Για την Βισουάβα Σιμπόρσκα

Κολάζ της Β.Σ.
Κολάζ της Β.Σ.

Πάνε ήδη αρκετά χρόνια από την πρώτη φορά που διάβασα ποιήματα της ποιήτριας με το μαγικό και κάπως παράξενο όνομα Βισουάβα Σιμπόρσκα. Σήμερα, καθώς γράφω αυτό το κείμενο, κοιτάζω μια φωτογραφία της από το φτερό ενός βιβλίου. Μια γλυκύτατη, ηλικιωμένη γυναίκα που τη φαντάζομαι αφοσιωμένη στην πιο απλή καθημερινότητα και ταυτόχρονα ικανή για πράγματα υπερφυσικά. Θα μπορούσε για παράδειγμα, το πρωί να κάθεται στον πάγκο της κουζίνας της κάπου στο Πόζναν ή στην Κρακοβία, φτιάχνοντας υπέροχες μαρμελάδες και τη νύχτα να διαβάζει το (μάλλον δυσοίωνο) μέλλον μπροστά στη γυάλινη σφαίρα της και να ψιθυρίζει χρησμούς ή να διασχίζει τους δρόμους της παλιάς Κρακοβίας μεταμορφωμένη σε γάτα. Όλα αυτά επειδή η ποίηση είναι ένα θαύμα που ξεπηδά μέσα απ` όλες τις διαστάσεις της ζωής, αυτές που γνωρίζουμε με τις αισθήσεις μας κι αυτές που δεν γνωρίζουμε επειδή είναι πολύ πέρα από την περιορισμένη εμβέλεια του βλέμματός μας αν και σε σπάνιες έστω στιγμές μπορούμε να τις φανταστούμε, να τις οραματιστούμε ή και να τις επινοήσουμε. Η Σιμπόρσκα γράφει με μια μεγαλειώδη απλότητα. Τίποτα δεν της είναι ξένο. Υμνεί το ανεκτίμητο θαύμα της ζωής και την ίδια στιγμή αντιλαμβάνεται απολύτως την απέραντη ανθρώπινη δυστυχία, τον πόνο και το μαρτύριο μπροστά στα οποία στέκεται στωικά και κρύβει την απόγνωσή της πίσω απ’ αυτό το εξαίσιο λεπτό χιούμορ, τον σαρκασμό και τη σοφή ειρωνεία που χαρακτηρίζει όλο της το έργο αλλά πιστεύω πως δεν θα έπρεπε να μας ξεγελά το παιγνιώδες ύφος της. Έχει περάσει μέσα από τη φωτιά και το σίδερο, έχει διασχίσει τη φρίκη του εικοστού αιώνα, έχει επιζήσει και τα μάτια της έχουν δει πολλά.
Κι ωστόσο δεν διστάζει να μας υπενθυμίσει ότι:

Δεν στερείται γοητείας αυτός ο τρομακτικός κόσμος,
δεν στερείται πρωινών
άξιων να ξυπνάς γι’ αυτά.
[…]
Στα τραγικά διάσελα
ο άνεμος αρπάζει τα καπέλα απ` τα κεφάλια
και τι άλλο μπορούμε να κάνουμε
απ' το να γελάμε με τούτη τη εικόνα.

Σ’ ένα άλλο ποίημά της του 1986, που ονομάζεται «Βασανιστήρια», μας υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει:

Tίποτα δεν έχει αλλάξει
Το σώμα τρέμει όπως έτρεμε
πριν την ίδρυση της Ρώμης και μετά,
στον εικοστό αιώνα προ και μετά Χριστόν,
τα βασανιστήρια είναι όπως ήταν, μόνο η γη συρρικνώθηκε
κι ό,τι γίνεται είναι σαν να συμβαίνει στο διπλανό δωμάτιο.
                
(μτφρ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς)

Και αλλού, στο ποίημα «Στη δύση του αιώνα», που ξεκινά έτσι:

O εικοστός αιώνας μας ξεκίνησε
να γίνει καλύτερος απ` τους άλλους
Δεν πρόκειται να το επαληθεύσει ποτέ τώρα,
τώρα που τα χρόνια του είναι μετρημένα
                        
(μτφρ. Βασίλης Καραβίτης)

Και ακόμα, σ’ ένα άλλο ποίημα με τον τίτλο «Φωτογραφία από την 11η Σεπτεμβρίου», προσεύχεται για τους νεκρούς αποδεχόμενη την αδυναμία του ποιητή, μιας και το μόνο που μπορεί να κάνει γι’ αυτούς είναι να περιγράψει την πτήση τους:

Πήδηξαν από τους φλεγόμενους ορόφους στο κενό―
[…]
Υπάρχει αρκετός χρόνος
να ανεμίσουν τα μαλλιά
κι από τις τσέπες να πέσουν
κλειδιά και κέρματα
                                
(μτφρ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς)

Δεν είναι παράξενο που μια τέτοια ποιήτρια, με τη βαθιά ταπεινότητα που την χαρακτηρίζει, στέκεται αμήχανη απέναντι στις συνεντεύξεις, στη δημοσιότητα που αναπόφευκτα ακολούθησε τη βράβευσή της με το βραβείο Νόμπελ και τις ερωτήσεις τύπου τι πιστεύετε για αυτό, για εκείνο ή για την ίδια την ποίηση. Μπροστά στις επίμονες ερωτήσεις που της θέτουν, απαντά μ’ ένα αφοπλιστικό «δεν ξέρω», με την αθώα αφέλεια των πτωχών τω πνεύματι ή σηκώνει τους ώμους όπως ένα παιδί που δεν ξέρει τίποτα αλλά γνωρίζει τα πάντα ή παίζει με τις λέξεις και γίνεται ένα «κοριτσάκι που τραβάει το τραπεζομάντιλο», όπως γράφει στον τίτλο ενός άλλου ποιήματος. «Προτιμώ να μη μιλάω για τα ποιήματά μου» είπε κάποια φορά «και αν πρέπει κάποτε να το κάνω, ας είναι όσο λιγότερο γίνεται».
Θα ήθελα επίσης, να συνδέσω τη μεγάλη ποίηση της Σιμπόρσκα με τη σπουδαία πνευματική παράδοση της χώρας της τής Πολωνίας. Όχι μόνο με την ποιητική παράδοση που είναι όπως ξέρουμε ιδιαίτερα πλούσια, αλλά και την κινηματογραφική. Σκέπτομαι την αγαπημένη μου ταινία του Αντρέι Βάιντα που δεν είναι άλλη από το Στάχτες και διαμάντια. Ταινία που πήρε τον τίτλο της από ένα ποίημα του παλιού Πολωνού ποιητή Νόρβιντ. Υπάρχει εκεί μια σκηνή κατά την οποία κάποιο από τα πρόσωπα λέει την πικρή φράση «Η ζωή είναι ένας πύργος από τραπουλόχαρτα». Πιστεύω ότι η φράση αυτή ταιριάζει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία της Σιμπόρσκα. Σε μιαν άλλη, αξέχαστη σκηνή του έργου, οι δυο ήρωες, ο Μάτσιεκ και η Κριστίνα, βρίσκονται ξημερώματα μέσα σ’ ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι. Εκεί, μέσα σ’ ένα σύντομο διάλειμμα ευτυχίας, λίγο πριν από την κορύφωση του δράματος, ανακαλύπτουν πάνω σ’ έναν σκονισμένο τοίχο, μια ξεθωριασμένη γραφή. Είναι ακριβώς οι στίχοι του ποιήματος του Νόρβιντ, που μιλούν για διαμάντια που θάφτηκαν κάτω από τις στάχτες. Ένα διαμάντι θαμμένο κάτω από τις στάχτες είναι πιστεύω για τη Σιμπόρσκα και η ίδια η ζωή. Μ’ άλλα λόγια Η ζωή εδώ και τώρα. Η ζωή για την οποία σ’ ολόκληρο το έργο της μιλάει με απέραντη κατανόηση, συμπόνια και αγάπη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: