Πώς νιώθει άραγε μια ποιήτρια όταν πρωτοδιαβάζει Σιμπόρσκα; Μπορώ να πω μόνο το πώς ένιωσα εγώ. Ζήλεια, έκπληξη αλλά και μια κλιμακούμενη ευεξία κατά την ανάγνωση, καθώς ανακάλυπτα έναν λόγο που ήξερα ότι θα αποτελέσει μέσα μου μια διαρκή κατάκτηση, μία γλωσσική και πνευματική περιουσία. Είναι από αυτές τις στιγμές που βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, τα τοποθετούν στο ακριβώς. Αυτό το νέο και ανεξάλειπτα διαρκές ως εντύπωση, που χαρίζει γνήσια αναγνωστική απόλαυση και διδάσκει μια νέα αγωγή του λόγου, μια πρωτότυπη σύλληψη του κόσμου.
Αυτό που κρατώ περισσότερο από την επαφή μαζί της είναι η έλλειψη σοβαροφάνειας, της γκρίνιας που υποφώσκει ακόμα και σε μεγάλους ποιητές, ο ανέμελος σχεδόν σκεπτικισμός της, η εύθυμη απείθεια απέναντι στα παραδεδεγμένα, στα καθεστωτικά δήθεν και ένας ανεπιτήδευτος ανθρωπισμός, τόσο αυτονόητος που δε χρειάζεται να διακηρύξει υψηλόφωνα, αλλά αποκαλύπτει στην αναπάντεχη νύξη. Σε αυτή την ποίηση υπάρχει υγεία, μια περιέργεια νεανική, η οικειότητα του χιούμορ που ενέχει ωστόσο την κατανόηση, τη διακριτική συμπόνια για την ανθρώπινη πλάνη, που διατηρεί την συμπάσχουσα επιείκεια για ό,τι λανθάνει στην ατελή μας αντίληψη του κόσμου. Αυτό συνάδει με μια κατάστρωση του ποιήματος «λογική», ψύχραιμα ουδέτερη σε πρώτο επίπεδο, ουδετερότητα όμως που τη διαβρώνει η υπονομευτική ματιά της, η οξυδερκής μείξη της παρατήρησης αυτού που βλέπουμε με την αναγωγή του στην υπαρξιακή του σημασία. Ένας στοχασμός βαθύς μα καθόλου μεγαλόσχημος, μια ποίηση φιλοσοφική που εκκινεί από την παρατήρηση συχνά του καθημερινού, ας πούμε της πρόωρης επιστροφής των πουλιών που τα καθιστά ευάλωτα στην κακοκαιρία, για να καταλήξει μιλώντας για το ακατόρθωτο της ζωής:
Δεν είναι μοιρολόι αυτό, όχι, είναι μόνο αγανάκτηση
ότι ένας άγγελος καμωμένος από αληθινή πρωτεΐνη,ένα αεικίνητο γεράκι με αδένες κατευθείαν
από το Άσμα Ασμάτων,
μοναδικό στον αέρα, χωρίς ταυτότητα στο χέρι,
με τους ιστούς του υφασμένους σ’ έναν κόμπο
από τόπο και χρόνο σαν κλασικό έργο τέχνης
που ξετυλίγεται κάτω απ’ τις επευφημίες των φτερών,
γκρεμίζεται και βρίσκεται άψυχο
κοντά σε μια πέτρα
που με τον αρχαϊκό και άξεστο τρόπο της
παρακολουθεί τη ζωή
σαν μια αλυσίδα από αποτυχημένες προσπάθειες.
(«Η επιστροφή των πουλιών»)
Αυτό το ποίημα επικοινωνεί με το «Συνομιλία με την πέτρα» αλλά και το «Η θέα μ’ έναν κόκκο άμμου»:
Το αποκαλούμε έναν κόκκο άμμου,
όμως εκείνο δεν ονοματίζει τον εαυτό του
ούτε κόκκο ούτε άμμο.
Τα καταφέρνει θαυμάσια χωρίς ένα όνομα,
μόνιμο, παροδικό,
απατηλό ή ταιριαστό.
Η ματιά μας, η επαφή μας δεν σημαίνουν τίποτα γι’ αυτό.
Δεν αισθάνεται να το βλέπουν και να το αγγίζουν.
Και το ότι έπεσε στο περβάζι
είναι μόνο η δική μας εμπειρία, όχι η δική του.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, ο χρόνος περνά «σαν ένας ταχυδρόμος μ’ επείγοντα νέα./ Όμως αυτή είναι μονάχα η δική μας παρομοίωση./ Ο χαρακτήρας είναι επινοημένος, η σπουδή του παραπειστική, τα νέα του απάνθρωπα». Η ανθρώπινη περατότητα συναντά την ακατανοησία, το σφραγισμένο μυστικό της ζωής που ενσαρκώνεται στην ανόργανη ύλη, αυτή που φέρει πάνω της το χρόνο ως αδιαπέραστη σημασία. Το επώδυνο στίγμα του χρόνου πάνω στον άνθρωπο συναντά την αβαρή αχρονικότητα του κόσμου και αυτό, αντί να οδηγεί την ποιήτρια σε θρήνο, την τρέπει στην φιλοσοφημένη συμφιλίωση, στην μετριοπαθή αποδοχή των ορίων της ανθρώπινης βουλιμίας για γνώση, διάρκεια, φήμη. Όλα ιδωμένα στην προοπτική της απόστασης, απόσταση που πάντα παίρνει για να θεαθεί τον κόσμο, σχετικοποιούνται, γιατί η ζωή είναι απείρως πιο ανεξιχνίαστη από την επικράτεια του προφανούς στην οποία κινείται η αντίληψή μας. Η κατεξοχήν πολιτική εποχή μας λ.χ., για την οποία τόσο καμαρώνουμε, δεν διαφέρει και πολύ από τις μη πολιτικές εποχές, γιατί ο φόνος παραμένει πάντα ο ίδιος, η βία της το ίδιο απάνθρωπη. Οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι αξιώσεις μας πάνω στην αλήθεια ή την αιωνιότητα αποδεικνύονται ανίσχυρες. Μια επίσκεψη στο «Μουσείο» είναι αρκούντως διδακτική: εκεί θα δεις ότι «Το στέμμα επέζησε της κεφαλής. Το χέρι έγινε άφαντο μέσα στο γάντι./Το δεξί παπούτσι κατατρόπωσε το πόδι» («Μουσείο»).
Η ανόργανη, ελεύθερη, αδιάφορη ύλη υπάρχει έξω από μας, διαφεύγοντας από την περίκλειστη καντιανή λογική που προβλέπει ότι τα αντικείμενα δεν υφίστανται έξω από την υποκειμενικότητά μας που τα ορίζει. Αυτό εφαρμοσμένο στο κοινωνικό πεδίο δείχνει ότι η γνώση άρα και οι εκάστοτε βεβαιότητές μας είναι περιορισμένες, υποκείμενες σε μια τυχαιότητα και οι όποιες αγκιστρώσεις μας σε αυτές τις βεβαιότητες είναι αστείες μέσα στην αστοχία τους. Αυτή την καταρχήν αστοχία την βλέπει με μια μακρόθυμη ειρωνική αποστασιοποίηση, για αυτό στην Σιμπόρσκα τα πράγματα δεν είναι τραγικά, είναι θλιμμένα και αυτή την θλίψη τη αγγίζει με μια συμπονετική μακροσκοπική οπτική. Όπως δείχνει το ποίημα «Ατέλειωτη χαρά», ο άνθρωπος που αξιώνει ευτυχία, που αξιώνει αλήθεια και αιωνιότητα είναι ακόμα ανύποπτα νήπιος «βλέποντας μόνο με τα μάτια του,/ ακούγοντας μόνο με τ’ αυτιά του», διαβρώνοντας «το ένα επιχείρημα μετά το άλλο», παραμένοντας «Ένα μικρό φτωχό πλάσμα του Θεού./ Άνθρωπος αληθινός,/ αν είδαμε κάποτε έναν». Γι’ αυτόν τον άνθρωπο που εξακολουθεί να συγκατοικεί με την ανεπίγνωστη άγνοια αλλά θέλοντας να έχει το προβάδισμα στη δημιουργία εγκλωβίζεται στην συνοφρυωμένη του σοβαρότητα και σπουδαιοφάνεια ενίοτε, η ποιήτρια εύχεται:
«Ω Θεέ του χιούμορ, κάνε κάτι γι’ αυτόν./ Ω Θεέ του χιούμορ, πρέπει να κάνεις κάτι γι’ αυτόν» («Μια ταινία του εξήντα»). Απέναντι στο επτασφράγιστο μυστικό της ύπαρξης, στην αδιαφορία του χρόνου για εμάς και στο οντολογικό σκότος της ψυχής αντιτάσσει έναν μετριοπαθή αγνωστικισμό και μια σίγουρη κατάφαση στη ζωή που παραμένει πάντα πολύ σύντομη και αυτό που χρειάζεται είναι όχι βαρύγδουπα αξιώματα, αλλά αποδοχή της έκστασης και της απόγνωσης του υπάρχειν, δέσμευση στο σεβασμό της ζωής εδώ και τώρα, δέσμευση στη χαρά της ζωής μέσα και πέρα από την οδύνη της. Και όχι μόνο αυτό. Απέναντι στο φευγαλέο, το παροδικό, το σαρωμένο απ’ το χρόνο, η τελική απάντηση από μια ποιήτρια αυτού του αναστήματος παραμένει βεβαίως η τέχνη: «Η χαρά της γραφής./ Η δύναμη να διασώζεις./ Η εκδίκηση από ένα θνητό χέρι» («Η χαρά της γραφής»).
——————
Τα αποσπάσματα αντλήθηκαν από τη μετάφραση του Βασίλη Καραβίτη, εκδ. Σοκόλη 2003.