Με τη Σιμπόρσκα στην γκαλερί του κόσμου


«Στα όνειρά μου ζωγραφίζω σαν τον Βερμέερ βαν Ντελφτ», εκμυστηρεύεται η Βισουάβα Σιμπόρσκα στο ποίημά της «Εγκώμιο ονείρων». Η ευλαβική αγάπη της μεγάλης Πολωνής ποιήτριας για την τέχνη του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάνες Βερμέερ από το Ντελφτ ήταν γνωστή και με ιδιαίτερο ποιητικό τρόπο αποτυπώθηκε στο ποίημά της με τον απλό τίτλο «Βερμέερ».[1]

Όσο καιρό αυτή η γυναίκα από το Rijksmuseum
μες στη ζωγραφισμένη σιωπή και την προσήλωση
γάλα από τη στάμνα στη γαβάθα
μέρα με τη μέρα χύνει,
δεν αξίζει στον Κόσμο
το τέλος του κόσμου.

Η δομή αυτού του σύντομου ποιήματος είναι εξίσου απλή: όλο το ποίημα αποτελείται από μια πρόταση, η οποία περιέχει μια ιδιόμορφη περιγραφή του πασίγνωστου έργου του Γιοχάνες Βερμέερ «Η γαλατού», συνοδευόμενη με την πάντα τόσο εκπληκτική και συνάμα καταπληκτικά εύστοχη κατακλείδα της ποιήτριας. Η ανάγνωσή του όμως κατά κάποιο τρόπο καθόλου απλή και σύντομη δεν είναι. Ο αναγνώστης, φέροντας στα μάτια του την εικόνα του φημισμένου πίνακα, την απολαμβάνει μαζί με την ποιήτρια με κατάπληξη και περίσκεψη. Το ζωγραφισμένο γάλα χύνεται και χύνεται… σιωπηλά και ατέλειωτα… ο χρόνος συμπυκνώνεται και καθρεπτίζεται σε αυτή την ατελείωτη στάλα γάλατος. Η αριστουργηματική ήρεμη ομορφιά αυτής της απεικονιζόμενης σταθερής κίνησης, που είναι μια απλή, καθημερινή δραστηριότητα, προκαλεί στοχασμό πάνω στα σημαντικά και ασήμαντα της ζωής και της γήινης ύπαρξής μας, γεμίζει με γαλήνη και φαντάζει λυτρωτική, γι’ αυτό και η κατακλείδα της ποιήτριας μάς αποκαλύπτεται τόσο φυσική: πράγματι, όσο υπάρχει γύρω μας τέτοιου είδος ομορφιά «δεν αξίζει στον Κόσμο το τέλος του κόσμου».
«Να περιγράφεις με λόγια τα έργα του Βερμέερ άδικος κόπος»[2], είχε γράψει η Σιμπόρσκα σε ένα από τα κείμενα της περίφημης στήλης της με τίτλο «Προαιρετική ανάγνωση»,[3] σχολιάζοντας εκεί την πολωνική έκδοση του βιβλίου Jan Vermeer van Delft σε επιμέλεια του Kuno Mittelstädt (η πολωνική μετάφραση εκδόθηκε το 1970). Ο Γερμανός ιστορικός τέχνης παρουσίαζε σ’ αυτό τη ζωή και το έργο του αγαπημένου της ζωγράφου, ο οποίος δίπλα στον Ρέμπραντ θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της χρυσής εποχής στην ολλανδική ζωγραφική (17ος αιώνας) και ήταν ιδιαίτερα ειδικευμένος στην peinture de genre, στη ρωπογραφία. Η ποιητική της αντίληψη και η κριτική της ματιά δεν της επέτρεψαν να συμφωνήσει με τη γνώμη του επιμελητή και μπήκε σε ανοιχτή πολεμική μαζί του, ειδικά δυνατή στη σύλληψη ενός από τα τελευταία έργα του Βερμέερ γνωστού ως «Κοπέλα δίπλα στο βιργινάλι». «Κατά τη γνώμη του κριτικού», σχολίαζε, «το έργο αυτό σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και συνάμα το μαρασμό της δημιουργικής έμπνευσης. Εκπέμπει ακαμψία, ψυχρότητα και ξερό υπολογισμό. Η ντάμα που στέκεται μπροστά στο όργανο είναι, υποτίθεται, "αποξενωμένη" από το εσωτερικό σε μια "μνημειακά παγωμένη χειρονομία"… Κοιτάζω και τίποτα εδώ δεν μου πάει καλά. Βλέπω το θαύμα του φωτός της ημέρας που εξαπλώνεται σε διάφορα είδη της ύλης: στο ανθρώπινο δέρμα και στο μετάξι της φορεσιάς, στην επένδυση της καρέκλας και στον ασβεστωμένο τοίχο – ένα θαύμα το οποίο ο Βερμέερ επαναλαμβάνει διαρκώς, αλλά όλο και σε καινούργιες παραλλαγές και σε ανανεωμένη αποκάλυψη. Πού λοιπόν υπάρχουν η ψυχρότητα και η αποξένωση, τάχα τι αφορούν αυτά; Η γυναίκα ακουμπά τα χέρια της στο βιργινάλι σαν να ήθελε να μας παίξει ένα μουσικό χωρίο, έτσι για πλάκα, για υπενθύμιση. Το κεφάλι της το στρέφει προς εμάς με ένα πανέμορφο μισό χαμόγελο στο όχι και τόσο όμορφο πρόσωπο. Σ’ αυτό το χαμόγελο υπάρχει ο συλλογισμός και μια πρέζα μητρικής επιείκειας. Και ήδη τριακόσια χρονάκια τώρα μας κοιτάζει όλους έτσι, μη αποκλείοντας και τους κριτικούς»,[4] ολοκληρώνει το σχολιασμό της με το χαρακτηριστικό της σαρκασμό.


Βερμέερ, «Κοπέλα δίπλα στο βιργινάλι»



Τον Ιούλιο του 2008, σε ένα από τα ταξίδια της στην Ευρώπη, που αποτέλεσαν μέρος του αφιερωμένου στη νομπελίστρια από την Κρακοβία ντοκιμαντέρ με τίτλο «Κάποιες στιγμές η ζωή μπορεί να γίνει υποφερτή», η Σιμπόρσκα επισκέφτηκε και την Ολλανδία, με ονειρικό προορισμό τα μουσεία του Άμστερνταμ και της Χάγης. Στο Rijksmuseum από κοντά θαύμαζε τότε τα έργα του αγαπημένου της Βερμέερ. Σε μια σκηνή εκείνου του ντοκιμαντέρ, με μια δόση του χαρακτηριστικού της χιούμορ ομολογεί στη δημοσιογράφο, ότι εάν θα έπρεπε να επιλέξει τι θα προτιμούσε να έχει στην ιδιοκτησία της, τη «Μόνα Λίζα» ή τη «Γαλατού», θα επέλεγε τη «Γαλατού»: «Αυτή κάτι κάνει για τον κόσμο…», σκεπτόμενη προσπαθούσε να το εξηγήσει, «υπάρχει κάτι μέσα της… κάποιο sacrum υπάρχει σ’ αυτό το έργο».
Την επόμενη χρονιά εκδόθηκε η συλλογή Εδώ, και σ’ αυτήν φύτρωσε και ο καρπός μάλλον εκείνης της επίσκεψης, το ποίημα «Βερμέερ».



«Η γαλατού» του Βερμέερ

Όμως η ζωγραφική τέχνη των Ολλανδών μαστόρων του καμβά απασχολούσε την ποιητική της Σιμπόρσκα ήδη πολύ πιο νωρίς. Στη συλλογή Χίλιες δυο χαρές (1967) υπάρχει το ποίημα «Τοπίο» (το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1964):

Στο τοπίο του παλαιού μάστορα
τα δέντρα έχουν ρίζες κάτω απ’ τη λαδομπογιά,
το μονοπάτι οδηγεί με σιγουριά στον προορισμό,
την υπογραφή μεγαλόπρεπα αντικαθιστά ένα φύλλο χλόης,
αναμφισβήτητα είναι πέντε το απόγευμα
κι ο Μάιος απαλά πλην όμως κατηγορηματικά σταματημένος,
γι’ αυτό λοιπόν σταμάτησα κι εγώ – ναι, ναι, αγαπητέ μου,
αυτή η γυναίκα κάτω από το φράξο είμαι εγώ.

Κοίτα καλά πόσο απομακρύνθηκα από σένα,
κοίτα τον λευκό μου σκούφο και την κίτρινή μου φούστα,
κοίτα πόσο γερά κρατώ το καλάθι για να μην πέσω έξω από τον πίνακα,
πόσο καμαρωτά στέκομαι στην ξένη μοίρα
και ξεκουράζομαι από τα ζωντανά μυστήρια.
Ακόμη κι αν φωνάξεις, δεν θα σ’ ακούσω,
κι ακόμη και να σε ακούσω, δεν θα στραφώ πίσω,
κι ακόμη και να κάνω αυτή την απίθανη κίνηση,
το πρόσωπό σου θα μου φανεί ξένο.

Γνωρίζω τον κόσμο σε ακτίνα έξι μιλιών.
Γνωρίζω βότανα και ξόρκια για κάθε πόνο.
Ο Θεός ακόμα κοιτάζει την κορυφή του κεφαλιού μου.
Ακόμα προσεύχομαι για έναν μη ξαφνικό θάνατο.
Ο πόλεμος είναι τιμωρία και η ειρήνη ανταμοιβή.
Τα επαίσχυντα όνειρα προέρχονται από τον Σατανά.
Η ψυχή μου είναι τόσο προφανής όσο το κουκούτσι στο δαμάσκηνο.

Δεν γνωρίζω τα παιχνίδια της καρδιάς.
Δεν γνωρίζω τη γύμνια του πατέρα των παιδιών μου.
Δεν φαντάζομαι το Άσμα Ασμάτων
να κρύβει ένα ασαφές, γεμάτο μουντζούρες χειρόγραφο.
Αυτά που θέλω να πω περιέχονται σε έτοιμες προτάσεις.
Δεν χρησιμοποιώ την απελπισία, γιατί δεν μου ανήκει,
μου την έχουν εμπιστευτεί μόνο για να τη φυλάω.

Ακόμη κι αν μου κόψεις το δρόμο,
ακόμη κι αν με κοιτάξεις στα μάτια,
θα σε προσπεράσω στο χείλος της πιο στενής κι απ’ την τρίχα αβύσσου.

Στα δεξιά είναι το σπίτι μου, που το γνωρίζω απ’ όλες τις πλευρές,
μαζί με τα σκαλοπάτια του και την είσοδό του,
και μέσα του συμβαίνουν αζωγράφιστα πράγματα:
η γάτα πηδάει στον πάγκο,
ο ήλιος πέφτει στην κασσιτέρινη κανάτα,
ένας ξερακιανός άντρας κάθεται πίσω απ’ το τραπέζι
κι επισκευάζει ένα ρολόι.

Η ποιήτρια φανερά αναφέρεται εδώ στην ολλανδική ζωγραφική τοπίου του 17ου αιώνα. Αν θα θέλαμε να ψάξουμε κάποιο συγκεκριμένο έργο που έπαιζε ρόλο πρωτότυπου για αυτή την ποιητική έκφραση, κάποιες λεπτομέρειες, όπως ο δρόμος με τα ψηλά δέντρα, τα φράξα, η γυναικεία μορφή με την ενδυμασία που ταιριάζει στην περιγραφή στο ποίημα, καθώς και το σπίτι που «είναι στα δεξιά» μπορεί να μας οδηγήσουν στο πιο διάσημο έργο του Ολλανδού τοπιογράφου Μέιντερτ Χομπέμα «Η λεωφόρος στο Μιντελχάρνις». Αλλά η ποιητική πένα της Σιμπόρσκα φυσικά δεν ασχολείται εδώ μόνο με την εικόνα και την ατμόσφαιρα ενός ζωγραφισμένου τοπίου. Εκεί, στον καμβά του Χομπέμα, όλα βρίσκονται στην αμετάβλητη θέση τους και μένουν σταθερά για πάντα. Στο ποίημα της Σιμπόρσκα όμως τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Το τοπίο παίζει σ’ αυτό ένα ρόλο ιδιαίτερου λυρικού σκηνικού. Και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο στήνει η ποιήτρια αυτό το σκηνικό; Στην ποίηση η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα βρίσκεται συνήθως στο λυρικό εγώ. Ας προσέξουμε λοιπόν ποιο είναι εδώ αυτό.
Η γυναίκα με το λευκό σκούφο, η οποία στο έργο του ζωγράφου μιλάει με κάποιον που τον συνάντησε στο δρόμο προς το σπίτι της πιθανόν, εδώ στο ποίημα ανοίγει διάλογο με κάποιον που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της κορνίζας, με τον παρατηρητή του πίνακα ίσως («κοίτα πόσο γερά κρατώ το καλάθι για να μην πέσω έξω από τον πίνακα»), συνεπώς και με τον αναγνώστη του ποιήματος. Μα στην ουσία αυτό δεν είναι διάλογος αλλά μονόλογος. Ποιανού όμως μονόλογος; Της ζωγραφισμένης γυναίκας με το λευκό σκούφο, η οποία βρίσκεται μακριά μας, πολύ μακριά… τόσο μακριά που αν την φωνάξουμε δεν θα μας ακούσει, της γυναίκας που ο γνωστός σε αυτήν κόσμος έχει «ακτίνα έξι μιλίων» και απέχει μακριά και στον χρόνο; Ή του λυρικού εγώ – μιας σύγχρονης γυναίκας, η οποία μπαίνοντας στην «ξένη μοίρα» προσπαθεί να «ξεκουραστεί από τα ζωντανά μυστήρια», να βρει τη δική της φιλοσοφική γαλήνη, να απελευθερωθεί, έστω για λίγο, από τις δικές της υπαρξιακές ανησυχίες;
Το λυρικό εγώ σε αυτό το τοπίο «του παλαιού μάστορα» βρίσκει έναν κόσμο γαλήνιο που μοιάζει σαν γήινη Εδέμ. Έναν κόσμο στον οποίο ακόμα κυριαρχεί η θρησκευτική κατανόηση των πραγμάτων, όπου ο άνθρωπος συνεχίζει να εμπιστεύεται τη Θεία Πρόνοια: «Ο Θεός ακόμα κοιτάζει την κορυφή του κεφαλιού μου». Σε αυτόν τον κόσμο, σε έναν άνθρωπο του 20ού αιώνα, του τόσο σκληρά δοκιμαζόμενου από το κακό, τα πράγματα μπορεί να φαίνονται ακόμα απλά και αγνά, η ψυχή «είναι τόσο προφανής όσο το κουκούτσι στο δαμάσκηνο». Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο το λυρικό εγώ εκφράζει εδώ τις πολιτισμικές διαφορές στην κατανόηση του κόσμου: «Δεν φαντάζομαι το Άσμα Ασμάτων / να κρύβει ένα ασαφές, γεμάτο μουντζούρες χειρόγραφο».
Το τοπίο «του παλαιού μάστορα», σταθερό και αμετάβλητο, κλεισμένο για πάντα μέσα σε διαστάσεις ενός καμβά και μιας κορνίζας, παρουσιάζει σε μας έναν παλιό και μάλλον εξιδανικευμένο κόσμο που ποτέ μάλιστα δεν θα γίνει δικός μας, ημών των αναγνωστών του ποιήματος. Αλλά χάρη στην ποιητική της Σιμπόρσκα μπορεί να γίνει δικό μας καταφύγιο. Και ξαφνικά στο τέλος του ποιήματος το λυρικό εγώ μάς ανοίγει μια άλλη πόρτα, δρομολογώντας έτσι την αφορμή για μια λίγο διαφορετική κατακλείδα. Πώς γίνεται αυτό; Σε αυτό το ζωγραφισμένο τοπίο, μάς λέει, συμβαίνουν και «αζωγράφιστα πράγματα». Η ποιητική φαντασία τα τοποθετεί μέσα σε ζωγραφισμένο «στα δεξιά» σπίτι. Εκεί, όπως στην αφήγηση μέσα στην αφήγηση, «βλέπουμε» τον πίνακα μέσα στον πίνακα. Και τους πίνακες αυτούς τούς αποτελούν, αν το προσέξουμε καλά -γιατί στην ποίηση της Σιμπόρσκα κάθε λεπτομέρεια μετράει και μπορεί να κρύβει συμπληρωματικές εικόνες ή σκέψεις-, δυο αναφορές σε δυο είδη ζωγραφικής. Η πρώτη: «η γάτα πηδάει στον πάγκο», αφορά στη ρωπογραφία, η οποία γνώρισε μεγάλη άνθηση στην Ολλανδία και τη Φλάνδρα ακριβώς του 17ου αιώνα, και η δεύτερη: «ο ήλιος πέφτει στην κασσιτέρινη κανάτα», αφορά στο κλασικό μοτίβο νεκρής φύσης που πρωτοπήρε το όνομά της ακριβώς από τον ολλανδικό όρο «stil-leven». Ανάμεσα σε αυτά τα «αζωγράφιστα πράγματα» έχουμε όμως και μια άλλη εικόνα, μια συμβολική μορφή, τον «ξερακιανό άντρα» που «επισκευάζει ένα ρολόι». Την «βλέπουμε» και αναρωτιόμαστε: Θα μπορούσε αυτός να είναι ο μυθικός Χρόνος; Δηλαδή υπάρχει αυτή η δυνατότητα να μην είναι όλα σταματημένα ακόμα σε έναν ζωγραφισμένο καμβά; Ναι, το επιτρέπει η ποιητική φαντασία! Αυτή άλλωστε είναι η περίφημη «χαρά της γραφής», την οποία πραγματεύεται η Σιμπόρσκα στο ποίημά της που έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο («Η χαρά της γραφής») και βρίσκεται στην ίδια συλλογή στην οποία βρίσκεται και το παρουσιαζόμενο εδώ «Τοπίο». Το θνητό χέρι εξοπλισμένο με μια πένα θα μπορούσε επομένως να τεθεί σε κίνηση ακόμη και τον κατηγορηματικά σταματημένο από το χέρι του παλαιού ζωγράφου χρόνο.



Μέιντερτ Χομπέμα, «Η λεωφόρος στο Μιντελχάρνις».



Tο θέμα του σταματημένου σ’ ένα έργο τέχνης χρόνου (ο αιχμάλωτος Χρόνος;), επιστρέφει χρόνια αργότερα, πιο δυνατά και καθαρά, σε ένα άλλο ποίημα της Σιμπόρσκα, τα αισθητικά ενδιαφέροντα της οποίας δεν περιορίζονταν μόνο στην τέχνη των μεγάλων ευρωπαίων ζωγράφων. Αυτή τη φόρα η ποιήτρια μάς «ταξιδεύει» στην γκαλερί του πολιτισμού της Άπω Ανατολής, στην απόμακρη Ιαπωνία. Το ομότιτλο ποίημα από τη συλλογή Άνθρωποι στη γέφυρα (1986) μάς παρουσιάζει ένα έργο φτιαγμένο με την τεχνική γνωστή με το όνομα ουκίγιο-ε, που στα ιαπωνικά σημαίνει «εικόνες του επιπλέοντος κόσμου» ή «εικόνες του κόσμου που περνά». Είναι ένα είδος ιαπωνικής ζωγραφικής που χρησιμοποιεί και την τεχνική της ξυλογραφίας και γνώρισε άνθηση στην περίοδο Έντο (από τα μέσα του 17ου αιώνα έως τις αρχές της περιόδου Μεïτζί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα).
Το ποίημα ξεκινά με τη σύντομη «εισαγωγή» της ποιήτριας, συνεχίζει με τη λακωνική αλλά και πιστή περιγραφή της ξυλογραφίας, για να αναπτύξει έπειτα την ποιητική της σκέψη και σχόλιο, τα οποία τής γεννά η παρακολούθηση του έργου…

Παράξενος τούτος ο πλανήτης και παράξενοι οι άνθρωποι σ’ αυτόν.
Υπόκεινται στο χρόνο αλλά δεν θέλουν να τον αποδεχτούν.
Έχουν δικούς τους τρόπους να εκδηλώνουν την αντίθεσή τους.
Φτιάχνουν μικρές εικόνες, όπως για παράδειγμα αυτή:

Με την πρώτη ματιά τίποτα το ιδιαίτερο.
Βλέπεις νερό.
Και μια από τις όχθες του.
Και ένα μονόξυλο που με κόπο πλέει κόντρα στο ρεύμα.
Και πάνω απ’ το νερό μια γέφυρα, και σ’ αυτήν βλέπεις ανθρώπους.
Οι άνθρωποι φανερά επισπεύδουν τα βήματά τους
γιατί από το σκοτεινό σύννεφο
μόλις άρχισε να τους μαστιγώνει δυνατή βροχή.

Το ζήτημα είναι πως τίποτα περαιτέρω δεν συμβαίνει εδώ.
Το σύννεφο δεν αλλάζει χρώμα ούτε σχήμα.
Η βροχή ούτε μανιάζει ούτε κοπάζει.
Το μονόξυλο πλέει χωρίς να κινείται.
Οι άνθρωποι στη γέφυρα τρέχουν
ακριβώς εκεί όπου έτρεχαν και πριν.

Είναι δύσκολο να το αφήσουμε ασχολίαστο.
Αυτή η εικόνα διόλου δεν είναι αθώα.
Σταμάτησαν εδώ το χρόνο.
Έπαψαν να υπολογίζουν τους νόμους του.
Του στέρησαν την επιρροή στην εξέλιξη των γεγονότων.
Τον αγνόησαν και τον πρόσβαλαν.

Εξαιτίας ενός επαναστάτη,
κάποιου Χιρόσιγκε Ουταγκάουα
(μιας ύπαρξης που άλλωστε
έφυγε πριν πολύ καιρό και στην ώρα του),
ο χρόνος σκόνταψε και έπεσε.

Μπορεί αυτό να είναι μόνο μια σκανταλιά άνευ σημασίας,
μια αταξία σε κλίμακα μερικών μόλις γαλαξιών,
σε κάθε περίπτωση ωστόσο
ας προσθέσουμε το εξής:

Oι καλοί τρόποι εδώ επιβάλλουν
αυτή η εικόνα να χαίρει υψηλής εκτίμησης,
να μαγεύει και να συγκινεί από γενιά σε γενιά.

Αλλά υπάρχουν και κάποιοι που ούτε αυτό τους αρκεί.
Εκείνοι ακούν ακόμη και το θόρυβο της βροχής,
νιώθουν την ψύχρα των σταγόνων στους λαιμούς και στις πλάτες τους,
κοιτάζουν τη γέφυρα και τους ανθρώπους πάνω της
σαν να βλέπουν εκεί τους ίδιους τους εαυτούς τους,
στην ίδια κούρσα, η οποία ποτέ δεν ολοκληρώνεται
σ’ έναν ατέλειωτο δρόμο προς την αιώνια εκτέλεση,
και έχουν το θράσος να πιστεύουν
ότι είναι πραγματικά έτσι.

Ακόμη και αν δεν είμαστε πολύ εξοικειωμένοι με τους δημιουργούς του ουκίγιο-ε, η Σιμπόρσκα καταθέτει μια καθαρή οδηγία ονοματίζοντας χαρακτηριστικά τον καλλιτέχνη· πρόκειται για έναν «επαναστάτη», για «κάποιον Χιρόσιγκε Ουταγκάουα». Ακολουθώντας την περιγραφή της εικόνας δεν θα δυσκολευτούμε να ανακαλύψουμε ποια ξυλογραφία του διάσημου Ιάπωνα καλλιτέχνη δημιούργησε την ποιητική της έμπνευση. Είναι η περίφημη ξυλογραφία του «Ξαφνική βροχή πάνω στη γέφυρα Σιν-Οχάσι». Κάθε λέξη της ποιητικής περιγραφής του έργου αυτού «ζωγραφίζει» την ίδια σταθερή εικόνα παγιωμένη στον χρόνο: «Το σύννεφο δεν αλλάζει χρώμα ούτε σχήμα. / Η βροχή ούτε μανιάζει ούτε κοπάζει. / Το μονόξυλο πλέει χωρίς να κινείται». Τα πράγματα «γίνονται» εκεί χωρίς να προχωρούν: «Οι άνθρωποι στη γέφυρα τρέχουν / ακριβώς εκεί όπου έτρεχαν και πριν». Αν το παίρναμε όμως ανάποδα, με έκπληξη θα συνειδητοποιούσαμε ότι τα πράγματα εκεί, αν και δεν προχωρούν, «γίνονται»· αριστοτεχνικά παρουσιαζόμενη αυτή η κίνηση μάς κάνει να τη συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας.
Με τον δικό της τρόπο η ποιήτρια παινεύει τον καλλιτέχνη ο οποίος τολμά να αψηφά τον χρόνο: «Εξαιτίας ενός επαναστάτη, / κάποιου Χιρόσιγκε Ουταγκάουα […] ο χρόνος σκόνταψε και έπεσε». Ο καλλιτέχνης - επαναστάτης προκάλεσε το παραπάτημα του χρόνου και εξαιτίας του ο ατελεύτητος χρόνος «σκόνταψε και έπεσε»…
Το ποίημα αυτό δεν είναι εντελώς ελεύθερο από τη χαρακτηριστική για τη Σιμπόρσκα ειρωνεία: «Μπορεί αυτό να είναι μόνο μια σκανταλιά άνευ σημασίας, / μια αταξία σε κλίμακα μερικών μόλις γαλαξιών», αλλά τελικά εδώ αυτή φαίνεται να είναι εποικοδομητική ψάχνοντας απάντηση στα ερωτήματα: γιατί οι κάτοικοι αυτού του «παράξενου πλανήτη» δεν σταματούν να «φτιάχνουν εικόνες», γιατί τα ζωγραφικά έργα τέχνης, στα οποία η ζωή πάντα θα είναι αποκομμένη από την πραγματική ζωή, έχουν τόση μεγάλη σ’ αυτούς επιρροή, γιατί αυτά «χαίρονται υψηλής εκτίμησης», γιατί «μαγεύουν και συγκινούν από γενιά σε γενιά»;
Η τέχνη ουκίγιο-ε κατά τη γιαπωνέζικη της ονομασία δημιουργεί εικόνες του επιπλέοντος κόσμου, του κόσμου που περνά, που παρέρχεται, και όμως την ίδια στιγμή τον σταματά, τον παγώνει στην απεικονιζόμενη μορφή του. Χαρίζει την αθανασία στη στιγμή που με τον καλλιτεχνικό της τρόπο παρουσιάζει, άλλωστε αυτό είναι αδιαμφισβήτητο προνόμιο της ζωγραφικής τέχνης. Όσο αφορά στον «αιχμάλωτο χρόνο», ίσως έχουμε εδώ την ίδια αίσθηση θαυμασμού όπως μπροστά στη «Γαλατού» του Βερμέερ, και όμως πόσο διαφορετικά τοποθετημένη και ποιητικά προσεγγισμένη! Οι τελευταίοι στοίχοι τού «Άνθρωποι στη γέφυρα» σαν να μας παραπέμπουν στη σκέψη, ότι ο στοχασμός της τέχνης σε συνδυασμό με τον αισθητικό μας θαυμασμό μάς κάνουν να θέλουμε να ξεχάσουμε τη φθορά του χρόνου. Και τότε η προκαλούμενη έτσι αισθητική στιγμή, που για κάποιον λόγο μάς συγκινεί δυνατά, μπορεί να μας δημιουργήσει αισθητική ψευδαίσθηση συμμετοχής στον αθάνατο κόσμο – σε αυτόν τον ζωγραφισμένο: «κοιτάζουν τη γέφυρα και τους ανθρώπους πάνω της / σαν να βλέπουν εκεί τους ίδιους τους εαυτούς τους». Να ένας ακόμα τρόπος που η τέχνη μπορεί να γίνει δικό μας καταφύγιο, όπως στο «Τοπίο».



Χιρόσιγκε Ουταγκάουα, «Ξαφνική βροχή πάνω στη γέφυρα Σιν-Οχάσι»

Όσα γράφονται παραπάνω, είναι μια πρόταση ανάγνωσης που θα μπορούσε να ακολουθήσει την ξενάγηση της ποιήτριας… Όμως, όσο στα παραπάνω ποιήματα η Σιμπόρσκα μάς «ξεναγεί στην γκαλερί του κόσμου» με τον καθαρό πάνω στην τέχνη στοχασμό της (στα παρουσιαζόμενα ως εδώ ποιήματα και στον χρόνο που αυτή μπορεί να αιχμαλωτίσει – αφού στην τέχνη ισχύει μια διαφορετική αντίληψη για τον χρόνο απ’ ότι στην ζωή), στο παρακάτω ποίημα ένα έργο απ’ αυτήν την «γκαλερί» γίνεται αφορμή για έναν προβληματισμό που υπερβαίνει την τέχνη.

Έτσι μοιάζει το μεγάλο μου όνειρο για τις απολυτήριές μου εξετάσεις:
δυο μαϊμούδες κάθονται αλυσοδεμένες στο παράθυρο,
πίσω απ’ το παράθυρο ίπταται ο ουρανός
και κάνει μπάνιο η θάλασσα.

Δίνω το μάθημα της Ιστορίας των Ανθρώπων.
Μπερδεύω τα λόγια μου και κομπιάζω.

Η μία μαϊμού, με βλέμμα καρφωμένο πάνω μου, ακούει ειρωνικά,
η άλλη τάχα μου μισοκοιμάται –
αλλά όταν μετά την ερώτηση πέφτει σιωπή,
μου κάνει τον υποβολέα
κουδουνίζοντας ελαφρά την αλυσίδα της.

Το ποίημα «Δυο μαϊμούδες του Μπρίγκελ» από τη συλλογή Το κάλεσμα στον Γέτι (1957) αποτελεί ένα αριστουργηματικό υπόδειγμα της χρήσης της ειρωνείας στην ποίηση της Σιμπόρσκα. Είναι ολόκληρο κτισμένο με ειρωνεία και η ιδέα του βασίζεται στην αναστροφή των ρόλων. Ένας μικρός πίνακας του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου (γυρνάμε στη Δυτική Ευρώπη, στην τέχνη της Φλάνδρας του 16ου αιώνα αυτή τη φορά) γίνεται η αφορμή για αναστοχασμό πάνω στη δουλεία και την ελευθερία. Οι εκπρόσωποι του κόσμου της Φύσης κρίνουν τον άνθρωπο και την Ιστορία που αυτός δημιουργεί («Δίνω το μάθημα της Ιστορίας των Ανθρώπων»), και το συμπέρασμα είναι εις βάρος του…
Στη συλλογή Το κάλεσμα στον Γέτι, που εκδόθηκε δώδεκα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, ακούγεται ακόμα ζωντανός ο απόηχος αυτών των φρικτών χρόνων. Η σκοτεινή μνήμη τού ακόμα κοντινού παρελθόντος προσμένει την ηθική αναμέτρηση και αναγκάζει τον άνθρωπο του 20ού αιώνα να κάνει τον απολογισμό του, να κοιτάξει πιο βαθιά στην Ιστορία της ανθρωπότητας, όπου τα εγκλήματα δεν τελειώνουν. Άραγε δεν ισχύει όμως, δυστυχώς, το ίδιο και για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα; Το ποίημα είναι σαν να θέτει την ερώτηση: πότε θα ωριμάσει η ανθρωπότητα; Ιδού η αναφορά στη δύσκολη απολυτήρια εξέταση – στην «εξέταση ωριμότητας», όπως ονομάζεται το απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Πολωνία, η «matura» (η ονομασία βγαίνει από το λατινικό maturus που σημαίνει «ώριμος»). Ο εξεταζόμενος άνθρωπος «μπερδεύει τα λόγια του και κομπιάζει» ενώ το «κατώτερο» του είδος, μια μαϊμού που τον «ακούει ειρωνικά», τον βοηθά στις απαντήσεις, του κάνει τον υποβολέα «κουδουνίζοντας ελαφρά την αλυσίδα της». Επιπλέον αντιλαμβανόμαστε εδώ και έναν άλλο προβληματισμό που συχνά απασχολεί την ποιητική της Σιμπόρσκα: η βαθιά σχέση του ανθρώπου με τη Φύση, τα δυνατά της σημεία και οι αδυναμίες της. Το θέμα της φυσικής εξέλιξης του ανθρώπινου είδους άλλωστε εμφανίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε πολλά από τα ποιήματά της (όπως λ.χ. «Χίλιες δυο χαρές», «Σπηλιά», «Τόμας Μαν», «Ομιλία στο γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων»).



Πίτερ Μπρίγκελ, «Δυο μαϊμούδες»



Περπατώντας με τη Βισουάβα Σιμπόρσκα στην «γκαλερί του κόσμου» σταθήκαμε μπροστά σε τέσσερα μεγάλα έργα ζωγραφικής τέχνης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο εκείνα ενέπνευσαν τον ποιητικό της λόγο, την ποιητική της εκφραστικότητα. Η τέχνη γενικά, έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στην ποιητική της, και όχι μόνο η ζωγραφική τέχνη· στο ποιητικό της έργο υπάρχουν ποιήματα εμπνευσμένα ουσιαστικά από όλα τα είδη καλών τεχνών. Στην αναφερθείσα ήδη εδώ στήλη «Προαιρετική ανάγνωση», ανάμεσα στα μικρά κείμενα – χρονογραφήματα, στα οποία με το δικό της ξεχωριστό τρόπο η Σιμπόρσκα προσέγγιζε εκείνα τα βιβλία που τραβούσαν το δικό της εξαιρετικά ευρύ αναγνωστικό ενδιαφέρον, βρίσκεται και η «παρουσίαση» ενός βιβλίου για την τέχνη της Ιαπωνίας (Sztuka Japonii του Wiesław Kotański, 1974). Η Σιμπόρσκα παραπονιέται εκεί για το λίγο θαμπό χρώμα των αναπαραγόμενων στο βιβλίο έργων και ως παράδειγμα αναφέρει την «Ξαφνική βροχή πάνω στη γέφυρα Σιν-Οχάσι» του Χιρόσιγκε Ουταγκάουα. «Αναφέρω αυτήν την χρωματιστή ξυλογραφία», γράφει, «για το λόγο που με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο αισθάνομαι ιδιοκτήτρια του. Και αυτό, επειδή που και που έχω όνειρα κλέφτικα. Ονειρεύομαι πως κλέβω από το μουσείο έναν μαγευτικό πίνακα ή ένα ειδώλιο, κατόπιν με τρόμο στην καρδιά κοιτάω τριγύρω να σιγουρευτώ, ότι κανείς δεν είδε αυτήν την ατιμία μου και βγαίνω έξω με το λάφυρό μου. Με αυτή τη μέθοδο έγινα ιδιοκτήτρια της "Σάσκια με το κόκκινο λουλούδι" του Ρέμπραντ, της "Λεωφόρου στο Μιντελχάρνις" του Χομπέμα (τι παλτό να ήταν και αυτό που κατάφερα να κουβαλάω τόσο μεγάλα έργα κάτω του;), του ενός πέτρινου γάτου από την αρχαία Αίγυπτο (θυμάμαι πόσο βαρύς ήταν) και ακριβώς αυτής της "Ξαφνικής βροχής". Φοβάμαι πως αυτό δεν τελειώνει εδώ […]».[5]
Ποιος ξέρει ποιο να ‘ταν το επόμενο έργο που η «πανούργα» ποιήτρια έκλεψε στο όνειρό της; Μπορεί να ήταν η «Γαλατού» του Βερμέερ… Πάντως την «Σάσκια» την έκρυψε καλά! Ποιος θα την έψαχνε στο δωμάτιο ενός αυτόχειρα; Ναι, σ’ αυτό το ποίημα, «Το δωμάτιο του αυτόχειρα» από τη συλλογή Μεγάλος αριθμός (1976), την ανακαλύπτουμε ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα που μαρτυρούν την αγάπη του αυτόχειρα ιδιοκτήτη τους (ή μήπως και της ίδιας της ποιήτριας;) για τις τέχνες: «Έλειπαν, νομίζετε, από κει βιβλία, πίνακες και δίσκοι; / Κάνετε λάθος, να μια παρήγορη τρομπέτα σε μαύρα χέρια. / Η Σάσκια με το μικρό λουλούδι της καρδιάς της. / Η χαρά, η σπίθα των θεών. / Ο Οδυσσέας πάνω στο ράφι βυθισμένος σε ζείδωρο ύπνο / μετά τους κόπους της πέμπτης ραψωδίας»,[6] και ο «κατάλογος» συνεχίζεται…
Και ο περίπατος με τη Βισουάβα Σιμπόρσκα στην «γκαλερί του κόσμου» συνεχίζεται σε πολλά άλλα ποιήματά της – σημειώνω εδώ μερικούς τίτλους μόνο: «Μεσαιωνική μινιατούρα», «Οι γυναίκες του Ρούμπενς», «Βυζαντινό ψηφιδωτό», «Ελληνικό άγαλμα», «Φετίχ γονιμότητας από την Παλαιολιθική».
Ό, τι η σπουδαία ποιήτρια έκλεψε στα όνειρά της, στο ξύπνιο της το μοιράσθηκε, με το δικό της ποιητικό τρόπο, με τον αναγνώστη. Στα όνειρά της ζωγράφιζε «σαν τον Βερμέερ βαν Ντελφτ», στο ξύπνιο της έγραφε απλώς σαν την Βισουάβα Σιμπόρσκα.



Ρέμπραντ, «Η Σάσκια με το κόκκινο λουλούδι»


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: