Το ηχηρό «δεν ξέρω»

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα

Δεν ξέρω τον ρόλο που παίζω.
Ξέρω μόνο ότι είναι δικός μου, δεν ανταλλάσσεται.

Για χρόνια με απασχολεί πώς η ποίηση της Βισουάβα Σιμπόρσκα, που εκτείνεται εκδοτικά από το 1952 έως το 2012, καταφέρνει να αποδώσει την ειρωνεία απέναντι στις «μεγάλες αφηγήσεις»,[1] χωρίς να διολισθαίνει στον ατομικό κυνισμό ή σε μια απολίτικη ποίηση. Αναφέρομαι στις αφηγήσεις που παράγουν γνώση, σύστημα σκέψης και ερμηνεία της ιστορίας με ολοποιητικό και ντετερμινιστικό τρόπο, αποβλέποντας συγχρόνως στην παραγωγή μιας καθολικής αλήθειας για την ύπαρξη. Παραδείγματα μεγάλων αφηγήσεων είναι η πίστη στην πρόοδο του Διαφωτισμού, η πίστη στην ταξική πάλη του μαρξισμού, η πίστη στην ατομική ελευθερία του φιλελευθερισμού, στην ανθρώπινη λύτρωση του χριστιανισμού, στην κυριαρχία του έθνους του εθνικισμού.
Η Σιμπόρσκα αρνήθηκε τους «-ισμούς» ταυτίζοντάς τους με μηδεν-ισμούς. Αλλά ας σκεφτούμε λίγο την περιπέτειά της στη γραφή, για να αντιληφθούμε τους κινδύνους με τους οποίους ήταν συναρθρωμένη. Ήδη από το 1948 η έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της, με τον τίτλο Ποιήματα, ανεστάλη καθώς κατηγορήθηκε από κομμουνιστές φοιτητές σε τοπική εφημερίδα, ούσα η ίδια σε κομμουνιστική ομάδα, ότι γράφει «μπουρζουά» ποιήματα. Η επόμενη συλλογή της Γι’ αυτό ζούμε εκδόθηκε το 1952, τέσσερα χρόνια μετά, και ήταν γραμμένη σύμφωνα με τις επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αντανακλώντας την ένταξή της στην Ένωση Πολωνών Συγγραφέων και στο κομμουνιστικό κόμμα. Η συλλογή της Ερωτήματα που θέτεις στον εαυτό σου (1954) κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα. Για αρκετά χρόνια υπήρξε αρχισυντάκτρια ποίησης στο κομμουνιστικό περιοδικό Λογοτεχνική ζωή, μέχρι την παραίτησή της αρχικά ως αρχισυντάκτριας το 1966, όταν εγκατέλειψε το κομμουνιστικό κόμμα και την Ένωση Πολωνών Συγγραφέων, και στη συνέχεια πλήρως, μετά τον στρατιωτικό νόμο του 1981 στην Πολωνία και τη συμπόρευσή της με το κίνημα Αλληλεγγύης. Για κάποιο διάστημα η Σιμπόρσκα έγραψε σε περιοδικά της εξορίας και του περιθωρίου με τη χρήση του ψευδωνύμου «Στανσικόβνα», που παρέπεμπε στον πιο γνωστό γελωτοποιό της βασιλικής αυλής του 16ου αιώνα Στάνσικ.[2] Η χρήση ψευδωνύμου επαληθεύει την τεταμένη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στο πρόσωπο που γράφει και το πρόσωπο που μιλά στα ποιήματα και δηλώνει προσπάθειες της ποιήτριας να συγκροτήσει ταυτότητα.
Η εποχή που κλήθηκε να γράψει ποίηση η Σιμπόρσκα, πριμοδοτούσε τον έναν ιδεολογικό δρόμο έναντι του άλλου και λιγότερο την αυτονόμηση προς άλλους, πιο προσωπικούς δρόμους ή έστω πιο υβριδικά συστήματα σκέψης. Διαβάζω μέσα από τις γραμμές της ποίησής της όχι μόνο την άρνηση των ιδεολογιών, που θα έφτανε να συγκροτήσει νέα ιδεολογία, αλλά την επίγνωση του ανθρώπου που τις διέσχισε. Σημειώνω ωστόσο αυτές τις σκέψεις με την ιδιότητα της απλής αναγνώστριάς της στα ελληνικά, και πιο συγκεκριμένα της αναγνώστριας ποιημάτων της από τις δύο ανθολογήσεις που πέρασαν από τη ζωή μου, όπως τις παρέδωσαν σε διαφορετικές δεκαετίες, το 2003 και το 2021 αντιστοίχως, ο Βασίλης Καραβίτης και η Μπεάτα Ζουλκιέβιτς.[3] Και οι δύο εργασίες με έφεραν κοντά στη Σιμπόρσκα, ή σε εκδοχές της — κι αυτό είναι από μόνο του κέρδος. Χρειαζόμαστε, όμως, τα άπαντα της ποιήτριας στα ελληνικά, ώστε να δούμε καθαρότερα τις ιδεολογικές συνέχειες και ασυνέχειες των ποιημάτων, τη συναρπαστική πορεία της προς συγκρότηση ποιητικής. Στη μεταθανάτια τελευταία συλλογή της Αρκετά (2012), η οποία περιλαμβάνει μαζί με τα δεκατρία ολοκληρωμένα ποιήματα της Σιμπόρσκα και περιγραφές χειρόγραφων ποιημάτων της και παραλλαγές άλλων, οι Πολωνοί έχουν την τύχη να έρθουν σε επαφή με το εργαστήριο της ποιήτριας.[4]
Ψηλαφώντας επομένως τα ποιήματα της Σιμπόρσκα μόνο από τα ελληνικά, συνταιριάζοντας χρονολογικά κομμάτια από ακροβολισμένες πληροφορίες, έχοντας την αίσθηση ότι δεν πατάω σε στέρεο έδαφος, εφόσον μου λείπουν πολλά δεδομένα, μένει να πω ότι καλλιέργησε, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960 και μετά, τη δυσπιστία απέναντι σε κάθε ολιστικό όραμα για την «Ανθρωπότητα». Η στάση της είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τη «μεταμοντέρνα κατάσταση», όταν πλέον η ταύτιση με οποιοδήποτε ιδεολογικό σχήμα αποδείχθηκε λειψή ως προς την ουσιαστική φροντίδα για τους ανθρώπους γενικά, πόσω μάλλον τα ζώντα όντα και τη φύση.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητή και η μη μαχητική φεμινιστική στάση της Σιμπόρσκα.[5] Η έμφυλη στάση της προκύπτει από τη συγκρότηση ποιητικού εαυτού συνολικά. Άραγε δεν απαιτούνταν όμως και μια έμφυλη συνείδηση για να μην καταφύγει η ποιήτρια, όπως άλλοι ποιητές της γενιάς της, στη ρομαντική παράδοση (των Άνταμ Μιτσκιέβιτς, Γιούλιους Σουοβάτσκι, Ζίγκμουντ Κρασίνσκι), που συνέδεε την ποίηση με ένα είδος μεσσιανικού εθνικισμού; Το μέτωπο των μεγάλων αφηγήσεων στην αρχή του μετανεωτερικού κόσμου δεν ήταν μόνο ένα.
Η απόπειρα διαμόρφωσης (πολιτικής) ταυτότητας που να μην εμπίπτει σε ιδεολογικά σχήματα φαίνεται ότι προκύπτει πρώτα στη γραφή της Σιμπόρσκα, ίσως γιατί η γλώσσα της ποίησης είναι πιο εύκαμπτη. Με την ποιητική συλλογή της Το κάλεσμα στον Γέτι (1957) και κυρίως από τη συλλογή της Αλάτι (1962) και μετά, αρχίζει να διαγράφεται η φιλοσοφική αντίληψη της περιπλοκότητας της φύσης και της ανθρώπινης εμπειρίας, η οποία και επαληθεύεται με την ιδεολογική αποταύτιση της Σιμπόρσκα από το κομμουνιστικό κόμμα το 1966. Κάποια χρόνια αργότερα, στο ποίημά της «Ουτοπία» (Μεγάλος αριθμός, 1976),[6] γράφει απροκάλυπτα ενάντια στην ουτοπία, την οποία παρουσιάζει ως έναν τόπο με το ίδιο όνομα, ακατοίκητο, έναν τόπο άγονο, όπου δεν ριζώνει η αμφιβολία. Ακόμη κι αν τον επισκεφτούμε, σημειώνει η ποιητική φωνή, θα προτιμήσουμε την καταφυγή στη θάλασσα, εφόσον καλύτερος προορισμός για τους ανθρώπους είναι ο βυθός, η ανεξιχνίαστη ζωή.

Η ανεξιχνίαστη ζωή. Το άγνωστο. Σκέφτομαι εκείνο το ηχηρό «δεν ξέρω» της ποιήτριας, στην ομιλία της κατά την τελετή της βράβευσής της με το Νομπέλ, το οποίο φαίνεται να επέλεξε να προβάλει ως δομικό συστατικό της ποιητικής της (φιλο)σοφίας:

Κάθε είδους βασανιστές, δικτάτορες, φανατικοί και δημαγωγοί που αγωνίζονται για την εξουσία μέσω μερικών δυνατών συνθημάτων απολαμβάνουν επίσης τη δουλειά τους, και αυτοί επίσης εκτελούν τα καθήκοντά τους με ευρηματικό ζήλο. Ναι λοιπόν, αλλά “ξέρουν”. Ξέρουν, και ό,τι ξέρουν τούς είναι πάντα αρκετό. Δεν θέλουν να μάθουν κάτι άλλο, καθώς αυτό μπορεί να μειώσει τη δύναμη των επιχειρημάτων τους. Και κάθε γνώση που δεν οδηγεί σε νέα ερωτήματα γρήγορα εξαφανίζεται: αποτυγχάνει να διατηρήσει τη θερμοκρασία εκείνη που απαιτείται για τη διατήρηση της ζωής. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, γνωστές περιπτώσεις από την αρχαία και σύγχρονη ιστορία, αποτελεί ακόμη και θανατηφόρο κίνδυνο για την κοινωνία.
Αυτός είναι ο λόγος που εκτιμώ τόσο πολύ αυτή τη μικρή φράση: «Δεν ξέρω».[7]

Ένα «δεν ξέρω» καθόλου αφελές, ένα «δεν ξέρω» που γέννησαν παλιές βεβαιότητες για το τι και πώς είναι ο κόσμος και τα πλάσματά του, ποιο το νόημά του. Ένα «δεν ξέρω» ειρωνικό, γιατί ξέρει και δεν ξέρει, βρίσκεται ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Η φωνή στο ποίημα «Θέα με κόκκο άμμου» (Άνθρωποι στη γέφυρα, 1986) διατείνεται πως όσα γνωρίζουμε στηρίζονται εν πολλοίς στο πώς αφηγούμαστε τα πράγματα, τι ιστορίες λέμε για αυτά:

Ο χρόνος πέρασε σαν αγγελιαφόρος με επείγον μήνυμα.
Αλλά αυτή είναι μόνο η δική μας παρομοίωση.
Επινοημένος ο χαρακτήρας, υποβεβλημένη η σπουδή του,
Και το μήνυμα απάνθρωπο.[8]

Ο λόγος μας είναι μεταφορικός, επινοητικός, πάνω του στηρίζουμε το νόημα της θνητότητάς. Αν παρομοιάζαμε το χρόνο με κάτι άλλο πέρα από τον αγγελιοφόρο του τέλους, πώς θα χαράζαμε όμως τη ζωή μας; Αν η ποίηση είναι ένα σύνολο από ασταθείς μεταφορές, ποιο το νόημα της ποίησης για τη γνώση; Με εκπλήσσει μερικές φορές που η πίστη της Σιμπόρσκα στην ποίηση μένει σταθερή και φτάνει έως και τη «χαρά της γραφής», την ελπίδα της διαιώνισης, την εκδίκηση που παίρνει ένα θνητό χέρι.[9] (Ήταν άραγε αυτή η δική της ψευδαίσθηση;)
Σταθερή μένει από την άλλη η ποιητική λειτουργία, όχι το περιεχόμενο των ποιητικών μεταφορών. Η αλυσίδα των στίχων είναι ατέρμονη και πολλαπλή, ακόμα και στο ίδιο το ποιητικό σώμα. Όπως σημειώνει η Σιμπόρσκα, οι ποιητές, αν είναι πραγματικοί ποιητές, πρέπει επίσης να επαναλαμβάνουν συνεχώς τη φράση «δεν ξέρω», και κάθε τους ποίημα να αποτελεί προσπάθεια απάντησης σε αυτή τη φράση, και συγχρόνως μη απάντηση σε αυτή τη φράση, καθώς συνειδητοποιούν ότι η κατακλείδα του ποιήματος δεν μπορεί να θέσει σε κίνηση μια νέα αρχή.[10]
Οι αφηγήσεις ως κλειστά συστήματα/μοντέλα εκλείπουν από τον ποιητικό της λόγο, εντέλει αποσταθεροποιούνται και εξουδετερώνονται μέσα στο ποίημα. Τι χάρισε η εμπειρία των μεγάλων ιστορικών αφηγήσεων στη Σιμπόρσκα όμως; Την ειρωνεία; Ναι, σε επίπεδο ύφους. Αλλά μπορεί η ειρωνεία να έχει σημείο αναφοράς μια άλλη γνώση/απορία πέρα από την προκρούστεια ηθική της ιδεολογίας την οποία σχολιάζει σε εποχές λογοκρισίας; Τα ποιήματα της Σιμπόρσκα απομακρύνονται από τις μεγάλες αφηγήσεις μέσα στο χρόνο, αλλά ο συνεκτικός χαρακτήρας των μεταφορών, η φιλοσοφική και στοχαστική χροιά της αφηγηματικής λειτουργίας, η ανάγκη εν τέλει για αφηγηματική δομή ως δομή ενός κόσμου, όπως σημείωνε η Τζίνα Πολίτη,[11] μοιάζουν να αποτελούν μορφολογικό διακύβευμά τους.
Ακόμη λοιπόν κι αν το τέλος στη Σιμπόρσκα δεν είναι η όχθη μιας αλήθειας θριαμβικής για τον άνθρωπο, η πίστη στη στοχαστική διαδικασία της γνώσης μένει και πρέπει να μείνει ενεργή. Πρέπει να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε. Πρέπει να διατελούμε σε απορία. Είναι μια ρητορική στάση, που η ίδια ονομάζει: «κατάπληξη».[12]
Το ποιητικό υποκείμενο της Σιμπόρσκα έχει εμποτιστεί με τα διδάγματα της συλλογικότητας εκείνης που δεν βρίσκει καταφύγιο στο μερικό, στην περιπτωσιολογία, αλλά στην πληθώρα περιπτώσεων του κόσμου που λειτουργούν παραδειγματικά. Σε αυτό έγκειται η διαφορά της από μια ατομικιστική θεώρηση της ζωής που αποκλείει την πολλότητα. Δηλαδή με το έργο της η Σιμπόρσκα πραγματώνει την αναγωγή από το άτομό της στη ζωή των ατόμων και όντων όπως αναπτύσσονται στον πολύχρωμο καμβά της εμπειρίας.
Αποκορύφωμα της ανοιχτότητάς της στο χρόνο και στο διαφορετικό, σε αυτό το «ατέρμονο θέατρο»[13] της ζωής μας, όπως το ονομάζει, που είναι και πρόβα και παράσταση, είναι η ειρωνεία απέναντι και στον εαυτό της, αλλά και τη γραφή της, που συναρθρώνεται, μάλλον, με το ερώτημα: «Διαβάζω τη ζωή μου σωστά»; 






ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: