Η «τρυφερή ποιήτρια»

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα

Στην πο­λω­νι­κή λο­γο­τε­χνία πέ­ντε συγ­γρα­φείς έχουν τι­μη­θεί με το βρα­βείο Νο­μπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας, εκ των οποί­ων οι δύο εί­ναι γυ­ναί­κες. Η πρώ­τη ήταν η Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα το 1996, η δεύ­τε­ρη ήταν η Όλ­γκα Το­κάρ­τσουκ το 2018. Η πρώ­τη θε­ρά­πευε την ποί­η­ση, ενώ η δεύ­τε­ρη δια­πρέ­πει με την πε­ζο­γρα­φία της.
Με αφορ­μή το επε­τεια­κό έτος «2023: 100 χρό­νια από τη γέν­νη­ση της Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα», δό­θη­κε η ευ­και­ρία να δια­βά­σω πιο συ­στη­μα­τι­κά την ποί­η­ση της Πο­λω­νής νο­μπε­λί­στριας. Κα­τά τη διάρ­κεια αυ­τής της ανά­γνω­σης, απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε μια σκέ­ψη, η οποία εί­χε αρ­χί­σει να σχη­μα­τί­ζε­ται, ως πρώ­ι­μη εντύ­πω­ση από τα ποι­ή­μα­τα που εί­χα σπο­ρα­δι­κά δια­βά­σει στο πα­ρελ­θόν. Συ­γκε­κρι­μέ­να, κα­τά τη δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση του έρ­γου της Σι­μπόρ­σκα, στο μυα­λό μου διαρ­κώς επέ­στρε­φε η ιδέα του «τρυ­φε­ρού αφη­γη­τή», την οποία πα­ρου­σί­α­σε στην ομι­λία της για την απο­νο­μή του βρα­βεί­ου Νο­μπέλ η Το­κάρ­τσουκ.
Διε­ρω­τώ­με­νη για το ποιος ήταν ο πα­ρα­μυ­θάς της Βί­βλου που πε­ρι­γρά­φει τη δη­μιουρ­γία του κό­σμου, η Το­κάρ­τσουκ πα­ρα­τη­ρεί ότι αυ­τός κα­τέ­χει «ένα ση­μείο, μια οπτι­κή γω­νία, από όπου μπο­ρεί κα­νείς να δει τα πά­ντα. Tο να βλέ­πεις τα πά­ντα ση­μαί­νει να ανα­γνω­ρί­ζεις το από­λυ­το γε­γο­νός ότι όλα τα πράγ­μα­τα που υπάρ­χουν, συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους σε ένα όλον, ακό­μη κι αν οι δε­σμοί τους μας εί­ναι ακό­μα άγνω­στοι». Αυ­τή η πλή­ρης επο­πτεία του πραγ­μά­των εί­ναι για την Το­κάρ­τσουκ η ικα­νό­τη­τα ενός ιδα­νι­κού «τρυ­φε­ρού αφη­γη­τή».
Η Σι­μπόρ­σκα στα ποι­ή­μα­τά της απο­κα­λύ­πτει τέ­τοιους δε­σμούς μέ­σα από στιγ­μές, οι οποί­ες γί­νο­νται αφορ­μή για στο­χα­σμό και διείσ­δυ­ση στο βά­θος που κρύ­βε­ται κά­τω από κά­θε φαι­νο­με­νι­κά τε­τριμ­μέ­νο. Εκεί το συ­νη­θι­σμέ­νο, που πλέ­ον περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­το, απο­δει­κνύ­ε­ται να εί­ναι απο­τύ­πω­μα μιας συ­μπα­ντι­κής αλή­θειας. Για πα­ρά­δειγ­μα, κοι­τά­ζο­ντας τα σύν­νε­φα η Σι­μπόρ­σκα εντυ­πω­σιά­ζε­ται με την τα­χύ­τη­τα των με­τα­βο­λών τους, η οποία έρ­χε­ται σε αντί­θε­ση με τη στα­θε­ρό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής: «Σε σύ­γκρι­ση με τα σύν­νε­φα / η ζωή φαί­νε­ται κα­λά θε­με­λιω­μέ­νη, / πα­ρ’ ολί­γον διαρ­κής και σχε­δόν αιώ­νια» («Σύν­νε­φα»). Τα πε­ρι­παι­κτι­κά «πα­ρ’ ολί­γον» και «σχε­δόν» προϊ­δε­ά­ζουν πως εν τέ­λει πρό­κει­ται για μια ψευ­δαί­σθη­ση· στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη εί­ναι πε­ρα­στι­κή, ενώ τα σύν­νε­φα πα­ρα­μέ­νουν ακό­μη και αό­ρα­τα.
Η στιγ­μή ως κύτ­τα­ρο του χρό­νου, της ζω­ής και της εξέ­λι­ξης εί­ναι για τη Σι­μπόρ­σκα τό­σο ση­μα­ντι­κή που γί­νε­ται τί­τλος μιας από τις τε­λευ­ταί­ες συλ­λο­γές της (Chwila, 2002). Υπάρ­χει, για πα­ρά­δειγ­μα, η στιγ­μή που εκρή­γνυ­ται μια βόμ­βα. Στο ποί­η­μα «Ο τρο­μο­κρά­της, αυ­τός κοι­τά­ει», η Σι­μπόρ­σκα πα­ρα­κο­λου­θεί μα­ζί του κα­θη­με­ρι­νές δρα­στη­ριό­τη­τες συ­νη­θι­σμέ­νων αν­θρώ­πων τα τε­λευ­ταία τρία λε­πτά πριν την έκρη­ξη, των οποί­ων η στα­κά­τη πε­ρι­γρα­φή δη­μιουρ­γεί έντα­ση στον ανα­γνώ­στη, ο οποί­ος γνω­ρί­ζει εξαρ­χής τι πρό­κει­ται να συμ­βεί. Το ποί­η­μα πραγ­μα­τεύ­ε­ται ένα από τα κυ­ρί­αρ­χα θέ­μα­τα που στο έρ­γο της Σι­μπόρ­σκα πη­γαί­νει χέ­ρι-χέ­ρι με τη στιγ­μή· εί­ναι η τύ­χη ως αστάθ­μη­τος αλ­λά κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας για όλες τις πτυ­χές και μορ­φές ζω­ής.
Επι­στρέ­φο­ντας στον ορι­σμό του «τρυ­φε­ρού αφη­γη­τή», η Το­κάρ­τσουκ γρά­φει: «η τρυ­φε­ρό­τη­τα εί­ναι η τέ­χνη της προ­σω­πο­ποί­η­σης, της εν­συ­ναί­σθη­σης και, συ­νε­πώς, της αδιά­κο­πης ανα­κά­λυ­ψης ομοιο­τή­των. Το να δη­μιουρ­γείς ιστο­ρί­ες ση­μαί­νει διαρ­κώς να ξα­να­ζω­ντα­νεύ­εις, να δί­νεις ύπαρ­ξη σε όλα τα θραύ­σμα­τα του κό­σμου που απο­τε­λούν οι αν­θρώ­πι­νες εμπει­ρί­ες, τα βιώ­μα­τα, οι ανα­μνή­σεις. Η τρυ­φε­ρό­τη­τα προ­σω­πο­ποιεί αυ­τά στα οποία ανα­φέ­ρε­ται, επι­τρέ­πο­ντας να τους δο­θεί φω­νή, να τους δο­θεί ο χώ­ρος και ο χρό­νος για να υπάρ­ξουν, να εκ­φρα­στούν».
Στο ποί­η­μα «Νε­κρή φύ­ση με μι­κρό μπα­λό­νι», τα χα­μέ­να αντι­κεί­με­να που πα­ραγ­γέλ­νει η ποι­ή­τρια την ώρα του θα­νά­του γί­νο­νται συμ­βο­λι­κά θραύ­σμα­τα ανα­μνή­σε­ων και βιω­μά­των. Πρό­κει­ται για ένα κά­λε­σμα αντι­κει­μέ­νων —όχι αν­θρώ­πων— με τα οποία η ποι­ή­τρια συν­δια­λέ­γε­ται σύ­ντο­μα για να κα­τα­λή­ξει σε έναν απο­λο­γι­σμό για τη ζωή. Η επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη δο­μή των στρο­φών δί­νει ρυθ­μό στο ποί­η­μα: στους δύο πρώ­τους στί­χους ανα­φέ­ρο­νται αντι­κεί­με­να, στον τρί­το η φρά­ση «για να μπο­ρώ να πω» και στον τέ­ταρ­το μια δια­πί­στω­ση που απο­τε­λεί στοι­χείο του απο­λο­γι­σμού. Για πα­ρά­δειγ­μα:

Ρο­λο­γά­κι μου, ανα­δύ­σου απ’ το πο­τά­μι,
επί­τρε­ψέ μου να σε πά­ρω στο χέ­ρι,
για να μπο­ρώ να πω:
Πα­ρι­στά­νεις την ώρα.

Μέ­σω αυ­τού του κα­λέ­σμα­τος, τα αντι­κεί­με­να παίρ­νουν μορ­φή και οι ανα­μνή­σεις ξα­να­ζω­ντα­νεύ­ουν. Η προ­σω­πο­ποί­η­ση που χρη­σι­μο­ποιεί­ται εδώ με κά­πως έμ­με­σο τρό­πο, χα­ρα­κτη­ρί­ζει γε­νι­κά το έρ­γο της Σι­μπόρ­σκα, δί­νο­ντας μια αί­σθη­ση έγνοιας, μιας τρυ­φε­ρό­τη­τας για οτι­δή­πο­τε μη αν­θρώ­πι­νο, ακό­μα και για άψυ­χα αντι­κεί­με­να. Πα­ρα­δείγ­μα­τα μπο­ρούν να βρε­θούν πολ­λά στην ποί­η­σή της. Στο ποί­η­μα «Ένα κο­ρι­τσά­κι τρα­βά­ει το τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο», λό­γου χά­ρη, η Σι­μπόρ­σκα απο­δί­δει αν­θρώ­πι­νες ιδιό­τη­τες στα αντι­κεί­με­να:

Ωστό­σο το τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο στο πει­σμα­τά­ρι­κο τρα­πέ­ζι
—αν πιά­σου­με κα­λά τις άκρες του—
φα­νε­ρώ­νει επι­θυ­μία για τα­ξί­δι.

Και τα πο­τή­ρια πά­νω του, τα πια­τά­κια,
η γα­λα­τιέ­ρα, τα κου­τα­λά­κια, το μπο­λά­κι
σκιρ­τούν από την ίδια επι­θυ­μία.

Στον τε­λευ­ταίο στί­χο, το τρί­ξι­μο του σκευών από το τρά­βηγ­μα του τρα­πε­ζο­μά­ντι­λου ερ­μη­νεύ­ε­ται ως σκίρ­τη­μα που προ­κα­λεί η επι­θυ­μία τους για τα­ξί­δι. Εδώ η Σι­μπόρ­σκα συ­μπά­σχει, δεί­χνει εν­συ­ναί­σθη­ση για την επι­θυ­μία των αντι­κει­μέ­νων να τα­ξι­δέ­ψουν. Εξάλ­λου, η ποι­ή­τρια αντι­με­τω­πί­ζει το τρά­βηγ­μα του τρα­πε­ζο­μά­ντι­λου ως συν­δρο­μή στα αντι­κεί­με­να που δεν κι­νού­νται από μό­να τους: «χρειά­ζο­νται τη βο­ή­θειά μας, / τη με­τα­κί­νη­ση, το σπρώ­ξι­μο, / το σή­κω­μα και τη με­τα­φο­ρά».
Πα­ρό­μοια έγνοια δεί­χνει η ποι­ή­τρια για τη φύ­ση: τα ζώα, τα φυ­τά και οποιο­δή­πο­τε άλ­λο στοι­χείο βρί­σκε­ται εκεί, όπως η άμ­μος, οι πέ­τρες, τα σύν­νε­φα. Συ­νο­μι­λεί μα­ζί τους, τα πα­ρα­τη­ρεί, προ­σπα­θεί να τα κα­τα­νο­ή­σει ως αυ­τό­νο­μα όντα. Για να το πε­τύ­χει αυ­τό, βγαί­νει από τον αν­θρώ­πι­νο τρό­πο σκέ­ψης και επι­χει­ρεί να υιο­θε­τή­σει την οπτι­κή γω­νία των άλ­λων όντων και στοι­χεί­ων. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο ποί­η­μα «Θέα με κόκ­κο άμ­μου», γρά­φει η Σι­μπόρ­σκα:

Το απο­κα­λού­με κόκ­κο άμ­μου,
ενώ εκεί­νο τον εαυ­τό του ού­τε κόκ­κο ού­τε άμ­μο.

[…]

Η μα­τιά και το άγ­γιγ­μά μας δεν ση­μαί­νουν τί­πο­τα γι’ αυ­τό.
Δεν αι­σθά­νε­ται κοι­ταγ­μέ­νο κι αγ­γιγ­μέ­νο.
Και το ότι έπε­σε στο περ­βά­ζι του πα­ρα­θύ­ρου
εί­ναι μό­νο δι­κή μας πε­ρι­πέ­τεια, όχι δι­κή του.

Άλ­λο­τε αντι­λαμ­βά­νε­ται τον πό­νο τους και το με­γα­λείο τους, όπως στην «Επι­στρο­φή των που­λιών»:

Ετού­τη την άνοι­ξη τα που­λιά πά­λι επέ­στρε­ψαν πο­λύ νω­ρίς
Να χαί­ρε­σαι, ω λο­γι­κή, το έν­στι­κτο κι αυ­τό κά­νει λά­θη.
Θα χα­ζέ­ψει, θα πα­ρα­λεί­ψει – και πέ­φτουν τα που­λιά στο χιό­νι
και σκο­τώ­νο­νται μί­ζε­ρα, χά­νο­νται με τρό­πο που δεν αρ­μό­ζει
στη δο­μή του λά­ρυγ­γά τους, στα με­γα­λό­πρε­πα νύ­χια τους,
στους τί­μιους χόν­δρους και στις ευ­συ­νεί­δη­τες μεμ­βρά­νες τους,
[…]

Ει­δι­κά στον στί­χο «να χαί­ρε­σαι, ω λο­γι­κή, το έν­στι­κτο κι αυ­τό κά­νει λά­θη», η Σι­μπόρ­σκα αφε­νός αντι­πα­ρα­βάλ­λει την αν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή με το έν­στι­κτο που κα­θο­δη­γεί τα ζώα, αφε­τέ­ρου ανα­φέ­ρε­ται εμ­μέ­σως σε αυ­τά τα δύο ως στοι­χεία που βρί­σκο­νται αντι­κρουό­με­να στην αν­θρώ­πι­νη φύ­ση κι έτσι ταυ­τί­ζε­ται με τον πό­νο των ζώ­ων που πα­ρα­σύ­ρο­νται από το έν­στι­κτο.
Από τα πα­ρα­πά­νω, συ­μπε­ραί­νου­με πως η Σι­μπόρ­σκα απο­ζη­τά σε όλα τα μη αν­θρώ­πι­να όντα συ­νο­δοι­πό­ρους για τον άν­θρω­πο, τους οποί­ους θε­ω­ρεί ισό­τι­μους (αν όχι ανώ­τε­ρους) και άξιους σε­βα­σμού, για­τί κα­τέ­χουν μια μη αν­θρώ­πι­νη αλή­θεια που θα τη βοη­θή­σει να κα­τα­νο­ή­σει μια οι­κου­με­νι­κή αλή­θεια. Επι­πλέ­ον, με όλα αυ­τά τα πλά­σμα­τα, η ανα­ζη­τά κοι­νά στοι­χεία. Στο ποί­η­μα «Η σιω­πή των φυ­τών» η ποι­ή­τρια θε­ω­ρεί επι­τα­κτι­κή τη συ­νο­μι­λία με τα φυ­τά και ανα­ρω­τιέ­ται για­τί αυ­τή εί­ναι αδύ­να­τη πα­ρά τις ομοιό­τη­τές τους με τους αν­θρώ­πους:

Δε θα μας έλει­παν θέ­μα­τα, αφού πολ­λά μας ενώ­νουν.
Βρι­σκό­μα­στε εντός της εμ­βέ­λειας του ίδιου αστε­ριού.
Ρί­χνου­με σκιές με βά­ση τους ίδιους νό­μους.
Προ­σπα­θού­με κά­τι να ξέ­ρου­με, ο κα­θέ­νας με τον τρό­πο του,
αλ­λά κι όσα δεν ξέ­ρου­με, πά­λι μας κά­νουν να μοιά­ζου­με.

Δεν μπο­ρού­με πα­ρά να ανα­γνω­ρί­σου­με, σε αυ­τό τον τρό­πο προ­σέγ­γι­σης, τα επι­μέ­ρους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της τρυ­φε­ρό­τη­τας, όπως τα προσ­διο­ρί­ζει στην ομι­λία της η Το­κάρ­τσουκ: «Η τρυ­φε­ρό­τη­τα εί­ναι η βα­θιά έγνοια για ένα άλ­λο πλά­σμα, για την εύ­θραυ­στη και μο­να­δι­κή φύ­ση του, για την έλ­λει­ψη αν­θε­κτι­κό­τη­τάς του στον πό­νο και την επί­δρα­ση του χρό­νου. Η τρυ­φε­ρό­τη­τα εντο­πί­ζει ανά­με­σά μας δε­σμούς, ομοιό­τη­τες και ση­μεία ταύ­τι­σης. Εί­ναι μια μορ­φή θέ­α­σης που μας φα­νε­ρώ­νει έναν κό­σμο ζω­ντα­νό, ζώ­ντα, με εσω­τε­ρι­κές συν­δέ­σεις, συ­νερ­γα­σί­ες και αλ­λη­λε­ξαρ­τή­σεις».
Ωστό­σο, δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με πως η Σι­μπόρ­σκα, πε­ρισ­σό­τε­ρο από όλα τα πλά­σμα­τα, έχει βα­θιά έγνοια για τον άν­θρω­πο. Ακό­μη κι όταν ασχο­λεί­ται με τη φύ­ση, η πρό­θε­σή της εί­ναι να διε­ρευ­νή­σει τη σχέ­ση του αν­θρώ­που με αυ­τήν, να τον το­πο­θε­τή­σει σε έναν κό­σμο όπου δε ζει μό­νος του, ού­τε εί­ναι κυ­ρί­αρ­χος. Τα ποι­ή­μα­τά της για την εξέ­λι­ξη του αν­θρώ­πι­νου εί­δους θα μπο­ρού­σαν να φα­νούν εν­δια­φέ­ρο­ντα για τους αν­θρω­πο­λό­γους και τους ιστο­ρι­κούς. Οι απο­χρώ­σεις της διά­θε­σης κυ­μαί­νο­νται με­τα­ξύ ει­ρω­νεί­ας, χιού­μορ, πι­κρί­ας και συ­γκί­νη­σης. Όμως η Σι­μπόρ­σκα κα­τά βά­ση νιώ­θει πό­νο για τον άν­θρω­πο, που με τη διά­νοιά του έχει τό­σα επι­νο­ή­σει και κα­τα­κτή­σει, όμως πα­ρα­μέ­νει έρ­μαιο της τύ­χης. Στην ποί­η­σή της, τα υψη­λά ιδα­νι­κά και τα επι­τεύγ­μα­τα αντι­με­τω­πί­ζο­νται αρ­χι­κά με θαυ­μα­σμό και στη συ­νέ­χεια με συ­γκα­τά­βα­ση, κα­θώς πρέ­πει να συ­νυ­πάρ­χουν με το τε­τριμ­μέ­νο και το κοι­νό­το­πο, τα οποία τεί­νουν να δρουν ισο­πε­δω­τι­κά.

Δε θα ανα­λύ­σω κα­θό­λου το πε­ρί­πλο­κο θέ­μα του πώς αντι­με­τω­πί­ζει η Σι­μπόρ­σκα τον άν­θρω­πο, για­τί σκο­πός μου εί­ναι να την ανα­δεί­ξω ως «τρυ­φε­ρή ποι­ή­τρια» μέ­σα από τη σχέ­ση της με τα μη αν­θρώ­πι­να στοι­χεία. Όσο κι αν στη «Συ­νο­μι­λία με την πέ­τρα», η πέ­τρα δεν αφή­νει την ποι­ή­τρια να μπει μέ­σα της, για­τί της λεί­πει η αί­σθη­ση της συμ­με­το­χής («Κα­μιά αί­σθη­ση δε θα σου υπο­κα­τα­στή­σει την αί­σθη­ση της συμ­με­το­χής. / Ακό­μη και η όρα­ση οξυ­μέ­νη έως την πα­ντε­πο­πτεία / άχρη­στη εντε­λώς θα σου εί­ναι χω­ρίς την αί­σθη­ση της συμ­με­το­χής»), θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως η Σι­μπόρ­σκα τε­λι­κά τα κα­τα­φέρ­νει. Πα­ρα­τη­ρώ­ντας οτι­δή­πο­τε την πε­ρι­βάλ­λει, ανα­ζη­τά μέ­σα σε αυ­τό μια συ­μπα­ντι­κή αλή­θεια που έγκει­ται στη σύν­δε­ση των πά­ντων σε ένα κοι­νό σύ­νο­λο. Τα ποι­ή­μα­τά της εί­ναι γε­μά­τα στιγ­μιό­τυ­πα που συ­γκρο­τούν μι­κρές ιστο­ρί­ες, οι οποί­ες παίρ­νουν δια­στά­σεις υπαρ­ξια­κού στο­χα­σμού.
Αναμ­φι­σβή­τη­τα, η Σι­μπόρ­σκα πε­τυ­χαί­νει τους στό­χους που —δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα— ορί­ζει η Το­κάρ­τσουκ για την τρυ­φε­ρή αφή­γη­ση: «θα έπρε­πε, λοι­πόν, να λέ­με ιστο­ρί­ες με τρό­πο τί­μιο, που θα ενερ­γο­ποιού­σε στο μυα­λό του ανα­γνώ­στη την αί­σθη­ση του όλου, θα πυ­ρο­δο­τού­σε την ικα­νό­τη­τά του να συ­νε­νώ­νει τα θραύ­σμα­τα σχη­μα­τί­ζο­ντας ένα σχέ­διο και να ανα­κα­λύ­πτει ολό­κλη­ρους αστε­ρι­σμούς στην πλη­θώ­ρα των συμ­βά­ντων».





____________
Όλα τα απο­σπά­σμα­τα των ποι­η­μά­των της Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα εί­ναι δα­νει­σμέ­να από τον τό­μο: Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα, Η ζωή εδώ και τώ­ρα (ει­σα­γω­γή-με­τά­φρα­ση: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς), εκδ. Κα­στα­νιώ­της 2021.
Τα απο­σπά­σμα­τα της ομι­λί­ας της Όλ­γκα Το­κάρ­τσουκ με­τα­φρά­στη­καν από τη συ­ντά­κτρια του κει­μέ­νου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: