Έμφυλες αποτυπώσεις στο ποίημα «Γεννημένος» της Σιμπόρσκα

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα



Για τον Πέτρο


Σε μια πρώτη ανάγνωση το ποίημα «Γεννημένος» θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα απλό εγκώμιον μητρότητας, που μια νέα γυναικεία ποιητική φωνή, η οποία μας συστήνεται ως η αγαπημένη του γιου της πλέκει για μια μεγαλύτερη ομόφυλή της, την μητέρα ΤΟΥ. Θεματικά το ποίημα μοιάζει να είναι σήμερα παλιομοδίτικο, παρωχημένο και μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν. Ο γυναικείος αίνος προς την μητέρα θα μπορούσε να θεωρηθεί πως επαναφέρει ξεπερασμένα (παραδοσιακά) έμφυλα στερεότυπα και έμφυλους ρόλους, πλέον αποσταθεροποιημένους, αλλά και πως επικυρώνει την, πατριαρχικής κοπής και λογικής, αναπαράσταση του γυναικείου μέσω της μητρότητας, ως του μοναδικού σημαίνοντος που είχε τη δυνατότητα μέχρι πρόσφατα, να σημαίνει την παρουσία του γυναικείου στον χώρο του συμβολικού. Σε μια εποχή όπου έχει ρηγματωθεί πλέον η άλλοτε αυτονόητη ταύτιση γυναίκας-μητρότητας και η μητρότητα πλέον έχει χάσει την επίζηλη θέση της, ως πηγή υπέρτατου ηθικού κύρους, η μητρότητα μπορεί να διαβαστεί και ως κυριαρχικότητα με δύναμη επιβολής, που λειτουργεί καταπιεστικά και ανταγωνιστικά, ενώπιον της οποίας οφείλει να χαμηλώνει, να υποκλίνεται, να υποβιβάζεται και να υποτάσσεται κάθε άλλη γυναικεία, φωνή και σωματικότητα. Έτσι, το παράπονο με το οποίο μένει η γυναικεία ποιητική φωνή του «Γεννημένου» όταν, ζητώντας από τον αγαπημένο της σύντροφο να την εισαγάγει στα καθέκαστα της μεσήλικης ζωής του, το μόνο που θα ακούσει από αυτόν είναι πως «αυτή είναι η μάνα του», θα μπορούσε να κωδικοποιεί μια σιωπηλή διαμαρτυρία της απέναντι σε μια κίνηση υποβιβασμού και ακύρωσής της για χάρη του μητρικού πρωτείου. Επιπρόσθετα, η δήλωση αυτή θα μπορούσε να φανερώνει, επίσης, μια ανδρική καθήλωση στην προ-οιδιπόδεια φάση και να λειτουργεί ως φραγμός στην όποια γνωσεακή πρόσβαση του αγαπημένου.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση όμως, η έμφυλη παράμετρος, που όντως διαπερνά το ποίημα, θα μπορούσε να αποκτήσει μια διαφορετική σημασία.
Στο παρόν θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση της, ενδιαφέρουσας, έμφυλης διάστασης που διαπερνά το ποίημα.

Ο «Γεννημένος» ξεκινά καθώς η γυναικεία πρωτοπρόσωπη φωνή που μιλά, παρατηρεί, αποστασιοποιημένα, και ως εξωτερικός παρατηρητής, μια μικροκαμωμένη, σιωπηλή, γκριζομάτα γυναίκα που της έχει συστηθεί ως η μάνα ΤΟΥ, η μητέρα του αγαπημένου της ανδρικού προσώπου. Κοιτάζοντας από άλλη χρονική θέση, από άλλο χρονικό σημείο την ίδια αγαπημένη ανδρική ύπαρξη, αναστοχάζεται, όχι δίχως ζήλια, την διαφορά της από τη μητρική φιγούρα και την ασυμμετρική θέση της: εκείνη προηγείται από αυτήν, είναι το πριν από αυτήν, η «δημιουργός» και ζωοδότης αυτού του πλάσματος που αγαπά, αναστημένου από την φροντίδα της. Η αγαπημένη ύπαρξη υπόκειται στη νομοτέλεια της ανθρώπινης περατότητας —κεντρική θεματική στην ποιητική γραφή της Σιμπόρσκα— σαν κάθε ανθρώπινο πλάσμα, αλλά αντλεί δύναμη και νόημα ζωής από «αυτήν που είναι η μάνα του».
Δύο ενδιαφέροντα παράδοξα χαρακτηρίζουν το εξόχως έμφυλο αυτό ποίημα. Το πρώτο παράδοξο είναι πως παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα τριγωνοποίηση των έμφυλων σχέσεων επιθυμίας που συνδέουν τα πρόσωπα του ποιήματος μεταξύ τους (μητέρα-γιος, αγαπημένος-αγαπημένη), με τρόπο όμως που «πειράζει» την δομή των γνωστών τριγωνικών σχέσεων (το φροϋδικό οιδιπόδειο σχήμα, το κατά Ρενέ Ζιράρ μιμητικό, τριαδικό σχήμα της επιθυμίας) με βάση τις οποίες θεωρητικά, δομείται το υποκείμενο ως φορέας επιθυμίας.[1] Ενώ οι γνωστές, τριγωνικές —συγκρουσιακές— σχέσεις υπακούουν στο σχήμα άνδρας-άνδρας-γυναίκα, αποδίδοντας στο θηλυκό-μητρικό στοιχείο το status του διεκδικούμενου αντικειμένου της ανδρικής επιθυμίας ή του συμβόλου ανδρικής ισχύος, είτε πάλι εκείνο του παθητικού θεατή αρσενικών τραγωδιών (όπως αποκαλύπτει σύμφωνα με τον Ρενέ Ζιράρ η πλοκή των μειζόνων λογοτεχνικών έργων του δυτικού κανόνα), το τριγωνικό σχήμα που ενεργοποιείται στο ποίημα «Γεννημένος» έχει την διάταξη γυναίκα-γυναίκα-άνδρας, εντός της οποίας οι δύο «ανταγωνίστριες» δεν καθιστούν σιωπηλό και παθητικό το ανδρικό αντικείμενο της επιθυμίας τους. Στο εσωτερικό αυτού του τριγώνου βλέπουμε να συντελείται, επίσης, μια αντίστροφη —σε σχέση προς τα «κλασικά» τρίγωνα— μετάβαση: από τη δυαδική (ερωτική) σχέση περνούμε στην τριγωνική αναπλαισίωσή της. Τα δύο γυναικεία πρόσωπα, η μητέρα και η σύντροφος του αγαπημένου, δεν διεκδικούν ανταγωνιστικά και αντιθετικά το ίδιο αντικείμενο, την αποκλειστικότητα της (συντροφικής-υιικής) ανδρικής αγάπης. Δεν επιδιώκουν την επικράτηση και τον διωγμό της αντίπαλης άλλης. Αντίθετα, εκείνο που αναζητάται είναι η μεταξύ τους σύζευξη: πώς να ανοίξει ο χώρος ώστε να μπει (και) ο άλλος. Το αγαπημένο πρόσωπο λειτουργεί συνδετικά, διαμεσολαβητικά ώστε η ερωτική δυαδικότητα να μην κλειστεί και οχυρωθεί στον εαυτόν της αλλά να δημιουργήσει μια ανοιχτότητα, προκειμένου να αποκατασταθεί ως αξία και να επανεισαχθεί στη σκηνή του λόγου ο αποκλεισμένος από τη δημιουργία της διαπροσωπικής ερωτικής σχέσης, ωστόσο ελλείπων, άλλος.

Το δεύτερο παράδοξο είναι η εσωτερική κυκλική κίνηση που διαγράφεται στο σώμα του ποιητικού κειμένου, ένα πρωθύστερο σχήμα που το δομεί. Το τέλος του —το Ωμέγα του σύμφωνα με την ποιητική ιδιόλεκτο, αλλά και το τελευταίο γράμμα της αλφαβήτου, με το οποίο, όχι τυχαία, αρχίζει ο πρώτος στίχος του ποιήματος—, το «αυτή είναι η μάνα μου», επιστρέφει, γυρίζει πίσω, στην απαρχή του ποιήματος, στο Άλφα του: «Ώστε αυτή είναι η μάνα του». Η κατάληξη του ποιήματος λειτουργεί ως αίτιον έναρξης της ενεργοποίησης του ποιητικού λόγου. Το ποίημα τελειώνει στο σημείο που ξεκινά.
Μια παρόμοια κίνηση επιστροφής του παρελθόντος στο παρόν επαναλαμβάνει επιτελεστικά και η γυναικεία ποιητική φωνή. Με αφορμή τη θέα της μητέρας αναλογίζεται αναδρομικά, επαναφέροντας στο παρόν του ποιήματος, το ενδομήτριο «ταξίδι» της ύπαρξης, που ξεκινά εντός του μητρικού σώματος με προορισμό την εξωμήτριο «ακτή» του κόσμου, όσο και την κίνηση του ταξιδιού του μόχθου «μες στον κόσμο» που πραγματοποίησε το αγαπημένο πρόσωπο «βγαίνοντας από το σώμα στην ακτή» του κόσμου. Το ταξίδι που κινά για τον μόχθο της ζωής βρίσκεται σε αδιάσπαστη συνέχεια με το ενδομήτριο ταξίδι προς την ζωή. Η ζωτική κίνηση μέσα στον, ενδομήτριο ή εξωμήτριο, χώρο θεωρείται στο στενά οριοθετημένο πλαίσιο της μητρικής σωματικότητας-χωρικότητας. Την εμβρυική κατάσταση της περιορισμένης κινητικότητας εντός του μητρικού σώματος ανακαλούν οι κινήσεις του ανθρώπου που προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή, καθώς και η σύγκρουση του κεφαλιού του, αγωνιζόμενου στον στίβο της εγκόσμιας ζωής πάνω «σε τοίχο που υποχωρεί αλλά μόνο προσωρινά».[2]
Η μητρική αρχή στον μονολογικό στοχασμό της πρωτοπρόσωπης ποιητικής φωνής, το «Άλφα» του, γίνεται αντιληπτή ως η ένσαρκη καταγωγή (αρχή) μιας ένσαρκης ύπαρξης, που ενσωματώνει την ανθρώπινη ζωή, δηλαδή προσφέρει ένα ανθρώπινο ενδιαίτημα (σώμα) για να στεγαστεί η ζωή, πράγμα που πιστώνεται σε έναν γεννήτορα-δημιουργό. Λόγω της φυσικής αυτής διάστασης η ενσώματη ύπαρξη ταξιδεύει νομοτελειακά προς το «Ωμέγα» της (την μη ύπαρξη/θάνατο), υποκείμενη στη νομοτέλεια του κυκλικού χρόνου της ζωής. Η μητρική καταγωγική αρχή ενσαρκώνει την κυκλική αντίληψη του χρόνου και υπάγει το δημιούργημά της στην συνθήκη του ανθρώπινου, της περατότητας, του πεπερασμένου της ζωής, στον οριοθετημένο και προϋπάρχοντα της ανθρώπινης ύπαρξης όσο και αενάως επαναλαμβανόμενο κύκλο της θνητότητας. Το θηλυκό υποκείμενο που στοχάζεται ποιητικά εποπτεύει την ζωή, ενταγμένη εντός του θηλυκού κυκλικού χρόνου.
Μια επιστροφή στο παρελθόν όμως χαρακτηρίζει και το (ανδρικό) υποκείμενο που αυτό-συστήνεται διά της αναγωγής στην μητρική αρχή —«αυτή είναι η μάνα μου»—, μόνο που εδώ αυτή η αναγωγή έχει διαφορετική λειτουργία. Εισάγει τη γραμμική αντίληψη του χρόνου, δυνάμει της οποίας η ανθρώπινη ζωή εξέρχεται από την τάξη του αέναου, νομοτελειακού χρόνου της γέννησης και της φθοράς για να αναγνωριστεί πλέον υπό το σχήμα μιας ατομικής ταξιδιωτικής οδοιπορίας που βρίσκεται «στο μέσον ενός δρόμου». Το οδοιπορικό εκκινεί μεν από ένα συγκεκριμένο και βέβαιο σημείο: την (μητρική) αρχή της γεννητότητας, ως αιτία ύπαρξης της ανεπανάληπτης, μοναδικής και κάθε φορά καινούργιας ενεργού εμφάνισης στον κόσμο της ανθρώπινης ατομικότητας. Η οδοιπορία όμως κινείται/ρέει προς ένα μη προβλέψιμο, άγνωστο, αβέβαιο, απροσδιόριστο (μελλοντικό) σημείο προορισμού, χάρις στο οποίο θα νοηματοδοτηθεί μόνον αναδρομικά και κατά περίπτωση, το ατομικό ταξίδι της ζωής, ως ανθρώπινος βίος. Η αδυνατότητα αυτής της αναδρομικής νοηματοδότησης του βίου, όσο αυτός είναι εν κινήσει, όσο το ταξίδι της ζωής βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, δημιουργεί την ανάγκη προσφυγής στην σταθερότητα μιας αρχής —«αυτή είναι η μάνα μου ήταν όλο κι όλο που μου είπε»—, η οποία προσφέρει την ελάχιστη ασφάλεια μιας ανθεκτικότητας της ύπαρξης μέσα στο ταξίδι του χρόνου. Ο αυτοπροσδιορισμός «αυτό είναι η μάνα μου» δεν υποδηλώνει μια καθήλωση του ανδρικού υποκειμένου στην προ-οιδιπόδεια φάση, αλλά αντίθετα μια έκθεσή του στην αβεβαιότητα του ενεργήματος της ζωής.
Τα δύο ομιλούνται υποκείμενα του ποιήματος εμφορούνται από δύο διαφορετικά βλέμματα πάνω στον χρόνο, δύο —έμφυλα διακριτές— αντιλήψεις χρονικότητας, την γραμμική και την κυκλική, οι οποίες συνυπάρχουν στο πρόσωπο της (σιωπηλής) μητρικής φιγούρας.
Το έμφυλα «πειραγμένο» τριγωνικό σχήμα της Σιμπόρσκα μπορεί πλέον να βρει την βαθύτερη σημασία του. Στη θέση μιας —συνήθως ηρωικής— και αυτοεπιβεβαιωτικής ιστόρησης του ανδρικού εγώ ως αυτόνομης ύπαρξης, αναβιβάζεται η μη κυριαρχική μητρική παρουσία καταλαμβάνοντας την κορυφή του τριγώνου, ως σημείου από το οποίο απορρέουν δύο διαφορετικές καταγωγικές αρχές: η αρχή της φυσικής γέννησης και εκείνη του αιτίου της (συνείδησης) της γεννητότητας, η οποία βγάζει τον άνθρωπο από τον κυκλικό χρόνο της ζωής και τον εγκαινιάζει, ως νεόφερτο στον κόσμο, ως δημιούργημα και δημιουργό που αψηφά τον χρόνο, γιατί υπάρχει επειδή τον θέλουν, δηλαδή τον αγαπούν.

___________
Για τις ανάγκες του παρόντος έχει γίνει παραπομπή στο κείμενο του ποιήματος από την ελληνική έκδοση επιλεγμένων ποιημάτων της Βισουάβα Σιμπόρσκα στον τόμο: Μια ποιητική διαδρομή, μετάφραση, σχόλια επίμετρο Βασίλης Καραβίτης, εκδ. Σοκόλη 32021, σ. 59-60.





ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: