Χαρμολύπη. Η ανάμνηση

Μετάφραση: Ιουστίνα Σλόβικ
Κολάζ της Βισουάβα Σιμπόρσκα
Κολάζ της Βισουάβα Σιμπόρσκα

Η ποι­ή­τρια πέ­θα­νε την 1η Φε­βρουα­ρί­ου 2012. Ο χει­μώ­νας εκεί­νη τη χρο­νιά ήταν όπως πα­λιά, με πα­γω­νιά και χιό­νι. Την ημέ­ρα της κη­δεί­ας η θερ­μο­κρα­σία εί­χε πέ­σει στους -20 βαθ­μούς. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, σχε­δόν τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες κά­τοι­κοι της Κρα­κο­βί­ας ήρ­θαν στην κη­δεία. Λό­γω των επι­τευγ­μά­των της Σι­μπόρ­σκα, η τε­λε­τή εί­χε δη­μό­σιο χα­ρα­κτή­ρα με τις αρ­χές της πό­λης και του κρά­τους πα­ρού­σες στο νε­κρο­τα­φείο. Ωστό­σο, ο πρό­ε­δρος, ο πρω­θυ­πουρ­γός, οι υπουρ­γοί, οι καλ­λι­τέ­χνες και άλ­λοι αξιω­μα­τού­χοι δεν ήρ­θαν μό­νο λό­γω της αί­σθη­σης του κα­θή­κο­ντος, αλ­λά κυ­ρί­ως διό­τι η Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα αγα­πή­θη­κε πο­λύ. Η τε­φρο­δό­χος με τις στά­χτες της ποι­ή­τριας εκτέ­θη­κε στο πα­ρεκ­κλή­σι του νε­κρο­τα­φεί­ου.
Στε­κό­μουν μέ­σα σε πλή­θος αν­θρώ­πων που πε­ρί­με­ναν να ξε­κι­νή­σει η κη­δεία, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι αξιω­μα­τού­χοι της πο­λι­τεί­ας έφτα­ναν στο νε­κρο­τα­φείο, η ώρα περ­νού­σε, η πα­γω­νιά τσι­μπού­σε τα δά­χτυ­λα και τα μά­γου­λά μου. Επι­κρα­τού­σε από­λυ­τη ησυ­χία. Και μέ­σα σε αυ­τή τη σι­γή —nomen omen νε­κρι­κή— άρ­χι­σε να πέ­φτει χιό­νι. Με­γά­λες νι­φά­δες έκα­ναν κύ­κλους πά­νω από τα κε­φά­λια των αν­θρώ­πων, όπως σε ται­νία αρ­γής κί­νη­σης, και έπε­φταν με­γα­λο­πρε­πώς πά­νω στα ρού­χα τους και στο έδα­φος. Κοί­τα­ξα ψη­λά, τον ου­ρα­νό, το χιό­νι, τα δέ­ντρα, τα κι­νού­με­να σύν­νε­φα, τα κο­ρά­κια που πε­τού­σαν, και για μια στιγ­μή, ένιω­σα σαν μια με­γά­λη, αό­ρα­τη φού­σκα να μας έκρυ­βε από τον κό­σμο. Δεν υπήρ­χε τί­πο­τα άλ­λο πα­ρά το χιό­νι, οι σιω­πη­λοί άν­θρω­ποι, τα που­λιά και τα κλα­διά δέ­ντρων που κι­νού­νταν από τον ελα­φρύ αέ­ρα. Και η θλί­ψη.
Η πο­μπή κι­νή­θη­κε προς τον οι­κο­γε­νεια­κό τά­φο της ποι­ή­τριας, όπου επρό­κει­το να τα­φεί, η μα­γεία εξα­νε­μί­σθη­κε και συ­νέ­βαι­ναν πλέ­ον τα συ­νη­θι­σμέ­να αν­θρώ­πι­να πράγ­μα­τα. Εκ­φω­νή­θη­καν ωραί­ες και ση­μα­ντι­κές ομι­λί­ες και στο τέ­λος της τε­λε­τής ακού­σα­με το τρα­γού­δι της Έλα Φι­τζέ­ραλντ, όπως επι­θυ­μού­σε η εκλι­πού­σα. Η τε­λε­τή ήταν επι­βλη­τι­κή, αλ­λά χω­ρίς πε­ριτ­τή με­γα­λο­πρέ­πεια. Η ποι­ή­τρια θα ήταν ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη.
Η Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα δεν έδει­χνε στους άλ­λους το θλιμ­μέ­νο πρό­σω­πό της. Η ζωή της δεν ήταν στρω­μέ­νη με ρο­δο­πέ­τα­λα, βί­ω­σε τον πό­νο της απώ­λειας των οι­κεί­ων της: των γο­νιών της, που ήταν φυ­σι­κό, της αδελ­φής της, του συ­ζύ­γου της με τον οποί­ον πα­ρέ­μει­ναν φί­λοι για πολ­λά χρό­νια πα­ρά το δια­ζύ­γιό τους, του συ­ντρό­φου της ώρι­μης ζω­ής της, συγ­γρα­φέα Κόρ­νελ Φι­λι­πό­βιτς και πολ­λών άλ­λων φί­λων της. Έφυ­γε πλή­ρης ημε­ρών και εί­χε γνω­ρί­σει την πί­κρα τέ­τοιων απο­χαι­ρε­τι­σμών. Όμως τη θλί­ψη της δεν την μοι­ρα­ζό­ταν με κα­νέ­ναν.
Για­τί; Εί­ναι δύ­σκο­λο να δο­θεί μία συ­γκε­κρι­μέ­νη απά­ντη­ση, επει­δή λό­γοι, πι­θα­νόν, υπήρ­χαν αρ­κε­τοί. Οι επί χρό­νια φί­λοι της επι­σή­μα­ναν το θέ­μα της ανα­τρο­φής της, της «προ­πο­λε­μι­κής», όπως συ­χνά απο­κα­λού­νται πράγ­μα­τα και φαι­νό­με­να που ήταν κα­λύ­τε­ρα κά­πο­τε απ’ ό,τι εί­ναι τώ­ρα. Κά­πο­τε, δη­λα­δή πριν το 1939. «Δεν πρέ­πει να ανη­συ­χείς τους άλ­λους με τα δι­κά σου προ­βλή­μα­τα» — αυ­τή τη φρά­ση επα­να­λάμ­βα­νε η Σι­μπόρ­σκα και τη­ρού­σε αυ­τόν τον κα­νό­να πο­λύ αυ­στη­ρά. Ακό­μα κι όταν η ηλι­κία της δι­καιο­λο­γού­σε την ανά­γκη να ζη­τά­ει βο­ή­θεια, δεν ενο­χλού­σε τους φί­λους της με τα προ­βλή­μα­τά της. Εί­ναι πο­λύ πι­θα­νό να εί­χε ανα­τρα­φεί μ’ αυ­τές τις αρ­χές.
Σί­γου­ρα, ο πα­τέ­ρας της, της με­τέ­δω­σε την πε­ποί­θη­ση για την ανω­τε­ρό­τη­τα του χα­μό­γε­λου. Όταν ήταν παι­δί, την επι­βρά­βευε για τα χιου­μο­ρι­στι­κά ποι­η­μα­τά­κια και τις αστεί­ες ζω­γρα­φιές, τα οποία τα «αγό­ρα­ζε», δί­νο­ντάς της με­ρι­κά ψι­λά που μπο­ρού­σε να τα ξο­δέ­ψει σε λι­χου­διές. Κα­τά τη διάρ­κεια της κα­το­χής, ως έφη­βη, κρα­τού­σε ένα χο­ντρό ση­μειω­μα­τά­ριο, ένα εί­δος ημε­ρο­λο­γί­ου, το οποίο γέ­μι­ζε με χιου­μο­ρι­στι­κές ρί­μες και σα­τι­ρι­κά σχέ­δια. Εντε­λώς αντί­θε­τα με αυ­τά που συ­νέ­βαι­ναν γύ­ρω της.
Ωστό­σο, οι αρ­χές που της εί­χαν εν­στα­λά­ξει δεν θα ωφε­λού­σαν σε τί­πο­τα, αν δεν εί­χε την έμ­φυ­τη αί­σθη­ση του χιού­μορ και του αυ­το­σαρ­κα­σμού. Έχει δια­τη­ρη­θεί ένα «αυ­το­βιο­γρα­φι­κό» ποι­η­μα­τά­κι της έφη­βης μελ­λο­ντι­κής ποι­ή­τριας, όπου πε­ρι­γρά­φει την επι­στρο­φή στο σπί­τι από την Όλ­σα, μία συ­νοι­κία στα τό­τε προ­ά­στια της Κρα­κο­βί­ας, την επο­χή που υπο­χω­ρού­σε ο χει­μώ­νας.

Πολ­λή λά­σπη με­τά τον χει­μώ­να τον βα­ρύ
Δεν περ­νάς από δω χω­ρίς το πό­δι σου να βρα­χεί.
Ο δρό­μος για την Όλ­σα μα­κρύς και κομ­μέ­νος
Από τον χεί­μαρ­ρο που ρέ­ει φου­σκω­μέ­νος.

Εκεί που η τά­φρος με βα­θιά νε­ρά γέ­μι­σε,
Άμα πε­ρά­σεις, ώς το λαι­μό βρεγ­μέ­νος θα εί­σαι.
Εκεί­να τα νε­ρά ένα δρά­μα εί­δαν τρο­με­ρό,
Σαν με τον θά­να­το πά­λευε πνεύ­μα νε­α­νι­κό.

[…]

Τα νε­ρά στρο­βι­λί­στη­καν, το ρεύ­μα εκό­χλα­ζε,
Κα­θώς την κα­τά­πι­νε η δύ­στυ­χη ούρ­λια­ζε.
Τα κύ­μα­τα σκέ­πα­σαν του θύ­μα­τος το κε­φά­λι,
Ώσπου ο άνε­μος κό­πα­σε και το γκρί­ζο το ρέ­μα εσιώ­πη­σε πά­λι.

Λί­γες φού­σκες αέ­ρα απ’ τα νε­ρά ανα­δύ­θη­καν
Κό­χλα­σαν δυ­σοί­ω­να και ύστε­ρα χά­θη­καν,
Ενώ στην επι­φά­νεια σαν πά­πια επέ­πλεε
Ανώ­νυ­μο και βρώ­μι­κο ένα φοι­τη­τι­κό μπε­ρέ.[1]

Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος, πε­ρι­γρά­φε­ται η κη­δεία της ηρω­ί­δας. Στη διάρ­κεια της γερ­μα­νι­κής κα­το­χής, τα αστεία για τον θά­να­το ήταν λί­γο ρι­ψο­κίν­δυ­να, ωστό­σο η ποι­ή­τρια κα­τα­φέρ­νει να δια­σκε­δά­ζει τον ανα­γνώ­στη χω­ρίς να ξε­πε­ρά­σει τα όρια της λε­πται­σθη­σί­ας.
Με­τά το τέ­λος του πο­λέ­μου, η νε­α­ρή Σι­μπόρ­σκα άρ­χι­σε να ερ­γά­ζε­ται στη αρ­χι­συ­ντα­ξία μιας εφη­με­ρί­δας. Έμει­νε πι­στή σε αυ­τή την απα­σχό­λη­ση μέ­χρι τη συ­ντα­ξιο­δό­τη­σή της, αλ­λά­ζο­ντας, φυ­σι­κά, τα έντυ­πα. Το με­γα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα ερ­γά­στη­κε στη Życie Literackie (Λο­γο­τε­χνι­κή ζωή), μια κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­στι­κή εβδο­μα­διαία εφη­με­ρί­δα, ση­μα­ντι­κή για τη λο­γο­τε­χνι­κή κοι­νό­τη­τα της Πο­λω­νί­ας. Δι­ηύ­θυ­νε το τμή­μα ποί­η­σης, όπου χά­ρη στις προ­σπά­θειές της έκα­ναν το ντε­μπού­το τους πολ­λοί νέ­οι ποι­η­τές, που αρ­γό­τε­ρα έγι­ναν γνω­στοί και σε­βα­στοί. Στην αλ­λη­λο­γρα­φία της Σι­μπόρ­σκα, η οποία φυ­λάσ­σε­ται στο αρ­χείο της, υπάρ­χουν δείγ­μα­τα των προ­σπα­θειών της για τη δια­τή­ρη­ση του υψη­λού επι­πέ­δου της ποι­η­τι­κής στή­λης. Δεν υπήρ­χε πο­λύς χώ­ρος για την ποί­η­ση, οπό­τε εκεί­νη εν­δια­φε­ρό­ταν ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο να δη­μο­σιεύ­ει πραγ­μα­τι­κά ξε­χω­ρι­στά έρ­γα. Αλ­λη­λο­γρα­φού­σε, με­τα­ξύ άλ­λων, με τον Ζμπί­γκνιεφ Χέρ­μπερτ, πεί­θο­ντάς τον να προ­σφέ­ρει στη Życie Literackie τα τε­λευ­ταία του ποι­ή­μα­τα και με­τα­φρά­σεις του:

«Αγα­πη­τέ κύ­ριε Ζμπί­σεκ,
Τι κά­νουν οι εξαι­ρε­τι­κοί μας Αμε­ρι­κά­νοι; Τι; Ρίξ­τε μια μα­τιά στην ημε­ρο­μη­νία αυ­τής της επι­στο­λής! Πε­ρι­μέ­νου­με πια μό­νο τις δι­κές σας με­τα­φρά­σεις. Ο Φρον­τσκό­βιακ θα τα εί­χε ήδη με­τα­φρά­σει όλα ενώ εσείς, τό­σο αμε­λής ποι­η­τής — αδια­φο­ρεί­τε!
Με θερ­μούς χαι­ρε­τι­σμούς και ανυ­πο­μο­νη­σία —

Σι­μπόρ­σκα».[2]

Η στή­λη της ποί­η­σης ήταν επί­σης εκτε­θει­μέ­νη σε ένα άλ­λο εί­δος κιν­δύ­νου: τον κα­τα­πο­ντι­σμό της γρα­φο­μα­νί­ας. Πά­νω στο γρα­φείο της Σι­μπόρ­σκα έφτα­ναν αμέ­τρη­τες προ­τά­σεις για δη­μο­σί­ευ­ση στί­χων με ρί­μες (ή ελευ­θε­ρό­στι­χων) των οποί­ων οι συγ­γρα­φείς θε­ω­ρού­σαν τους εαυ­τούς τους «υπο­τι­μη­μέ­νους» ποι­η­τές. Επει­δή ήταν αδύ­να­τον να απα­ντη­θεί τό­σο πλού­σια ει­σερ­χό­με­νη αλ­λη­λο­γρα­φία, δη­μιουρ­γή­θη­κε στο Życie Literackie μια ει­δι­κή στή­λη, το «Λο­γο­τε­χνι­κό τα­χυ­δρο­μείο», όπου, ως απά­ντη­ση, γι­νό­ταν η σύ­ντο­μη κρι­τι­κή των ποι­η­τι­κών προ­τά­σε­ων. Και δεν θα ήταν τί­πο­τα το πε­ρί­ερ­γο, αν δεν υπήρ­χε το ιδιαί­τε­ρο ύφος αυ­τών των απα­ντή­σε­ων. Χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν η φί­λη της Σι­μπόρ­σκα, κα­θη­γή­τρια Τε­ρέ­σα Βά­λας, συ­γκέ­ντρω­σε και δη­μο­σί­ευ­σε το πε­ριε­χό­με­νο της στή­λης, οι ανα­γνώ­στες έσκα­γαν από τα γέ­λια.
Ωστό­σο, κά­ποιοι ιδιαί­τε­ρα επί­μο­νοι γρα­φο­μα­νείς ήθε­λαν να προ­σεγ­γί­ζουν την ποι­ή­τρια στο γρα­φείο της, προ­σπα­θώ­ντας να την πεί­σουν για την εξαι­ρε­τι­κή αξία των έρ­γων τους. Θέ­λο­ντας να απαλ­λα­γεί από έναν ασυ­νή­θι­στα πει­σμω­μέ­νο «συγ­γρα­φέα», η Σι­μπόρ­σκα πα­ρό­τρυ­νε έναν συ­νά­δελ­φό της να στή­σουν μια σκη­νή υπο­τι­θέ­με­νης άρ­νη­σης δη­μο­σί­ευ­σης. Ενώ ο άτυ­χος γρα­φο­μα­νής πε­ρί­με­νε τη συ­νά­ντη­ση, στο δι­πλα­νό γρα­φείο, η Σι­μπόρ­σκα έρι­ξε κά­τω στο πά­τω­μα τον αρ­θρο­γρά­φο, κρι­τι­κό λο­γο­τε­χνί­ας και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο Βλο­τζί­μιεζ Μά­τσιογκ, και πα­τώ­ντας με το τα­κού­νι το στή­θος του, ανα­κοί­νω­σε βρο­ντό­φω­να ότι σκό­πευε να φέ­ρε­ται με τον ίδιο τρό­πο σε όλους όσοι φέρ­νουν εδώ τα ποι­ή­μα­τά τους. Ο γρα­φο­μα­νής έφυ­γε τρέ­χο­ντας, ενώ στα γρα­φεία της εφη­με­ρί­δας θυ­μό­ντου­σαν για πο­λύν και­ρό αυ­τό το ελα­φρώς μα­κά­βριο αστείο.
Οι ανα­γνώ­στες της ποί­η­σης της Σι­μπόρ­σκα δεν γνώ­ρι­ζαν, φυ­σι­κά, πό­σο της άρε­σαν τα αστεία. Μέ­σα στα ποι­ή­μα­τά της αφθο­νεί η ει­ρω­νεία, αλ­λά κα­τά κύ­ριο λό­γο, εί­ναι σο­βα­ρά έρ­γα. Το λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρό προ­φίλ της ποι­ή­τριας έγι­νε γνω­στό μό­νο με­τά την βρά­βευ­σή της από τη Σου­η­δι­κή Ακα­δη­μία με Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας το 1996. Στο διά­στη­μα με­τα­ξύ της ανα­κοί­νω­σης του βρα­βεί­ου και της απο­νο­μής του, στο θέ­α­τρο «Στά­ρυ» στην Κρα­κο­βία, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μία συ­νά­ντη­ση με τη Σι­μπόρ­σκα. Σκο­πός της συ­νά­ντη­σης ήταν να την προ­στα­τεύ­σει από την πί­ε­ση των μέ­σων μα­ζι­κής ενη­μέ­ρω­σης, δι­ψα­σμέ­νων για πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με την ιδιω­τι­κή ζωή αυ­τής της πο­λύ σε­μνής γυ­ναί­κας, της οποί­ας το έρ­γο σα­γή­νε­ψε τους ακα­δη­μαϊ­κούς. Και τό­τε ξαφ­νι­κά απο­δεί­χθη­κε ότι, σε όλη τη ζωή της, εί­χε δώ­σει μό­νο με­ρι­κές συ­νε­ντεύ­ξεις, στις οποί­ες δεν εί­χε ανα­φερ­θεί, ού­τε στο πα­ρα­μι­κρό, στην προ­σω­πι­κή της ζωή.
Κα­τά τη διάρ­κεια εκεί­νης της βρα­διάς, το κοι­νό έμα­θε ότι στην ποι­ή­τρια αρέ­σουν τα λι­με­ρί­κια, τα σύ­ντο­μα σα­τι­ρι­κά ποι­ή­μα­τα που προ­έρ­χο­νται από την αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση του 19ου αιώ­να. Η Σι­μπόρ­σκα πρω­το­συ­νά­ντη­σε αυ­τό το εί­δος όταν έμε­νε στο Σπί­τι των Λο­γο­τε­χνών στην Κρα­κο­βία, όπου γεί­το­νάς της ήταν ο Μά­τσιεϊ Σλομ­τσίν­σκι, συγ­γρα­φέ­ας και με­τα­φρα­στής, δε­ξιο­τέ­χνης αυ­τού του εί­δους. Ο Σλομ­τσίνκ­σι —ακο­λου­θώ­ντας το πα­ρά­δειγ­μα των θα­μώ­νων στις λέ­σχες των αν­δρών στη βι­κτω­ρια­νή Αγ­γλία— πί­στευε ότι το λι­με­ρί­κι πρέ­πει να εί­ναι άσε­μνο. Κα­τά τη διάρ­κεια των συ­να­ντή­σε­ών του με πα­ρέ­ες, σκορ­πού­σε τέ­τοια ποι­η­μα­τά­κια δε­ξιά και αρι­στε­ρά, χω­ρίς να ξέ­ρει ότι μια νε­α­ρή ποι­ή­τρια τα ση­μεί­ω­νε ευ­λα­βι­κά. Αυ­τός γοη­τευό­ταν από το χα­ρω­πό γέ­λιο της στα λι­με­ρί­κια που έκα­ναν κά­ποιους άλ­λους να κοκ­κι­νί­ζουν. Ήταν πο­λύ έκ­πλη­κτος όταν, με­τά από πολ­λά χρό­νια, η Σι­μπόρ­σκα του έδει­ξε τις ση­μειώ­σεις της, ενώ ο ίδιος δεν έδι­νε με­γά­λη ση­μα­σία σε αυ­τό το παι­χνί­δι. Στη σκη­νή του θε­ά­τρου, μια πα­ρέα φί­λων απάγ­γει­λαν δι­κά τους λι­με­ρί­κια προς τι­μήν της νο­μπε­λί­στριας.

Αυ­τό­γρα­φο λί­ι­με­ρικ της Β. Σι­μπόρ­σκα



Το κοι­νό που συ­γκε­ντρώ­θη­κε στο θέ­α­τρο έμα­θε επί­σης ότι η Σι­μπόρ­σκα συ­νή­θι­ζε να διορ­γα­νώ­νει λο­τα­ρί­ες για τους κα­λε­σμέ­νους στο σπί­τι της. Οι φί­λοι που επι­σκέ­πτο­νταν το σπί­τι της γνώ­ρι­ζαν πο­λύ κα­λά ότι με­ρι­κές φο­ρές θα έφευ­γαν από το δεί­πνο με κά­ποιο πα­ρά­ξε­νο δω­ρά­κι. Το παι­χνί­δι αυ­τό ήθε­λε να κλη­ρω­θεί στον κα­θέ­να κά­ποιο άχρη­στο αντι­κεί­με­νο. Για τον σκο­πό αυ­τό, η ποι­ή­τρια μά­ζευε πε­ρί­ερ­γα αντι­κεί­με­να, και όταν αυ­τή η πρα­κτι­κή της δη­μο­σιο­ποι­ή­θη­κε, άρ­χι­σε να λαμ­βά­νει διά­φο­ρα κιτς αντι­κεί­με­να από τους γνω­στούς της. Και κά­πως έτσι μπο­ρού­σε κα­νείς να κερ­δί­σει: ένα θή­λα­στρο, ένα σπι­τά­κι για ψά­ρια ενυ­δρεί­ου, ένα λα­στι­χέ­νιο αυ­γό, μια φου­σκω­τή φι­γού­ρα από τον πί­να­κα του Μουνκ «Η Κραυ­γή», μια ψεύ­τι­κη μύ­γα που έμοια­ζε με αλη­θι­νή, ένα ζευ­γά­ρι γυα­λιά με με­γά­λη μύ­τη και μου­στά­κι... Κά­θε κα­λε­σμέ­νος θα μπο­ρού­σε να έχει την βε­βαιό­τη­τα, ότι θα έπαιρ­νε κά­τι άχρη­στο ή του­λά­χι­στον κα­κά­σχη­μο.
Στην συ­νά­ντη­ση στο θέ­α­τρο, το παι­χνί­δι με τους λα­χνούς ήταν λί­γο δια­φο­ρε­τι­κό: κά­θε θε­α­τής έλα­βε έναν λα­χνό μα­ζί με το ει­σι­τή­ριό του και στο τέ­λος της συ­νά­ντη­σης, η ποι­ή­τρια κλή­ρω­σε δέ­κα αριθ­μούς από ένα κα­πέ­λο. Οι τυ­χε­ροί ανέ­βη­καν στη σκη­νή, όπου πα­ρέ­λα­βαν τον τε­λευ­ταίο τό­μο των ποι­η­μά­των της με μια ει­δι­κή αφιέ­ρω­ση. Οι διορ­γα­νω­τές έμει­ναν έκ­πλη­κτοι όταν φά­νη­κε ότι ανά­με­σα στα δέ­κα άτο­μα που κλη­ρώ­θη­καν οι τέσ­σε­ρις ήταν στε­νοί φί­λοι της Σι­μπόρ­σκα!
Το βρα­βείο Νο­μπέλ για τη Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα τη διά­δο­ση των λο­γο­τε­χνι­κών παι­χνι­διών που άρε­σαν στην ποι­ή­τρια. Ξέ­σπα­σε μια πραγ­μα­τι­κή επι­δη­μία γρα­φής λι­με­ρι­κιών, με τη δη­μο­σί­ευ­σή τους σε πε­ριο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες. Απο­δεί­χθη­κε ότι με­τα­ξύ των λο­γο­τε­χνών υπάρ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ροι δε­ξιο­τέ­χνες του εί­δους. Η Σι­μπόρ­σκα εκτί­μη­σε ιδιαί­τε­ρα το σα­τι­ρι­κό έρ­γο του ποι­η­τή και δο­κι­μιο­γρά­φου Στα­νί­σλαβ Μπα­ράν­τσακ, ο οποί­ος ήταν επί­σης εξαι­ρε­τι­κός με­τα­φρα­στής αγ­γλό­φω­νης (και όχι μό­νο) ποί­η­σης. Οι με­τα­φρά­σεις του πε­ριε­λάμ­βα­ναν επί­σης έρ­γα Άγ­γλων εκ­προ­σώ­πων του πα­ρα­λο­γι­σμού, που άρε­σαν πο­λύ στην ποι­ή­τρια.
Για τη λο­γο­τε­χνι­κή κοι­νό­τη­τα της Κρα­κο­βί­ας, τα λο­γο­τε­χνι­κά παι­χνί­δια απο­τε­λού­σαν ένα αντί­δο­το στη ζο­φε­ρό­τη­τα της επο­χής του κομ­μου­νι­σμού. Στην πό­λη της Κρα­κο­βί­ας εί­χαν μα­κρά πα­ρά­δο­ση, που χρο­νο­λο­γεί­ται από τις αρ­χές του 20ού αιώ­να. Φυ­σι­κά, δεν ήταν μό­νο η Σι­μπόρ­σκα που πρω­το­στα­τού­σε σ’ αυ­τά. Όταν στη δε­κα­ε­τία του 1940, φρε­σκο­πα­ντρε­μέ­νη, με­τα­κό­μι­σε με τον σύ­ζυ­γό της στο Σπί­τι των Λο­γο­τε­χνών, εντά­χθη­κε σε μια πα­ρέα αν­θρώ­πων που απο­λάμ­βα­ναν πο­λύ αυ­τά τα παι­χνί­δια. Αμέ­σως με­τά τον πό­λε­μο, το Σπί­τι των Λο­γο­τε­χνών, ήταν ένα εί­δος κα­τα­φυ­γί­ου για άστε­γους συγ­γρα­φείς που ανα­ζη­τού­σαν στέ­γη στην Κρα­κο­βία με­τά την κα­τα­στρο­φή της Βαρ­σο­βί­ας και τον εκτο­πι­σμό του πο­λω­νι­κού πλη­θυ­σμού από τις ακρι­τι­κές πε­ριο­χές στα ανα­το­λι­κά σύ­νο­ρα, που προ­σαρ­τή­θη­καν στην ΕΣΣΔ. Εκεί εγκα­τα­στά­θη­καν και οι ανερ­χό­με­νοι λο­γο­τέ­χνες που δεν εί­χαν την οι­κο­νο­μι­κή δυ­να­τό­τη­τα να νοι­κιά­σουν δι­κό τους κα­τά­λυ­μα. Η πα­ρέα ήταν ετε­ρό­κλη­τη και οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης αρ­κε­τά δύ­σκο­λες: μι­κρά δω­μα­τιά­κια από δια­με­ρι­σμα­το­ποι­η­μέ­νους με­γα­λύ­τε­ρους χώ­ρους, χω­ρίς μπά­νιο, με κρύο και υγρα­σία. Σε αυ­τό το λο­γο­τε­χνι­κό κολ­χόζ, όπως απο­κα­λού­νταν με­ρι­κές φο­ρές το Σπί­τι των Λο­γο­τε­χνών, άν­θι­ζε τό­σο η δια­σκέ­δα­ση όσο και οι αντι­πα­ρα­θέ­σεις. Στο μι­κρο­σκο­πι­κό δια­μέ­ρι­σμα της Σι­μπόρ­σκα και του συ­ζύ­γου της, Άνταμ Βλό­ντεκ, συ­να­ντιό­νταν οι νέ­οι συγ­γρα­φείς που ήθε­λαν να δια­σκε­δά­σουν. Αυ­το­σχε­δί­α­σαν θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις, απάγ­γει­λαν λι­με­ρί­κια, δη­μιουρ­γού­σαν νέα λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη, με­ταμ­φιε­ζό­ντου­σαν και πι­θα­νό­τα­τα φλέρ­τα­ραν. Αστειεύ­ο­νταν ο ένας για τον άλ­λο, επι­νο­ώ­ντας τα­φι­κές επι­γρα­φές για τους ζω­ντα­νούς φί­λους τους. Ίσως ένα μέ­ρος αυ­τών των παι­χνι­διών ήταν η επι­τύμ­βια πλα­κά της ποι­ή­τριας που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στον τό­μο Αλά­τι (1962):

Εδώ κεί­τε­ται πα­λιο­μο­δί­τι­κη σαν υπο­στιγ­μή
η συγ­γρα­φέ­ας με­ρι­κών στρο­φών. Σε τού­τη τη γη
ανα­παύ­ε­ται εν ει­ρή­νη, πα­ρό­τι το πτώ­μα
δεν ανή­κε πο­τέ σ’ ένα λο­γο­τε­χνι­κό σώ­μα.
Και τί­πο­τα κα­λύ­τε­ρο στον τά­φο της δεν θα βρεις,
μό­νον αυ­τά τα στι­χά­κια, μια γλαύ­κα κι άγρια βά­τα.
Δια­βά­τη, το κου­μπί του ηλε­κτρο­νι­κού μυα­λού σου πά­τα,
τη μοί­ρα της Σι­μπόρ­σκα δυο λε­πτά να συλ­λο­γι­στείς.[3]

Το ποί­η­μα ήταν ένα λο­γο­τε­χνι­κό αστείο και δεν εί­ναι χα­ραγ­μέ­νο στο πραγ­μα­τι­κό μνή­μα, που εί­ναι μια απλή τα­φό­πλα­κα χω­ρίς κα­μία επι­γρα­φή. Ίσως εί­ναι κρί­μα, για­τί θα μπο­ρού­σε να δώ­σει ένα μά­θη­μα αυ­το­σαρ­κα­σμού στους πο­λυά­ριθ­μους επι­σκέ­πτες του τό­που τα­φής της νο­μπε­λί­στριας.
Το βρα­βείο Νο­μπέλ απο­κα­λεί­ται με­ρι­κές φο­ρές και το φι­λί του θα­νά­του, επει­δή ορι­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς δεν επι­στρέ­φουν στο λο­γο­τε­χνι­κό τους έρ­γο με­τά τη βρά­βευ­ση. Η πρώ­τη χρο­νιά εί­ναι η πιο δύ­σκο­λη — το να εί­σαι βρα­βευ­μέ­νος με Νoμπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας συ­νε­πά­γε­ται πολ­λές υπο­χρε­ώ­σεις. Ο βρα­βευ­μέ­νος κα­λεί­ται να επι­σκε­φτεί πολ­λές χώ­ρες όπου εκ­δί­δο­νται τα βι­βλία του και πιέ­ζε­ται από τους εκ­δό­τες που εν­δια­φέ­ρο­νται για τις πω­λή­σεις. Πολ­λά λο­γο­τε­χνι­κά φε­στι­βάλ και πα­νε­πι­στή­μια θέ­λουν επί­σης να φι­λο­ξε­νή­σουν τον νο­μπε­λί­στα. Γι’ αυ­τό τον λό­γο, η Σι­μπόρ­σκα προ­σέ­λα­βε έναν γραμ­μα­τέα, τον νε­α­ρό φι­λό­λο­γο, Μί­χαλ Ρου­σί­νεκ, ο οποί­ος γρή­γο­ρα ει­δι­κεύ­τη­κε στο να αρ­νεί­ται ευ­γε­νι­κά το 99% των προ­σκλή­σε­ων. Η ποι­ή­τρια δεν εί­χε σκο­πό να αλ­λά­ξει τον τρό­πο ζω­ής της λό­γω των προσ­δο­κιών της εκ­δο­τι­κής αγο­ράς. Όπως και πριν, συ­να­ντιό­ταν συ­χνά με φί­λους και αρ­νιό­ταν να γί­νει σταρ της ποπ κουλ­τού­ρας. Ωστό­σο, δεν μπό­ρε­σε να απο­φύ­γει τον κα­τα­κλυ­σμό της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας. Εκτός από τις συγ­χα­ρη­τή­ριες επι­στο­λές απ’ όλο τον κό­σμο, στις οποί­ες ο γραμ­μα­τέ­ας της απα­ντού­σε επι­με­λώς, λάμ­βα­νε μη­νύ­μα­τα από δι­κούς της γνω­στούς, συ­χνά ξε­χα­σμέ­νους, που ωστό­σο, κα­τά τη γνώ­μη της, άξι­ζαν κά­τι πα­ρα­πά­νω από μια επί­ση­μη απά­ντη­ση. Προ­σπα­θώ­ντας να ελέγ­ξει τη χιο­νο­στι­βά­δα των επι­στο­λών, κα­τέ­φυ­γε σε μια δο­κι­μα­σμέ­νη μέ­θο­δο — έστελ­νε κο­λάζ στους επι­στο­λο­γρά­φους.
Τα κο­λάζ δι­κής της κα­τα­σκευ­ής πά­νω σε χαρ­το­νά­κια σε μέ­γε­θος καρτ πο­στάλ τα ονό­μα­ζε «βι­κλε­γιάν­κι». Μια φί­λη από τη Σου­η­δία της έστελ­νε τα χαρ­το­νά­κια, το υλι­κό για τα κο­λάζ απο­τε­λού­σαν τα έγ­χρω­μα πε­ριο­δι­κά, τα πα­λιά βι­βλία και οι εφη­με­ρί­δες. Συ­μπλή­ρω­νε τα απο­κόμ­μα­τα με χει­ρό­γρα­φα σχό­λια ή με κεί­με­να που έφτια­χνε κολ­λώ­ντας απο­κομ­μέ­νες λέ­ξεις. Το κω­μι­κό στοι­χείο έβγαι­νε από την αντι­πα­ρά­θε­ση του κει­μέ­νου με την ει­κό­να ή από την σύν­θε­ση των κομ­μα­τιών του κο­λάζ. Η ποι­ή­τρια κα­τα­σκεύ­α­ζε αυ­τές τις προ­σω­πι­κές καρτ πο­στάλ από τη δε­κα­ε­τία του 1960. Χρό­νο με τον χρό­νο πλή­θαι­ναν, για­τί όλο και σε πε­ρισ­σό­τε­ρους επι­στο­λο­γρά­φους απα­ντού­σε μ’ αυ­τόν τον ξε­χω­ρι­στό τρό­πο. Με­τά την βρά­βευ­ση με Νο­μπέλ, η πα­ρα­γω­γή των καρ­τών μπή­κε σε μια νέα φά­ση. Όπως έλε­γε ο Μί­χαλ Ρου­σί­νεκ, όταν η Σι­μπόρ­σκα σχε­δί­α­ζε να φτιά­ξει κο­λάζ, κλει­δω­νό­ταν στο σπί­τι της για κά­ποιες μέ­ρες. Ολό­κλη­ρο το πά­τω­μα ήταν κα­λυμ­μέ­νο με απο­κόμ­μα­τα και πα­ντού επι­κρα­τού­σε ακα­τα­στα­σία και χά­ος. Ωστό­σο, το απο­τέ­λε­σμα ήταν πά­ντα άψο­γο — ού­τε μία πι­τσι­λιά κόλ­λας πά­νω στα χαρ­το­νά­κια.
Κα­νείς, εκτός από την ίδια την ποι­ή­τρια, δεν εί­χε αντι­λη­φθεί το μέ­γε­θος αυ­τού του εγ­χει­ρή­μα­τος — ακό­μη και τώ­ρα, πολ­λά χρό­νια με­τά τον θά­να­τό της, δεν στά­θη­κε δυ­να­τόν να συ­γκε­ντρω­θούν όλα τα κο­λάζ που έστει­λε η Σι­μπόρ­σκα σ’ όλο τον κό­σμο. Το Ίδρυ­μα τα μα­ζεύ­ει σχο­λα­στι­κά και έχω την εντύ­πω­ση ότι η συλ­λο­γή αριθ­μεί πλέ­ον αρ­κε­τές χι­λιά­δες κάρ­τες. Πρό­κει­ται για πραγ­μα­τι­κά έρ­γα τέ­χνης, προ­ο­ρι­σμέ­να να εκτε­θούν σε γκα­λε­ρί!
Αμέ­σως με­τά τον πό­λε­μο, η νε­α­ρή Σι­μπόρ­σκα κλή­θη­κε να επι­λέ­ξει τη μελ­λο­ντι­κή της πο­ρεία στη ζωή και στην υλο­ποί­η­ση των δη­μιουρ­γι­κών της φι­λο­δο­ξιών. Θα μπο­ρού­σε να σπου­δά­σει στην Ακα­δη­μία Κα­λών Τε­χνών, ήταν, άλ­λω­στε, προι­κι­σμέ­νη με καλ­λι­τε­χνι­κό τα­λέ­ντο. Επέ­λε­ξε την ποί­η­ση, έναν εξί­σου δύ­σκο­λο και ανώ­μα­λο δρό­μο που την κα­τα­δί­κα­σε σε μια φτω­χή ζωή για πολ­λά χρό­νια. Ό,τι δεν έγι­νε επάγ­γελ­μα πα­ρέ­μει­νε πη­γή δια­σκέ­δα­σης — τα κο­λάζ προ­σέ­φε­ραν στους πα­ρα­λή­πτες την υψη­λό­τε­ρου επι­πέ­δου ψυ­χα­γω­γία και για την ποι­ή­τρια ήταν αφορ­μή για πολ­λά χα­μό­γε­λα. Όταν τα κοι­τά­ζω τώ­ρα, σκέ­φτο­μαι πό­σα απο­θέ­μα­τα χιού­μορ διέ­θε­τε, αφού κα­τόρ­θω­σε να δη­μιουρ­γή­σει τό­σα πολ­λά αστεία κο­λάζ.
Όταν το 2012, η ​​Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα αρ­ρώ­στη­σε βα­ριά και νο­ση­λευό­ταν, θέ­λη­σε να δώ­σει στον άν­θρω­πο που την φρό­ντι­ζε, τον Μί­χαλ Ρου­σί­νεκ, οδη­γί­ες για την πε­ρί­πτω­ση επι­δεί­νω­σης της κα­τά­στα­σή της. Ίσως να γνώ­ρι­ζε ότι η ζωή έφτα­νε στο τέ­λος της. Ήθε­λε να απο­φύ­γει την επί­μο­νη και επί­πο­νη θε­ρα­πεία. Ωστό­σο, μάλ­λον δεν ήθε­λε να τρο­μά­ξει ή να στε­να­χω­ρή­σει (τι αφέ­λεια!) τον γραμ­μα­τέα της και του έστει­λε μια κάρ­τα με το εξής στι­χά­κι:

Για τον κύ­ριο Μί­χαλ
Εί­ναι σο­φός λα­ός οι Ολ­λαν­δοί,
για­τί ξέ­ρουν τι πρέ­πει να κά­νουν,
όταν σβή­νει η φυ­σι­κή ανα­πνοή.

Το ποι­η­μα­τά­κι δη­μο­σιεύ­τη­κε στον τό­μο Λο­γο­τε­χνι­κά παι­χνί­δια και μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως το τε­λευ­ταίο με­τα­θα­νά­τιο αστείο της Σι­μπόρ­σκα.[4]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: