Ξαναδιαβάζοντας για την χαρά της ανάγνωσης

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα

Δια­βά­ζο­ντας την Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα εντυ­πω­σιά­στη­κα αμέ­σως από τον τρό­πο γρα­φής της.
Μου άρε­σε αυ­τή η λι­τή, η κα­τα­νοη­τή γλώσ­σα, η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή απλό­τη­τα που πη­γά­ζει μέ­σα από τις λέ­ξεις που στο­χευ­μέ­να πε­ρι­γρά­φουν την πε­ρι­πλο­κό­τη­τα των αν­θρω­πί­νων σχέ­σε­ων στην πε­ζή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, τη φθο­ρά και τον χρό­νο. Δεν εί­ναι κα­θό­λου εύ­κο­λο να μι­λή­σεις με απλό τρό­πο για τα σύν­θε­τα ζη­τή­μα­τα της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας:

Ώρα κα­κιά, για­τί μας αγ­χώ­νεις
Μά­ταια θέ­λεις να πα­ρα­πλα­νάς.
Ήρ­θες, άρα και θα φύ­γεις.
Θα φύ­γεις — αυ­τό με­τρά για μας.[1]
            «Τί­πο­τα δυο φο­ρές».

Πό­τε με χιού­μορ και πό­τε με σο­βα­ρό­τη­τα —εί­ναι άλ­λω­στε γνω­στό πως το χιού­μορ εί­ναι πο­λύ σο­βα­ρή υπό­θε­ση—, η Σι­μπόρ­σκα στο­χεύ­ει κα­τευ­θεί­αν στην πο­λυ­πλο­κό­τη­τα του αν­θρώ­που. Εί­ναι εύ­στο­χη, λυ­ρι­κή με τον τρό­πο της, τό­σο όσο αι­σιό­δο­ξη. Ιδιό­τυ­πα ει­ρω­νι­κή πρω­τί­στως απέ­να­ντι στον ίδιο της τον εαυ­τό, δεί­χνει, μέ­σα απ’ τους στί­χους της, όχι μό­νον την αγά­πη της για τον άν­θρω­πο, που απο­τε­λεί το κέ­ντρο του ποι­η­τι­κού της κό­σμου, αλ­λά και για τα ζώα, τα φυ­τά, ακό­μη και για τα άψυ­χα όντα-μη όντα, όπως λό­γου χά­ρη για την πέ­τρα, με ό,τι αυ­τή μπο­ρεί να συμ­βο­λί­ζει:

Μπο­ρείς να με γνω­ρί­σεις, πο­τέ όμως δεν θα με νιώ­σεις.
[…]
Χτυ­πάω την πόρ­τα της πέ­τρας
Εγώ εί­μαι, άσε με να μπω.
Δεν έχω πόρ­τα, λέ­ει η πέ­τρα.
                                
«Συ­νο­μι­λία με την πέ­τρα»

Η ποί­η­σή της στά­θη­κε αφορ­μή να ξα­να­δια­βά­σω ποί­η­ση. Επι­στρο­φή στα όνει­ρα της εφη­βι­κής μου ηλι­κί­ας. Δεν ξέ­ρω εάν δι­καιού­μαι να εκ­θέ­σω το προ­σω­πι­κό μου γού­στο. Εντού­τοις, ομο­λο­γώ ότι ενώ τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τά της με συ­γκί­νη­σαν, ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση μού έκα­ναν τα εξής: «Όνει­ρο»», «Η χα­ρά της Γρα­φής», «Μνή­μη επι­τέ­λους», «Γεν­νη­μέ­νος», «Προς την καρ­διά μου, την Κυ­ρια­κή», «Χί­λιες δυο χα­ρές», «Κά­τω από ένα μι­κρό άστρο», «Η ζωή εδώ και τώ­ρα», «Μί­σος», «Έρω­τας με τη πρώ­τη μα­τιά», «Λί­γα λό­για για την ψυ­χή», «Εδώ». Τε­λι­κά η αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη και η φύ­ση του κό­σμου εί­ναι ανα­πό­σπα­στα.

Όποια και αν εί­ναι η πρό­σλη­ψη ενός ποι­ή­μα­τος απ’ τον κα­θέ­να μας χω­ρι­στά:

Η χα­ρά της γρα­φής.
Η δυ­να­τό­τη­τα της διαιώ­νι­σης.
Η εκ­δί­κη­ση του θνη­τού χε­ριού.

Εί­ναι γνω­στό ότι η ίδια υπήρ­ξε φα­να­τι­κή ανα­γνώ­στρια. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η δή­λω­σή της: «Με τον πα­λιο­μο­δί­τι­κό μου τρό­πο πι­στεύω ότι το διά­βα­σμα βι­βλί­ων απο­τε­λεί το πιο όμορ­φο παι­χνί­δι που εφηύ­ρε η αν­θρω­πό­τη­τα για τον εαυ­τό της».[2]

Τε­λειώ­νω με αυ­τά τα λό­για της ποι­ή­τριας, προ­σθέ­το­ντας: διά­βα­ζε, άνοι­γε τον νου και την καρ­διά σου, χα­μο­γέ­λα­σε, κλά­ψε, θύ­μω­σε, υπε­ρα­σπί­σου, προ­βλη­μα­τί­σου… μέ­σα από ένα ποί­η­μα.

Σε ευ­χα­ρι­στώ Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: