν σέντερ φορ», ενώ στο «Τέσσερα haiku κάνουν tryhard» γίνεται αιχμηρά εύστοχος: Γράψανε τόσοι/ τόσα, που παρέλειψαν/ κάτι να μας πουν, αλλά και: Ο κόπος φτιάχνει/ τεχνική, το ταλέντο/ σπάει τη φόρμα. Και στο ποίημα «Βαθμός δυσκολίας»: χορτάσαμε από επιδείξεις/ κι εσύ ασφαλώς κατέχεις τεχνική/ ασφαλώς/ δεν ήρθαμε όμως εδώ για τεχνική/ αλλά για το σώμα σε πτώση/ ανέβα να τελειώνουμε/ και πήδα.
Δεν απαρνιέται επ' ουδενί τις κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούμε και δρούμε και μας αιφνιδιάζει πλήρως στο ποίημα «QR σε έναν νέο ποιητή» (καθώς υποκλίνεται με σεβασμό στον Rilke) και μ' έναν κώδικα QR, μας αφήνει σημείωμα στο κινητό πως Η ποίηση δεν γράφεται και αλίμονο αν το αφήναμε σε αυτούς που γράφουν. Και χαμογελά στο τέλος κλείνοντάς μας το μάτι ―ταυτοχρόνως επικριτικά και συμπονετικά― και μας γράφει: χωρίς νησί και πυροτέχνημα/ αρκείσαι και στα περιφραστικά.
Η ποίηση εκτός από πολλά άλλα, είναι πρώτα απ' όλα ―κατά σειρά εμφάνισης θα έλεγε κανείς― ένα ανακάτεμα του συναισθηματικού μας κόσμου, ένα προσάναμμα στο τζάκι της πιο παγωμένης κάμαρας, ένα αεράκι δροσερό στο πρωινό μέτωπό μας. Κι ο Σπύρος Γούλας συνθέτει ένα αριστοτεχνικό έργο, εκμεταλλευόμενος την αμφιθυμία, την παραζάλη, το αδιέξοδο και την ιλιγγιώδη ταχύτητα της εποχής του και φτάνει διαρκώς σε αυτό το αποτέλεσμα. Εντρυφεί με οξυδέρκεια στην εσωτερική διαδρομή μας, περνώντας από λακκούβες και βραχάκια για να χαράξει μια δική του καινούρια πορεία ― τόσο στην ποιητική γραφή όσο και στην παρατήρηση.
Τα Οριστικά φαινόμενα, ξεχωρίζουν για το θάρρος τους να υψώσουν ανάστημα, να επιδείξουν την δυναμική τους, να περικυκλώσουν την αλήθεια τους και να την προστατεύσουν από παράσιτα. Κι η αλήθεια αυτή τελικά μας περικυκλώνει όλους ― οριστικά και αμετάκλητα.