Ένα τρικ για παιδιά

Ένα τρικ για παιδιά

Σπύρος Γούλας, «Οριστικά φαινόμενα», εκδ. Πόλις 2024




Είναι σί­γου­ρα ο τρό­πος του να χρη­σι­μο­ποιεί τις λέ­ξεις σαν ζο­γκλέρ, να παί­ζει άνε­τα κι επι­δέ­ξια με το νό­η­μά τους, με την έντα­σή τους ανά­με­σα σε άλ­λες, με τον ρυθ­μό που επι­τα­χύ­νουν ή επι­βρα­δύ­νουν ανά­λο­γα με την ανά­γκη τους, με την χο­ρευ­τι­κή κί­νη­ση των γραμ­μά­των τους, με την απα­ρά­μιλ­λη έλ­ξη που ασκούν οι εξη­γή­σεις και οι πα­ρε­ξη­γή­σεις τους, οι αφη­ρη­μέ­νες έν­νοιές τους, η μα­ταιό­τη­τα και η μα­ταιο­δο­ξία τους, η κε­νό­τη­τα και η απο­λυ­τό­τη­τά τους.
Εί­ναι σί­γου­ρα ένας ποι­η­τής που γνω­ρί­ζει πλή­ρως την συ­ναι­σθη­μα­τι­κή πο­λυ­πλο­κό­τη­τα και εν γέ­νει την ποι­κι­λο­μορ­φία της ψυ­χο­σύν­θε­σής μας. Συ­νει­δη­το­ποιεί το χά­ος και την υπερ­δύ­να­μη της αση­μα­ντό­τη­τας, φω­τί­ζει φευ­γα­λέα τα γε­λοία προ­σω­πεία μας κι ύστε­ρα μας απο­κα­λύ­πτει την συ­ντρι­βή και τον εν­θου­σια­σμό της ζω­ής που την συ­νο­δεύ­ει, κα­θώς οδεύ­ου­με ολο­τα­χώς προς αυ­τή.
Ο Σπύ­ρος Γού­λας απορ­ρο­φά την γλώσ­σα των σύγ­χρο­νων πε­ζο­δρο­μί­ων και κα­τα­φέρ­νει με αυ­τήν ποι­η­τι­κά θαύ­μα­τα, σπρώ­χνο­ντας τον ανα­γνώ­στη σε αλ­λε­πάλ­λη­λες κω­λο­τού­μπες στο αυ­το­γνω­στι­κό του τα­ξί­δι, με ύπου­λες από­το­μες στρο­φές σε μια φαι­νο­με­νι­κά εύ­κο­λη πο­ρεία προς το φως που απο­ζη­τά­ει. Ο Γού­λας δεν απαρ­νεί­ται το φως, αρ­νεί­ται όμως να μας το δεί­ξει σε κά­θε ευ­και­ρία που του δί­νε­ται με ωραία τσι­τά­τα και τρύ­πιους στί­χους στο­λι­σμέ­νους με στρα­βά θαυ­μα­στι­κά. Αντι­θέ­τως, γρά­φει: η άκαμ­πτη επι­κλι­νής δο­κός και η πο­ρεία της σφαί­ρας/ αυ­τά φτά­νουν για να ανα­ρω­τη­θείς όσα σου ανα­λο­γούν. Για να κα­τα­λή­ξει πιο κά­τω: πί­σω τί­πο­τα/ και μπρος επί­σης// μία κί­νη­ση απλή// ένα τρικ για παι­διά. Πε­ρι­φρο­νεί για να εκ­θειά­σει την ίδια την ύπαρ­ξη, στή­νει στον τοί­χο αυ­τούς που την υπη­ρε­τούν με ευ­λά­βεια για να υπο­κλι­θεί μπρο­στά τους ύστε­ρα, με απο­τέ­λε­σμα η ζωή στο αδί­στα­κτο λε­κτι­κό κο­ροϊ­δευ­τι­κό του μει­δί­α­μα να ερ­μη­νεύ­ε­ται ως ένα «τρικ» και μά­λι­στα «για παι­διά».
Τα ποι­ή­μα­τά του πλά­θουν κρυ­φούς χα­ρα­κτή­ρες που δρουν στην σκιά των απο­κα­λύ­ψε­ων, των συ­γκι­νή­σε­ων, της με­λαγ­χο­λι­κής εξέ­γερ­σης και αγα­νά­κτη­σης, του αφο­πλι­στι­κού χιού­μορ, της ζω­ο­γό­νου τρυ­φε­ρό­τη­τας. Τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους αλ­λά­ζουν διαρ­κώς, ακ­μά­ζουν και φθεί­ρο­νται, με­γα­λώ­νουν και μι­κραί­νουν, φω­τί­ζουν και σκο­τει­νιά­ζουν, φου­σκώ­νουν και βα­θου­λώ­νουν. Οι λαν­θά­νο­ντες ήρω­ες που πρω­τα­γω­νι­στούν σ' αυ­τή την εξαί­ρε­τα ενορ­χη­στρω­μέ­νη ποι­η­τι­κή φάρ­σα, γε­λούν και κλαί­νε με το με­γα­λείο της, αλ­λά­ζο­ντας φο­ρέ­μα­τα και μα­κι­γιάζ αστρα­πιαία, ενώ προ­σπα­θούν να μας απο­προ­σα­να­το­λί­σουν από την έκ­φαν­σή της.
Όπως σε όλα τα με­γά­λα έρ­γα, έτσι κι εδώ, δεν λεί­πουν τα αιχ­μη­ρά κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά σχό­λια που φέρ­νουν τον ανα­γνώ­στη σε σύ­γκρου­ση με το εί­δω­λό του, κα­τα­φέρ­νο­ντας όμως να τον κά­νει να κοι­τα­χτεί βα­θιά μέ­σα στον κα­θρέ­φτη, να σπά­σει στα­δια­κά τα σύ­νο­ρα που τον χω­ρί­ζουν απ' την απο­δο­χή των αδυ­να­μιών, των ανα­σφα­λειών και του κυ­ρί­αρ­χου πα­ρά­λο­γου – να αφου­γκρα­στεί το πε­ρι­βάλ­λον γύ­ρω του και κυ­ρί­ως τον εαυ­τό του μέ­σα σε αυ­τό το πε­ρι­βάλ­λον. Από τα βά­θη του κα­θι­στι­κού/ κα­νείς δεν εί­ναι δη­μο­κρά­της, γρά­φει στο ποί­η­μά του «Οι ωραί­οι παί­ζουν σέ­ντερ φορ», ενώ στο «Τέσ­σε­ρα haiku κά­νουν tryhard» γί­νε­ται αιχ­μη­ρά εύ­στο­χος: Γρά­ψα­νε τό­σοι/ τό­σα, που πα­ρέ­λει­ψαν/ κά­τι να μας πουν, αλ­λά και: Ο κό­πος φτιά­χνει/ τε­χνι­κή, το τα­λέ­ντο/ σπά­ει τη φόρ­μα. Και στο ποί­η­μα «Βαθ­μός δυ­σκο­λί­ας»: χορ­τά­σα­με από επι­δεί­ξεις/ κι εσύ ασφα­λώς κα­τέ­χεις τε­χνι­κή/ ασφα­λώς/ δεν ήρ­θα­με όμως εδώ για τε­χνι­κή/ αλ­λά για το σώ­μα σε πτώ­ση/ ανέ­βα να τε­λειώ­νου­με/ και πή­δα.
Δεν απαρ­νιέ­ται επ' ου­δε­νί τις κοι­νω­νι­κές και τε­χνο­λο­γι­κές συν­θή­κες μέ­σα στις οποί­ες ζού­με και δρού­με και μας αιφ­νι­διά­ζει πλή­ρως στο ποί­η­μα «QR σε έναν νέο ποι­η­τή» (κα­θώς υπο­κλί­νε­ται με σε­βα­σμό στον Rilke) και μ' έναν κώ­δι­κα QR, μας αφή­νει ση­μεί­ω­μα στο κι­νη­τό πως Η ποί­η­ση δεν γρά­φε­ται και αλί­μο­νο αν το αφή­να­με σε αυ­τούς που γρά­φουν. Και χα­μο­γε­λά στο τέ­λος κλεί­νο­ντάς μας το μά­τι ―ταυ­το­χρό­νως επι­κρι­τι­κά και συ­μπο­νε­τι­κά― και μας γρά­φει: χω­ρίς νη­σί και πυ­ρο­τέ­χνη­μα/ αρ­κεί­σαι και στα πε­ρι­φρα­στι­κά.

Η ποί­η­ση εκτός από πολ­λά άλ­λα, εί­ναι πρώ­τα απ' όλα ―κα­τά σει­ρά εμ­φά­νι­σης θα έλε­γε κα­νείς― ένα ανα­κά­τε­μα του συ­ναι­σθη­μα­τι­κού μας κό­σμου, ένα προ­σά­ναμ­μα στο τζά­κι της πιο πα­γω­μέ­νης κά­μα­ρας, ένα αε­ρά­κι δρο­σε­ρό στο πρω­ι­νό μέ­τω­πό μας. Κι ο Σπύ­ρος Γού­λας συν­θέ­τει ένα αρι­στο­τε­χνι­κό έρ­γο, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος την αμ­φι­θυ­μία, την πα­ρα­ζά­λη, το αδιέ­ξο­δο και την ιλιγ­γιώ­δη τα­χύ­τη­τα της επο­χής του και φτά­νει διαρ­κώς σε αυ­τό το απο­τέ­λε­σμα. Εντρυ­φεί με οξυ­δέρ­κεια στην εσω­τε­ρι­κή δια­δρο­μή μας, περ­νώ­ντας από λακ­κού­βες και βρα­χά­κια για να χα­ρά­ξει μια δι­κή του και­νού­ρια πο­ρεία ― τό­σο στην ποι­η­τι­κή γρα­φή όσο και στην πα­ρα­τή­ρη­ση.

Τα Ορι­στι­κά φαι­νό­με­να, ξε­χω­ρί­ζουν για το θάρ­ρος τους να υψώ­σουν ανά­στη­μα, να επι­δεί­ξουν την δυ­να­μι­κή τους, να πε­ρι­κυ­κλώ­σουν την αλή­θεια τους και να την προ­στα­τεύ­σουν από πα­ρά­σι­τα. Κι η αλή­θεια αυ­τή τε­λι­κά μας πε­ρι­κυ­κλώ­νει όλους ― ορι­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: