Στην εποχή μας που ο ουμανισμός, οι ουμανιστικές επιστήμες, οι τέχνες και τα γράμματα και κάθε είδος πνευματικότητας φυτοζωεί και μαραζώνει, ενώ όλα τα υπόλοιπα έχουν συμπαρασύρει έναν κόσμο ολόκληρο στη φρενήρη ταχύτητα της τεχνολογίας, των υπολογιστών και των μαθηματικών, υπήρξαν καλλιτέχνες και δη ποιητές που κατέγραψαν ως όφειλαν έγκαιρα όσο και προειδοποιητικά την πορεία της σύγχρονης ζωής που οδηγεί στην σταδιακή απανθρωποποίηση.
Η Πολωνή νομπελίστα ποιήτρια, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια Βισουάβα Σιμπόρσκα σαν έντομο εύθραυστο και λεπταίσθητο με τις κεραίες τεντωμένες, έτοιμο ν’ απορροφήσει τον κάθε ανεπαίσθητο κίνδυνο, κίνηση ή κραδασμό παρατηρούσε και κατέγραφε με γνήσια ενσυναίσθηση σε όλη τη διάρκεια της ποιητικής της συγγραφικής πορείας τις μεταβολές, τις υπερβολές, τις αντιθέσεις, τις ανησυχίες, τα άγχη και τις φοβίες που στοιχειώνουν τον μέσο άνθρωπο της διπλανής πόρτας που βρίσκεται σε κατάσταση απειλής, σε συνθήκη βιολογική ή ιστορική, όταν πια έχει διαπιστώσει ότι η «πολύτιμη» και «σημαντική» του ύπαρξη δεν αποτελεί παρά μέρος μιας ωμής στατιστικής, ενός ψυχρού υπολογισμού που αίφνης τον μετατρέπει σε ένα νούμερο κυνικό και στεγνό.
Ο πρώην σημαντικός άνθρωπος —πιο ασήμαντος από ποτέ— μοιάζει να χάνει την εσωτερική του ακεραιότητα και αρμονία. Μένει διχασμένος, κομμένος στη μέση με τα δύο κομμάτια του να τρέχουν σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις, αφήνοντάς τον ανήμπορο και επιπλέον διχοτομημένο, όταν αφήνει στο διάβα του τον φυσικό κόσμο να υποχωρεί και τον τεχνητό κόσμο να θριαμβεύει. Μένει η μία πλευρά του να κοιτά στο τίποτα και η άλλη του πλευρά στο πάντα.
Η ποίηση της Βισουάβα Σιμπόρσκα εστιάζει στον αόρατο άνθρωπο στη θέση του οποίου μπαίνει η ίδια παρατηρώντας και βάζοντας κάτω από τον μεγεθυντικό της φακό πρώτο και καλύτερο τον εαυτό της, που αποτελεί το βασικό μοντέλο της παρατήρησης, της φιλοσοφικής της διάθεσης, της κοινωνιολογικής της προσέγγισης, του κοινωνικοπολιτικού της στοχασμού, δομώντας ποιήματα σαν σύντομα δοκίμια φιλοσοφίας της ζωής, μελετώντας τις θαυμαστές αντιθέσεις, όπως το πλήρες και το τίποτα, το πλήθος και τη μονάδα, το ελάχιστο και το μέγιστο.
Ένας άνθρωπος, μια γυναίκα σαν την Βισουάβα Σιμπόρσκα που γεννήθηκε λίγο πριν τον μεσοπόλεμο, έχοντας ζήσει στα νεανικά της χρόνια τη φρίκη της γερμανικής κατοχής και του πολέμου, και αμέσως μετά τον δογματισμό και την πολιτική καταπίεση, δεν θα μπορούσε παρά να αντιλαμβάνεται ότι η ομορφιά του κόσμου είναι μια ανάπηρη ομορφιά, που όλο χάνει τον δρόμο, όλο σκοντάφτει και περπατά κουτσαίνοντας τελικά.
Έχοντας βαθιά επίγνωση του εαυτού της —με βάση τον οποίο ασκήθηκε ποιητικά και φιλοσοφικά— και της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, η μελέτη της ανθρώπινης συνθήκης, η άνοδος και η πτώση του ανθρώπου ήρθαν φυσικά στο προσκήνιο της ποίησής της σαν καταστάσεις μοναδικά ιδωμένες από το προσωπικό πρίσμα της ποιήτριας κι έδωσαν μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά της, που προέκυψαν αβίαστα από την έξυπνη κι όχι εξυπνακίστικη γραφή της, από ένα άλλο είδος «νου» που σμίλεψε επάξια με την υψηλή της αντίληψη και ευαισθησία.
Η ποίηση της Βισουάβα Σιμπόρσκα συνδέει το παρελθόν με το μέλλον στις συνεχείς ανοδικές και καθοδικές κινήσεις της σκέψης, της μνήμης και της συνειδητότητας. Αυτό που εμφανώς την απασχολεί στο σύνολο του έργου της είναι η κατάσταση του συνόλου κι όχι της μονάδας. Βαθιά ενσυναισθητική αρέσκεται να μπαίνει στη θέση του άλλου, να συναισθάνεται τον κόσμο κι ο κόσμος να συναισθάνεται αυτήν, έτσι όπως επικεντρώνεται στη σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο με θέματα φαινομενικά κοινά, όπως η μοναξιά, η καθημερινότητα, η ρουτίνα, ο έρωτας, ο πόλεμος, ο φόβος, η αγωνία, το γήρας, η αβεβαιότητα, η συμφιλίωση, το φυσικό τέλος.
Στην ποίηση της Βισουάβα Σιμπόρσκα με την αναγνωρίσιμη ειρωνεία της να πλανάται, η πραγματικότητα είναι ένα όχημα προγραμματισμένο να τρέχει δίπλα στον άνθρωπο που προσπαθεί απεγνωσμένα να το προσπεράσει, όμως η πραγματικότητα είναι αυτή που πρώτη τερματίζει. Τι είναι αυτό που φταίει αλήθεια; Της ζωής η έλλειψη ή η υπερβολή; Οι αριθμοί πάνω από τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς; Μάλλον το πρώτο υπερισχύει. Ποιος διορθώνει ποιον; Oι άνθρωποι τους αριθμούς ή οι αριθμοί τους ανθρώπους; Μάλλον το δεύτερο υπερισχύει.
Στους ρευστούς καιρούς που ζούμε όλες οι βεβαιότητες καταρρέουν. Οι διορθωτικές κινήσεις είναι καθημερινές. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι μια γυναίκα με τρόπο ζωής και σκέψη τόσο προδρομική για την εποχή της, βρήκε στην τέχνη του ποιητικού λόγου το τέλειο μέσο αντίστασης σε κάθε είδους εξουσία που θα μπορούσε να την καταπιέσει, να την ελέγξει ή να τη χειριστεί. Παράλληλα όμως η Βισουάβα Σιμπόρσκα με τη λεπταίσθητη χρήση του στοχαστικού της λόγου απέδειξε ότι μπορούσε με τη μεγάλη της καρδιά που διψούσε για τρυφερότητα και ποίηση να κεντήσει με κοφτές βελονιές το συναίσθημα. Με το αξιοθαύμαστο —αν και περιορισμένο ποσοτικά— ποιητικό έργο που δημιούργησε μας έμαθε ότι αυτό που κάνει τη διαφορά είναι αυτό που έχεις στην καρδιά σου για τον κόσμο, όταν η ζωή σου γίνεται ένα μαγικό τελετουργικό.
Προς την καρδιά μου, την Κυριακή
Σ’ ευχαριστώ, καρδιά μου,
που δεν χασομεράς, που νυχθημερόν κοπιάζεις,
χωρίς κολακείες, χωρίς ανταμοιβή,
από έμφυτη φιλοπονία.
Έχεις εβδομήντα συνεισφορές το λεπτό.
Κάθε συστολή σου
μοιάζει με σπρώξιμο βάρκας
στην ανοιχτή τη θάλασσα,
σε ταξίδι στο γύρο του κόσμου.
Σ’ ευχαριστώ, καρδιά μου,
που κατ' επανάληψη
με αποσπάς από το σύνολο,
ακόμη και στον ύπνο μου ξεχωριστή.
Με φροντίζεις στ’ όνειρό μου να μη φτεροκοπήσω
σε πτήση
που δεν χρειάζεται πλέον φτερά.
Σ’ ευχαριστώ, καρδιά μου,
που πάλι έχω ξυπνήσει
και μολονότι είναι Κυριακή,
ημέρα ανάπαυσης,
κάτω από τα πλευρά μου
διαρκεί η προ των εορτών συνηθισμένη κίνηση.
[ Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Προς την καρδιά μου, την Κυριακή», Χίλιες δυο χαρές, 1967· στο: Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, εκδ. Καστανιώτη, σ. 101.]