Πρωτάκουσα τ’ όνομά της από συναδέλφους φοιτητές. Λίγο αργότερα έγινε μια εκδήλωση προς τιμήν της, στο Auditorium Maximum του Πανεπιστημίου και πήγα με τους άλλους, ξαναμμένος απ’ την περιέργεια. Κάποιος λέκτορας της Φιλολογίας μίλησε για το έργο της· η ίδια δεν μπόρεσε ν’ αφήσει την Κρακοβία όπου ζούσε, άλλωστε συνήθιζε ν’ αποφεύγει τέτοιες «κακοτοπιές». Ανασύρω απ’ τις σημειώσεις μου εκείνης της νύχτας τον εμβληματικό, τον ειρωνικό και περίτεχνο «Ψαλμό» της:
Ω, πόσο φυρά είν’ τα σύνορα στ’ ανθρώπινα τα κράτη!
Πόσα και πόσα νέφια πάνω τους δεν κυλούνε ατιμώρητα,
πόση και πόση άμμος της ερήμου δε χώνεται από τη μια τη χώρα μες στην άλλη,
πόσα χαλίκια του βουνού δε ροβολούν στα ξένα χτήματα
χορεύοντας μ’ αψηφισιά!
Μήπως θα πρέπει εδώ να ξεχωρίσω το πώς πετά το ’να πουλί και τ’ άλλο
ή πώς καθίζει πάνω στον έρημο το φράχτη;
Κι ας είναι έστω ένα σπουργίτι — χα, η ουρά του είν’ όμορη,
αν και το ράμφος του είναι ντόπιο. Κι εκτός αυτού — δες, αναφουφουλιάζει!
Απ’ τ’ αναρίθμητα τα έντομα θα μείνω στο μερμήγκι,
που ανάμεσα στη ζερβή και τη δεξιά την μπότα του φρουρού
στο ερώτημα «πούθ’ έρχεσαι; — πού πας;» — απάντηση καμιά δε γνοιάζεται να δώσει.
Αχ, νά ’βλεπες μεμιάς το καθετί σ’ ολόκληρη αυτή την αταξία,
σ΄ όλες ετούτες τις στεριές!
Γιατί, μήπως κι η αγριομυρτιά απ’ την αντίπερα την όχθη
δε φέρνει μέσ’ απ’ το ρέμα, στα κλεφτά, το μυριοστό της φυλλαράκι;
Μα κι η σουπιά, με ξιπασμένα πλοκάμια μακριά
δεν μπαίνει ετσιθελικά στην άγια περιοχή των χωρικών υδάτων;
Για ποια τάξη άραγε μπορεί να μιλά κανείς,
αφού μήτ’ ένα άστρο δε γίνεται να παραμεριστεί,
ώστε να μάθουμε ποιο τελικά φωτίζει τ΄ άλλο;
Μα και το άπλωμα το μεμπτό της καταχνιάς!
Κι ο κουρνιαχτός της στέπας που χύνεται σ΄ όλο τον ορίζοντα
λες και δεν είναι κάτι παρακατιανό!
Και το ξεδίπλωμα κάθε φωνής στα κύματα τα υπάκουα του ανέμου:
σκουξίματα παρακλητικά και ψίθυροι σπουδαίοι.
Μονάχα καθετί ανθρώπινο μπορεί να ’ναι για μάς πράγματι ξένο.
Τα υπόλοιπα είναι ρουμάνια π’ αναδεύονται, μόχθος του τυφλοπόντικα και ανεμοσυρμές.
[ Μεγάλος αριθμός, 1976 ]