Το υλικό από την έκθεση «Wisława Szymborska: 100 χρόνια από τη γέννησή της», που πραγματοποιήθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (7 Δεκεμβρίου 2023 – 7 Ιανουαρίου 2024), μάς παραχωρήθηκε για το παρόν αφιέρωμα από το «Ίδρυμα Σιμπόρσκα», μέσω της Πρεσβείας της Πολωνικής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, την οποία ευχαριστούμε και από εδώ.

___________
Επιμέλεια: Αριστέα Παπαλεξάνδρου
______________



Για την Σιμπόρσκα, ούτε ένα ελάχιστο φτεράκι γλαύκας
_____ _____

Ω, δεν αμφιβάλλω πως αυτό εδώ είναι η πρεμιέρα.
Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Η ζωή εδώ και τώρα»



Ξεκινώ με τον παραπάνω στίχο της, ως μότο, ξεκαθαρίζοντας, με έναν τρόπο, ότι το να μιλάς για μία τέτοια ποιήτρια όσες φορές και αν το γράψεις, όσες φορές κι αν το σχίσεις, πάντα το σχεδίασμα του κειμένου σου δεν θα είναι παρά η πρεμιέρα του κανονικού, τού άγραφου ακόμη, αντάξιού της. Καμιά πρόβα δεν μετρά τελικά. Όποια πλευρά του θέματος και να διαλέξεις, αισθάνεσαι πολύ λίγος για να το φέρεις κάπως, εις πέρας. Εξηγούμαι λοιπόν, ευθύς εξαρχής, ότι μετά βίας θα της προσφέρω κι αυτό το ένα ελάχιστο φτεράκι γλαύκας.
Και για να ξεγελάσω κάπως την ενοχή μου, γι’ αυτό το ελάχιστο, θα ξεκινήσω με κάτι που φαίνεται απτό, κι όσο να πεις προσεγγίσιμο: με την πρόσληψή της στην χώρα μας. Η κορυφαία και αδιαμφισβήτητα πολυδιάστατη, λοιπόν, λες και σαν να πρόκειται για συνήχηση πολλών, και συχνά ετερόκλητων, κορυφαίων φωνών της αυτοειρωνείας, Βισουάβα Σιμπόρσκα, έγινε, όπως ήταν αναμενόμενο, γνωστή στην χώρα μας, μετά την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας σε αυτήν, το 1996. Δεν χρειάζεται στο σημείο αυτό, να επαναλάβουμε το κοινότοπο συμπέρασμα σχετικά με την ισχυρή δημοφιλία που συνεπάγεται μία τέτοια ύψιστη τιμή, όμως, θα είχε ενδιαφέρον, να προβληματιστούμε για μία ακόμη φορά, για το τί θα χάναμε, εάν δεν το είχε λάβει, γιατί απλούστατα, σε μία τέτοια περίπτωση, το πιθανότερο θα ήταν, να μην την είχαμε ποτέ μας γνωρίσει. Το τονίζω αυτό, υπενθυμίζοντας ότι, όπως δεκάδες αξιόλογοι συγγραφείς έγιναν γνωστοί, παρότι δεν βραβεύτηκαν με Νομπέλ (σταχυολογώ πρόχειρα, και με εντελώς τυχαία σειρά, τους Μπόρχες, Τζόις, Πάουντ, Ντίλαν Τόμας, Μούζιλ, Φιτζέραλντ, Φόρστερ, Τενεσί Ουίλιαμς, Μαλρό, Τσελάν, Φάλαντα, τον δικό μας τον Ρίτσο, που τουλάχιστον χρονολογικά θα μπορούσαν να είχαν τιμηθεί με Νομπέλ, για να μην χαθώ σε μία ευρύτερη λίστα, ξεκινώντας από άλλους προγενέστερους γίγαντες της λογοτεχνίας, σαν τους Προυστ, Κάφκα, Ρίλκε και Στρίντμπεργκ)· όπως λοιπόν, δεκάδες αξιόλογοι συγγραφείς είναι πολύ γνωστοί, παρότι δεν βραβεύτηκαν με Νομπέλ, δεκάδες περισσότεροι, εξίσου σημαντικοί πέθαναν άσημοι και παρέμειναν άγνωστοι και μετά τον θάνατό τους. Στο σημείο αυτό, ηθελημένα δεν αναφέρω καμία γυναίκα, για να μην ξεκινήσω, και από εδώ, μία άλλη ατέλειωτη, πονεμένη συζήτηση, για την παράλειψη τόσων σπουδαίων γυναικών από την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που δεν θα ήταν δίκαιο να περιοριστεί στην αναφορά μερικών μόνο, αδιαμφισβήτητα σπουδαίων, συγγραφέων, σαν την Γουλφ, την Γιουρσενάρ ή την Αχμάτοβα, όπως συνήθως γίνεται.
Βεβαίως και δεν θα κομίσω γλαύκα εάν πω ότι οι δύο αυτές παράμετροι, πρώτον, η παράμετρος «γυναίκα», και δεύτερον, η παράμετρος «ποίηση», συνιστούν δύο από τα ανυπέρβλητα προσκόμματα στην μοναχική πορεία προς τα ακατάρριπτα ρεκόρ. Εν προκειμένω, η Σιμπόρσκα είναι η μία από τις τέσσερις ποιήτριες, που θεσμικά τουλάχιστον, κατέρριψαν τα ακατάρριπτα. Οι άλλες τρεις, είναι η Χιλιανή Γκαμπριέλα Μιστράλ το 1945, η Γερμανοεβραία Νέλι Ζαχς το 1966, και η προσφάτως εκλιπούσα Αμερικανίδα Λουίζ Γκλικ το 2020.
Όσο και αν παραπέμποντας στον Μπλέικ, θα χρειαστεί να διευκρινίσω πως η δουλειά μου δεν είναι ούτε να κρίνω, ούτε να συγκρίνω, αλλά να δημιουργώ —και το λέω αυτό με επίγνωση ότι, μιλώντας για τέτοια μεγέθη δεν ξέρω πόσο δικαιούμαι να χρησιμοποιώ πρώτο ενικό πρόσωπο—, εντούτοις αδυνατώ να μην παραδεχτώ ότι η Σιμπόρσκα είναι, από τις τέσσερις αυτές νομπελίστριες, η δική μου αγαπημένη.
Και πραγματικά, τι να πρωτοπεί και τι να ξαναπεί κανείς, δεδομένου ότι έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων, γι’ αυτήν την τόσο σύγχρονη φωνή, στην οποία η ανατροπή και η μεταφορά δεν συνιστούν εκφραστικούς τρόπους, αλλά ταυτότητα. Η Σιμπόρσκα είναι η ρηξικέλευθη επιτομή του μοντερνισμού στην στροφή της χιλιετίας. Ούτε φτεράκι γλαύκας δεν κομίζω λοιπόν, λέγοντας ότι πρόκειται για μια ποίηση που ανάγει το ανεκπλήρωτο της καθημερινότητας σε υψηλό της αιωνιότητας.
Αξίζει, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι την πρώτη μετάφραση της Σιμπόρσκα στα ελληνικά —προφανώς από τα αγγλικά— την οφείλουμε σε μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς, την Αμαλία Τσακνιά, η οποία, το 1982, δημοσίευσε ένα ποίημα από την συλλογή Αλάτι του 1962. Είναι ένα από τα πλέον γνωστά της, μεταξύ άλλων για τον τρόπο με τον οποίον αντηχεί το προσωπείο της παραμελημένης συζύγου, που θρηνεί έναν γάμο, διαλυμένο μέσα από την κοινοτοπία και την εξοικείωση.[1] Εν προκειμένω, το παραθέτω στην πρόσφατη μετάφραση της Μπεάτας Ζουλκιέβιτς, που επί της ουσίας είναι και η πρώτη έγκριτη κατευθείαν από τα πολωνικά, και επίσης, είναι αυτή, που μας επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα άτιτλο ποίημα, καθώς μέχρι στιγμής λανθασμένα, θεωρούσαμε ότι ο τίτλος του ποιήματος ήταν «Είμαι πολύ κοντά»:

Είμαι πολύ κοντά του για να με ονειρεύεται.
Δεν ίπταμαι από πάνω του, δεν του ξεφεύγω
κάτω απ’ τις ρίζες των δέντρων. Είμαι πολύ κοντά.
Το ψάρι στο δίχτυ δεν τραγουδά με τη φωνή μου.
Το δαχτυλίδι δεν κυλά απ’ το δικό μου δάχτυλο.
Είμαι πολύ κοντά. Το μεγάλο σπίτι καίγεται
χωρίς εμένα να ζητώ βοήθεια. Πολύ κοντά
για να χτυπάει η καμπάνα πάνω στην τρίχα του κεφαλιού μου.
Πολύ κοντά για να μπορώ να εισέλθω σαν επισκέπτης
που ανοίγονται μπροστά του οι τοίχοι.
Ποτέ πια για δεύτερη φορά δεν θα πεθάνω τόσο ελαφριά,
τόσο πολύ εκτός του σώματός μου, τόσο ασυναίσθητα,
όπως κάποτε στο όνειρό του. Είμαι πολύ κοντά,
πολύ κοντά. Ακούω ένα συριγμό
και βλέπω τη στιλπνή φολίδα αυτής της λέξης,
καθώς ξαπλώνω ακίνητη στην αγκαλιά του. Αυτός κοιμάται,
τούτη τη στιγμή είναι πιο προσιτός ακόμη και στην άγνωστη ταμία
εκείνου του περιοδεύοντος τσίρκου με το ένα μονάχα λιοντάρι,
απ’ ό,τι σ’ εμένα που πλαγιάζω δίπλα του.
Τώρα γι’ αυτήν απλώνεται μέσα του μια κοιλάδα
με πυρόξανθη φυλλωσιά, περίκλειστη από ένα χιονισμένο βουνό
στο φόντο κυανού αέρα. Εγώ παραείμαι κοντά
για να του πέσω εξ ουρανού. Η κραυγή μου
θα μπορούσε μόνο να τον ξυπνήσει. Η κακομοίρα,
είμαι περιορισμένη στη μορφή μου,
ενώ ήμουν σημύδα, ενώ ήμουν σαύρα,
ενώ έβγαινα απ’ τα ρούχα μου και απ’ το σατέν μου δέρμα
ιριδίζοντας στις αποχρώσεις του. Ενώ είχα
τη χάρη να εξαφανίζομαι μπροστά σε έκπληκτα μάτια,
κάτι που είναι πλούτος του πλούτου. Είμαι κοντά,
πολύ κοντά του για να με ονειρεύεται.
Τραβώ το μπράτσο μου κάτω απ’ το κεφάλι του κοιμώμενου,
είναι μουδιασμένο, ζωσμένο με σμήνος από καρφίτσες.
Στην κορυφή της καθεμιάς, περιμένοντας την καταμέτρηση,
έχουν καθίσει οι εκπεσόντες άγγελοι.[2]
[Αλάτι, 1962]

Να διευκρινίσω, ότι από την θέση αυτή, εξυπακούεται πως δεν δικαιούμαι βέβαια, να έχω γνώμη για την μετάφραση, και ο λόγος δεν είναι μόνον ότι δεν ξέρω πολωνικά. Αυτό που με σιγουριά, μπορώ να πω είναι ότι, και οι τρεις μεταφράσεις του συγκεκριμένου ποιήματος, δηλαδή η πρώτη της Τσακνιά, η πρόσφατη της Ζουλκιέβιτς, αλλά και αυτή του Καραβίτη, που επί της ουσίας γνώρισε στο ελληνικό κοινό την Σιμπόρσκα,[3] μας συστήνουν, και οι τρεις, μία μεγάλη ποιήτρια, που διαχειρίζεται, σε λίγους μόνο στίχους, σειρά βιωμάτων από την ιστορία του ανθρώπινου ανεκπλήρωτου: Απροσδιοριστία, αποφλοίωση, απώλεια, εκμηδένιση, ατελέσφορο, καταβύθιση, απόβλητο, αδιέξοδο, αποξένωση, θηριωδία, νοσταλγία, ανεμπόδιστο: ιδού μια ενδεικτική σταχυολόγηση μερικών από τις έννοιες που πηγαινοέρχονται στα ποιήματά της. Το πλαίσιο απ’ όπου εκπορεύονται οι παραπάνω έννοιες είναι κατά βάση ανθρωποκεντρικό, μόνο που η παναγαθοσύνη της ποιήτριας δεν αφήνει έξω το ζωικό βασίλειο, που στον δικό της κόσμο, κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο: με οσμές και γεύσεις, με αφές και μνήμες, και με ένα πλήθος υλικών αντικειμένων, που περικλείουν τα εργαλεία του ορθολογισμού, οδεύοντάς τα στην αυτοειρωνεία, ή στον δραματικό σαρκασμό του ποιητικού εγώ:

Να πεθάνεις — αυτό δεν μπορείς να το κάνεις σε μια γάτα.
Γιατί τι να κάνει η γάτα
σ’ ένα άδειο διαμέρισμα;
Να σκαρφαλώνει στους τοίχους;
Να τρίβεται ανάμεσα στα έπιπλα;
Τάχα μου τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ
κι όμως όλα είναι αλλιώς.
Τάχα μου τίποτα δεν μετακινήθηκε
κι όμως ο χώρος ανοίχθηκε.
Και τα βράδια η λάμπα δεν φωτίζει πια.

Ακούγονται βήματα στις σκάλες,
δεν είναι όμως τα ίδια.
Το χέρι που βάζει το ψάρι στο πιατάκι,
ούτε αυτό είναι το ίδιο.
Κάτι δεν αρχίζει εδώ
τη συνηθισμένη ώρα.
Κάτι δεν γίνεται εδώ
όπως θα έπρεπε.
Κάποιος εδώ ήταν, και ήταν,
έπειτα απρόσμενα εξαφανίστηκε
και πεισματικά απουσιάζει.

Όλα τα ντουλάπια έχουν εξερευνηθεί.
Όλα τα ράφια έχουν πατηθεί.
Η εξέταση κάτω απ’ το χαλί έχει ολοκληρωθεί.
Ακόμη και η απαγόρευση δεν τηρήθηκε
κι όλα τα χαρτιά έχουν διασκορπιστεί.
Τι άλλο μένει να κάνουμε;
Ύπνος και αναμονή.

Ας γυρίσει μόνο,
ας ξαναφανεί.
Θα μάθει τότε
πως με την γάτα δεν μπορείς να κάνεις έτσι.
Το βάδισμα προς αυτόν
θα γίνει με προσποιητή απροθυμία,
σιγά σιγά,
στα πολύ προσβεβλημένα ποδαράκια.
Και κανένα πηδηματάκι, κανένα νιάου, έστω στην αρχή.[4]
            
                [«Γάτα σε άδειο διαμέρισμα», Τέλος και αρχή, 1993]

Στην Σιμπόρσκα σπανίως το προφανές είναι μόνον αυτό που με την πρώτη φαίνεται. Άλλοτε, το αρχικό ξάφνιασμα, ήδη από τον πρώτο στίχο, όπως εδώ που ευθύς εξαρχής, δηλώνεται ότι το «Να πεθάνεις — αυτό δεν μπορείς να το κάνεις σε μια γάτα», με τους επιδέξιους χειρισμούς της, ξέρει να διατηρεί την ευρηματικότητά του, ώς το τέλος, εξακολουθώντας να ξαφνιάζει, αλλά και ταυτόχρονα να συγκινεί. Και άλλοτε, τα δήθεν αθόρυβα λεκτικά σχήματά της, συμβαίνει κάποια στιγμή, να εκπυρσοκροτούν εξαίφνης σε εκκωφαντικές ανατροπές, που συνήθως δεν εισπράττονται με την πρώτη ανάγνωση, αλλά επιδέχονται —επιβάλλουν θα έλεγα— πολλαπλές δοκιμές ξεκλειδώματος αυτής της πολυσχιδούς ποίησης/γρίφου.
Η ευρηματικότητα της Σιμπόρσκα είναι διάχυτη, σε όλο της το έργο, από τα πρώτα ποιήματά της, ώς και σε αυτά της τελευταία της συλλογής Αρκετά, που εκδόθηκε μεταθανάτια, το 2012. Είναι εντυπωσιακό το ανατρεπτικό χιούμορ μίας ογδονταεννιάχρονης γυναίκας, που καθώς φαίνεται, τήρησε ώς το τέλος την ρήση-υπόσχεση που είχε δηλώσει στην ομιλία της στην Στοκχόλμη, ότι «Οι ποιητές, φαίνεται, θα έχουν πάντοτε πολλή δουλειά». Ιδού ένα από αυτά, τα τελευταία ποιήματα:

ΠΑΛΑΜΗ

Είκοσι επτά οστά,
τριάντα πέντε μύες,
περίπου δύο χιλιάδες νευρικά κύτταρα
σε κάθε άκρη των πέντε δαχτύλων μας.
Είναι απολύτως αρκετό
για να γραφτεί το Mein Kampf
ή το Γούινι το αρκουδάκι.[5]
                               [Αρκετά, 2012]

    Παρασυρμένη από την γοητεία της εξαιρετικής αυτής γραφής, αφέθηκα να αποθρασυνθώ στο τόσο δύσκολο αυτό εγχείρημα, που δεν αρκέστηκε μόνον στο να γράψω, αλλά και στο να προτείνω στον Χάρτη τούτο το αφιέρωμα για την Σιμπόρσκα, χωρίς όπως εξαρχής είχα δηλώσει, να φημίζομαι για την οργανωτικότητά μου. Το αποτέλεσμα θα μας κρίνει όλους, εμένα δίχως αμφιβολία αυστηρότερα, που είχα την —ποιος ξέρει εάν και πόσο φαεινή!— αυτήν ιδέα, να την τιμήσουμε, στα εκατοστά πρώτα της γενέθλια, σήμερα 2 Ιουλίου 2024. Ευχαριστώ και από εδώ τους συνεργάτες του Χάρτη, και ιδιαίτερα τον Δημήτρη Καλοκύρη, που ευθύς εξαρχής στήριξε την πρότασή μου και ανέχθηκε, όλον αυτόν τον καιρό, τις ιδιοτροπίες μου, που πηγάζουν κυρίως από την παθολογική μου εμμονή στην λεπτομέρεια, και ενίοτε με κάνουν αφόρητη. Ευτυχώς, η πολυετής του εμπειρία, όχι μόνον στην ποίηση, αλλά και στον χώρο των εκδόσεων, σε συνδυασμό με το χιούμορ και την ευρηματικότητά του, τον έχουν περιφρουρήσει με ανοσία, ακόμη και σε δυσκολότερες, από την δική μου, περιπτώσεις. Ειλικρινά το πιστεύω, ότι η πρωτοβουλία αυτού του αφιερώματος καθιστά τον Χάρτη πολύτιμο —και επί της ουσίας μοναδικό— αρωγό στην όλη προσπάθεια να τιμηθεί, έστω και με μικρή καθυστέρηση, και στην χώρα μας, η μεγάλη αυτή ποιήτρια, στα πλαίσια του Έτους Σιμπόρσκα 2023.
    Ίσως όχι και τόσο αυθαίρετα, καθώς εξαρχής νόμιζα, κάτι μου λέει ότι μάλλον θα το χαιρόταν που επιμείναμε να την γνωρίσουμε λίγο περισσότερο. Αυτό το κάτι, έστω και ως ψευδαίσθηση, είναι που καθ’ όλη την διάρκεια των ετοιμασιών του παρόντος αφιερώματος, με προέτρεπε να συνεχίσω. Το έτρεφε πρωτευόντως η δική σας στήριξη, για την οποία σας ευχαριστώ εκ βαθέων, όλους μαζί και τον καθέναν χωριστά: τους Έλληνες ποιητές, δοκιμιογράφους και μεταφραστές, που ευθύς εξαρχής αγκαλιάσατε την ιδέα, αλλά και τους εκπροσώπους της Πρεσβείας της Πολωνικής Δημοκρατίας στην χώρα μας, που μεταξύ άλλων, διαμεσολαβήσατε σε δύο πρόσωπα, πολύ οικεία στην ποιήτρια, τα οποία μας κάνουν την τιμή να μας παραχωρούν κείμενά τους. Αναφέρομαι στον γραμματέα της Σιμπόρσκα και τώρα Πρόεδρο του ομώνυμου Ιδρύματος, καθηγητή, κ. Μίχαλ Ρουσίνεκ, αλλά και στην στενή φίλη και βιογράφο της, την κ. Ιωάννα Γκρόμεκ-Ιλγκ. Τις πολύτιμες αυτές συνεργασίες, τις οφείλουμε στον Πρέσβη, κ. Αρτούρ Λόμπαρτ, που τον ευχαριστούμε θερμά, για την ευθύς εξαρχής, αμέριστη συμπαράστασή του, και στο όνομά του, ευχαριστούμε την Πρεσβεία της Πολωνικής Δημοκρατίας, και ιδιαίτερα την κ. Ιουστίνα Σλόβικ, που στην κυριολεξία, στήριξε όλες τις τιμητικές πρωτοβουλίες για το έτος Σιμπόρσκα στην χώρα μας, φέρνοντάς τες εμπράκτως εις πέρας, υπό την αιγίδα μάλιστα, και του ομώνυμου Ιδρύματος.
    Εκ βαθέων ευχαριστώ επίσης, την μεταφράστρια της Σιμπόρσκα και δοκιμιογράφο, κ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, μεταξύ άλλων για την διαμεσολάβησή της προς στην Πρεσβεία, καθώς και προς το Τμήμα Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και συγκεκριμένα προς την κ. Αναστασία Χατζηγιαννίδη, η συμβολή της οποίας, στην όλη προσπάθεια, στάθηκε επίσης, σημαντική.
    Συνεχίζω μνημονεύοντας αλφαβητικά όλους εσάς που γράψατε με τον ιδιαίτερό σας τρόπο, τον αντάξιο στο μέγεθος μίας Σιμπόρσκα: Μαριγώ Αλεξοπούλου, Γεωργία Βαβούτη, Γιώργο Βέη, Ζέφη Δαράκη, Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Χάρη Ιωσήφ, Λένα Καλλέργη, Αριάδνη Καλοκύρη, Έλσα Κορνέτη, Θεώνη Κοτίνη, Μαρία Κούρση, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Κωστούλα Μάκη, Μαρίνα Μαροπούλου, Ευτυχία Παναγιώτου, Σταμάτη Πολενάκη, Βαρβάρα Ρούσσου, Τζίνα Ρουμπέα, Αναστασία Χατζηγιαννίδη, Θανάση Χατζόπουλο, Μυρτώ Χμιελέφσκι και Δημήτρη Χουλιαράκη. Όλα τα κείμενα αντικατοπτρίζουν την πολυδιάστατα μοναδική φωνή της, γεγονός που αποτυπώνεται και στον διαφορετικό τρόπο προσέγγισής σας, κοινών στο έργο της, τόπων. Ποιήματα όπως τα «Η ζωή εδώ και τώρα», «Συνομιλία με την πέτρα», «Ψαλμός», «Στο ποτάμι του Ηράκλειτου», «Παλάμη», «Η χαρά της γραφής», «Λεξιλόγιο», «Γάτα σε άδειο διαμέρισμα», «Κάτω από ένα μικρό άστρο», «Η επιστροφή των πουλιών» και «Η μαϊμού» επανέρχονται ως αντικείμενο σχολιασμού, και με έναν τρόπο επιβεβαιώνουν την γνωστή ρήση ότι, όσοι οι αναγνώστες, τόσα και τα κείμενα. Στην περίπτωσή μας, ισχύει στο πολλαπλάσιο, πρώτον διότι έχουμε να κάνουμε με υποψιασμένες/ους αναγνώστριες/ες —εάν εσείς μου το επιτρέπατε θα έλεγα «επαγγελματίες αναγνώστριες/ες»— και δεύτερον και κυριότερον, διότι εν προκειμένω, οι υποψιασμένοι αυτοί αναγνώστες γράφουν για να ομοφωνήσει, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, το μεγαλείο της ποιητικής της Βισουάβα Σιμπόρσκα.[6]
    Σας ευχαριστώ, κι εγώ από την μεριά μου, όπως σας ευχαριστούν και οι προαναφερθέντες πολύ οικείοι της, Πολωνοί μελετητές της: ο γραμματέας της, κ. Μίχαλ Ρουσίνεκ, αλλά και η στενή της φίλη κ. Ιωάννα Γκρόμεκ-Ιλγκ, η γενναιοδωρία των οποίων, με κάνει, με έναν τρόπο, να αισθάνομαι σαν όλους μας να μας ευχαριστεί, τούτην την στιγμή, και η ίδια, από όπου… είναι… στην γλώσσα μας.
    Θα κλείσω με ένα ποίημα, με το οποίο γι’ άλλη μια φορά, η Σιμπόρσκα, με τον ολόδικό της, μοναδικό —το ξαναλέω, τονίζοντάς το— τρόπο της, μάς επαναφέρει στην πραγματικότητα, υπενθυμίζοντάς μας πως κάθε μας κίνηση στην ζωή, όπως κι αυτό εδώ το αφιέρωμα, εάν δικαιούται να λέγεται έτσι, δεν είναι παρά η πρεμιέρα, μια παράσταση χωρίς πρόβα, και μάλιστα σε ένα έργο που την υπόθεσή του δεν την γνωρίζουμε, αλλά πρέπει να την μαντεύ[ουμε] κατευθείαν στη σκηνή:

    Η ΖΩΗ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

    Η ζωή εδώ και τώρα.
    Παράσταση χωρίς πρόβα.
    Σώμα δίχως δοκιμή.
    Κεφάλι χωρίς περίσκεψη.

    Δεν ξέρω το ρόλο που παίζω.
    Ξέρω μόνο ότι είναι δικός μου, δεν ανταλλάσσεται.

    Την υπόθεση του έργου
    πρέπει να την μαντεύω κατευθείαν στη σκηνή.

    Μίζερα προετοιμασμένη για την τιμή της ζωής,
    μετά βίας αντέχω τον επιβεβλημένο ρυθμό της δράσης.
    Αυτοσχεδιάζω, παρότι σιχαίνομαι τους αυτοσχεδιασμούς.
    Σε κάθε βήμα σκοντάφτω στην άγνοια των πραγμάτων.
    Οι τρόποι μου αποπνέουν επαρχιώτικη αύρα.
    Τα ένστικτά μου ερασιτεχνικά.
    Το τρακ όσο με δικαιολογεί άλλο τόσο με ταπεινώνει.
    Τα ελαφρυντικά περιστατικά μού πέφτουν βαριά.

    Λέξεις και ανακλαστικά που δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω,
    μη καταμετρημένα ώς το τέλος άστρα,
    χαρακτήρας σαν βιαστικά κουμπωμένο παλτό —
    ιδού οι θλιβερές συνέπειες όλης αυτής της βιασύνης.

    Τουλάχιστον να μπορούσα να προβάρω μια Τετάρτη εκ των προτέρων,
    ή έστω μια Πέμπτη να την επαναλάβω ακόμη μια φορά!
    Ενώ έρχεται ήδη η Παρασκευή, με ένα άγνωστο σ’ εμένα σενάριο.
    Είναι δίκαιο αυτό; — ρωτώ.
    (με μια βραχνάδα στη φωνή,
    γιατί δεν μ’ άφησαν καν να ξεροβήξω στα παρασκήνια).

    Απατηλή είναι η σκέψη ότι πρόκειται μόνο για μια βιαστική εξέταση
    την οποία δίνω σε έναν πρόχειρο χώρο. Όχι.
    Στέκομαι στη μέση της σκηνής και βλέπω πόσο γερή είναι.
    Με εντυπωσιάζει η ακρίβεια όλου του σκηνικού διακόσμου.

    Η μηχανή περιστροφής δουλεύει εδώ και πολύ καιρό.
    Έχουν ανάψει ακόμη και τα πιο μακρινά νεφελώματα.
    Ω, δεν αμφιβάλλω πως αυτό εδώ είναι η πρεμιέρα.
    Και ό,τι και να πράξω
    θα μετουσιωθεί για πάντα σ’ αυτό που έχω πράξει.[7]
                    
                            [Μεγάλος αριθμός, 1976]



    Η Βισουάβα Σιμπόρσκα διαβάζει το ποίημα «Γάτα σε άδειο διαμέρισμα» που ανθολογείται και στο παρόν αφιέρωμα:




    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    [1] Βλ.: Wisława Szymborska, «Είμαι πολύ κοντά»· στο: «Τρεις μεταπολεμικοί Πολωνοί ποιητές, Απόδοση: Αμαλία Τσακνιά», Το Δέντρο, τχ. 26 (Μάρτιος 1982), σ. 322. Η εν λόγω μετάφραση συμπεριλαμβάνεται στην ανθολόγηση του παρόντος αφιερώματος. Για το συγκεκριμένο ποίημα, βλ. επίσης: Ekaterini Douka-Kabitoglou, “Beauty and the Beast: Re-membering the Woman/Poet”· στο: Αικατερίνη Δούκα-Καμπίτογλου / Φωτεινή Αποστόλου [επιμ.], Γυναίκες / Ποίηση στην Ελλάδα και Βρετανία — Women / Poetry in Britain and Greece [Πρακτικά ομώνυμου Συμποσίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, 7-8 Νοεμβρίου 1996], University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 13-48: 39-45.
    [2] Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Είμαι πολύ κοντά…»· Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ.: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 73-74.
    [3] Βισουάβα Σιμπόρσκα, Μια ποιητική διαδρομή, μτφρ. – σχόλια – επίμετρο: Βασίλης Καραβίτης, Σοκόλης 2003, σ. 47.
    [4] Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Γάτα σε άδειο διαμέρισμα»· Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ.: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, ό.π., σ. 173-174.
    [5] Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Παλάμη»· Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ.: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, ό.π., σ. 236.
    [6] Ο ρόλος μου ως επιμελήτριας σε αυτό το αφιέρωμα περιορίστηκε στην επικοινωνία με τους συνεργάτες του Χάρτη, στην απεύθυνση προς τους συγγραφείς, στην επικοινωνία μαζί τους, καθώς και με την Πρεσβεία της Πολωνικής Δημοκρατίας, και με το Ίδρυμα Βισουάβα Σιμπόρσκα, όπως και στον γενικότερο συντονισμό, και δεν αφορά στην τυπογραφική διόρθωση-επιμέλεια των κειμένων.
    [7] Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ.: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, ό.π., σ. 138-139.

    Της Β.Σ.