Ανθολόγηση ποιημάτων

Είμαι πολύ κοντά για να με ονειρευτεί.
Δεν πετώ από πάνω του, μήτε δραπετεύω
μεσ’ από ρίζες δέντρου. Είμαι πολύ κοντά.
Δεν τραγουδά με τη δική μου τη φωνή
ψάρι που πιάστηκε στο δίχτυ
το δαχτυλίδι δεν κυλάει απ’ το δικό μου χέρι.
Είμαι κοντά. Ένα μεγάλο σπίτι πυρπολείται
δίχως εμέ, κραυγάζοντας βοήθεια. Πολύ κοντά
για να δονείται μια καμπάνα κρεμασμένη στα μαλλιά μου.
Πολύ κοντά για να ’μπω σάμπως καλεσμένη
όπου τραβιούνται οι τοίχοι του σπιτιού για χάρη της.
Ποτέ δε θα ξαναπεθάνω τόσο απρόσεχτα
τόσο πέρα απ’ τη σάρκα μου, έτσι αθέλητα
όπως μια μέρα στ’ όνειρό του. Ναι, πολύ κοντά.
Με τη γεύση του ήχου, με τη λάμψη απ’ το κέλυφος
αυτού του λόγου, ακίνητη στην αγκαλιά του.
Κοιμάται, πιο προσιτός σ’ εκείνη, που την είδε μια φορά
ταμία τσίρκου περιοδεύοντος μ’ ένα μοναδικό λιοντάρι
παρά σε μένα, στο πλευρό του. Μέσα του
τώρα γι’ αυτήν φυτρώνει ένα λαγκάδι
με φυλλωσιές κοκκινωπές, τα χιόνια γύρω των βουνών
και μ’ ένα σύθαμπο μαβί. Είμαι πολύ κοντά του
ώστε γι’ αυτόν να πέσω από τον ουρανό.
Μπορεί η κραυγή μου να τον ξύπναγε. Φτωχή!
Περιορισμένη σήμερα ως το περίγραμμά μου.
Εγώ που υπήρξα μια σημύδα, μια γουστέρα
εγώ που έβγαινα λαμποκοπώντας
απ’ το κουκούλι, μ’ όλα μου τα χρώματα
που κάτεχα την τέχνη –τύχη απίστευτη–
να χάνομαι από μάτια απορημένα,
είμαι πολύ κοντά για να μ’ ονειρευτεί.
Τραβώ το μπράτσο κάτω απ’ το κεφάλι του
το κοιμισμένο, δίχως να με νιώσει,
το μουδιασμένο μπράτσο με καρφίτσες αναρίθμητες
που εκεί, στην άκρη καθεμιάς, προσμένοντας να μετρηθεί
κι ένας πεσμένος άγγελος έχει σκαλώσει.

[Το πρώτο ποίημά της στα ελληνικά: Wisława Szymborska, «Είμαι πολύ κοντά…» {Άτιτλο}· «Τρεις μεταπολεμικοί Πολωνοί ποιητές, Απόδοση: Αμαλία Τσακνιά», περ. Το Δέντρο, τχ. 26 (Μάρτιος 1982), σ. 322 / Αλάτι, 1962]


Δυο μαϊμούδες του Μπρέγκελ

Έτσι ονειρεύομαι τις πτυχιακές εξετάσεις μου:
στο παράθυρο κάθονται δυο αλυσωμένες μαϊμούδες,
έξω απ’ το παράθυρο φτερουγάει ο ουρανός
και ξεπλένεται η θάλασσα.

Εξετάζομαι στην ιστορία του ανθρώπου:
τραυλίζω και κομπιάζω.

Η μια μαϊμού, τα μάτια στυλωμένα απάνω μου, ακούει
ειρωνικά,
η άλλη τάχα λαγοκοιμάται –
και όταν στο τέλος μιας ερώτησης απλώνεται σιγή,
μου κάνει τον υποβολέα
με ένα απαλό κουδούνισμα της αλυσίδας.

[Szymborska – Brueghel – Auden, μτφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δύο πίνακες – Δύο ποιήματα, Μετάφραση: Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δόμος 1999, σ. 9 / Το κάλεσμα στον Γέτι, 1957]


Τέσσερις το πρωί

Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα.
Η ώρα που γυρίζουμε από πλευρό σε πλευρό.
Η ώρα για τους μεσόκοπους.

Η καθαρή ώρα για το λάλημα των πετεινών.
Η ώρα που μας απαρνιέται η γη.
Η ώρα που φυσάει από σβησμένα άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν μετά από μας δεν μένει τίποτα».

Άδεια η ώρα.
Άχαρη, στείρα.
Απ’ όλες τις ώρες η χειρότερη.

Κανένας δεν είναι στα καλά του στις τέσσερις το πρωί.
Κι αν τ’ άσπρα μυρμήγκια νιώθουν ωραία στις τέσσερις το πρωί
— ας συγχαρούμε τα μυρμήγκια. Κι ας γίνει πέντε η ώρα,

αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε.

[Βισουάβα Σιμπόρσκα, Μια ποιητική διαδρομή, Μετάφραση-Σχόλια-Επίμετρο: Βασίλης Καραβίτης, Σοκόλης, σ. 39 / Κραυγάζοντας στον Γέτι (κατά την μτφρ. Καραβίτη), 1957]


Ατλαντίδα

Υπήρχαν ή δεν υπήρχαν.
Στο νησί ή όχι στο νησί.
Ωκεανός ή όχι ωκεανός
ένας κατάπιε ή όχι.

Υπήρχε κάποιος ν’ αγαπά κάποιον;
Υπήρχε κάποιος να πολεμά κάποιον;
Όλα γίνονταν ή τίποτα
εκεί ή όχι εκεί.

Επτά πόλεις στέκονταν.
Είναι σίγουρο αυτό;
Να στέκονται αιώνια προσδοκούσαν.
Έχουμε αποδείξεις;

Δεν έπιαναν πουλιά στον αέρα, όχι.
Έπιαναν πουλιά στον αέρα, ναι.

Υποθετικοί. Αμφίβολοι.
Αμνημόνευτοι.

Δεν προήλθαν από τον αέρα,
τη φωτιά, το νερό, τη γη.

Δεν εμπεριέχονται στην πέτρα,
μήτε στη σταγόνα ένας βροχής.

Δεν δύνανται να αποτελούν
προειδοποίηση σοβαρή.

Ένας μετεωρίτης έπεσε.
Δεν ήταν μετεωρίτης.
Ένα ηφαίστειο εξερράγη.
Δεν ήταν ηφαίστειο.
Κάποιος φώναζε κάτι.
Τίποτα κανείς.

Σ’ αυτή τη λίγο πολύ Ατλαντίδα.

[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 54-55 / Αλάτι, 1962]


Επιτύμβιο

Εδώ κείτεται παλιομοδίτικη σαν υποταγή
η συγγραφέας μερικών στροφών. Σε τούτη τη γη
αναπαύεται εν ειρήνη, παρότι το πτώμα
δεν ανήκε ποτέ σ’ ένα λογοτεχνικό σώμα.
Και τίποτα καλύτερο στον τάφο της δεν θα βρεις,
μόνον αυτά τα στιχάκια, μια γλαύκα κι άγρια βάτα.
Διαβάτη, το κουμπί του ηλεκτρονικού μυαλού σου πάτα,
τη μοίρα της Σιμπόρσκα δυο λεπτά να συλλογιστείς.

[ Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 71 / Αλάτι, 1962]


Συνομιλία με την πέτρα

Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Θέλω να μπω στο εσωτερικό σου,
να ρίξω μια ματιά γύρω,
να γεμίσω την ανάσα μου μ’ εσένα.

— Φύγε, λέει η πέτρα.
Είμαι ερμητικά κλειστή.
Ακόμη και σε κομμάτια θρυμματισμένες
θα είμαστε ερμητικά κλειστές.
Ακόμη και σε άμμο τριμμένες
δεν θ’ αφήσουμε κανέναν να μπει.

Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Έρχομαι από καθαρή περιέργεια,
η ζωή είναι η μοναδική της ευκαιρία.
Σκοπεύω να περπατήσω στο ανάκτορό σου
Κι ύστερα να ξεναγηθώ επίσης στο φύλλο και στη σταγόνα
του νερού.
Δεν έχω πολύ χρόνο για όλα αυτά.
Η θνητότητά μου θα έπρεπε να σε συγκινεί.

— Είμαι από πέτρα, λέει η πέτρα,
γι’ αυτό είναι αναγκαίο να κρατήσω τη σοβαρότητά μου.
Φύγε από δω.
Δεν έχω τους μυς του γέλιου.

Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Άκουσα πως μέσα σου υπάρχουν μεγάλες άδειες αίθουσες,
ανίδωτες, μάταια όμορφες,
κούφιες, χωρίς την ηχώ των οποιωνδήποτε βημάτων.
Παραδέξου πως η ίδια δεν ξέρεις πολλά για όλα αυτά.

— Μεγάλες και άδειες αίθουσες, λέει η πέτρα,
αλλά σ’ αυτές δεν υπάρχει χώρος.
Όμορφες ίσως, αλλά πέραν του γούστου
των δικών σου φτωχών αισθήσεων.
Μπορείς να με γνωρίσεις, ποτέ όμως δεν θα με νιώσεις.
Με όλη μου την επιφάνεια στρέφομαι σ’ εσένα,
αλλά με όλο το εσωτερικό μου στρέφομαι αλλού.

Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Δεν ψάχνω σ’ εσένα καταφύγιο για την αιωνιότητα.
Δεν είμαι δυστυχισμένη.
Δεν είμαι άστεγη.
Ο κόσμος μου είναι άξιος επιστροφής.
Θα μπω και θα βγω με άδεια χέρια.
Και ως απόδειξη πως ήμουν πραγματικά εκεί
δεν θα παρουσιάσω τίποτε άλλο εκτός από λόγια,
τα οποία κανείς δεν θα πιστέψει.

— Δεν θα μπεις, λέει η πέτρα.
Σου λείπει η αίσθηση της συμμετοχής.
Καμιά αίσθηση δεν θα σου υποκαταστήσει την αίσθηση της συμμετοχής.
Ακόμη και η όραση οξυμένη έως την παντεποπτεία
άχρηστη εντελώς θα σου είναι χωρίς την αίσθηση της συμμετοχής.
Δεν θα μπεις, έχεις, μόλις μια ιδέα αυτής της αίσθησης,
μόλις το φύτρο της, τη φαντασίωσή της.

Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Δεν μπορώ να περιμένω δύο χιλιάδες αιώνες
για να μπω κάτω απ’ τη σκέπη σου.

— Εάν δεν με πιστεύεις, λέει η πέτρα,
απευθύνσου στο φύλλο, θα σου πει ό,τι λέω κι εγώ.
Ρώτα τη σταγόνα του νερού, θα σου πει ό,τι λέει και το φύλλο.
Στο τέλος ρώτα μια τρίχα του κεφαλιού σου.
Φουσκώνω από γέλιο, γέλιο, πελώριο γέλιο,
μα δεν ξέρω πώς να γελάσω μ’ αυτό.

Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.

— Δεν έχω πόρτα, λέει η πέτρα.

[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 71 / Αλάτι, 1962]

Χρυσή επέτειος

Σε κάποιο καιρό πρέπει να ήταν ανόμοιοι,
σαν το νερό και τη φωτιά πρέπει
να διέφεραν έντονα
και πρέπει να τους άρπαξαν τότε
και να τους παρέδωσαν
στη λαγνεία, στην επίθεση κατά της ανομοιότητας.
Σφιχταγκαλιασμένοι ιδιοποιήθηκαν
                και αποστερήθηκαν ο ένας τον άλλο
για τόσο καιρό
ώστε όλ’ αυτό που απόμεινε στα χέρια τους ήταν αέρας
διάφανος όταν οι κεραυνοί κάνουν φτερά.

Μια μέρα η απάντηση έφτασε πριν το ερώτημα.
Μια νύχτα μάντεψαν το βλέμμα
                        ο ένας στα μάτια του άλλου,
από τη φύση της σιωπής, μες στο σκοτάδι.

Το γένος ξεθωριάζει, τα μυστήρια παρακμάζουν,
οι διαφορές ανταμώνουν στην ομοιότητα
όπως όλα τα χρώματα στο άσπρο.

Ποιο απ’ αυτά είναι διπλό εκεί πέρα
                         και ποιο εδώ πέρα λείπει;
Ποιο απ’ αυτά γελάει με δυο χαμόγελα;
Ποιανού η φωνή ακούγεται για δίφωνη;
Ποιος γνέφει συναινώντας για δυο κεφάλια;
Ποιανού η χειρονομία υψώνει το κουταλάκι
                         στα χείλη;
Ποιος εδώ έγδαρε ποιόν;
Ποιο ζει ακόμη εδώ και ποιο έχει πεθάνει
στις γραμμές μπλεγμένο ποιας παλάμης;

Λίγο λίγο το να ατενίζεις επίμονα
                         καταλήγει σε δίδυμα.
Η οικειότητα είναι η καλύτερη απ’ τις μανάδες –
να μην ξεχωρίζει κανένα απ’ τα μικρά αγγελούδια,
μόλις να θυμάται ποιο είναι ποιο.

Στη χρυσή επέτειο του γάμου τους, αυτήν
                         την επίσημη μέρα,
ένα περιστέρι που το βλέπουν να είναι το ίδιο
                         στάθηκε στο παράθυρο.

[Μια ποιητική διαδρομή, Μετάφραση-Σχόλια-Επίμετρο: Βασίλης Καραβίτης, Σοκόλης, σ. 45-46 / Κραυγάζοντας στον Γέτι (κατά την μτφρ. Καραβίτη), 1957]


Γέλιο

—Την κοπελίτσα που ήμουνα κάποτε—
την ξέρω, φυσικά.
Έχω λίγες φωτογραφίες
απ’ τη σύντομη ζωή της.
Νιώθω μια κεφάτη συμπόνια
για κάποια στιχάκια μου.
Θυμάμαι λίγα περιστατικά.

Όμως
για να κάνω τον άνδρα
που βρίσκεται τώρα μαζί μου να γελάσει
και να μ’ αγκαλιάσει,
ανακαλώ μόνο μια μικρή ιστορία:
τον παιδικό έρωτα
αυτής της άσχημης κοπελίτσας.

Διηγούμαι
την αγάπη της για έναν φοιτητή
δηλαδή πόσο λαχταρούσε
να την προσέξει.

Διηγούμαι
πώς έτρεξε να τον συναντήσει
μ’ έναν επίδεσμο γύρω απ’ το αλώβητο κεφάλι της
έτσι που θα ρωτούσε –ω– τουλάχιστον
τι σου συνέβη;

Μια αστεία κοπελίτσα.
Πώς θα μπορούσε να ξέρει
ότι ακόμα κι η απόγνωση είναι κερδοφόρα
αν από μια καλή τύχη
χρειάστηκες να ζήσεις λίγο παραπάνω.

Θα της έδινα λεφτά για ένα γλυκό.
Θα της έδινα λεφτά για μια ταινία.
Φύγε λοιπόν τώρα, έχω δουλειά.

Όμως εσύ, κοπελίτσα, βλέπεις
πως έχει σβήσει το φως.
Καταλαβαίνεις μάλλον
πως έκλεισε η πόρτα.
Μην τραβάς το μάνταλο —
ο άνδρας που γέλασε μ’ αυτά,
που μ’ αγκάλιασε,
δεν είναι ο δικός σου ο φοιτητής.

Καλύτερα να επιστρέψεις
εκεί απ’ όπου ήρθες.
Δεν σου χρωστάω τίποτα,
είμαι μια γυναικούλα
που ξέρει μόνο
πότε
να προδίνει τα μυστικά μιας άλλης.

Μη μας κοιτάζεις έτσι
μ’ εκείνα τα δικά σου μάτια
ορθάνοιχτα
σαν τα μάτια των νεκρών.

[Μια ποιητική διαδρομή, Μετάφραση-Σχόλια-Επίμετρο: Βασίλης Καραβίτης, Σοκόλης, σ. 55-56 / Κραυγάζοντας στον Γέτι (κατά την μτφρ. Καραβίτη), 1957]

Για κάθε ενδεχόμενο

Θα μπορούσε να έχει συμβεί.
Έπρεπε να συμβεί.
Συνέβη νωρίτερα. Αργότερα.
Πιο κοντά. Μακρύτερα.
Δεν συνέβη όμως σε σένα.

Επέζησες γιατί έτυχες ο πρώτος.
Επέζησες γιατί έτυχες ο τελευταίος.
Γιατί ήσουνα μόνος. Γιατί υπήρχαν άνθρωποι.
Γιατί έστριψες αριστερά. Γιατί έστριψες δεξιά.
Γιατί έπεφτε βροχή. Γιατί έπεφτε μια σκιά.
Γιατί επικρατούσε ηλιόλουστος καιρός.

Για καλή σου τύχη υπήρχε εκεί ένα δάσος.
Για καλή σου τύχη δεν υπήρχαν δέντρα.
Για καλή σου τύχη υπήρχε μια κουπαστή.
Ένας γάντζος, ένα δοκάρι, ένα φρένο, μια κορνίζα,
ένας κόμπος, ένα χιλιοστόμετρο, ένα δευτερόλεπτο.
Για καλή σου τύχη ένα άχυρο επέπλεε στο νερό.

Χάρη στο, επειδή, μολονότι, παρά το γεγονός.
Τι θα είχε συμβεί αν μεσολαβούσε
ένα χέρι, ένα πόδι, μόλις μια ίντσα απόσταση,
μόλις μισή τρίχα διάστημα
από σκέτη σύμπτωση;

Λοιπόν, είσαι τώρα εδώ; Ακόμα με την
                         αίσθηση του ιλίγγου;
Το δίχτυ είχε μια τόση δα τρύπα κι εσύ
                         κατάφερες μεσ’ απ’ αυτή να ξεγλιστρήσεις;
Δεν έχει τέλος ο θαυμασμός, η σιωπή μου.
Άκου
πόσο γρήγορα χτυπάει η καρδιά σου μέσα μου.

[Μια ποιητική διαδρομή, Μετάφραση-Σχόλια-Επίμετρο: Βασίλης Καραβίτης, Σοκόλης, σ. 71 / Κραυγάζοντας στον Γέτι (κατά την μτφρ. Καραβίτη), 1957]


Ψαλμός

Ω, πόσο φυρά είν’ τα σύνορα στ’ ανθρώπινα τα κράτη!
Πόσα και πόσα νέφια πάνω τους δεν κυλούνε ατιμώρητα,
πόση και πόση άμμος της ερήμου δε χώνεται από τη μια τη χώρα μες στην άλλη,
πόσα χαλίκια του βουνού δε ροβολούν στα ξένα χτήματα
χορεύοντας μ’ αψηφισιά!

Μήπως θα πρέπει εδώ να ξεχωρίσω το πώς πετά το ’να πουλί και τ’ άλλο
ή πώς καθίζει πάνω στον έρημο το φράχτη;
Κι ας είναι έστω ένα σπουργίτι — χα, η ουρά του είν’ όμορη,
αν και το ράμφος του είναι ντόπιο. Κι εκτός αυτού — δες, αναφουφουλιάζει!

Απ’ τ’ αναρίθμητα τα έντομα θα μείνω στο μερμήγκι,
που ανάμεσα στη ζερβή και τη δεξιά την μπότα του φρουρού
στο ερώτημα «πούθ’ έρχεσαι; — πού πας;» — απάντηση καμιά δε γνοιάζεται να δώσει.

Αχ, νά ’βλεπες μεμιάς το καθετί σ’ ολόκληρη αυτή την αταξία,
σ΄ όλες ετούτες τις στεριές!
Γιατί, μήπως κι η αγριομυρτιά απ’ την αντίπερα την όχθη
δε φέρνει μέσ’ απ’ το ρέμα, στα κλεφτά, το μυριοστό της φυλλαράκι;
Μα κι η σουπιά, με ξιπασμένα πλοκάμια μακριά
δεν μπαίνει ετσιθελικά στην άγια περιοχή των χωρικών υδάτων;

Για ποια τάξη άραγε μπορεί να μιλά κανείς,
αφού μήτ’ ένα άστρο δε γίνεται να παραμεριστεί,
ώστε να μάθουμε ποιο τελικά φωτίζει τ΄ άλλο;

Μα και το άπλωμα το μεμπτό της καταχνιάς!
Κι ο κουρνιαχτός της στέπας που χύνεται σ΄ όλο τον ορίζοντα
λες και δεν είναι κάτι παρακατιανό!
Και το ξεδίπλωμα κάθε φωνής στα κύματα τα υπάκουα του ανέμου:
σκουξίματα παρακλητικά και ψίθυροι σπουδαίοι.

Μονάχα καθετί ανθρώπινο μπορεί να ’ναι για μας πράγματι ξένο.
Τα υπόλοιπα είναι ρουμάνια π’ αναδεύονται, μόχθος του τυφλοπόντικα και ανεμοσυρμές.

[Μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Χουλιαράκη, για το παρόν Αφιέρωμα / Μεγάλος αριθμός, 1976]


Η ζωή εδώ και τώρα

Η ζωή εδώ και τώρα.
Παράσταση δίχως πρόβα.
Σώμα δίχως δοκιμή.
Κεφάλι δίχως περίσκεψη.

Δεν ξέρω το ρόλο που παίζω.
Ξέρω μόνο ότι είναι δικός μου, δεν ανταλλάσσεται.

Την υπόθεση του έργου
πρέπει να την μαντεύω κατευθείαν στη σκηνή.

Μίζερα προετοιμασμένη για την τιμή της ζωής,
μετά βίας αντέχω τον επιβεβλημένο ρυθμό της δράσης.
Αυτοσχεδιάζω, παρότι σιχαίνομαι τους αυτοσχεδιασμούς.
Σε κάθε βήμα σκοντάφτω στην άγνοια των πραγμάτων.
Οι τρόποι μου αποπνέουν επαρχιώτικη αύρα.
Τα ένστικτά μου ερασιτεχνικά.
Το τρακ όσο με δικαιολογεί άλλο τόσο με ταπεινώνει.
Τα ελαφρυντικά περιστατικά μού πέφτουν βαριά.

Λέξεις και ανακλαστικά που δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω,
μη καταμετρημένα ως το τέλος άστρα,
χαρακτήρας σαν βιαστικά κουμπωμένο παλτό —
ιδού οι θλιβερές συνέπειες όλης αυτής της βιασύνης.

Τουλάχιστον να μπορούσα να προβάρω μια Τετάρτη εκ των προτέρων,
ή έστω μια Πέμπτη να την επαναλάβω ακόμη μια φορά!
Ενώ έρχεται ήδη η Παρασκευή, με ένα άγνωστο σ’ εμένα σενάριο.
Είναι δίκαιο αυτό; — ρωτώ.
(με μια βραχνάδα στη φωνή,
γιατί δεν μ’ άφησαν καν να ξεροβήξω στα παρασκήνια).

Απατηλή είναι η σκέψη ότι πρόκειται μόνο για μια βιαστική εξέταση
την οποία δίνω σε έναν πρόχειρο χώρο. Όχι.
Στέκομαι στη μέση της σκηνής και βλέπω πόσο γερή είναι.
Με εντυπωσιάζει η ακρίβεια όλου του σκηνικού διακόσμου.
Η μηχανή περιστροφής δουλεύει εδώ και πολύ καιρό.
Έχουν ανάψει ακόμη και τα πιο μακρινά νεφελώματα.
Ω, δεν αμφιβάλλω πως αυτό εδώ είναι η πρεμιέρα.
Και ό,τι και να πράξω
θα μετουσιωθεί για πάντα σ’ αυτό που έχω πράξει.

[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 138-139 / Μεγάλος αριθμός, 1976]


Γάτα σε άδειο διαμέρισμα

Να πεθάνεις — αυτό δεν μπορείς να το κάνεις σε μια γάτα.
Γιατί τι να κάνει η γάτα
σ’ ένα άδειο διαμέρισμα;
Να σκαρφαλώνει στους τοίχους;
Να τρίβεται ανάμεσα στα έπιπλα;
Τάχα μου τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ
κι όμως όλα είναι αλλιώς.
Τάχα μου τίποτα δεν μετακινήθηκε
κι όμως ο χώρος ανοίχθηκε.
Και τα βράδια η λάμπα δεν φωτίζει πια.

Ακούγονται βήματα στις σκάλες,
δεν είναι όμως τα ίδια.
Το χέρι που βάζει το ψάρι στο πιατάκι,
ούτε αυτό είναι το ίδιο.

Κάτι δεν αρχίζει εδώ
τη συνηθισμένη ώρα.
Κάτι δεν γίνεται εδώ
όπως θα έπρεπε.
Κάποιος εδώ ήταν, και ήταν,
έπειτα απρόσμενα εξαφανίστηκε
και πεισματικά απουσιάζει.
Όλα τα ντουλάπια έχουν εξερευνηθεί.
Όλα τα ράφια έχουν πατηθεί.
Η εξέταση κάτω απ’ το χαλί έχει ολοκληρωθεί.
Ακόμη και η απαγόρευση δεν τηρήθηκε
κι όλα τα χαρτιά έχουν διασκορπιστεί.
Τι άλλο μένει να κάνουμε;
Ύπνος και αναμονή.

Ας γυρίσει μόνο,
ας ξαναφανεί.
Θα μάθει τότε
πως με την γάτα δεν μπορείς να κάνεις έτσι.
Το βάδισμα προς αυτόν
θα γίνει με προσποιητή απροθυμία,
σιγά σιγά,
στα πολύ προσβεβλημένα ποδαράκια.
Και κανένα πηδηματάκι, κανένα νιάου, έστω στην αρχή.

[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 138-139 / Τέλος και αρχή, 1993]

Τρεις λέξεις πιο παράξενες

Όταν προφέρω τη λέξη Μέλλον,
η πρώτη συλλαβή ήδη χάνεται στο παρελθόν.

Όταν προφέρω τη λέξη Σιωπή,
την καταστρέφω.

Όταν προφέρω τη λέξη Τίποτα,
δημιουργώ κάτι που δεν χωρά σε καμία ανυπαρξία.

[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 187 / Στιγμή, 2002]



Μια συνέντευξη με την Άτροπο

Η κυρία Άτροπος;

Σωστά, εγώ είμαι.

Από τις τρεις κόρες της Ανάγκης
έχετε στον κόσμο τη χειρότερη φήμη.

Μεγάλη υπερβολή, καλή μου ποιήτρια.
Η Κλωθώ κλώθει το νήμα της ζωής,
αλλά το νήμα αυτό είναι λεπτό
κι εύκολα κόβεται.
Η Λάχεσις με το ραβδί της ορίζει το μάκρος του.
Αυτές δεν είναι δα και αγγελούδια.

Και όμως, στα δικά σας χέρια βρίσκεται το ψαλίδι.

Αφού το έχω το χρησιμοποιώ.

Βλέπω πως ακόμη και τώρα, καθώς μιλάμε…

Είμαι εργασιομανής, τέτοια είναι η φύση μου.

Δεν αισθάνεστε κούραση, πλήξη
ή έστω νύστα τη νύχτα; Όχι; Στ’ αλήθεια όχι;
Χωρίς άδειες, Σαββατοκύριακα, γιορτές
ή τουλάχιστον σύντομα διαλείμματα για τσιγάρο;

Θα έμεναν εκκρεμότητες κι αυτό δεν μου αρέσει.

Αδιανόητος ζήλος.
Κι από πουθενά ενδείξεις αναγνώρισης,
διακρίσεις, έπαινοι, βραβεία, μετάλλια;
Έστω διπλώματα σε κορνίζες;

Όπως στα κομμωτήρια; Ευχαριστώ δεν θα πάρω.

Κάποιος σας βοηθάει; Εάν ναι, τότε ποιος;

Ωραίο παράδοξο – εσείς οι θνητοί φυσικά.
Κάθε λογής δικτάτορες, άπειροι φανατικοί.
Αν και δεν χρειάζεται να τους σπρώχνω.
Μόνοι τους σπεύδουν στο έργο.

Σίγουρα σας δίνουν χαρά και οι πόλεμοι,
είναι σημαντικό χέρι βοήθειας για εσάς.

Χαρά; Δεν γνωρίζω τέτοιο συναίσθημα.
Και δεν είμαι εγώ που τους προκαλώ,
δεν είμαι εγώ που καθορίζω την πορεία τους.
Ωστόσο το παραδέχομαι: κυρίως χάρη σ’ αυτούς
δεν μένω ποτέ πίσω.

Δεν λυπάστε τα νήματα που είναι πολύ κοντά κομμένα;

Πολύ κοντά, λιγότερα κοντά –
αυτό έχει διαφορά μόνο για εσάς.

Και αν κάποιος πιο ισχυρός ήθελε να σας ξεφορτωθεί
Και προσπαθούσε να σας βγάλει στη σύνταξη;

Δεν κατάλαβα. Γίνε σαφέστερη.

Θα το διατυπώσω αλλιώς: έχετε Προϊστάμενο;

…Επόμενη ερώτηση παρακαλώ.

Δεν έχω άλλες ερωτήσεις.

Ε, τότε χαιρετώ.

Ή για να το θέσω πιο συγκεκριμένα…

Ξέρω, ξέρω. Αντίο.

[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 209-211 / Άνω και κάτω τελεία, 2005]


Σκέψεις που με ζώνουν σε πολυσύχναστους δρόμους

Πρόσωπα.
Δισεκατομμύρια πρόσωπα στην επιφάνεια της Γης.
Κάθε ένα διαφορετικό, λένε,
απ’ αυτά που υπήρχαν και θα υπάρξουν.
Αλλά η Φύση –ποιος την ξέρει –
κουρασμένη ίσως απ’ την αδιάκοπη εργασία της,
επαναλαμβάνει παλαιότερες ιδέες
και μας στολίζει με πρόσωπα
ήδη κάποτε φορεμένα.

Μπορεί να σε προσπερνά ο Αρχιμήδης με τζιν,
η Μεγάλη Αικατερίνη ντυμένη με ρούχα από ξεπούλημα,
κάποιος φαραώ με χαρτοφύλακα και γυαλιά.

Η χήρα ενός ξυπόλυτου τσαγκάρη
από την πολύ μικρή ακόμα Βαρσοβία,
ο μάστορας από το σπήλαιο της Αλταμίρα
που πάει τα εγγόνια του στον ζωολογικό κήπο,
ένας μαλλιαρός Βάνδαλος στο δρόμο για το μουσείο,
να θαυμάσει λίγο τα εκθέματα.

Κάποιοι πεσόντες διακόσιους αιώνες πριν,
πέντε αιώνες πριν
και μισό αιώνα πριν.

Κάποιος που πέρασε από δω μέσα σε χρυσή άμαξα,
κάποιος άλλος μέσα σε βαγόνι εξόντωσης.

Ο Μοντεζούμα, ο Κομφούκιος, ο Ναβουχοδονόσορ,
οι νταντάδες τους, οι πλύστρες τους και η Σεμίραμις
που μιλά μόνο αγγλικά.

Δισεκατομμύρια πρόσωπα στην επιφάνεια της Γης.

Πρόσωπο δικό σου, δικό μου, ποιανού –
δεν θα το μάθεις ποτέ.
Ίσως η Φύση πρέπει να μας εξαπατά,
και για να προφτάσει, για να καλύψει τη ζήτηση,
αρχίζει να ψαρεύει ό,τι είναι βυθισμένο
στον καθρέφτη της λήθης.

[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 224-225 / Εδώ, 2009]


Παλάμη

Είκοσι επτά οστά,
τριάντα πέντε μύες,
περίπου δύο χιλιάδες νευρικά κύτταρα
σε κάθε άκρη των πέντε δαχτύλων μας.
Είναι απολύτως αρκετό
για να γραφτεί το Mein Kampf
ή το Γούινι το αρκουδάκι.


[Η ζωή εδώ και τώρα, Μετάφραση-Εισαγωγή: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021, σ. 236 / Αρκετά, 2012]


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: