Απεργία ταξί / παραλύει η πόλη / φτάνω στη στάση λεωφορείου / επτά λεπτά / βγάζω την Σιμπόρσκα από την τσάντα / ανοίγω στο ποίημα / «Νεκρή φύση μ’ ένα παιδικό μπαλόνι»:
Την ώρα του θανάτου
αντί για την επιστροφή των αναμνήσεων
δίνω εντολή να επιστρέψουν
τα χαμένα πράγματα
Μια κοπέλα με πλησιάζει:
— Συγγνώμη, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;
— Φυσικά.
— Μήπως μένετε στην οδό...;
— Ναι!
— Στον αριθμό…;
— Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει… αλλά ναι…
— Τα γυαλιά ηλίου που φοράτε… μήπως τα είχατε και τα χάσατε;
Σαστίζω. Πράγματι, τα γυαλιά αυτά τα είχα αγοράσει μήνες πριν, τα έχασα λίγο μετά, και τα αγόρασα δεύτερη φορά / της το εξηγώ.
— Τα γυαλιά σας τα βρήκα εγώ, μένω στην ίδια πολυκατοικία, έβαλα γραπτή ανακοίνωση στο ασανσέρ, όμως κανείς δεν τα αναζήτησε.
— Δε χρησιμοποιώ ασανσέρ.
— Λοιπόν, αυτός είναι ο αριθμός μου, σημειώστε. Όποτε θέλετε κανονίζουμε να σας τα δώσω!
Τη βλέπω ν’ απομακρύνεται με την ικανοποίηση που έχει κανείς στο πρόσωπο όταν ολοκληρώνει μια δύσκολη αποστολή.
Κοιτάζω το νούμερο τηλεφώνου που σημείωσα / στ’ αριστερά η επόμενη στροφή του ποιήματος:
Πίσω απ’ τα παράθυρα, τις πόρτες — ομπρέλες,
μια βαλίτσα, γάντια, ένα παλτό
έτσι που να μπορώ να πω:
Τι να τα κάνω όλα αυτά;
Βισουάβα Σιμπόρσκα
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα γεννιέται στις 2 Ιουλίου 1923 στο Κούρνικ της Πολωνίας, όμως η πόλη με την οποία συνδέεται εφ’ όρου ζωής είναι η Κρακοβία. Το κορίτσι αυτό με το ιδιαίτερο όνομα (Wislawa στα πολωνικά σημαίνει τεράστια δόξα) γράφει από πολύ μικρή ηλικία ποιήματα, τα οποία πάντα πρέπει να έχουν κάτι πνευματώδες, αφού όποτε καταφέρνει μ’ αυτά να κάνει τον πατέρα της να γελάσει, της δίνει χρήματα. Πιστεύει πως γενικά ο άνθρωπος σχεδιάστηκε από τη φύση του σαν ένα μη εξειδικευμένο πλάσμα, κι έτσι κι αυτή είναι μια μη εξειδικευμένη ποιήτρια, που αρνείται να δείξει τυφλή αφοσίωση σ’ οποιοδήποτε μοναδικό θέμα ή μορφή έκφρασης για ζητήματα που έχουν σπουδαιότητα γι’ αυτήν. Έχει την εκπληκτική ικανότητα να φωτίζει με πρωτόγνωρη φυσικότητα κι ευκολία τις σπάνιες και σημαντικές πτυχές φαινομενικά ασήμαντων πραγμάτων. Ασχολείται όχι μόνο με τις υπάρξεις των ζώων και των φυτών —τα οποία αγαπά ιδιαίτερα— αλλά και με τα άψυχα όντα. Αν το κάθε ποίημα είναι ένα ταξίδι, η Σιμπόρσκα έχει πάντα μαζί της μια βαλίτσα με καθημερινά, συνηθισμένα αντικείμενα τα οποία αποτελούν τα πολύτιμα εργαλεία της ποιητικής της έκφρασης.
Στην ομιλία αποδοχής του Νομπέλ της, το 1996, είπε μεταξύ άλλων, πως όσο και αν μας τρομάζει η απεραντοσύνη του κόσμου, ο οποίος μοιάζει με θέατρο για το οποίο έχουμε μεν εισιτήριο, αλλά με λήξη αστεία σύντομη, περιορισμένη σε δύο αμετάκλητες ημερομηνίες, αυτός παραμένει καταπληκτικός. Όπως γράφει άλλωστε στο ποίημά της «Εδώ»:
Δεν ξέρω γι’ αλλού
αλλά εδώ στη Γη έχει αρκετά απ’ όλα.
Εδώ παράγονται καρέκλες και λύπες,
ψαλίδια, βιολιά, τρυφερότητα, τα τρανζίστορ,
υδατοφράκτες, αστεία, φλιτζάνια.
Τα αντικείμενα
Όπως και ο σύγχρονος ομότεχνός της, Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ, η Σιμπόρσκα πίστευε ότι η λογοτεχνία πρέπει να είναι πιστή στα αντικείμενα. Τα άψυχα πράγματα είναι πολύ σημαντικά στην ποιητική της θεωρία και πράξη. Για παράδειγμα, το πολωνικό εθνικό έπος Pan Tadeusz του Άνταμ Μπέρναρντ Μιτσκιέβιτς ήταν γι’ αυτήν «το έργο ενός εμπνευσμένου σχολαστικού ποιητή. Θαυμάσια και ακριβής περιγραφή των πραγμάτων, της μόδας και των τελετών!», ενώ επαινούσε τον Rainer Maria Rilke με τον εξής τρόπο: «πρότεινε να εισαγάγουμε στα ποιήματα όσα μας περιβάλλουν, εικόνες από όνειρα, αναμνηστικά αντικείμενα… Τον θεωρούμε έναν από τους πιο κρυπτικούς ποιητές στον κόσμο και —τι έκπληξη!— εκτιμούσε πολύ τα πράγματα που αποκαλούμε συνηθισμένα και καθημερινά!».
Τα προσωπικά αντικείμενα χρειάζονται επειδή αντιστοιχούν στα πρόσωπα, επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους, την αναγκαιότητα της παρουσίας τους και, αντιστρόφως, τα πρόσωπα πιστοποιούν την ύπαρξη και την αναγκαιότητα των αντικειμένων. «Όταν ο σύμμαχός μας μας απογοητεύει, μεταφέρουμε την αγάπη μας ακαριαία σε κάποιο άξιο αντικείμενο», έγραψε ο Thoreau, πικραμένος από τον τσακωμό του με τον Emerson, ενώ η Αμερικανίδα ποιήτρια Louise Glück γράφει πως έφτασε στο γεμάτο κούτες διαμέρισμά της, κούτες με διάφορα αντικείμενα που ήταν οι νεκρές φύσεις της («Κορνουάλη»).
Στα ποιήματα της Σιμπόρσκα «Το δωμάτιο του αυτόχειρα» και «Γάτα σε άδειο διαμέρισμα», ο θάνατος αφήνει το σημάδι του στα αντικείμενα, αφού αυτά απροσδόκητα αχρηστεύονται, ενώ σε άλλα ποιήματα, τα αντικείμενα συνεχίζουν να μας προσδιορίζουν ακόμα και μετά θάνατον, είναι ό,τι παραμένει από εμάς όταν πια δεν υπάρχουμε στη ζωή:
Δείξε μου οτιδήποτε δικό σου
και θα σου πω ποιος ήσουνα
(«Αρχαιολογία»)·
Εξάλλου τα χρόνια τους δεν τα μετρούσαν.
Μετρούσαν τα δίχτυα, τα σκεύη, τις καλύβες, τα πελέκια
(«Η σύντομη ζωή των προγόνων μας»)·
Τι κρατούν στα χέρια τους; Περίγραψε αυτά τα αντικείμενα.
Είναι σάπια; Σκουριασμένα; Απανθρακωμένα; Κούφια;
(«Συνομωσίες με τους πεθαμένους»).
Στο ποίημα «Ατελείωτη χαρά», ο σύγχρονος άνθρωπος περιγράφεται «με αυτόν τον κρίκο στη μύτη του, μ’ αυτή την τήβεννο, μ’ αυτό το πουλόβερ», ενώ σε έναν διάλογο με τον εαυτό της, η ποιήτρια μας αναφέρει πως ένα ποτήρι στεκόταν πάνω στο τραπέζι, κανείς δεν το παρατήρησε ώσπου έπεσε, σπρωγμένο από απρόσεκτη κίνηση («Ερωτήσεις που θέτεις στον εαυτό σου»). Σε έτερο ποίημα, μπορούμε να μάθουμε επακριβώς το περιεχόμενο της τσάντας της Isadora Duncan («Παγωμένη Κίνηση»), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες φορές η Σιμπόρσκα προσδίδει στα υλικά αντικείμενα αρνητική χροιά («Κάτω από ένα άστρο»):
Ζητάω συγγνώμη απ’ το κομμένο δέντρο
για τα τέσσερα πόδια στο τραπέζι.
Στο ποίημα «Μια ταινία του εξήντα», τα πράγματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο:
Νιώθει σαν λαβή αποκομμένη από μια στάμνα
αν και η στάμνα είναι ανύποπτη και συνεχίζει
να μεταφέρει νερό.
[…]
Αυτό εδώ το σπίτι τελείωσε. Το χερούλι της πόρτας του
σφυρηλατήθηκε.
Φυτέψανε και τούτο το δέντρο. Το τσίρκο τούτο θα συνεχίζει
να δίνει παραστάσεις.
Το σύνολο αυτό αξιώνει να συγκρατηθεί – αν και
η υφή του είναι από κομμάτια.
Βαριά και παχύρευστα σαν κόλλα
sunt lacrimae rerum.
Ο Αινείας, στην Αινειάδα του Βιργιλίου, βλέποντας τα ανδραγαθήματά του και τους αγαπημένους συντρόφους του, νεκρούς πλέον, σε παραστάσεις τοιχογραφίας, ψέλλισε: «Sunt lacrimae rerum» («Είναι δάκρυα πραγμάτων»). Αυτός ο θρήνος για τα πράγματα είναι εξίσου σημαντικός με εκείνον για τους ανθρώπους. Υπάρχει δε και η θεωρία πως η φράση σημαίνει ότι τα πράγματα τα ίδια νιώθουν θλίψη για τα βάσανα της ανθρωπότητας: το σύμπαν αισθάνεται τον πόνο μας. Στο ποίημα της Σιμπόρσκα, τα δάκρυα για τα πράγματα γίνονται κόλλα που συγκρατεί ένα σύνολο πραγμάτων με υφή από κομμάτια. Η ποιήτρια μετατρέπει τον πόνο, τα δάκρυα, σ’ ένα θαυματουργό υλικό συγκόλλησης.
Δε λείπουν τα ποιήματα όπου χρησιμοποιούνται αντικείμενα από τον κόσμο του θεάτρου (κοστούμια, μακιγιάζ, περιστρεφόμενη σκηνή, ράμπα, κ.α.), προκειμένου να αποδοθεί το εκάστοτε επιθυμητό νόημα («Θεατρικές εντυπώσεις», «Η ζωή ενώ περιμένεις», «Ο φόβος της σκηνής»). Τέλος, η Σιμπόρσκα οργανώνει έναν κατάλογο με όργανα σε ένα κοσμικό εργαστήριο («Μήπως όλα αυτά») και με εκθέματα μουσείου («Μουσείο»).
Ας σταθούμε λίγο στο τελευταίο. Το μουσείο είναι ένας χώρος όπου συλλέγονται και εκτίθενται έργα τέχνης και διάφορα αντικείμενα πολιτιστικής και ιστορικής σημασίας για να βοηθήσουν στην κατανόηση του παρελθόντος. Η ποιήτρια αναφέρει στο ποίημα «Μουσείο» πως για τις «ανάγκες της αιωνιότητας έχουν συγκεντρωθεί δέκα χιλιάδες γερασμένα πράγματα»:
Μέταλλα, πήλινα, το φτέρωμα ενός πουλιού
θριαμβεύουν ήσυχα μέσα στον Χρόνο.
Μόνο μια φουρκέτα κουδουνίζει
σ’ ένα κρόταλο από την Αίγυπτο.
Το στέμμα επέζησε της κεφαλής.
Το χέρι έγινε άφαντο μέσα στο γάντι.
Το δεξί παπούτσι κατατρόπωσε το πόδι.
Αν και τελικά αποδεχόμαστε οι άνθρωποι πως είναι αδύνατον να νικήσουμε τον χρόνο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αντικείμενα ως μέσο για την επίτευξη της αθανασίας. Οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι, κάθε προσπάθεια για οργάνωση και τάξη των αντικειμένων είναι μάταιη. Η Σιμπόρσκα αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούμε να διατηρηθούμε στη ζωή αιώνια, δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε τον χρόνο, επομένως προσπαθούμε να παραμείνουμε ζωντανοί μέσα από διαφορετικά αντικείμενα, πιάτα, βέρες, σπαθιά και λαούτα. «Όσο για μένα», καταλήγει στο ίδιο ποίημα, είμαι ακόμα ζωντανή, πιστέψτε με. «Ο αγώνας δρόμου με το φόρεμά μου ακόμα κρατάει. Δεν φαντάζεσθε τη θέλησή του να με νικήσει! Και πόσο θα του άρεσε να ζήσει μετά από μένα».
Πέτρα και κόκκος άμμου
Η ποιήτρια στέκεται στην εξώπορτα μιας πέτρας και την εκλιπαρεί να της επιτρέψει την είσοδο στο εσωτερικό της, θέλει να ρίξει μια ματιά γύρω, θα είναι σύντομη, το υπόσχεται («Συνομιλία με την πέτρα»). Η πέτρα ωστόσο, της υπενθυμίζει ότι είναι αδύνατο να μπει:
Μπορείς να με γνωρίσεις, ποτέ όμως δεν θα με νιώσεις.
Με όλη μου την επιφάνεια στρέφομαι σ’ εσένα,
αλλά με όλο το εσωτερικό μου στρέφομαι αλλού.
Παρά τον κωμικό τόνο του ποιήματος, υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση μελαγχολίας. Όχι μόνο ο κόσμος των άψυχων αντικειμένων είναι άπιαστος, είναι επίσης δύσκολο να γράψουμε πειστικά γι’ αυτά:
― Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
[…]
Θα μπω και θα βγω με άδεια χέρια.
Και ως απόδειξη ότι ήμουν πραγματικά εκεί
δεν θα παρουσιάσω τίποτε άλλο εκτός από λόγια,
τα οποία κανείς δεν θα πιστέψει.
Στο ποίημα «Η θέα μ’ έναν κόκκο άμμου» γράφει:
Το αποκαλούμε έναν κόκκο άμμου,
όμως εκείνο δεν ονοματίζει τον εαυτό του
ούτε κόκκο ούτε άμμο.
Τα καταφέρνει θαυμάσια χωρίς ένα όνομα,
είτε είναι γενικό, ειδικό,
μόνιμο, παροδικό,
απατηλό ή ταιριαστό.
Η ποιήτρια με χιούμορ επισημαίνει ότι τίποτα στη φύση δεν ξέρει ότι είναι αυτό που το ονομάσαμε στην προσπάθειά μας να το ελέγξουμε. Το παράθυρο διαθέτει, μας λέει, μια υπέροχη θέα της λίμνης, όμως η θέα δεν έχει θέα του εαυτού της. «Κι όλα αυτά κάτω από έναν ουρανό από τη φύση του χωρίς ουρανό». Μας υπενθυμίζει ότι οι μόνες αξίες που έχουν τα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο είναι οι αξίες που τους δίνουμε. Όταν τοποθετούμε μια ταμπέλα σε μια εμπειρία, όπως η παρατήρηση ενός κόκκου άμμου, στην πραγματικότητα μειώνουμε την αξία της, περιορίζοντάς την στην εκ των πραγμάτων περιορισμένη γλώσσα μας. Η Σιμπόρσκα, δηλώνει έμμεσα ότι η ανθρωπότητα έχει χάσει την ικανότητα να βιώνει αληθινά τη φύση, καθώς είναι πολύ απασχολημένη με την κατάταξη και την ποσοτικοποίηση.
Μπορεί η ποιήτρια να μην εννοεί απαραίτητα ότι ένας κόκκος άμμου έχει συνείδηση, πλην όμως δεν θα ήθελε ποτέ να σκεφτούμε ότι, επειδή έχουμε συνείδηση ενώ η φύση όχι, αυτό μας καθιστά ανώτερους απ’ αυτήν. Πιστεύει ότι η φύση υπάρχει για να διδάσκει, στόχος της δε είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να βρει τον βαθύτερο εαυτό του.
Τέλος, η φωνή του αφηγητή της μετατρέπεται σε φωνή φιλοσοφικού στοχασμού. Μια φωνή που αφηγείται και ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω στο νόημα και τις επιπτώσεις της δικής της αφήγησης. Προσεγγίζει, λοιπόν, αυτά τα αντικείμενα, έναν κόκκο άμμου, μια λίμνη, σαν ένα περίεργο παιδί, και η ενδελεχής αυτή εξέταση οδηγεί σε ευρύτερα συμπεράσματα, τόσο για το αντικείμενο όσο και για την ανθρωπότητα.
Ταινίες animation, αντικείμενα που πετούν
Η ιαπωνική κουλτούρα πιστεύει στην ψυχή των αντικειμένων, οι δε ταινίες animation δίνουν ζωή και κίνηση στα πράγματα. Έτσι και η Σιμπόρσκα δημιουργεί ποιήματα που θυμίζουν ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη Χαγιάο Μιγιαζάκι (Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων, Το κινούμενο κάστρο, κ.ά.), αφού διαβάζοντάς τα, θαρρείς πως τα αντικείμενα ίπτανται ή θα πετάξουν από λεπτό σε λεπτό. Στο ποίημα «Νεκρή Φύση μ’ ένα παιδικό μπαλόνι», διαφόρων ειδών χαμένα αντικείμενα επιστρέφουν από τη λήθη μ’ έναν μαγικό τρόπο — ακόμα και το μπαλόνι που κάποτε είχε παρασυρθεί από τον άνεμο, ενώ στο ποίημα «Ένα κοριτσάκι τραβάει το τραπεζομάντιλο», ένα κορίτσι ηλικίας κοντά δύο ετών, ανακαλύπτοντας τον κόσμο, θα δοκιμάσει την κίνηση στα πράγματα που δεν κινούνται από μόνα τους:
Χρειάζονται τη βοήθειά μας,
τη μετακίνηση, το σπρώξιμο,
το σήκωμα και τη μεταφορά.
Δεν τα θέλουν όλα τους – για παράδειγμα η ντουλάπα,
ο μπουφές, οι ανυποχώρητοι τοίχοι, το τραπέζι.
Ωστόσο το τραπεζομάντιλο στο πεισματάρικο τραπέζι
—αν πιάσουμε καλά τις άκρες του—
φανερώνει επιθυμία για ταξίδι.
Και τα ποτήρια πάνω του, τα πιατάκια,
η γαλατιέρα, τα κουταλάκια, το μπολάκι
σκιρτούν από την ίδια επιθυμία.
Είναι πολύ ενδιαφέρον
προς τα πού θα κινηθούν
όταν θα έχουν χάσει πια την ισορροπία τους στην άκρη.
Θα πορευτούν προς το ταβάνι;
Θα κάνουν τον γύρο του φωτιστικού;
Θα πηδήξουν στο περβάζι του παραθύρου κι από ’κει στο δέντρο;
Ο κύριος Νεύτωνας δεν έχει λόγο εδώ ακόμα.
Ας τον αφήσουμε να κοιτάει απ’ τον ουρανό και ας κουνάει τα χέρια του.
Αυτή η δοκιμή πρέπει να γίνει.
Και θα γίνει.
Η ανάγνωση του εν λόγω ποιήματος σχεδόν καταρρίπτει τους κανόνες βαρύτητας. Μετά απ’ αυτήν την δοκιμή, πράγματι τα πάντα είναι πιθανά. Η ποίηση της Σιμπόρσκα μάς ταξιδεύει στην παιδική ηλικία, όπου τα αντικείμενα δύνανται να πετούν, να αιωρούνται, να εξαφανίζονται. Μας υπενθυμίζει ότι τα παιδιά διαθέτουν περιέργεια, κρίση και φαντασία συχνά μεγαλύτερη και από τους ενήλικες. Υπό μία ευρεία έννοια, η ποιήτρια μας ζητά να αμφισβητήσουμε την αντίληψή μας για τα κίνητρα, την πρόθεση και τον έλεγχο στον κόσμο και να απελευθερωθούμε.
Η μεταβλητότητα της παιδικής πραγματικότητας της Σιμπόρσκα συνδέεται με την ιδιοφυή περίοδο της ζωής μας, όταν τίποτα δεν έχει σταθεροποιηθεί ακόμη σε αμετακίνητους κανόνες και τα οντολογικά όρια παραμένουν ρευστά. Ο Χέρμπερτ, που επίσης χρησιμοποιούσε πολύ τα αντικείμενα στην ποίησή του, συμπληρώνει αυτή την προσέγγιση για την άψυχη ύλη στο ποίημά του με τίτλο «Αντικείμενα»:
Τα άψυχα αντικείμενα είναι πάντα σωστά και δεν μπορούν, δυστυχώς, να κατηγορηθούν για τίποτα. Ποτέ δεν έχω αντιληφθεί καρέκλα να μετατοπίζεται από το ένα πόδι στο άλλο ή ένα κρεβάτι στα πίσω πόδια. Και τα τραπέζια, ακόμα κι όταν είναι κουρασμένα, δεν θα τολμήσουν να λυγίσουν τα γόνατα. Υποψιάζομαι ότι τα αντικείμενα το κάνουν αυτό για παιδαγωγικούς λόγους, θέλουν να μας επιπλήττουν συνεχώς για την δική μας αστάθεια.
Καπέλα
Δεν είναι λίγα τα αντικείμενα που επαναλαμβάνονται στην ποίηση της Σιμπόρσκα: πόμολα, κανάτες, ρολόγια, κουτάλια εμφανίζονται συχνά στα ποιήματά της, με τα καπέλα να έχουν την πλέον ξεχωριστή θέση στα αντικείμενα που αρέσκεται να χρησιμοποιεί — με διαφορετικούς πάντα τρόπους:
Το τσαλαπάτημα της αιωνιότητας με το άγγιγμα
μιας χρυσής παντόφλας.
Το σάρωμα της ηθικής με τον γύρο
ενός πλατύγυρου καπέλου («Θεατρικές εντυπώσεις»)
Στο ποίημα «Τα γράμματα των πεθαμένων», η Σιμπόρσκα δηλώνει:
Διαβάζουμε τα γράμματα των πεθαμένων σαν ανήμποροι θεοί,
θεοί ωστόσο, γιατί γνωρίζουμε τις ημερομηνίες που ακολούθησαν.
[…]
Κάθονται μπροστά μας φαιδροί, σαν πάνω σε βουτυρωμένα ψωμάκια,
ή ρίχνονται στο κυνήγι καπέλων που τ’ άρπαξε ο αέρας απ’ τα κεφάλια τους.
Σε άλλο ποίημα μιλά ως ηρεμιστικό χαπάκι που μας ζητά να το εμπιστευτούμε, αφού ξέρει να διαχειρίζεται την δυστυχία, να αντέχει τα άσχημα νέα, να μειώνει την αδικία, να ταιριάζει το πένθιμο καπέλο στο πρόσωπό μας («Διαφημιστικό»), ενώ σε μια προσπάθεια να απαριθμήσει θαύματα στο «Πανηγύρι θαυμάτων» αναφέρει:
Θαύμα δίχως μαύρο φράκο και ημίψηλο καπέλο:
λευκά περιστέρια φτεροκοπούν στον αέρα.
Τέλος, στο ποίημα «Η πραγματικότητα απαιτεί» καταλήγει πως:
Στα τραγικά διάσελα
ο άνεμος αρπάζει τα καπέλα απ’ τα κεφάλια
και τι άλλο μπορούμε να κάνουμε
απ’ το να γελάμε με τούτη την εικόνα.
Καρτ-ποστάλ
Η ξεχωριστή αίσθηση του χιούμορ της Σιμπόρσκα είναι γνωστή σε όσους έχουν έρθει σ’ επαφή με τη γραφή της, ενώ οι σχέσεις της με τις εικαστικές τέχνες υπογραμμίζουν έτι περαιτέρω το παιχνιδιάρικο πνεύμα της ποιήτριας. Οι καρτ-ποστάλ που έφτιαχνε με την τεχνική του κολλάζ, αποτέλεσαν ετήσια ασχολία της, η οποία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν αποφάσισε ότι ήταν αδύνατο να βρει όμορφες καρτ-ποστάλ για να στείλει σε φίλους. Δυσαρεστημένη με τις διαθέσιμες επιλογές, επέλεξε να ξεκινήσει να φτιάχνει τις δικές της κάρτες, μετατρέποντας το διαμέρισμά της στην Κρακοβία σε στούντιο καλλιτέχνη.
«Σας παρακαλώ μην με επισκεφτείτε για λίγες μέρες, πρόκειται να γίνω καλλιτέχνης», έλεγε στους φίλους της μια φορά τον χρόνο, αρχές Νοεμβρίου. Αυτό δεν αποτελούσε ξαφνική απόσυρση της φιλοξενίας ούτε εμφάνιση έμπνευσης που απαιτούσε απομόνωση από τον κόσμο. Οι λόγοι ήταν αρκετά πρακτικοί: σε όλο το διαμέρισμά της το πάτωμα ήταν διάσπαρτο με αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, τα οποία χρησιμοποιούσε για να φτιάχνει κολλάζ που αποκαλούσε «wyklejanki» ή «κάρτες κοπής κι επικόλλησης (cut-and-paste-cards)». Έκανε τέτοιες καλλιτεχνικές συνθέσεις κάθε χρόνο, για πάνω από σαράντα χρόνια.
Η Σιμπόρσκα χρησιμοποίησε τις κάρτες για αλληλογραφία με τους στενούς της φίλους, ενώ ήταν επίσης γνωστό ότι τις έστελνε και σε άλλους καλλιτέχνες των οποίων τη δουλειά θαύμαζε — συμπεριλαμβανομένου του Woody Allen, ο οποίος σχολιάζοντας το δώρο του από την ποιήτρια, είπε: «αυτό σημαίνει για μένα περισσότερα από τα χρυσά αγαλματίδια που δίνουν στο Χόλιγουντ».
Έχουν οργανωθεί εκθέσεις σε όλον τον κόσμο για να γνωρίσουν αυτή τη δημιουργική πλευρά της Σιμπόρσκα οι θαυμαστές της, με πιο ολοκληρωμένη αυτή που διοργανώθηκε από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Κρακοβίας (MOCAK) στις αρχές του 2014.