Χαρμολύπη. Η ανάμνηση

Μετάφραση: Ιουστίνα Σλόβικ
Κολάζ της Βισουάβα Σιμπόρσκα
Κολάζ της Βισουάβα Σιμπόρσκα

Η ποιήτρια πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 2012. Ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά ήταν όπως παλιά, με παγωνιά και χιόνι. Την ημέρα της κηδείας η θερμοκρασία είχε πέσει στους -20 βαθμούς. Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι της Κρακοβίας ήρθαν στην κηδεία. Λόγω των επιτευγμάτων της Σιμπόρσκα, η τελετή είχε δημόσιο χαρακτήρα με τις αρχές της πόλης και του κράτους παρούσες στο νεκροταφείο. Ωστόσο, ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι καλλιτέχνες και άλλοι αξιωματούχοι δεν ήρθαν μόνο λόγω της αίσθησης του καθήκοντος, αλλά κυρίως διότι η Βισουάβα Σιμπόρσκα αγαπήθηκε πολύ. Η τεφροδόχος με τις στάχτες της ποιήτριας εκτέθηκε στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου.
Στεκόμουν μέσα σε πλήθος ανθρώπων που περίμεναν να ξεκινήσει η κηδεία, όλο και περισσότεροι αξιωματούχοι της πολιτείας έφταναν στο νεκροταφείο, η ώρα περνούσε, η παγωνιά τσιμπούσε τα δάχτυλα και τα μάγουλά μου. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Και μέσα σε αυτή τη σιγή —nomen omen νεκρική— άρχισε να πέφτει χιόνι. Μεγάλες νιφάδες έκαναν κύκλους πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, όπως σε ταινία αργής κίνησης, και έπεφταν μεγαλοπρεπώς πάνω στα ρούχα τους και στο έδαφος. Κοίταξα ψηλά, τον ουρανό, το χιόνι, τα δέντρα, τα κινούμενα σύννεφα, τα κοράκια που πετούσαν, και για μια στιγμή, ένιωσα σαν μια μεγάλη, αόρατη φούσκα να μας έκρυβε από τον κόσμο. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά το χιόνι, οι σιωπηλοί άνθρωποι, τα πουλιά και τα κλαδιά δέντρων που κινούνταν από τον ελαφρύ αέρα. Και η θλίψη.
Η πομπή κινήθηκε προς τον οικογενειακό τάφο της ποιήτριας, όπου επρόκειτο να ταφεί, η μαγεία εξανεμίσθηκε και συνέβαιναν πλέον τα συνηθισμένα ανθρώπινα πράγματα. Εκφωνήθηκαν ωραίες και σημαντικές ομιλίες και στο τέλος της τελετής ακούσαμε το τραγούδι της Έλα Φιτζέραλντ, όπως επιθυμούσε η εκλιπούσα. Η τελετή ήταν επιβλητική, αλλά χωρίς περιττή μεγαλοπρέπεια. Η ποιήτρια θα ήταν ευχαριστημένη.
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα δεν έδειχνε στους άλλους το θλιμμένο πρόσωπό της. Η ζωή της δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, βίωσε τον πόνο της απώλειας των οικείων της: των γονιών της, που ήταν φυσικό, της αδελφής της, του συζύγου της με τον οποίον παρέμειναν φίλοι για πολλά χρόνια παρά το διαζύγιό τους, του συντρόφου της ώριμης ζωής της, συγγραφέα Κόρνελ Φιλιπόβιτς και πολλών άλλων φίλων της. Έφυγε πλήρης ημερών και είχε γνωρίσει την πίκρα τέτοιων αποχαιρετισμών. Όμως τη θλίψη της δεν την μοιραζόταν με κανέναν.
Γιατί; Είναι δύσκολο να δοθεί μία συγκεκριμένη απάντηση, επειδή λόγοι, πιθανόν, υπήρχαν αρκετοί. Οι επί χρόνια φίλοι της επισήμαναν το θέμα της ανατροφής της, της «προπολεμικής», όπως συχνά αποκαλούνται πράγματα και φαινόμενα που ήταν καλύτερα κάποτε απ’ ό,τι είναι τώρα. Κάποτε, δηλαδή πριν το 1939. «Δεν πρέπει να ανησυχείς τους άλλους με τα δικά σου προβλήματα» — αυτή τη φράση επαναλάμβανε η Σιμπόρσκα και τηρούσε αυτόν τον κανόνα πολύ αυστηρά. Ακόμα κι όταν η ηλικία της δικαιολογούσε την ανάγκη να ζητάει βοήθεια, δεν ενοχλούσε τους φίλους της με τα προβλήματά της. Είναι πολύ πιθανό να είχε ανατραφεί μ’ αυτές τις αρχές.
Σίγουρα, ο πατέρας της, της μετέδωσε την πεποίθηση για την ανωτερότητα του χαμόγελου. Όταν ήταν παιδί, την επιβράβευε για τα χιουμοριστικά ποιηματάκια και τις αστείες ζωγραφιές, τα οποία τα «αγόραζε», δίνοντάς της μερικά ψιλά που μπορούσε να τα ξοδέψει σε λιχουδιές. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, ως έφηβη, κρατούσε ένα χοντρό σημειωματάριο, ένα είδος ημερολογίου, το οποίο γέμιζε με χιουμοριστικές ρίμες και σατιρικά σχέδια. Εντελώς αντίθετα με αυτά που συνέβαιναν γύρω της.
Ωστόσο, οι αρχές που της είχαν ενσταλάξει δεν θα ωφελούσαν σε τίποτα, αν δεν είχε την έμφυτη αίσθηση του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού. Έχει διατηρηθεί ένα «αυτοβιογραφικό» ποιηματάκι της έφηβης μελλοντικής ποιήτριας, όπου περιγράφει την επιστροφή στο σπίτι από την Όλσα, μία συνοικία στα τότε προάστια της Κρακοβίας, την εποχή που υποχωρούσε ο χειμώνας.

Πολλή λάσπη μετά τον χειμώνα τον βαρύ
Δεν περνάς από δω χωρίς το πόδι σου να βραχεί.
Ο δρόμος για την Όλσα μακρύς και κομμένος
Από τον χείμαρρο που ρέει φουσκωμένος.

Εκεί που η τάφρος με βαθιά νερά γέμισε,
Άμα περάσεις, ώς το λαιμό βρεγμένος θα είσαι.
Εκείνα τα νερά ένα δράμα είδαν τρομερό,
Σαν με τον θάνατο πάλευε πνεύμα νεανικό.

[…]

Τα νερά στροβιλίστηκαν, το ρεύμα εκόχλαζε,
Καθώς την κατάπινε η δύστυχη ούρλιαζε.
Τα κύματα σκέπασαν του θύματος το κεφάλι,
Ώσπου ο άνεμος κόπασε και το γκρίζο το ρέμα εσιώπησε πάλι.

Λίγες φούσκες αέρα απ’ τα νερά αναδύθηκαν
Κόχλασαν δυσοίωνα και ύστερα χάθηκαν,
Ενώ στην επιφάνεια σαν πάπια επέπλεε
Ανώνυμο και βρώμικο ένα φοιτητικό μπερέ.[1]

Στο δεύτερο μέρος, περιγράφεται η κηδεία της ηρωίδας. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, τα αστεία για τον θάνατο ήταν λίγο ριψοκίνδυνα, ωστόσο η ποιήτρια καταφέρνει να διασκεδάζει τον αναγνώστη χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της λεπταισθησίας.
Μετά το τέλος του πολέμου, η νεαρή Σιμπόρσκα άρχισε να εργάζεται στη αρχισυνταξία μιας εφημερίδας. Έμεινε πιστή σε αυτή την απασχόληση μέχρι τη συνταξιοδότησή της, αλλάζοντας, φυσικά, τα έντυπα. Το μεγαλύτερο διάστημα εργάστηκε στη Życie Literackie (Λογοτεχνική ζωή), μια κοινωνικό-πολιτιστική εβδομαδιαία εφημερίδα, σημαντική για τη λογοτεχνική κοινότητα της Πολωνίας. Διηύθυνε το τμήμα ποίησης, όπου χάρη στις προσπάθειές της έκαναν το ντεμπούτο τους πολλοί νέοι ποιητές, που αργότερα έγιναν γνωστοί και σεβαστοί. Στην αλληλογραφία της Σιμπόρσκα, η οποία φυλάσσεται στο αρχείο της, υπάρχουν δείγματα των προσπαθειών της για τη διατήρηση του υψηλού επιπέδου της ποιητικής στήλης. Δεν υπήρχε πολύς χώρος για την ποίηση, οπότε εκείνη ενδιαφερόταν ακόμη περισσότερο να δημοσιεύει πραγματικά ξεχωριστά έργα. Αλληλογραφούσε, μεταξύ άλλων, με τον Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ, πείθοντάς τον να προσφέρει στη Życie Literackie τα τελευταία του ποιήματα και μεταφράσεις του:

«Αγαπητέ κύριε Ζμπίσεκ,
Τι κάνουν οι εξαιρετικοί μας Αμερικάνοι; Τι; Ρίξτε μια ματιά στην ημερομηνία αυτής της επιστολής! Περιμένουμε πια μόνο τις δικές σας μεταφράσεις. Ο Φροντσκόβιακ θα τα είχε ήδη μεταφράσει όλα ενώ εσείς, τόσο αμελής ποιητής — αδιαφορείτε!
Με θερμούς χαιρετισμούς και ανυπομονησία —

Σιμπόρσκα».[2]

Η στήλη της ποίησης ήταν επίσης εκτεθειμένη σε ένα άλλο είδος κινδύνου: τον καταποντισμό της γραφομανίας. Πάνω στο γραφείο της Σιμπόρσκα έφταναν αμέτρητες προτάσεις για δημοσίευση στίχων με ρίμες (ή ελευθερόστιχων) των οποίων οι συγγραφείς θεωρούσαν τους εαυτούς τους «υποτιμημένους» ποιητές. Επειδή ήταν αδύνατον να απαντηθεί τόσο πλούσια εισερχόμενη αλληλογραφία, δημιουργήθηκε στο Życie Literackie μια ειδική στήλη, το «Λογοτεχνικό ταχυδρομείο», όπου, ως απάντηση, γινόταν η σύντομη κριτική των ποιητικών προτάσεων. Και δεν θα ήταν τίποτα το περίεργο, αν δεν υπήρχε το ιδιαίτερο ύφος αυτών των απαντήσεων. Χρόνια αργότερα, όταν η φίλη της Σιμπόρσκα, καθηγήτρια Τερέσα Βάλας, συγκέντρωσε και δημοσίευσε το περιεχόμενο της στήλης, οι αναγνώστες έσκαγαν από τα γέλια.
Ωστόσο, κάποιοι ιδιαίτερα επίμονοι γραφομανείς ήθελαν να προσεγγίζουν την ποιήτρια στο γραφείο της, προσπαθώντας να την πείσουν για την εξαιρετική αξία των έργων τους. Θέλοντας να απαλλαγεί από έναν ασυνήθιστα πεισμωμένο «συγγραφέα», η Σιμπόρσκα παρότρυνε έναν συνάδελφό της να στήσουν μια σκηνή υποτιθέμενης άρνησης δημοσίευσης. Ενώ ο άτυχος γραφομανής περίμενε τη συνάντηση, στο διπλανό γραφείο, η Σιμπόρσκα έριξε κάτω στο πάτωμα τον αρθρογράφο, κριτικό λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφο Βλοτζίμιεζ Μάτσιογκ, και πατώντας με το τακούνι το στήθος του, ανακοίνωσε βροντόφωνα ότι σκόπευε να φέρεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους όσοι φέρνουν εδώ τα ποιήματά τους. Ο γραφομανής έφυγε τρέχοντας, ενώ στα γραφεία της εφημερίδας θυμόντουσαν για πολύν καιρό αυτό το ελαφρώς μακάβριο αστείο.
Οι αναγνώστες της ποίησης της Σιμπόρσκα δεν γνώριζαν, φυσικά, πόσο της άρεσαν τα αστεία. Μέσα στα ποιήματά της αφθονεί η ειρωνεία, αλλά κατά κύριο λόγο, είναι σοβαρά έργα. Το λιγότερο σοβαρό προφίλ της ποιήτριας έγινε γνωστό μόνο μετά την βράβευσή της από τη Σουηδική Ακαδημία με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1996. Στο διάστημα μεταξύ της ανακοίνωσης του βραβείου και της απονομής του, στο θέατρο «Στάρυ» στην Κρακοβία, πραγματοποιήθηκε μία συνάντηση με τη Σιμπόρσκα. Σκοπός της συνάντησης ήταν να την προστατεύσει από την πίεση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, διψασμένων για πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή αυτής της πολύ σεμνής γυναίκας, της οποίας το έργο σαγήνεψε τους ακαδημαϊκούς. Και τότε ξαφνικά αποδείχθηκε ότι, σε όλη τη ζωή της, είχε δώσει μόνο μερικές συνεντεύξεις, στις οποίες δεν είχε αναφερθεί, ούτε στο παραμικρό, στην προσωπική της ζωή.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της βραδιάς, το κοινό έμαθε ότι στην ποιήτρια αρέσουν τα λιμερίκια, τα σύντομα σατιρικά ποιήματα που προέρχονται από την αγγλική λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα. Η Σιμπόρσκα πρωτοσυνάντησε αυτό το είδος όταν έμενε στο Σπίτι των Λογοτεχνών στην Κρακοβία, όπου γείτονάς της ήταν ο Μάτσιεϊ Σλομτσίνσκι, συγγραφέας και μεταφραστής, δεξιοτέχνης αυτού του είδους. Ο Σλομτσίνκσι —ακολουθώντας το παράδειγμα των θαμώνων στις λέσχες των ανδρών στη βικτωριανή Αγγλία— πίστευε ότι το λιμερίκι πρέπει να είναι άσεμνο. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεών του με παρέες, σκορπούσε τέτοια ποιηματάκια δεξιά και αριστερά, χωρίς να ξέρει ότι μια νεαρή ποιήτρια τα σημείωνε ευλαβικά. Αυτός γοητευόταν από το χαρωπό γέλιο της στα λιμερίκια που έκαναν κάποιους άλλους να κοκκινίζουν. Ήταν πολύ έκπληκτος όταν, μετά από πολλά χρόνια, η Σιμπόρσκα του έδειξε τις σημειώσεις της, ενώ ο ίδιος δεν έδινε μεγάλη σημασία σε αυτό το παιχνίδι. Στη σκηνή του θεάτρου, μια παρέα φίλων απάγγειλαν δικά τους λιμερίκια προς τιμήν της νομπελίστριας.

Αυτόγραφο λίιμερικ της Β. Σιμπόρσκα



Το κοινό που συγκεντρώθηκε στο θέατρο έμαθε επίσης ότι η Σιμπόρσκα συνήθιζε να διοργανώνει λοταρίες για τους καλεσμένους στο σπίτι της. Οι φίλοι που επισκέπτονταν το σπίτι της γνώριζαν πολύ καλά ότι μερικές φορές θα έφευγαν από το δείπνο με κάποιο παράξενο δωράκι. Το παιχνίδι αυτό ήθελε να κληρωθεί στον καθένα κάποιο άχρηστο αντικείμενο. Για τον σκοπό αυτό, η ποιήτρια μάζευε περίεργα αντικείμενα, και όταν αυτή η πρακτική της δημοσιοποιήθηκε, άρχισε να λαμβάνει διάφορα κιτς αντικείμενα από τους γνωστούς της. Και κάπως έτσι μπορούσε κανείς να κερδίσει: ένα θήλαστρο, ένα σπιτάκι για ψάρια ενυδρείου, ένα λαστιχένιο αυγό, μια φουσκωτή φιγούρα από τον πίνακα του Μουνκ «Η Κραυγή», μια ψεύτικη μύγα που έμοιαζε με αληθινή, ένα ζευγάρι γυαλιά με μεγάλη μύτη και μουστάκι... Κάθε καλεσμένος θα μπορούσε να έχει την βεβαιότητα, ότι θα έπαιρνε κάτι άχρηστο ή τουλάχιστον κακάσχημο.
Στην συνάντηση στο θέατρο, το παιχνίδι με τους λαχνούς ήταν λίγο διαφορετικό: κάθε θεατής έλαβε έναν λαχνό μαζί με το εισιτήριό του και στο τέλος της συνάντησης, η ποιήτρια κλήρωσε δέκα αριθμούς από ένα καπέλο. Οι τυχεροί ανέβηκαν στη σκηνή, όπου παρέλαβαν τον τελευταίο τόμο των ποιημάτων της με μια ειδική αφιέρωση. Οι διοργανωτές έμειναν έκπληκτοι όταν φάνηκε ότι ανάμεσα στα δέκα άτομα που κληρώθηκαν οι τέσσερις ήταν στενοί φίλοι της Σιμπόρσκα!
Το βραβείο Νομπέλ για τη Βισουάβα Σιμπόρσκα είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση των λογοτεχνικών παιχνιδιών που άρεσαν στην ποιήτρια. Ξέσπασε μια πραγματική επιδημία γραφής λιμερικιών, με τη δημοσίευσή τους σε περιοδικά και εφημερίδες. Αποδείχθηκε ότι μεταξύ των λογοτεχνών υπάρχουν περισσότεροι δεξιοτέχνες του είδους. Η Σιμπόρσκα εκτίμησε ιδιαίτερα το σατιρικό έργο του ποιητή και δοκιμιογράφου Στανίσλαβ Μπαράντσακ, ο οποίος ήταν επίσης εξαιρετικός μεταφραστής αγγλόφωνης (και όχι μόνο) ποίησης. Οι μεταφράσεις του περιελάμβαναν επίσης έργα Άγγλων εκπροσώπων του παραλογισμού, που άρεσαν πολύ στην ποιήτρια.
Για τη λογοτεχνική κοινότητα της Κρακοβίας, τα λογοτεχνικά παιχνίδια αποτελούσαν ένα αντίδοτο στη ζοφερότητα της εποχής του κομμουνισμού. Στην πόλη της Κρακοβίας είχαν μακρά παράδοση, που χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αιώνα. Φυσικά, δεν ήταν μόνο η Σιμπόρσκα που πρωτοστατούσε σ’ αυτά. Όταν στη δεκαετία του 1940, φρεσκοπαντρεμένη, μετακόμισε με τον σύζυγό της στο Σπίτι των Λογοτεχνών, εντάχθηκε σε μια παρέα ανθρώπων που απολάμβαναν πολύ αυτά τα παιχνίδια. Αμέσως μετά τον πόλεμο, το Σπίτι των Λογοτεχνών, ήταν ένα είδος καταφυγίου για άστεγους συγγραφείς που αναζητούσαν στέγη στην Κρακοβία μετά την καταστροφή της Βαρσοβίας και τον εκτοπισμό του πολωνικού πληθυσμού από τις ακριτικές περιοχές στα ανατολικά σύνορα, που προσαρτήθηκαν στην ΕΣΣΔ. Εκεί εγκαταστάθηκαν και οι ανερχόμενοι λογοτέχνες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσουν δικό τους κατάλυμα. Η παρέα ήταν ετερόκλητη και οι συνθήκες διαβίωσης αρκετά δύσκολες: μικρά δωματιάκια από διαμερισματοποιημένους μεγαλύτερους χώρους, χωρίς μπάνιο, με κρύο και υγρασία. Σε αυτό το λογοτεχνικό κολχόζ, όπως αποκαλούνταν μερικές φορές το Σπίτι των Λογοτεχνών, άνθιζε τόσο η διασκέδαση όσο και οι αντιπαραθέσεις. Στο μικροσκοπικό διαμέρισμα της Σιμπόρσκα και του συζύγου της, Άνταμ Βλόντεκ, συναντιόνταν οι νέοι συγγραφείς που ήθελαν να διασκεδάσουν. Αυτοσχεδίασαν θεατρικές παραστάσεις, απάγγειλαν λιμερίκια, δημιουργούσαν νέα λογοτεχνικά είδη, μεταμφιεζόντουσαν και πιθανότατα φλέρταραν. Αστειεύονταν ο ένας για τον άλλο, επινοώντας ταφικές επιγραφές για τους ζωντανούς φίλους τους. Ίσως ένα μέρος αυτών των παιχνιδιών ήταν η επιτύμβια πλακά της ποιήτριας που περιλαμβάνεται στον τόμο Αλάτι (1962):

Εδώ κείτεται παλιομοδίτικη σαν υποστιγμή
η συγγραφέας μερικών στροφών. Σε τούτη τη γη
αναπαύεται εν ειρήνη, παρότι το πτώμα
δεν ανήκε ποτέ σ’ ένα λογοτεχνικό σώμα.
Και τίποτα καλύτερο στον τάφο της δεν θα βρεις,
μόνον αυτά τα στιχάκια, μια γλαύκα κι άγρια βάτα.
Διαβάτη, το κουμπί του ηλεκτρονικού μυαλού σου πάτα,
τη μοίρα της Σιμπόρσκα δυο λεπτά να συλλογιστείς.[3]

Το ποίημα ήταν ένα λογοτεχνικό αστείο και δεν είναι χαραγμένο στο πραγματικό μνήμα, που είναι μια απλή ταφόπλακα χωρίς καμία επιγραφή. Ίσως είναι κρίμα, γιατί θα μπορούσε να δώσει ένα μάθημα αυτοσαρκασμού στους πολυάριθμους επισκέπτες του τόπου ταφής της νομπελίστριας.
Το βραβείο Νομπέλ αποκαλείται μερικές φορές και το φιλί του θανάτου, επειδή ορισμένοι συγγραφείς δεν επιστρέφουν στο λογοτεχνικό τους έργο μετά τη βράβευση. Η πρώτη χρονιά είναι η πιο δύσκολη — το να είσαι βραβευμένος με Νoμπέλ Λογοτεχνίας συνεπάγεται πολλές υποχρεώσεις. Ο βραβευμένος καλείται να επισκεφτεί πολλές χώρες όπου εκδίδονται τα βιβλία του και πιέζεται από τους εκδότες που ενδιαφέρονται για τις πωλήσεις. Πολλά λογοτεχνικά φεστιβάλ και πανεπιστήμια θέλουν επίσης να φιλοξενήσουν τον νομπελίστα. Γι’ αυτό τον λόγο, η Σιμπόρσκα προσέλαβε έναν γραμματέα, τον νεαρό φιλόλογο, Μίχαλ Ρουσίνεκ, ο οποίος γρήγορα ειδικεύτηκε στο να αρνείται ευγενικά το 99% των προσκλήσεων. Η ποιήτρια δεν είχε σκοπό να αλλάξει τον τρόπο ζωής της λόγω των προσδοκιών της εκδοτικής αγοράς. Όπως και πριν, συναντιόταν συχνά με φίλους και αρνιόταν να γίνει σταρ της ποπ κουλτούρας. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να αποφύγει τον κατακλυσμό της αλληλογραφίας. Εκτός από τις συγχαρητήριες επιστολές απ’ όλο τον κόσμο, στις οποίες ο γραμματέας της απαντούσε επιμελώς, λάμβανε μηνύματα από δικούς της γνωστούς, συχνά ξεχασμένους, που ωστόσο, κατά τη γνώμη της, άξιζαν κάτι παραπάνω από μια επίσημη απάντηση. Προσπαθώντας να ελέγξει τη χιονοστιβάδα των επιστολών, κατέφυγε σε μια δοκιμασμένη μέθοδο — έστελνε κολάζ στους επιστολογράφους.
Τα κολάζ δικής της κατασκευής πάνω σε χαρτονάκια σε μέγεθος καρτ ποστάλ τα ονόμαζε «βικλεγιάνκι». Μια φίλη από τη Σουηδία της έστελνε τα χαρτονάκια, το υλικό για τα κολάζ αποτελούσαν τα έγχρωμα περιοδικά, τα παλιά βιβλία και οι εφημερίδες. Συμπλήρωνε τα αποκόμματα με χειρόγραφα σχόλια ή με κείμενα που έφτιαχνε κολλώντας αποκομμένες λέξεις. Το κωμικό στοιχείο έβγαινε από την αντιπαράθεση του κειμένου με την εικόνα ή από την σύνθεση των κομματιών του κολάζ. Η ποιήτρια κατασκεύαζε αυτές τις προσωπικές καρτ ποστάλ από τη δεκαετία του 1960. Χρόνο με τον χρόνο πλήθαιναν, γιατί όλο και σε περισσότερους επιστολογράφους απαντούσε μ’ αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο. Μετά την βράβευση με Νομπέλ, η παραγωγή των καρτών μπήκε σε μια νέα φάση. Όπως έλεγε ο Μίχαλ Ρουσίνεκ, όταν η Σιμπόρσκα σχεδίαζε να φτιάξει κολάζ, κλειδωνόταν στο σπίτι της για κάποιες μέρες. Ολόκληρο το πάτωμα ήταν καλυμμένο με αποκόμματα και παντού επικρατούσε ακαταστασία και χάος. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν πάντα άψογο — ούτε μία πιτσιλιά κόλλας πάνω στα χαρτονάκια.
Κανείς, εκτός από την ίδια την ποιήτρια, δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος αυτού του εγχειρήματος — ακόμη και τώρα, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, δεν στάθηκε δυνατόν να συγκεντρωθούν όλα τα κολάζ που έστειλε η Σιμπόρσκα σ’ όλο τον κόσμο. Το Ίδρυμα τα μαζεύει σχολαστικά και έχω την εντύπωση ότι η συλλογή αριθμεί πλέον αρκετές χιλιάδες κάρτες. Πρόκειται για πραγματικά έργα τέχνης, προορισμένα να εκτεθούν σε γκαλερί!
Αμέσως μετά τον πόλεμο, η νεαρή Σιμπόρσκα κλήθηκε να επιλέξει τη μελλοντική της πορεία στη ζωή και στην υλοποίηση των δημιουργικών της φιλοδοξιών. Θα μπορούσε να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ήταν, άλλωστε, προικισμένη με καλλιτεχνικό ταλέντο. Επέλεξε την ποίηση, έναν εξίσου δύσκολο και ανώμαλο δρόμο που την καταδίκασε σε μια φτωχή ζωή για πολλά χρόνια. Ό,τι δεν έγινε επάγγελμα παρέμεινε πηγή διασκέδασης — τα κολάζ προσέφεραν στους παραλήπτες την υψηλότερου επιπέδου ψυχαγωγία και για την ποιήτρια ήταν αφορμή για πολλά χαμόγελα. Όταν τα κοιτάζω τώρα, σκέφτομαι πόσα αποθέματα χιούμορ διέθετε, αφού κατόρθωσε να δημιουργήσει τόσα πολλά αστεία κολάζ.
Όταν το 2012, η ​​Βισουάβα Σιμπόρσκα αρρώστησε βαριά και νοσηλευόταν, θέλησε να δώσει στον άνθρωπο που την φρόντιζε, τον Μίχαλ Ρουσίνεκ, οδηγίες για την περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασή της. Ίσως να γνώριζε ότι η ζωή έφτανε στο τέλος της. Ήθελε να αποφύγει την επίμονη και επίπονη θεραπεία. Ωστόσο, μάλλον δεν ήθελε να τρομάξει ή να στεναχωρήσει (τι αφέλεια!) τον γραμματέα της και του έστειλε μια κάρτα με το εξής στιχάκι:

Για τον κύριο Μίχαλ
Είναι σοφός λαός οι Ολλανδοί,
γιατί ξέρουν τι πρέπει να κάνουν,
όταν σβήνει η φυσική αναπνοή.

Το ποιηματάκι δημοσιεύτηκε στον τόμο Λογοτεχνικά παιχνίδια και μπορεί να θεωρηθεί ως το τελευταίο μεταθανάτιο αστείο της Σιμπόρσκα.[4]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: