Ένα διαρκές «εδώ» αντί προλόγου

Κολάζ της Β.Σ.
Κολάζ της Β.Σ.

Δεν μπορώ να μιλήσω για οπουδήποτε αλλού,
αλλά εδώ στη Γη διαθέτουμε έναν επαρκή εφοδιασμό απ’ όλα.
Είναι αρκετό ότι υπάρχει συνομιλία
κάποιου πλάι σ’ έναν άλλο
ή κάποιου πλάι σε κάτι.
Κάποιος σουρώνει μακαρόνια.
Κάποιος μαζεύει φύλλα.
Παιδιά που τσιρίζουν τρέχουν γύρω απ’ το τραπέζι.
Ποια του ανθρώπινου η μεταφυσική;
Η μνήμη
ρίχνει στην πόρτα μου παλιές επιστολές, τρίζει τα δόντια,
ανυπόμονα,
ανακινεί συγχρόνως σημαντικά συμβάντα
και στρέφει τα μάτια μου σ’ αγνοημένα τοπία,
τα ενοικίζει με τους νεκρούς μου.
Η ζωή στη Γη είναι ένα σκέτο παζάρι.
Στου σύμπαντος τις αργές καταστροφές
ίσως η φύση πρέπει να μας ευτελίσει
και, για να συνεχίσει να καλύπτει τη ζήτηση,
ανασύρει, ψαρεύοντας, ό,τι είναι βυθισμένο
στον καθρέφτη της λήθης.
Πάντως όσο είμαστε εδώ
το σώμα διαθέτει το δικό του πλάνο πληρωμής.[1]


Εκατόν ένα χρόνια μετά τη γέννησή της και δώδεκα μετά τον θάνατό της τα αφιερώματα, οι αναφορές και οι μνημονικές επικλήσεις για την Πολωνή ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα συνεχίζονται, προσανατολίζοντας στην κοινότοπη διαπίστωση πως η ποίησή της συνεχίζει να είναι «εδώ», να είναι συνεχώς παρούσα. Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το ερώτημα για το περιεχόμενο αυτού του «εδώ» ποικιλοτρόπως: ως προς το ποιητικό της σύμπαν όπως συγκροτείται στο έργο της, ως προς τις ερμηνευτικές συνθήκες της ποιητικής της στο ιστορικό παρόν, ως προς τη σύνδεση των φωνών της με όρους ιστορικούς στις συνθέσεις παρόντος, παρελθόντος, μέλλοντος, και τέλος ως προς τις ερμηνευτικές οικειοποιήσεις που συμβαίνουν στο «εδώ και τώρα». Σχετικά με το τελευταίο και με αφορμή αυτό το αφιέρωμα του Χάρτη στη Σιμπόρσκα, λαμβάνοντας υπόψη πως το 2023 ήταν το έτος Σιμπόρσκα αναδύεται η ανάγκη να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους προσεγγίζουμε, ερμηνεύουμε και διαβάζουμε ευρύτερα τους πολυβραβευμένους ποιητές και ποιήτριες, για ποιους λόγους, και με ποια αναγνωστικά κριτήρια. Με το παραπάνω σχόλιο δεν αναφέρομαι τόσο στη γραφειοκρατική φιλολογική παράθεση με μορφή λίστας και συγκεκριμένων γραμμικών περίκλειστων χαρακτηριστικών που διαιωνίζουν εξιδανικευμένες μυθολογίες της ποίησης για τους αναγνωρισμένους ποιητές και ποιήτριες όσο στην ανάγκη κριτικής επεξεργασίας του ευρύτερου ποιητικού τοπίου και των λόγων για τους οποίους προσφεύγουμε σε κάθε ποιητή/ποιήτρια. Τα βραβεία Νόμπελ ενίοτε μπορούν να περιορίσουν το αναγνωστικό ερμηνευτικό εύρος, την ίδια στιγμή που ενδέχεται να λειτουργούν ως δοξαστικό πεδίο των βραβευμένων ποιητών. Ιδιαίτερα σε μια συνθήκη που αναγνωρίζεται η κοινή διαπίστωση πως η ποίηση δεν έχει εμπορευματική αξία στον χώρο του βιβλίο, παρά το γεγονός πως όλο και περισσότερα βιβλία ποίησης εκδίδονται και όλο και περισσότεροι/ες επιδιώκουν να αναγνωριστούν στο ποιητικό πεδίο, ακολουθώντας ένα «ξέφρενο πανηγύρι ματαιοδοξίας» και επιδεικτικής κουλτούρας. Τα παραπάνω μπορούν εύκολα να διολισθήσουν σε φλύαρες αοριστολογίες και πιθανότατα η ίδια η Σιμπόρσκα να μειδιούσε ειρωνικά απέναντι σε μια ατέρμονη θεωρητική ουσιοκρατική αναζήτηση για το τι είναι η ποίηση, ποια η χρησιμότητά της, ποιοι οι «εκλεκτοί» αναγνώστες της και με ποια κριτήρια επικαιροποιούνται κάθε φορά οι ποιητές και το έργο τους. Η απομάγευση των «ιερών» κανόνων και παραδειγμάτων στην ποίηση, την καθημερινότητα, τη φύση, την επιστήμη και τις ανθρώπινες διαδρομές αποτελεί, νομίζω, ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό του συνολικού έργου της. Η ίδια η Σιμπόρσκα σχετικά με το ό,τι έχει γραφτεί μέχρι τώρα στο κείμενο αυτό εύστοχα σχολιάζει τέτοιου τύπου προβληματισμούς σε πολλά και διαφορετικά σημεία της ποιητικής διαδρομής της.

Στο ποίημα «Σε μερικούς αρέσει η ποίηση» γράφει:

Σε μερικούς —
δηλαδή όχι σε όλους.
Ούτε καν στην πλειονότητα όλων μα στη μειονότητα.
Αν δεν μετράμε τα σχολεία, όπου είναι υποχρεωτικό,
Και τους ίδιους τους ποιητές,
θα είναι ίσως δύο άτομα στα χίλια.
Αρέσει —
αλλά αρέσει και η κοτόσουπα με φιδέ,
αρέσουν τα κομπλιμέντα και το γαλάζιο χρώμα,
αρέσει το παλιό μας κασκόλ,
αρέσει να γίνεται το δικό μας,
αρέσει να χαϊδεύουμε ένα σκύλο.
Η ποίηση —
μόνο που τι θα πει ποίηση;
Ουκ ολίγες αμφίσημες απαντήσεις
έχουν δοθεί σε τούτη την ερώτηση.
Αλλά εγώ δεν ξέρω, και δεν ξέρω, και κρατιέμαι απ’ αυτό
σαν από μια σωτήρια κουπαστή.[2]

Με αμεσότητα και αποποιούμενη τη θέση της ποιητικής αυθεντίας η ποιήτρια διαχειρίζεται τα διλήμματα περί ποίησης, την εργαλειοποίηση που ελλοχεύει στις αγιοποιημένες εξιδανικεύσεις της και τους διάφορους λόγους για τη χρησιμότητά της, καθώς και την υποχρεωτική διδασκαλία της στη σχολική ύλη. Απέναντι στη γενική τοποθέτηση πως η ποίηση αρέσει σε μερικούς, σε δυο άτομα στα χίλια, η Σιμπόρσκα γήινα, λιτά και πρωτότυπα αρθρώνει μια εναλλακτική επιχειρηματολογία, υπενθυμίζοντας πως αν εξαιρέσουμε τους ποιητές, τους κριτικούς και τους φιλολόγους που τη διδάσκουν, αυτή μάλλον δεν κατέχει κεντρική θέση στη ζωή πολλών ανθρώπων. Στη σταδιακή κατασκευή της επιχειρηματολογίας της που διατηρεί μια αποστασιοποιημένη διακριτική ειρωνεία χωρίς να γίνεται διδακτική ή αλαζονική αποδομεί κατά έναν τρόπο τη σημασία και το περιεχόμενο τού τι αρέσει στους ανθρώπους, εμπλουτίζοντάς το με πτυχές του καθημερινού και διατηρώντας διευρυμένη την έκταση των διαφορετικών ανθρώπινων προτιμήσεων. Έτσι ακόμα και σε όσους τελικά η ποίηση «αρέσει», το γεγονός αυτό δεν περιέχει κάποιου είδους αξιολογικής «πεφωτισμένης» ανωτερότητας συγκριτικά με τους άλλους, αλλά πρόκειται για ισότιμη και ελεύθερη επιλογή στα ανθρώπινα γούστα. Η κοτόσουπα με τον φιδέ, τα κομπλιμέντα, το γαλάζιο χρώμα, το δικό μας κασκόλ, το χάιδεμα ενός σκύλου συγκροτούν τη συνθετότητα των συμβάντων και του βίου, όπου τίποτα από τα ανθρώπινα δεν είναι άχρηστο. Η πιο απλή στιγμή μπορεί και αξίζει να διεισδύσει στη γραφή και να μνημονευτεί ποιητικά, σε αντίθεση με τις περίκλειστες θεωρίες περί γραφής που περιορίζουν την απεραντότητα των ανθρώπινων διαδρομών σε κάθε στιγμιαία έκφανσή τους. Η προσέγγιση της Σιμπόρσκα συνιστά απομάγευση κάθε τύπου αυθεντίας ως προς την τέχνη, την ποίηση και τη γραφή, οι οποίες συχνά δημιουργούν περιττούς αποκλεισμούς. Παράλληλα όμως το ποίημα της Σιμπόρσκα που εναντιώνεται με ρεαλισμό, πλουραλισμό και ψυχραιμία στις ιεραρχικές κατηγοριοποιήσεις προτάσσει με ίσους όρους την υλικότητα κάθε στιγμής και τη μοναδικότητά της. Δηλώνει επίσης την επιμονή της ποιήτριας να στέκεται με θαυμασμό, τρυφερά και με ενεργό το στοιχείο της περιέργειας σε όλο το εύρος της ανθρώπινης εμπειρίας και συμπεριφοράς. Στις αμφίσημες απαντήσεις για το τι είναι ποίηση η Σιμπόρσκα προτάσσει εμφατικά την αδυναμία της να δώσει οριστική απάντηση, επαναλαμβάνοντας πως «εγώ δεν ξέρω, και δεν ξέρω». Η ομολογία αυτή απέναντι σε κάθε δογματική θεωρητική τοποθέτηση για τη γραφή, όχι μόνο δεν αγχώνει την ποιήτρια αλλά πυροδοτεί την ποίησή της. Η άγνοια είναι σωτήρια κουπαστή από την οποία κρατιέται και «εργαλείο» των δικών της συνθετικών οπτικών για τους ποιητικούς της μετασχηματισμούς. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Τέλος και αρχή (1993). Στο σύνολο του έργου της, η ποιήτρια δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε δίπολο αντιστικτικά. Τα δίπολα καταρρέουν, γιατί ακριβώς είναι στενά συνυφασμένα και το ένα εμπεριέχει το άλλο. Τέλος και αρχή, μνήμη και λήθη, ζωή και θάνατος, θεωρία και πράξη, φύση και κοινωνικές συνθήκες, ζώα και άνθρωποι, βιολογία και κοινωνική ιστορία εναλλάσσονται μεταξύ τους με διαφορετικούς κάθε φορά τρόπους ανάλογα με το «εδώ» που διαμορφώνεται κάθε φορά στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Στο ποιητικό σύμπαν της Σιμπόρσκα, υπάρχει σε κάθε στίχο ένα θορυβώδες, υλικό «εδώ», το οποίο αδιάκοπα «ακούγεται» με τους προσωπικούς όρους της ποιήτριας και ταυτίζεται με όλες τις στιγμές του βίου, με συζεύξεις συνθετικές καλειδοσκοπικών εικόνων, τόπων κι ανθρώπων που παρατηρεί η ίδια, αναφορές σε ζωγράφους και έργα τέχνης, φιλοσοφικούς στοχασμούς, αισθητικές και κριτικές θεωρίες, καθώς και σε ζώα, ρούχα και καθημερινά στιγμιότυπα. Όλα αυτά τα «εδώ» της Σιμπόρσκα δεν αποκλείουν τις λύπες και τον θάνατο. Η υλικότητά τους είναι πάντα σωματική και πραγματοποιείται σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και χώρο που περιλαμβάνει μνείες στην παγκόσμια ιστορία και την εξέλιξη των ειδών. Παρ’ όλη την ποικιλία των ποιητικών της επιλογών, η οργάνωση του υλικού είναι προσεκτικά μελετημένη λεπτομερώς. Τα «εδώ και τώρα» της ζωής παραμένουν προσωπικά και συλλογικά, συγκεκριμένα και ταυτόχρονα πιο αφηρημένα, ενώ λιγότερο ή περισσότερο διαλέγονται με συγκεκριμένες επιλογές και πράξεις. Κάθε στίχος της περιλαμβάνει εκδοχές της ζωής σε διαχρονίες τού «εδώ».

Η ζωή εδώ και τώρα.
Παράσταση δίχως πρόβα.
[…] Και ό,τι και να πράξω
Θα μετουσιωθεί για πάντα σ’ αυτό που έχω πράξει.[3]

Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτα γραμμικό σε όλα τα παραπάνω, γιατί σε πολλά από τα ποιήματα η Σιμπόρσκα έχει πλήρη επίγνωση της διλημματικότητας του εαυτού, του βίου, της ιστορίας και των κάθε τύπου επιλογών.

Κι εμείς επίσης, είν’ αλήθεια, ξέρουμε
πώς να διχάζουμε τον εαυτό μας.[4]

Στις διάφορες αμετακίνητες αντιστοιχήσεις, καταγραφές και βεβαιότητες η άγνοια είναι διαρκώς ενεργή, αναπόφευκτη, επιθυμητή και λειτουργεί σαν συνδετικός ιστός των περιπλανήσεων της ίδιας αλλά και κάθε ανθρώπου:

Υπάρχουν κατάλογοι καταλόγων.
Υπάρχουν ποιήματα για ποιήματα.
[…]
Γιατί στο κάτω κάτω
Άγνοια της άγνοιας
Και χέρια απασχολημένα να νίπτουν χέρια.[5]

Επιστρέφοντας στη λογοτεχνική θεωρία και τη γραφή, και στο ίδιο πάντα μοτίβο που προτιμά η ποιήτρια την αβεβαιότητα, τα χέρια εγγράφουν τη σωματικότητα της γραφής. Η λεπτομερής απαρίθμηση των χαρακτηριστικών τους συνοδεύεται πάλι από τη διαπίστωση/κριτήριο της απροσδιοριστίας σαν ένας υπαινιγμός για τις κάθε τύπου ιδεαλιστικές προσεγγίσεις ως προς τη δημιουργικότητα της γραφής με αφοριστικούς τρόπους. Στο ποίημα «Παλάμη» από την τελευταία της συλλογή, η Σιμπόρσκα προβαίνει σε μια παράλληλη διαπίστωση/υπενθύμιση στα όρια ρεαλισμού και πικρής ειρωνείας:

Είκοσι επτά οστά,
Τριάντα πέντε μύες, περίπου δύο χιλιάδες νευρικά κύτταρα
Σε κάθε άκρη των πέντε δαχτύλων μας.
Είναι απολύτως αρκετό
Για να γραφτεί το Mein Kampf
Ή το Γουίνι το αρκουδάκι.[6]

Ακόμα και στον έρωτα, το ωραίο της αρχικής βεβαιότητάς του συγκρίνεται με την πιο ωραία αβεβαιότητα, ενώ το γεγονός των διαρκώς ανοιχτών συμβάντων δημιουργεί πληθώρα συνεχειών, πράγμα που δεν είναι καθόλου αμελητέο:

Κι οι δυο τους είναι πεπεισμένοι
Ότι τους ένωσε ένα αίσθημα ξαφνικό.
Είναι ωραία μια τέτοια βεβαιότητα,
Αλλά η αβεβαιότητα ακόμη πιο ωραία.
[…] Στο κάτω κάτω κάθε αρχή
Δεν είναι παρά μόνο η συνέχεια
και το βιβλίο των συμβάντων
μένει πάντα ανοιχτό στη μέση.[7]

Στην προτελευταία της συλλογή, το «εδώ» επιλέγεται ως τίτλος, σηματοδοτώντας και ένα συγκεκριμένο χωροχρόνο, τη γη και όσα περιλαμβάνονται στην ιστορία της στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον.

Δεν μπορώ να μιλήσω για οπουδήποτε αλλού,
αλλά εδώ στη Γη διαθέτουμε έναν επαρκή εφοδιασμό απ’ όλα.[8]

Ας σημειωθεί πως όλα τα «εδώ» στο ποιητικό έργο της Σιμπόρσκα συνεχίζονται και διατηρούν τελικά τις δυνατότητές τους μέσα από τις εκάστοτε αναγνωστικές απρόβλεπτες οικειοποιήσεις που λειτουργούν στους παροντικούς και μελλοντικούς χρόνους. Έτσι επικαιροποιείται και κρίνεται και κάθε έργο τέχνης σε κάθε ιστορική συνθήκη. Οι παρακάτω στίχοι της ποιήτριας ταιριάζουν, νομίζω, και ως υπενθύμιση παροντική για το πόσο επίκαιρη παραμένει η ποίησή της και ως αντιγύρισμα σε κάθε σύμβαση ιδεοκρατική: «Τα λόγια αυτά αιωρούνται για μένα πέρα από τους κανόνες. / Δεν ψάχνουν στήριγμα σε κανενός είδος παραδείγματα».[9] Στο «Επιτύμβιο» ποίημα που έγραψε το 1962 εκδηλώνει την επιθυμία της για μια μελλοντική επιτύμβια στήλη που επιβεβαιώνει όσα ειπώθηκαν πιο πάνω:

Σε τούτη τη γη
Αναπαύεται εν ειρήνη, παρότι το πτώμα
Δεν ανήκε ποτέ σ’ ένα λογοτεχνικό σώμα.[10]

Κι αν καμιά φορά «η ζωή στη Γη είναι ένα σκέτο παζάρι»,[11] ισχύει επίσης πως πάντως όσο είμαστε εδώ «το σώμα διαθέτει το δικό του πλάνο πληρωμής».[12]

Το κρεμμύδι, τα ρούχα και πολλά ζητήματα ζωής και θανάτου

Καθώς περιπλανήθηκα στο ποιητικό έργο της Σιμπόρσκα,[13] και στο πλαίσιο των δικών μου οικειοποιήσεων, έκρινα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την παράλληλη ανάγνωση δύο ποιημάτων: το ένα για το κρεμμύδι και το άλλο για τα ρούχα. Το δεύτερο αναφέρεται στις αλλεπάλληλες «στρώσεις» των ρούχων που ντύνουν το σώμα. Τα ρούχα εμφανίζονται αρκετά συχνά στην ποίηση της Σιμπόρσκα, συνδεμένα με διάφορες στιγμές και διαφορετικές αφορμές. Στο συγκεκριμένο ποίημα, η ένδυση και η έκδυση συνδέεται με μια επίσκεψη στον γιατρό, κινητοποιώντας ζητήματα που συνυφαίνονται παράλληλα με την ευάλωτη ανθρώπινη φύση και με ζητήματα ζωής ή θανάτου. «Το κρεμμύδι» και οι αλλεπάλληλες στρώσεις του γίνεται αφορμή για να παρουσιαστεί ποιητικά και στα όρια σχεδόν της ζηλοφθονίας η συγκροτημένη δομή του, που παραμένει σταθερή σε όλες τις επιστρώσεις του, σε αντίθεση με το ευάλωτο ανθρώπινο σώμα.

Το κρεμμύδι, αυτό τώρα είν’ ένα άλλο θέμα.
Τα έσω του δεν υπάρχουν.
Μόνο καθαρή κρεμμυδότητα
γεμίζει αυτή την ευσεβή κρεμμυδίλα.
Κρεμμυδώδες στο εσωτερικό,
κρεμμυδιαστό εμφανίζεται.
Ακολουθεί το δικό του δαιμόνιο
χωρίς τα δάκρυά μας τα ανθρώπινα.

Το δέρμα μας τίποτ’ άλλο παρά μόνο συγκάλυψη
για τα έγκατα της γης όπου κανείς να πάει δεν τολμά,
μία αιώνια Κόλαση,
το ανάθεμα της ανατομίας.
Μέσα σ’ ένα κρεμμύδι υπάρχει μόνο κρεμμύδι
Απ’ την κορυφή ως τα νύχια,
Κρεμμυδική μονομανία,
Ομόφωνη διαρκής γυμνότητα.

Εν ειρήνη, μιας ειρήνης,
εσωτερικής ηρεμίας.
Μέσα του, ένα μικρότερο υπάρχει

αμείωτης αξίας.
Το δεύτερο περιλαμβάνει ένα τρίτο
το τρίτο ένα τέταρτο.
Μια κεντρομόλος φούγκα ανεμοστρόβιλος
πολυφωνία συμπιεσμένη.

Της φύσης η στρογγυλέστατη κοιλιά
η πιο σπουδαία του επιτυχία,
το κρεμμύδι σκεπάζεται
με τη δική του αύρα δόξας.
Εμείς βαστάμε φλέβες, νεύρα, και λίπος,
των μυστικών εκκρίσεων τις τομές.
Δεν προορίζονται για μας τέτοιες ηλίθιες
κρεμμυδούχες τελειότητες.
[14]

Σε ένα οργιαστικό παιχνίδι, επινοώντας νέες λέξεις και νεολογισμούς για το κρεμμύδι και τις πολλαπλές στοιβάδες του η Σιμπόρσκα, σε αυτήν την «ωδή» για το κρεμμύδι, παρουσιάζει τη συμπαγή του ταυτότητα η οποία παραμένει σταθερή και βέβαιη. Αυτό που φαίνεται, αυτό είναι. Για άλλη μια φορά, το δίπολο βεβαιότητας-αβεβαιότητας εκφράζεται με την άμεση σύγκριση των πάντα ίδιων χαρακτηριστικών του κρεμμυδιού παρά τις πολλές επιστρώσεις του. Όσες στρώσεις και να ξεφλουδιστούν, ένα κρεμμύδι σαν τις μπάμπουσκες διατηρεί τη φόρμα και τη δομή του, όμως το εσωτερικό του δεν διαφοροποιείται, δεν εμπεριέχει καμία αλλαγή. Τελικά το στρογγυλό του σχήμα που παραμένει άθικτο οδηγεί την ποιήτρια στην αποποίησή του, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την «τελειότητά» του ηλίθια. Αυτό ίσως που μοιάζει με «ωδή» στο κρεμμύδι μάλλον σημασιοδοτεί την προτίμησή της για τις ευάλωτες ιδιότητες και τα σωματικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου συγκροτούν συγκαλύψεις, το δέρμα ορίζει το μέσα-έξω που πάλλεται και δημιουργεί ενεργειακές ηφαιστειακές αντιδράσεις, οι οποίες παραμένουν απρόβλεπτες και ποιητικά ορίζονται ως το «ανάθεμα της ανατομίας», επειδή μόνιμα κάτι μπορεί να αλλάξει αν κάποιο από τα όργανα πειραχτεί. Μεταβάσεις ρίσκου οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν από τη ζωή στον θάνατο και κάνουν το ανθρώπινο σώμα να τελεί μόνιμα υπό καθεστώς διακινδύνευσης. Για άλλη μια φορά, η Σιμπόρσκα παρά τους κινδύνους προτιμά τις αβέβαιες ανθρώπινες λειτουργίες.

Στο ποίημα «Ρούχα», μέσα από εξαντλητικές περιγραφές κάθε τύπου ένδυσης, όπως προειπώθηκε, η προσοχή επικεντρώνεται στη διαδικασία και στο πανανθρώπινο άγχος που συνοδεύει το γδύσιμο και το ντύσιμο μετά την εξέταση στον γιατρό:


Βγάζεις, βγάζουμε, βγάζουνε
Παλτά, τζάκετ, μπλούζες, διπλοσταυρωτά κοστούμια,
Φτιαγμένα από μαλλί, βαμβάκι, συνθετικό πολυεστέρα,
Φούστες, πουκάμισα, εσώρουχα, παντελόνια, σλιπ, κάλτσες,
Βάζοντας, κρεμώντας, πετώντας τα
στην πλάτη απ’ τις καρέκλες, στις γωνίες μεταλλικών οθονών·
προς το παρόν, λέει ο γιατρός, δεν είναι και τόσο άσχημη η κατάσταση,
μπορείτε να ντυθείτε, να ξεκουραστείτε, να φύγετε απ’ την πόλη,
πάρτε ένα από αυτά κατά περίπτωση, πριν τον ύπνο, μετά το γεύμα,
εμφανιστείτε μετά από λίγους μήνες, την επόμενη άνοιξη, τον επόμενο χρόνο·
άλλα έβλεπες, και νόμιζες, κι εμείς φοβόμασταν πως,
κι αυτός φανταζόταν, κι όλοι σας πιστεύατε·
ήρθε η ώρα να τραβήξουμε, να δέσουμε με τρεμάμενα χέρια
κορδόνια, ζώνες, βέλκρο, φερμουάρ, κουμπώματα
ζώνες, κουμπιά, μανικετόκουμπα, κολάρα, γραβάτες, κουμπώματα
και να βγάλουμε απ’ τις τσάντες, τις τσέπες, τα μανίκια
ένα πουά, λουλουδάτο, καρό τσαλακωμένο κασκόλ
που η χρησιμότητά του έχει ξαφνικά παραταθεί.[15]

Οι στρώσεις των ρούχων και το ξεγύμνωμα θυμίζει πάλι την ευθραυστότητα του σώματος στο κρεμμύδι. Η Σιμπόρσκα κινητοποιεί περισσότερο το άγχος απέναντι σε μια πιθανή ασθένεια, τη διαρκή πιθανότητα ζωής-θανάτου, υγείας-ασθένειας μετά από μια επίσκεψη στον γιατρό. Η αρχική αλλαγή των προσώπων από το β΄ ενικό, στο β΄ πληθυντικό, για να καταλήξει στο γ΄ πληθυντικό, ορίζει συντακτικά και γλωσσικά το κοινό αίσθημα του φόβου σε κάθε επίσκεψη στον γιατρό, το εκτεθειμένο γυμνό σώμα χωρίς την ασφάλεια των ρούχων και την αναμονή, προκειμένου να ανακοινωθεί αν τα πράγματα ως προς την υγεία τους είναι περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά. Ο γιατρός εδώ είναι ο ειδικός που θα ενημερώσει για το πώς θα εξελιχθεί η ζωή των ασθενών. Τελικά, όταν αυτή την φορά ο θάνατος και η σωματική «πτώση» έχουν αναβληθεί και η ζωή συνεχίζεται, οι ασθενείς μπορούν με τρεμάμενα χέρια να φορέσουν ξανά τα ρούχα τους, έχοντας γλιτώσει προς στιγμή από τα χειρότερα. Το «φινάλε» του ποιήματος, ο τελευταίος του στίχος συνταιριάζει την οικειότητα των ανθρώπων με τα ρούχα τους, τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου ανάλογα με το στυλ και τα ρούχα που επιλέγει. Η τελευταία «πινελιά» πριν φύγουν από τον γιατρό, τα διαφορετικά στυλ κασκόλ που όμως είναι τσαλακωμένα, καθώς οι άνθρωποι ξεντύνονταν, γίνονται και αυτά οικεία και ανθρώπινα σαν να είναι ζωντανοί οργανισμοί, αναπόσπαστοι από τους ανθρώπους που τα φοράνε. Διασώζονται εκείνη τη στιγμή από τον θάνατο και μαζί με τους κατόχους τους η χρησιμότητά τους παρατείνεται, προστατεύοντας και ζεσταίνοντας το ζωντανό σώμα.
Ας ειπωθεί επιπρόσθετα πως η πολύτροπη λειτουργία των ρούχων στην ποίηση της Σιμπόρσκα χρησιμοποιείται επανειλημμένα για να επιτονιστεί πως η κάθε στιγμή του βίου περιέχει πολλαπλές ρωγμές, ρίσκο και κινδύνους. Χωρίς όμως αυτά και τις διαρκείς αλλαγές σε ένα αδιάλλακτο καθεστώς βεβαιότητας, η ζωή για τη Σιμπόρσκα θα ήταν βαρετή και αδιανόητη. Γι’ αυτούς τους λόγους, τα «Ρούχα» της Σιμπόρσκα δεν είναι ποτέ αψεγάδιαστα και αποστειρωμένα. Στους πρώτους στίχους από το ομώνυμο ποίημα της, η Anne Sexton συμπλέει με τη Σιμπόρσκα, ως προς την απέχθειά της για τη σχέση των συντηρητικών πεντακάθαρων ρούχων που παραπέμπουν στην αγνότητα και τα χρηστά ήθη. Οι πρώτοι στίχοι των «Ρούχων» της προτρέπουν:

Φόρα ένα καθαρό πουκάμισο
πριν πεθάνεις, είπε κάποιος Ρώσος.
Κάτι που δε θα έχει σάλια, παρακαλώ,
ούτε λεκέδες από αβγό, ούτε αίμα,
ούτε ιδρώτα ή σπέρμα.
[16]

Και οι δύο ποιήτριες δεν ακολούθησαν στη στιχουργική τους και στις αναφορές τους στα ρούχα ποτέ αυτήν την προτροπή, αφού η καθεμία με διαφορετικό τρόπο αντιτάχθηκε στην ομοιομορφία ή τη σιγουριά της κοινοτοπίας στις γραφές. Η ποίηση της Σιμπόρσκα παρέμεινε μέχρι και την τελευταία της ποιητική συλλογή βαθύτατα πολιτική. Οι τροπές του καθημερινού, οι συζεύξεις ζωής/θανάτου, οι ιστορικές, πολιτικές και προσωπικές αλλαγές βρίσκονται στο επίκεντρο της κοπιώδους ποιητικής, καθώς και κριτικής σύνθεσης της Σιμπόρσκα. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, οι εναλλαγές από τις λεπτομέρειες ή τις μεμονωμένες στιγμές των ανθρώπινων ζωών στις εξελίξεις του φυσικού και κοινωνικού τοπίου δεν λειτουργούν στη Σιμπόρσκα αυτοαναφορικά, ούτε εμπλέκουν ψυχαναλυτικές αναφορές που επικαλούνται το ασυνείδητο, το τραύμα, το άτομο, όπως συμβαίνει με όλες τις θεωρίες του βάθους. Αντίθετα, η ποιητική γίνεται πολιτική μέσα από τα παράλληλα αναδυόμενα σύμπαντα της ποιήτριας που επιστρέφουν στο γήινο και το καθημερινό. Έτσι το προσωπικό περιλαμβάνει δίκτυα σχέσεων, δομές εξουσίας, επικεντρώσεις στο τυχαίο και διαχρονικό, άνοιγμα στη δυνατότητα αλλαγών. Η πολυπρισματική οπτική της Σιμπόρσκα θα συνεχίσει να προσκαλεί σε νέες αναγνώσεις, ασκώντας αιχμηρή κριτική σε κάθε τύπου ολοκληρωτισμού ή ουσιοκρατίας. Το ότι καταφέρνει από την αρχή μέχρι το τέλος να αποφύγει δογματικές παλινδρομήσεις κηρυγματικού τύπου, προτάσσοντας μια ήρεμη τρυφερότητα, είναι το στοιχείο που μπορεί επίσης να κινητοποιήσει νέους προβληματισμούς για το περιεχόμενο και την ποιότητα μιας σύγχρονης οπτικής, ως προς τα ζητήματα και τις σχέσεις της τέχνης με την πολιτική. 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: