Κόσμος μακρός, Χρόνος παράδοξος: Η ελληνική Μούσα στην ποίηση της Βισουάβα Σιμπόρσκα

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα




Μι­λάω άπται­στα Ελ­λη­νι­κά
και όχι μό­νο με τους ζω­ντα­νούς
Προς έπαι­νο Ονεί­ρων (1972)
__________

Θα μπο­ρού­σα­με να φα­ντα­στού­με την Σι­μπόρ­σκα με τον δεί­κτη πά­νω σε μια αρ­χαία ελ­λη­νι­κή επι­γρα­φή να συλ­λα­βί­ζει αρ­γά μια φθαρ­μέ­νη φρά­ση. Σ’ αυ­τά τα «πέ­τρι­να» ελ­λη­νι­κά κα­τα­φεύ­γει πολ­λές φο­ρές η Πο­λω­νή ποι­ή­τρια, όταν θέ­λει επι­γραμ­μα­τι­κά να δώ­σει ένα ποι­η­τι­κό επι­χεί­ρη­μα, ή να κά­νει επί­κλη­ση στην αρ­χαιό­τη­τα. Στο ποί­η­μα Απο­σκευ­ές επι­στρο­φής[1] μι­λά για κεί­νους που έφυ­γαν νω­ρίς από τη ζωή και ση­μειώ­νει:

Και τι μπο­ρείς να πεις για μια μέ­ρα απ’ τη ζωή
ένα λε­πτό, ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο:
σκο­τει­νιά, ενός γλό­μπου λάμ­ψη, με­τά πά­λι σκο­τά­δι;[2]

Κα­τα­λή­γει δε πιο κά­τω στο ίδιο ποί­η­μα: κό­σμος μα­κρός.[3] Ο άν­θρω­πος κα­λεί­ται με­τα­φο­ρι­κά βρα­χύς ή μι­κρός κό­σμος και μι­κρό­κο­σμος, επο­μέ­νως λο­γι­κά ο Κό­σμος κα­λεί­ται μα­κρός. Σε επι­γρα­φή δε στη Μί­λη­το συ­να­ντά­με, πε­λώ­ριος ἐνθά­δε κό­σμο[ς],[4] αλ­λά τί άρα­γε να εν­νο­εί η ποι­ή­τρια λέ­γο­ντας αμέ­σως με­τά χρό­νος πα­ρά­δο­ξος; Σε επι­γρα­φές συ­να­ντά­με μα­κρὸς καὶ ἀνα­ρίθ­μη­τος χρό­νος[5] και μα­κρὸς αἰών,[6] επί­σης το πλα­τω­νι­κό μα­κρῶν καὶ πολλῶν χρό­νων.[7] Αλ­λά χρό­νος πα­ρά­δο­ξος; Ίσως εί­χε κα­τά νου τον Μέ­ναν­δρο:

οὐκ ἔστ' ἄπι­στον οὐδὲν ἐν θνητῷ βίῳ,
οὐδ' ἂν γέ­νοι­το. πολλὰ ποι­κίλ­λει χρό­νος
πα­ρά­δο­ξα καὶ θαυ­μαστὰ καὶ ζώ­ντων τρό­ποι.[8]

Χρό­νος πα­ρά­δο­ξος λοι­πόν και θαυ­μα­στός. Η επί­δρα­ση του Χρό­νου στην Τέ­χνη και δη στη γλυ­πτι­κή μέ­σω της φθο­ράς, των αλ­λε­πάλ­λη­λων θραύ­σε­ων εί­ναι ένα κα­τ’ εξο­χήν ελ­λη­νι­κό θέ­μα που κι­νη­το­ποιεί τη Σι­μπόρ­σκα να γρά­ψει το ποί­η­μα Ελ­λη­νι­κό Άγαλ­μα.[9] Εδώ η ενο­χή απο­δί­δε­ται εξ ολο­κλή­ρου στον Χρό­νο, αν και γρά­φο­ντας σί­γου­ρα έχει ήδη δια­βά­σει το κα­βα­φι­κό «Για­τί τα σπά­σα­με τ’ αγάλ­μα­τά των»,[10] μια και ανα­φέ­ρει ότι ο χρό­νος δεν έδρα­σε μό­νος, αλ­λά εί­χε συ­νέ­νο­χους κά­ποιους αν­θρώ­πους. Ταυ­τό­χρο­να πε­ρι­γρά­φει τη ση­με­ρι­νή λει­τουρ­γία του σπα­σμέ­νου αγάλ­μα­τος:

[…] μό­νο ο θώ­ρα­κας πα­ρα­μέ­νει
κι εί­ναι σαν μια ανά­σα κρα­τη­μέ­νη με με­γά­λο κό­πο
μια και τώ­ρα πρέ­πει
να τρα­βή­ξει
πά­νω του
όλη τη χά­ρη και βα­ρύ­τη­τα
από ό,τι χά­θη­κε

Το άγαλ­μα, στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή, πέ­ρα από την προ­φα­νή του γυ­μνό­τη­τα, εί­ναι γδυ­μέ­νο και από την ιδιό­τη­τά του ως λα­τρευ­τι­κού ει­δώ­λου και ως έρ­γου τέ­χνης. Εί­ναι απλά ένα αντι­κεί­με­νο που με τα χρό­νια έσπα­σε και από την ει­κό­να του δεν έμει­νε πα­ρά ένας κορ­μός. Όμως στη φα­ντα­σία του θε­α­τή ο κορ­μός αυ­τός πα­σχί­ζει να ανα­δεί­ξει τα μέ­λη, τα δά­χτυ­λα, τα γεν­νη­τι­κά του όρ­γα­να, την κε­φα­λή, όλα τα μέ­ρη που χά­θη­καν ορι­στι­κά στον χρό­νο. Τα σπα­σμέ­να αγάλ­μα­τα όμως δια­περ­νά «σφρί­γος απ’ την ζωή»[11] των θε­ών στους οποί­ους ήταν αφιε­ρω­μέ­να. Ο Χρό­νος προς το πα­ρόν ανα­μέ­νει μέ­χρι το σί­γου­ρο τε­λειω­τι­κό του χτύ­πη­μα κά­ποια στιγ­μή στο μέλ­λον. Πού να ελ­πί­σει το άγαλ­μα πια σε «θυ­σί­ας και σπον­δάς», πού «ιά­σμων κά­νι­στρα», πού «ευοί­ω­νοι επευ­φη­μί­αι»![12]
Το ελ­λη­νι­κό αυ­τό θέ­μα συν­δέ­ει σα­φώς τη Σι­μπόρ­σκα και με μια αλυ­σί­δα ποι­η­τών που δη­μιούρ­γη­σαν πά­νω σ’ αυ­τό, βλέ­πο­ντας σπα­σμέ­να ελ­λη­νι­κά, ρω­μαϊ­κά ή αι­γυ­πτια­κά αγάλ­μα­τα. Θυ­μί­ζει, για πα­ρά­δειγ­μα, τον διά­ση­μο Οζυν­μαν­δύα του Σέ­λεϊ, την ανα­φώ­νη­ση του Μπάι­ρον μπρος στα ερεί­πια της Ρώ­μης:

Ένας κό­σμος βρί­σκε­ται στα πό­δια μας τό­σο εύ­θραυ­στος όσο ο δι­κός μας πη­λός[13]

Η θραύ­ση των αγαλ­μά­των και τα ερεί­πια της πό­λης εί­ναι επί­σης θέ­μα­τα κα­βα­φι­κά. Έτσι, η ανα­φο­ρά της Σι­μπόρ­σκα στην Τροία δεν δη­μιουρ­γεί μό­νο τη σύν­δε­ση με τον Όμη­ρο,[14] αλ­λά απο­τε­λεί και μια ευ­θεία οδό προς την κα­βα­φι­κή επιρ­ροή, η οποία εί­ναι βέ­βαια πιο άμε­ση σε άλ­λους πο­λω­νούς ποι­η­τές όπως ο Χέρ­μπερτ, ο Μί­λος, ο Ριμ­κί­ε­βιτς και ο Ζα­γκα­γιέβ­σκι.[15] Ωστό­σο εδώ εί­ναι ξε­κά­θα­ρη λό­γω της ιστο­ρι­κο­φα­νούς ανα­φο­ράς στην πο­λιορ­κία της Τροί­ας. Ο Κα­βά­φης στους Τρώ­ες (1905) γρά­φει σε πρώ­το πρό­σω­πο, αλ­λά σε ένα απροσ­διό­ρι­στο πα­ρόν, το οποίο εί­τε έπε­ται εί­τε προη­γεί­ται των Τρώ­ων. Αυ­τή η ασά­φεια δη­μιουρ­γεί­ται από τον τε­λευ­ταίο στί­χο:

Πι­κρά για μας ο Πρί­α­μος κι η Εκά­βη κλαί­νε

Οι βα­σι­λείς των Τρώ­ων κλαί­νε για τον λαό τους και κα­τ’ επέ­κτα­ση για μας που οι προ­σπά­θειές μας εί­ναι σαν εκεί­νων. Η Σι­μπόρ­σκα όμως στο ποί­η­μα Απο­γρα­φή[16] μι­λώ­ντας κι αυ­τή σε πρώ­το πρό­σω­πο κά­νει λό­γο για πα­ρελ­θού­σες πό­λεις, επτά τον αριθ­μό, που στέ­κο­νταν στον ίδιο λό­φο με την Τροία και χά­θη­καν χω­ρίς να υμνη­θούν όπως αυ­τή από τον Όμη­ρο. Μή­πως ο Πρί­α­μος κι η Εκά­βη κλαί­νε γι’ αυ­τούς; Αφού όμως κλαί­νε για μας, μή­πως εμείς εί­μα­στε εκεί­νοι οι πα­λιό­τε­ροι κά­τοι­κοι της ακρό­πο­λης της Τροί­ας;

Τι μπο­ρού­με να κά­νου­με γι αυ­τούς, τι μπο­ρού­με να κά­νου­με! (Σι­μπόρ­σκα)

Των ημε­ρών μας ανα­μνή­σεις κλαιν κι αι­σθή­μα­τα (Κα­βά­φης)

Τι μπο­ρού­με να κά­νου­με γι αυ­τούς, τι μπο­ρού­με να τους δώ­σου­με! (Σι­μπόρ­σκα)

Με τις ανα­φω­νή­σεις αυ­τές της Σι­μπόρ­σκα ξε­κι­νά και συ­νε­χί­ζει πιο κά­τω ο θρή­νος από τα τεί­χη. Ο Πρί­α­μος κι η Εκά­βη κλαί­νε γι’ αυ­τούς, κλαί­νε και για μας, για τις ανα­μνή­σεις και τα αι­σθή­μα­τα των ημε­ρών μας. Άρα εμείς εί­μα­στε αυ­τοί, κρί­κοι μιας αλυ­σί­δας αέ­να­ων πτώ­σε­ων της Τροί­ας. Η Σι­μπόρ­σκα ερ­μη­νεύ­ει τους Τρώ­ες του Κα­βά­φη συν­θέ­το­ντας τον θρή­νο που ακού­γε­ται απ’ τα τεί­χη της Τροί­ας. Θρή­νος για την τρα­γι­κή μοί­ρα των Τρώ­ων, θρή­νος για την τρα­γι­κή μας μοί­ρα.

Η Σι­μπόρ­σκα δεν μέ­νει εκεί. Συν­θέ­τει τον Μο­νό­λο­γο για την Κασ­σάν­δρα[17] όπου ανα­φέ­ρει για τον λαό της:

Τους αγα­πού­σα.
Όμως τους αγα­πού­σα αφ’ υψη­λού.
Από τη ζωή επά­νω.
Από το μέλ­λον. […]

Αφού, κα­τά τον Κα­βά­φη, εί­μα­στε σαν τους Τρώ­ες, η Κασ­σάν­δρα λο­γι­κά μας αγα­πά από το μέλ­λον.

Και όμως μέ­σα τους υπήρ­χε κά­ποια νω­πή ελ­πί­δα,
μια φλό­γα που τρέ­φο­νταν από το ίδιο της το τρέ­μου­λο.

ενώ στον Κα­βά­φη:

Κομ­μά­τι κα­τορ­θώ­νου­με· κομ­μά­τι
παίρ­νου­μ’ επά­νω μας· κι αρ­χί­ζου­με
να ’χου­με θάρ­ρος και κα­λές ελ­πί­δες.

Η Σι­μπόρ­σκα δια­βά­ζει τον Κα­βά­φη, συν­δια­λέ­γε­ται μα­ζί του, αντα­πο­κρί­νε­ται συ­μπλη­ρώ­νο­ντας και ενι­σχύ­ο­ντας την άπο­ψή του. Με έναν αντί­στοι­χο τρό­πο, δη­λα­δή μέ­σα από έναν δια­κει­με­νι­κό διά­λο­γο, πραγ­μα­τεύ­ε­ται θέ­μα­τα φι­λο­σο­φι­κά όπως η πλα­τω­νι­κή θε­ω­ρία των Ιδε­ών. Οι πλα­τω­νι­κές ρί­ζες στη σκέ­ψη της Σι­μπόρ­σκα προ­δί­δο­νται έμ­με­σα από τη γε­νε­α­λο­γία της ελ­λη­νι­κής μυ­θο­λο­γί­ας, την οποία χρη­σι­μο­ποιεί σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, στην Συ­νέ­ντευ­ξη με την Άτρο­πο[18] ανα­φέ­ρει ως μη­τέ­ρα της την Ανά­γκη.[19]
Κα­τά την ευ­θεία ανα­φο­ρά της, λοι­πόν, στον Έλ­λη­να φι­λό­σο­φο μι­λά για «εκεί­νους τους βδε­λυ­ρούς ποι­η­τές» που εξό­ρι­σε ο Πλά­των από την ιδε­ώ­δη πο­λι­τεία του.[20] Οι ποι­η­τές κα­τά τη Σι­μπόρ­σκα μο­λύ­νουν με «άχρη­στα υπο­λείμ­μα­τα της με­γά­λης Σιω­πής εκεί ψη­λά», σιω­πής του Θεί­ου ή του ίδιου του Όντος του Παρ­με­νί­δη, άχρη­στα χαρ­τιά «ανα­κα­τε­μέ­να από την αύ­ρα από κά­τω από τ’ αγάλ­μα­τα». Το «Ιδε­ώ­δες Όν» που εν­σαρ­κώ­θη­κε, για­τι έπα­ψε να εί­ναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νο, συμ­με­τέ­χει στον κό­σμο της ύλης και απορ­ρυθ­μί­ζει τη Σο­φία, την Αρ­μο­νία, την Ομορ­φιά και το Κα­λό.
Στο ίδιο ποί­η­μα πα­ρου­σιά­ζε­ται μια κρι­τι­κή μα­τιά, θα λέ­γα­με από τη με­ριά τη ποί­η­σης, στη θε­ω­ρία των Ιδε­ών του Πλά­τω­να. Διε­ρω­τά­ται η Σι­μπόρ­σκα κα­τά πό­σο το ατε­λές των αι­σθή­σε­ων θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει στην κα­τα­νό­η­ση του τέ­λειου των Ιδε­ών. Ωστό­σο θέ­τει σε αμ­φι­σβή­τη­ση και την ίδια αυ­τή ιδιό­τη­τα των ιδε­ών να εί­ναι στα­θε­ρές και αμε­τά­βλη­τες. Λέ­ει, για πα­ρά­δειγ­μα, για την Αλή­θεια:

[…] η Γυ­μνή Αλή­θεια, απα­σχο­λη­μέ­νη
να λε­η­λα­τεί
τη ντου­λά­πα της γης,
[…]

Αυ­τή η στά­ση της έχει χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως αντι-πλα­τω­νι­κή[21] εξαι­τί­ας της ει­ρω­νι­κής διά­θε­σης του ποι­ή­μα­τος. Η κρι­τι­κή, βέ­βαια, δεν ση­μαί­νει απα­ραί­τη­τα αντί­θε­ση. Άλ­λω­στε η ίδια όταν λέ­ει:

Γι᾽ αυ­τό αξιο­λο­γώ τη μι­κρή φρά­ση «δεν ξέ­ρω» τό­σο ψη­λά.
Εί­ναι σύ­ντο­μη, αλ­λά πε­τά πά­νω σε πα­νί­σχυ­ρα φτε­ρά[22]

συμ­φω­νεί επί της αρ­χής με το ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα του Σω­κρά­τη, φρά­ση την οποία η ίδια θε­ω­ρεί ότι απο­τε­λεί τη Λυ­δία λί­θο της αυ­θε­ντι­κό­τη­τας ενός ποι­η­τή.[23] Εκεί έγκει­ται η βα­σι­κή δια­φω­νία της Σι­μπόρ­σκα με τον Πλά­τω­να. Στο ότι η ομο­λο­γία του «δεν ξέ­ρω», ή αλ­λιώς το γνῶθι σαὐτόν έρ­χε­ται, κα­τ’ εκεί­νη, σε αντί­θε­ση με τις ιδέ­ες της Γνώ­σης και της Αλή­θειας ως από­λυ­τες, αντι­κει­με­νι­κές αξί­ες, θε­με­λειω­μέ­νες στην πλα­τω­νι­κή με­τα­φυ­σι­κή.[24] Όμως αυ­τό εί­ναι μια άλ­λη συ­ζή­τη­ση.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: