Ανθολόγηση ποιημάτων

Εί­μαι πο­λύ κο­ντά για να με ονει­ρευ­τεί.
Δεν πε­τώ από πά­νω του, μή­τε δρα­πε­τεύω
με­σ’ από ρί­ζες δέ­ντρου. Εί­μαι πο­λύ κο­ντά.
Δεν τρα­γου­δά με τη δι­κή μου τη φω­νή
ψά­ρι που πιά­στη­κε στο δί­χτυ
το δα­χτυ­λί­δι δεν κυ­λά­ει απ’ το δι­κό μου χέ­ρι.
Εί­μαι κο­ντά. Ένα με­γά­λο σπί­τι πυρ­πο­λεί­ται
δί­χως εμέ, κραυ­γά­ζο­ντας βο­ή­θεια. Πο­λύ κο­ντά
για να δο­νεί­ται μια κα­μπά­να κρε­μα­σμέ­νη στα μαλ­λιά μου.
Πο­λύ κο­ντά για να ’μπω σά­μπως κα­λε­σμέ­νη
όπου τρα­βιού­νται οι τοί­χοι του σπι­τιού για χά­ρη της.
Πο­τέ δε θα ξα­να­πε­θά­νω τό­σο απρό­σε­χτα
τό­σο πέ­ρα απ’ τη σάρ­κα μου, έτσι αθέ­λη­τα
όπως μια μέ­ρα στ’ όνει­ρό του. Ναι, πο­λύ κο­ντά.
Με τη γεύ­ση του ήχου, με τη λάμ­ψη απ’ το κέ­λυ­φος
αυ­τού του λό­γου, ακί­νη­τη στην αγκα­λιά του.
Κοι­μά­ται, πιο προ­σι­τός σ’ εκεί­νη, που την εί­δε μια φο­ρά
τα­μία τσίρ­κου πε­ριο­δεύ­ο­ντος μ’ ένα μο­να­δι­κό λιο­ντά­ρι
πα­ρά σε μέ­να, στο πλευ­ρό του. Μέ­σα του
τώ­ρα γι’ αυ­τήν φυ­τρώ­νει ένα λα­γκά­δι
με φυλ­λω­σιές κοκ­κι­νω­πές, τα χιό­νια γύ­ρω των βου­νών
και μ’ ένα σύ­θα­μπο μα­βί. Εί­μαι πο­λύ κο­ντά του
ώστε γι’ αυ­τόν να πέ­σω από τον ου­ρα­νό.
Μπο­ρεί η κραυ­γή μου να τον ξύ­πνα­γε. Φτω­χή!
Πε­ριο­ρι­σμέ­νη σή­με­ρα ως το πε­ρί­γραμ­μά μου.
Εγώ που υπήρ­ξα μια ση­μύ­δα, μια γου­στέ­ρα
εγώ που έβγαι­να λα­μπο­κο­πώ­ντας
απ’ το κου­κού­λι, μ’ όλα μου τα χρώ­μα­τα
που κά­τε­χα την τέ­χνη –τύ­χη απί­στευ­τη–
να χά­νο­μαι από μά­τια απο­ρη­μέ­να,
εί­μαι πο­λύ κο­ντά για να μ’ ονει­ρευ­τεί.
Τρα­βώ το μπρά­τσο κά­τω απ’ το κε­φά­λι του
το κοι­μι­σμέ­νο, δί­χως να με νιώ­σει,
το μου­δια­σμέ­νο μπρά­τσο με καρ­φί­τσες ανα­ρίθ­μη­τες
που εκεί, στην άκρη κα­θε­μιάς, προ­σμέ­νο­ντας να με­τρη­θεί
κι ένας πε­σμέ­νος άγ­γε­λος έχει σκα­λώ­σει.

[Το πρώ­το ποί­η­μά της στα ελ­λη­νι­κά: Wisława Szymborska, «Εί­μαι πο­λύ κο­ντά…» {Άτι­τλο}· «Τρεις με­τα­πο­λε­μι­κοί Πο­λω­νοί ποι­η­τές, Από­δο­ση: Αμα­λία Τσα­κνιά», περ. Το Δέ­ντρο, τχ. 26 (Μάρ­τιος 1982), σ. 322 / Αλά­τι, 1962]


Δυο μαϊ­μού­δες του Μπρέ­γκελ

Έτσι ονει­ρεύ­ο­μαι τις πτυ­χια­κές εξε­τά­σεις μου:
στο πα­ρά­θυ­ρο κά­θο­νται δυο αλυ­σω­μέ­νες μαϊ­μού­δες,
έξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο φτε­ρου­γά­ει ο ου­ρα­νός
και ξε­πλέ­νε­ται η θά­λασ­σα.

Εξε­τά­ζο­μαι στην ιστο­ρία του αν­θρώ­που:
τραυ­λί­ζω και κο­μπιά­ζω.

Η μια μαϊ­μού, τα μά­τια στυ­λω­μέ­να απά­νω μου, ακού­ει
ει­ρω­νι­κά,
η άλ­λη τά­χα λα­γο­κοι­μά­ται –
και όταν στο τέ­λος μιας ερώ­τη­σης απλώ­νε­ται σι­γή,
μου κά­νει τον υπο­βο­λέα
με ένα απα­λό κου­δού­νι­σμα της αλυ­σί­δας.

[Szymborska – Brueghel – Auden, μτ­φρ. Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, Δύο πί­να­κες – Δύο ποι­ή­μα­τα, Με­τά­φρα­ση: Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, Δό­μος 1999, σ. 9 / Το κά­λε­σμα στον Γέ­τι, 1957]


Τέσ­σε­ρις το πρωί

Η ώρα της νύ­χτας μέ­σα στη μέ­ρα.
Η ώρα που γυ­ρί­ζου­με από πλευ­ρό σε πλευ­ρό.
Η ώρα για τους με­σό­κο­πους.

Η κα­θα­ρή ώρα για το λά­λη­μα των πε­τει­νών.
Η ώρα που μας απαρ­νιέ­ται η γη.
Η ώρα που φυ­σά­ει από σβη­σμέ­να άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν με­τά από μας δεν μέ­νει τί­πο­τα».

Άδεια η ώρα.
Άχα­ρη, στεί­ρα.
Απ’ όλες τις ώρες η χει­ρό­τε­ρη.

Κα­νέ­νας δεν εί­ναι στα κα­λά του στις τέσ­σε­ρις το πρωί.
Κι αν τ’ άσπρα μυρ­μή­γκια νιώ­θουν ωραία στις τέσ­σε­ρις το πρωί
— ας συγ­χα­ρού­με τα μυρ­μή­γκια. Κι ας γί­νει πέ­ντε η ώρα,

αν θέ­λου­με να συ­νε­χί­σου­με να ζού­με.

[Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα, Μια ποι­η­τι­κή δια­δρο­μή, Με­τά­φρα­ση-Σχό­λια-Επί­με­τρο: Βα­σί­λης Κα­ρα­βί­της, Σο­κό­λης, σ. 39 / Κραυ­γά­ζο­ντας στον Γέ­τι (κα­τά την μτ­φρ. Κα­ρα­βί­τη), 1957]


Ατλα­ντί­δα

Υπήρ­χαν ή δεν υπήρ­χαν.
Στο νη­σί ή όχι στο νη­σί.
Ωκε­α­νός ή όχι ωκε­α­νός
ένας κα­τά­πιε ή όχι.

Υπήρ­χε κά­ποιος ν’ αγα­πά κά­ποιον;
Υπήρ­χε κά­ποιος να πο­λε­μά κά­ποιον;
Όλα γί­νο­νταν ή τί­πο­τα
εκεί ή όχι εκεί.

Επτά πό­λεις στέ­κο­νταν.
Εί­ναι σί­γου­ρο αυ­τό;
Να στέ­κο­νται αιώ­νια προσ­δο­κού­σαν.
Έχου­με απο­δεί­ξεις;

Δεν έπια­ναν που­λιά στον αέ­ρα, όχι.
Έπια­ναν που­λιά στον αέ­ρα, ναι.

Υπο­θε­τι­κοί. Αμ­φί­βο­λοι.
Αμνη­μό­νευ­τοι.

Δεν προ­ήλ­θαν από τον αέ­ρα,
τη φω­τιά, το νε­ρό, τη γη.

Δεν εμπε­ριέ­χο­νται στην πέ­τρα,
μή­τε στη στα­γό­να ένας βρο­χής.

Δεν δύ­να­νται να απο­τε­λούν
προει­δο­ποί­η­ση σο­βα­ρή.

Ένας με­τε­ω­ρί­της έπε­σε.
Δεν ήταν με­τε­ω­ρί­της.
Ένα ηφαί­στειο εξερ­ρά­γη.
Δεν ήταν ηφαί­στειο.
Κά­ποιος φώ­να­ζε κά­τι.
Τί­πο­τα κα­νείς.

Σ’ αυ­τή τη λί­γο πο­λύ Ατλα­ντί­δα.

[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 54-55 / Αλά­τι, 1962]


Επι­τύμ­βιο

Εδώ κεί­τε­ται πα­λιο­μο­δί­τι­κη σαν υπο­τα­γή
η συγ­γρα­φέ­ας με­ρι­κών στρο­φών. Σε τού­τη τη γη
ανα­παύ­ε­ται εν ει­ρή­νη, πα­ρό­τι το πτώ­μα
δεν ανή­κε πο­τέ σ’ ένα λο­γο­τε­χνι­κό σώ­μα.
Και τί­πο­τα κα­λύ­τε­ρο στον τά­φο της δεν θα βρεις,
μό­νον αυ­τά τα στι­χά­κια, μια γλαύ­κα κι άγρια βά­τα.
Δια­βά­τη, το κου­μπί του ηλε­κτρο­νι­κού μυα­λού σου πά­τα,
τη μοί­ρα της Σι­μπόρ­σκα δυο λε­πτά να συλ­λο­γι­στείς.

[ Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 71 / Αλά­τι, 1962]


Συ­νο­μι­λία με την πέ­τρα

Χτυ­πάω την πόρ­τα της πέ­τρας.
— Εγώ εί­μαι, άσε με να μπω.
Θέ­λω να μπω στο εσω­τε­ρι­κό σου,
να ρί­ξω μια μα­τιά γύ­ρω,
να γε­μί­σω την ανά­σα μου μ’ εσέ­να.

— Φύ­γε, λέ­ει η πέ­τρα.
Εί­μαι ερ­μη­τι­κά κλει­στή.
Ακό­μη και σε κομ­μά­τια θρυμ­μα­τι­σμέ­νες
θα εί­μα­στε ερ­μη­τι­κά κλει­στές.
Ακό­μη και σε άμ­μο τριμ­μέ­νες
δεν θ’ αφή­σου­με κα­νέ­ναν να μπει.

Χτυ­πάω την πόρ­τα της πέ­τρας.
— Εγώ εί­μαι, άσε με να μπω.
Έρ­χο­μαι από κα­θα­ρή πε­ριέρ­γεια,
η ζωή εί­ναι η μο­να­δι­κή της ευ­και­ρία.
Σκο­πεύω να περ­πα­τή­σω στο ανά­κτο­ρό σου
Κι ύστε­ρα να ξε­να­γη­θώ επί­σης στο φύλ­λο και στη στα­γό­να
του νε­ρού.
Δεν έχω πο­λύ χρό­νο για όλα αυ­τά.
Η θνη­τό­τη­τά μου θα έπρε­πε να σε συ­γκι­νεί.

— Εί­μαι από πέ­τρα, λέ­ει η πέ­τρα,
γι’ αυ­τό εί­ναι ανα­γκαίο να κρα­τή­σω τη σο­βα­ρό­τη­τά μου.
Φύ­γε από δω.
Δεν έχω τους μυς του γέ­λιου.

Χτυ­πάω την πόρ­τα της πέ­τρας.
— Εγώ εί­μαι, άσε με να μπω.
Άκου­σα πως μέ­σα σου υπάρ­χουν με­γά­λες άδειες αί­θου­σες,
ανί­δω­τες, μά­ταια όμορ­φες,
κού­φιες, χω­ρίς την ηχώ των οποιων­δή­πο­τε βη­μά­των.
Πα­ρα­δέ­ξου πως η ίδια δεν ξέ­ρεις πολ­λά για όλα αυ­τά.

— Με­γά­λες και άδειες αί­θου­σες, λέ­ει η πέ­τρα,
αλ­λά σ’ αυ­τές δεν υπάρ­χει χώ­ρος.
Όμορ­φες ίσως, αλ­λά πέ­ραν του γού­στου
των δι­κών σου φτω­χών αι­σθή­σε­ων.
Μπο­ρείς να με γνω­ρί­σεις, πο­τέ όμως δεν θα με νιώ­σεις.
Με όλη μου την επι­φά­νεια στρέ­φο­μαι σ’ εσέ­να,
αλ­λά με όλο το εσω­τε­ρι­κό μου στρέ­φο­μαι αλ­λού.

Χτυ­πάω την πόρ­τα της πέ­τρας.
— Εγώ εί­μαι, άσε με να μπω.
Δεν ψά­χνω σ’ εσέ­να κα­τα­φύ­γιο για την αιω­νιό­τη­τα.
Δεν εί­μαι δυ­στυ­χι­σμέ­νη.
Δεν εί­μαι άστε­γη.
Ο κό­σμος μου εί­ναι άξιος επι­στρο­φής.
Θα μπω και θα βγω με άδεια χέ­ρια.
Και ως από­δει­ξη πως ήμουν πραγ­μα­τι­κά εκεί
δεν θα πα­ρου­σιά­σω τί­πο­τε άλ­λο εκτός από λό­για,
τα οποία κα­νείς δεν θα πι­στέ­ψει.

— Δεν θα μπεις, λέ­ει η πέ­τρα.
Σου λεί­πει η αί­σθη­ση της συμ­με­το­χής.
Κα­μιά αί­σθη­ση δεν θα σου υπο­κα­τα­στή­σει την αί­σθη­ση της συμ­με­το­χής.
Ακό­μη και η όρα­ση οξυ­μέ­νη έως την πα­ντε­πο­πτεία
άχρη­στη εντε­λώς θα σου εί­ναι χω­ρίς την αί­σθη­ση της συμ­με­το­χής.
Δεν θα μπεις, έχεις, μό­λις μια ιδέα αυ­τής της αί­σθη­σης,
μό­λις το φύ­τρο της, τη φα­ντα­σί­ω­σή της.

Χτυ­πάω την πόρ­τα της πέ­τρας.
— Εγώ εί­μαι, άσε με να μπω.
Δεν μπο­ρώ να πε­ρι­μέ­νω δύο χι­λιά­δες αιώ­νες
για να μπω κά­τω απ’ τη σκέ­πη σου.

— Εάν δεν με πι­στεύ­εις, λέ­ει η πέ­τρα,
απευ­θύν­σου στο φύλ­λο, θα σου πει ό,τι λέω κι εγώ.
Ρώ­τα τη στα­γό­να του νε­ρού, θα σου πει ό,τι λέ­ει και το φύλ­λο.
Στο τέ­λος ρώ­τα μια τρί­χα του κε­φα­λιού σου.
Φου­σκώ­νω από γέ­λιο, γέ­λιο, πε­λώ­ριο γέ­λιο,
μα δεν ξέ­ρω πώς να γε­λά­σω μ’ αυ­τό.

Χτυ­πάω την πόρ­τα της πέ­τρας.
— Εγώ εί­μαι, άσε με να μπω.

— Δεν έχω πόρ­τα, λέ­ει η πέ­τρα.

[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 71 / Αλά­τι, 1962]

Χρυ­σή επέ­τειος

Σε κά­ποιο και­ρό πρέ­πει να ήταν ανό­μοιοι,
σαν το νε­ρό και τη φω­τιά πρέ­πει
να διέ­φε­ραν έντο­να
και πρέ­πει να τους άρ­πα­ξαν τό­τε
και να τους πα­ρέ­δω­σαν
στη λα­γνεία, στην επί­θε­ση κα­τά της ανο­μοιό­τη­τας.
Σφι­χτα­γκα­λια­σμέ­νοι ιδιο­ποι­ή­θη­καν
                και απο­στε­ρή­θη­καν ο ένας τον άλ­λο
για τό­σο και­ρό
ώστε όλ’ αυ­τό που από­μει­νε στα χέ­ρια τους ήταν αέ­ρας
διά­φα­νος όταν οι κε­ραυ­νοί κά­νουν φτε­ρά.

Μια μέ­ρα η απά­ντη­ση έφτα­σε πριν το ερώ­τη­μα.
Μια νύ­χτα μά­ντε­ψαν το βλέμ­μα
                        ο ένας στα μά­τια του άλ­λου,
από τη φύ­ση της σιω­πής, μες στο σκο­τά­δι.

Το γέ­νος ξε­θω­ριά­ζει, τα μυ­στή­ρια πα­ρακ­μά­ζουν,
οι δια­φο­ρές αντα­μώ­νουν στην ομοιό­τη­τα
όπως όλα τα χρώ­μα­τα στο άσπρο.

Ποιο απ’ αυ­τά εί­ναι δι­πλό εκεί πέ­ρα
                         και ποιο εδώ πέ­ρα λεί­πει;
Ποιο απ’ αυ­τά γε­λά­ει με δυο χα­μό­γε­λα;
Ποια­νού η φω­νή ακού­γε­ται για δί­φω­νη;
Ποιος γνέ­φει συ­ναι­νώ­ντας για δυο κε­φά­λια;
Ποια­νού η χει­ρο­νο­μία υψώ­νει το κου­τα­λά­κι
                         στα χεί­λη;
Ποιος εδώ έγδα­ρε ποιόν;
Ποιο ζει ακό­μη εδώ και ποιο έχει πε­θά­νει
στις γραμ­μές μπλεγ­μέ­νο ποιας πα­λά­μης;

Λί­γο λί­γο το να ατε­νί­ζεις επί­μο­να
                         κα­τα­λή­γει σε δί­δυ­μα.
Η οι­κειό­τη­τα εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη απ’ τις μα­νά­δες –
να μην ξε­χω­ρί­ζει κα­νέ­να απ’ τα μι­κρά αγ­γε­λού­δια,
μό­λις να θυ­μά­ται ποιο εί­ναι ποιο.

Στη χρυ­σή επέ­τειο του γά­μου τους, αυ­τήν
                         την επί­ση­μη μέ­ρα,
ένα πε­ρι­στέ­ρι που το βλέ­πουν να εί­ναι το ίδιο
                         στά­θη­κε στο πα­ρά­θυ­ρο.

[Μια ποι­η­τι­κή δια­δρο­μή, Με­τά­φρα­ση-Σχό­λια-Επί­με­τρο: Βα­σί­λης Κα­ρα­βί­της, Σο­κό­λης, σ. 45-46 / Κραυ­γά­ζο­ντας στον Γέ­τι (κα­τά την μτ­φρ. Κα­ρα­βί­τη), 1957]


Γέ­λιο

—Την κο­πε­λί­τσα που ήμου­να κά­πο­τε—
την ξέ­ρω, φυ­σι­κά.
Έχω λί­γες φω­το­γρα­φί­ες
απ’ τη σύ­ντο­μη ζωή της.
Νιώ­θω μια κε­φά­τη συ­μπό­νια
για κά­ποια στι­χά­κια μου.
Θυ­μά­μαι λί­γα πε­ρι­στα­τι­κά.

Όμως
για να κά­νω τον άν­δρα
που βρί­σκε­ται τώ­ρα μα­ζί μου να γε­λά­σει
και να μ’ αγκα­λιά­σει,
ανα­κα­λώ μό­νο μια μι­κρή ιστο­ρία:
τον παι­δι­κό έρω­τα
αυ­τής της άσχη­μης κο­πε­λί­τσας.

Δι­η­γού­μαι
την αγά­πη της για έναν φοι­τη­τή
δη­λα­δή πό­σο λα­χτα­ρού­σε
να την προ­σέ­ξει.

Δι­η­γού­μαι
πώς έτρε­ξε να τον συ­να­ντή­σει
μ’ έναν επί­δε­σμο γύ­ρω απ’ το αλώ­βη­το κε­φά­λι της
έτσι που θα ρω­τού­σε –ω– του­λά­χι­στον
τι σου συ­νέ­βη;

Μια αστεία κο­πε­λί­τσα.
Πώς θα μπο­ρού­σε να ξέ­ρει
ότι ακό­μα κι η από­γνω­ση εί­ναι κερ­δο­φό­ρα
αν από μια κα­λή τύ­χη
χρειά­στη­κες να ζή­σεις λί­γο πα­ρα­πά­νω.

Θα της έδι­να λε­φτά για ένα γλυ­κό.
Θα της έδι­να λε­φτά για μια ται­νία.
Φύ­γε λοι­πόν τώ­ρα, έχω δου­λειά.

Όμως εσύ, κο­πε­λί­τσα, βλέ­πεις
πως έχει σβή­σει το φως.
Κα­τα­λα­βαί­νεις μάλ­λον
πως έκλει­σε η πόρ­τα.
Μην τρα­βάς το μά­ντα­λο —
ο άν­δρας που γέ­λα­σε μ’ αυ­τά,
που μ’ αγκά­λια­σε,
δεν εί­ναι ο δι­κός σου ο φοι­τη­τής.

Κα­λύ­τε­ρα να επι­στρέ­ψεις
εκεί απ’ όπου ήρ­θες.
Δεν σου χρω­στάω τί­πο­τα,
εί­μαι μια γυ­ναι­κού­λα
που ξέ­ρει μό­νο
πό­τε
να προ­δί­νει τα μυ­στι­κά μιας άλ­λης.

Μη μας κοι­τά­ζεις έτσι
μ’ εκεί­να τα δι­κά σου μά­τια
ορ­θά­νοι­χτα
σαν τα μά­τια των νε­κρών.

[Μια ποι­η­τι­κή δια­δρο­μή, Με­τά­φρα­ση-Σχό­λια-Επί­με­τρο: Βα­σί­λης Κα­ρα­βί­της, Σο­κό­λης, σ. 55-56 / Κραυ­γά­ζο­ντας στον Γέ­τι (κα­τά την μτ­φρ. Κα­ρα­βί­τη), 1957]

Για κά­θε εν­δε­χό­με­νο

Θα μπο­ρού­σε να έχει συμ­βεί.
Έπρε­πε να συμ­βεί.
Συ­νέ­βη νω­ρί­τε­ρα. Αρ­γό­τε­ρα.
Πιο κο­ντά. Μα­κρύ­τε­ρα.
Δεν συ­νέ­βη όμως σε σέ­να.

Επέ­ζη­σες για­τί έτυ­χες ο πρώ­τος.
Επέ­ζη­σες για­τί έτυ­χες ο τε­λευ­ταί­ος.
Για­τί ήσου­να μό­νος. Για­τί υπήρ­χαν άν­θρω­ποι.
Για­τί έστρι­ψες αρι­στε­ρά. Για­τί έστρι­ψες δε­ξιά.
Για­τί έπε­φτε βρο­χή. Για­τί έπε­φτε μια σκιά.
Για­τί επι­κρα­τού­σε ηλιό­λου­στος και­ρός.

Για κα­λή σου τύ­χη υπήρ­χε εκεί ένα δά­σος.
Για κα­λή σου τύ­χη δεν υπήρ­χαν δέ­ντρα.
Για κα­λή σου τύ­χη υπήρ­χε μια κου­πα­στή.
Ένας γάν­τζος, ένα δο­κά­ρι, ένα φρέ­νο, μια κορ­νί­ζα,
ένας κό­μπος, ένα χι­λιο­στό­με­τρο, ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο.
Για κα­λή σου τύ­χη ένα άχυ­ρο επέ­πλεε στο νε­ρό.

Χά­ρη στο, επει­δή, μο­λο­νό­τι, πα­ρά το γε­γο­νός.
Τι θα εί­χε συμ­βεί αν με­σο­λα­βού­σε
ένα χέ­ρι, ένα πό­δι, μό­λις μια ίν­τσα από­στα­ση,
μό­λις μι­σή τρί­χα διά­στη­μα
από σκέ­τη σύμ­πτω­ση;

Λοι­πόν, εί­σαι τώ­ρα εδώ; Ακό­μα με την
                         αί­σθη­ση του ιλίγ­γου;
Το δί­χτυ εί­χε μια τό­ση δα τρύ­πα κι εσύ
                         κα­τά­φε­ρες με­σ’ απ’ αυ­τή να ξε­γλι­στρή­σεις;
Δεν έχει τέ­λος ο θαυ­μα­σμός, η σιω­πή μου.
Άκου
πό­σο γρή­γο­ρα χτυ­πά­ει η καρ­διά σου μέ­σα μου.

[Μια ποι­η­τι­κή δια­δρο­μή, Με­τά­φρα­ση-Σχό­λια-Επί­με­τρο: Βα­σί­λης Κα­ρα­βί­της, Σο­κό­λης, σ. 71 / Κραυ­γά­ζο­ντας στον Γέ­τι (κα­τά την μτ­φρ. Κα­ρα­βί­τη), 1957]


Ψαλ­μός

Ω, πό­σο φυ­ρά εί­ν’ τα σύ­νο­ρα στ’ αν­θρώ­πι­να τα κρά­τη!
Πό­σα και πό­σα νέ­φια πά­νω τους δεν κυ­λού­νε ατι­μώ­ρη­τα,
πό­ση και πό­ση άμ­μος της ερή­μου δε χώ­νε­ται από τη μια τη χώ­ρα μες στην άλ­λη,
πό­σα χα­λί­κια του βου­νού δε ρο­βο­λούν στα ξέ­να χτή­μα­τα
χο­ρεύ­ο­ντας μ’ αψη­φι­σιά!

Μή­πως θα πρέ­πει εδώ να ξε­χω­ρί­σω το πώς πε­τά το ’να που­λί και τ’ άλ­λο
ή πώς κα­θί­ζει πά­νω στον έρη­μο το φρά­χτη;
Κι ας εί­ναι έστω ένα σπουρ­γί­τι — χα, η ου­ρά του εί­ν’ όμο­ρη,
αν και το ράμ­φος του εί­ναι ντό­πιο. Κι εκτός αυ­τού — δες, ανα­φου­φου­λιά­ζει!

Απ’ τ’ ανα­ρίθ­μη­τα τα έντο­μα θα μεί­νω στο μερ­μή­γκι,
που ανά­με­σα στη ζερ­βή και τη δε­ξιά την μπό­τα του φρου­ρού
στο ερώ­τη­μα «πού­θ’ έρ­χε­σαι; — πού πας;» — απά­ντη­ση κα­μιά δε γνοιά­ζε­ται να δώ­σει.

Αχ, νά ’βλε­πες με­μιάς το κα­θε­τί σ’ ολό­κλη­ρη αυ­τή την ατα­ξία,
σ΄ όλες ετού­τες τις στε­ριές!
Για­τί, μή­πως κι η αγριο­μυρ­τιά απ’ την αντί­πε­ρα την όχθη
δε φέρ­νει μέ­σ’ απ’ το ρέ­μα, στα κλε­φτά, το μυ­ριο­στό της φυλ­λα­ρά­κι;
Μα κι η σου­πιά, με ξι­πα­σμέ­να πλο­κά­μια μα­κριά
δεν μπαί­νει ετσι­θε­λι­κά στην άγια πε­ριο­χή των χω­ρι­κών υδά­των;

Για ποια τά­ξη άρα­γε μπο­ρεί να μι­λά κα­νείς,
αφού μή­τ’ ένα άστρο δε γί­νε­ται να πα­ρα­με­ρι­στεί,
ώστε να μά­θου­με ποιο τε­λι­κά φω­τί­ζει τ΄ άλ­λο;

Μα και το άπλω­μα το μεμ­πτό της κα­τα­χνιάς!
Κι ο κουρ­νια­χτός της στέ­πας που χύ­νε­ται σ΄ όλο τον ορί­ζο­ντα
λες και δεν εί­ναι κά­τι πα­ρα­κα­τια­νό!
Και το ξε­δί­πλω­μα κά­θε φω­νής στα κύ­μα­τα τα υπά­κουα του ανέ­μου:
σκου­ξί­μα­τα πα­ρα­κλη­τι­κά και ψί­θυ­ροι σπου­δαί­οι.

Μο­νά­χα κα­θε­τί αν­θρώ­πι­νο μπο­ρεί να ’ναι για μας πράγ­μα­τι ξέ­νο.
Τα υπό­λοι­πα εί­ναι ρου­μά­νια π’ ανα­δεύ­ο­νται, μό­χθος του τυ­φλο­πό­ντι­κα και ανε­μο­συρ­μές.

[Με­τα­φρα­σμέ­νο από τον Δη­μή­τρη Χου­λια­ρά­κη, για το πα­ρόν Αφιέ­ρω­μα / Με­γά­λος αριθ­μός, 1976]


Η ζωή εδώ και τώ­ρα

Η ζωή εδώ και τώ­ρα.
Πα­ρά­στα­ση δί­χως πρό­βα.
Σώ­μα δί­χως δο­κι­μή.
Κε­φά­λι δί­χως πε­ρί­σκε­ψη.

Δεν ξέ­ρω το ρό­λο που παί­ζω.
Ξέ­ρω μό­νο ότι εί­ναι δι­κός μου, δεν ανταλ­λάσ­σε­ται.

Την υπό­θε­ση του έρ­γου
πρέ­πει να την μα­ντεύω κα­τευ­θεί­αν στη σκη­νή.

Μί­ζε­ρα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη για την τι­μή της ζω­ής,
με­τά βί­ας αντέ­χω τον επι­βε­βλη­μέ­νο ρυθ­μό της δρά­σης.
Αυ­το­σχε­διά­ζω, πα­ρό­τι σι­χαί­νο­μαι τους αυ­το­σχε­δια­σμούς.
Σε κά­θε βή­μα σκο­ντά­φτω στην άγνοια των πραγ­μά­των.
Οι τρό­ποι μου απο­πνέ­ουν επαρ­χιώ­τι­κη αύ­ρα.
Τα έν­στι­κτά μου ερα­σι­τε­χνι­κά.
Το τρακ όσο με δι­καιο­λο­γεί άλ­λο τό­σο με τα­πει­νώ­νει.
Τα ελα­φρυ­ντι­κά πε­ρι­στα­τι­κά μού πέ­φτουν βα­ριά.

Λέ­ξεις και ανα­κλα­στι­κά που δεν μπο­ρείς να τα πά­ρεις πί­σω,
μη κα­τα­με­τρη­μέ­να ως το τέ­λος άστρα,
χα­ρα­κτή­ρας σαν βια­στι­κά κου­μπω­μέ­νο παλ­τό —
ιδού οι θλι­βε­ρές συ­νέ­πειες όλης αυ­τής της βια­σύ­νης.

Του­λά­χι­στον να μπο­ρού­σα να προ­βά­ρω μια Τε­τάρ­τη εκ των προ­τέ­ρων,
ή έστω μια Πέμ­πτη να την επα­να­λά­βω ακό­μη μια φο­ρά!
Ενώ έρ­χε­ται ήδη η Πα­ρα­σκευή, με ένα άγνω­στο σ’ εμέ­να σε­νά­ριο.
Εί­ναι δί­καιο αυ­τό; — ρω­τώ.
(με μια βρα­χνά­δα στη φω­νή,
για­τί δεν μ’ άφη­σαν καν να ξε­ρο­βή­ξω στα πα­ρα­σκή­νια).

Απα­τη­λή εί­ναι η σκέ­ψη ότι πρό­κει­ται μό­νο για μια βια­στι­κή εξέ­τα­ση
την οποία δί­νω σε έναν πρό­χει­ρο χώ­ρο. Όχι.
Στέ­κο­μαι στη μέ­ση της σκη­νής και βλέ­πω πό­σο γε­ρή εί­ναι.
Με εντυ­πω­σιά­ζει η ακρί­βεια όλου του σκη­νι­κού δια­κό­σμου.
Η μη­χα­νή πε­ρι­στρο­φής δου­λεύ­ει εδώ και πο­λύ και­ρό.
Έχουν ανά­ψει ακό­μη και τα πιο μα­κρι­νά νε­φε­λώ­μα­τα.
Ω, δεν αμ­φι­βάλ­λω πως αυ­τό εδώ εί­ναι η πρε­μιέ­ρα.
Και ό,τι και να πρά­ξω
θα με­του­σιω­θεί για πά­ντα σ’ αυ­τό που έχω πρά­ξει.

[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 138-139 / Με­γά­λος αριθ­μός, 1976]


Γά­τα σε άδειο δια­μέ­ρι­σμα

Να πε­θά­νεις — αυ­τό δεν μπο­ρείς να το κά­νεις σε μια γά­τα.
Για­τί τι να κά­νει η γά­τα
σ’ ένα άδειο δια­μέ­ρι­σμα;
Να σκαρ­φα­λώ­νει στους τοί­χους;
Να τρί­βε­ται ανά­με­σα στα έπι­πλα;
Τά­χα μου τί­πο­τα δεν έχει αλ­λά­ξει εδώ
κι όμως όλα εί­ναι αλ­λιώς.
Τά­χα μου τί­πο­τα δεν με­τα­κι­νή­θη­κε
κι όμως ο χώ­ρος ανοί­χθη­κε.
Και τα βρά­δια η λά­μπα δεν φω­τί­ζει πια.

Ακού­γο­νται βή­μα­τα στις σκά­λες,
δεν εί­ναι όμως τα ίδια.
Το χέ­ρι που βά­ζει το ψά­ρι στο πια­τά­κι,
ού­τε αυ­τό εί­ναι το ίδιο.

Κά­τι δεν αρ­χί­ζει εδώ
τη συ­νη­θι­σμέ­νη ώρα.
Κά­τι δεν γί­νε­ται εδώ
όπως θα έπρε­πε.
Κά­ποιος εδώ ήταν, και ήταν,
έπει­τα απρό­σμε­να εξα­φα­νί­στη­κε
και πει­σμα­τι­κά απου­σιά­ζει.
Όλα τα ντου­λά­πια έχουν εξε­ρευ­νη­θεί.
Όλα τα ρά­φια έχουν πα­τη­θεί.
Η εξέ­τα­ση κά­τω απ’ το χα­λί έχει ολο­κλη­ρω­θεί.
Ακό­μη και η απα­γό­ρευ­ση δεν τη­ρή­θη­κε
κι όλα τα χαρ­τιά έχουν δια­σκορ­πι­στεί.
Τι άλ­λο μέ­νει να κά­νου­με;
Ύπνος και ανα­μο­νή.

Ας γυ­ρί­σει μό­νο,
ας ξα­να­φα­νεί.
Θα μά­θει τό­τε
πως με την γά­τα δεν μπο­ρείς να κά­νεις έτσι.
Το βά­δι­σμα προς αυ­τόν
θα γί­νει με προ­σποι­η­τή απρο­θυ­μία,
σι­γά σι­γά,
στα πο­λύ προ­σβε­βλη­μέ­να πο­δα­ρά­κια.
Και κα­νέ­να πη­δη­μα­τά­κι, κα­νέ­να νιά­ου, έστω στην αρ­χή.

[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 138-139 / Τέ­λος και αρ­χή, 1993]

Τρεις λέ­ξεις πιο πα­ρά­ξε­νες

Όταν προ­φέ­ρω τη λέ­ξη Μέλ­λον,
η πρώ­τη συλ­λα­βή ήδη χά­νε­ται στο πα­ρελ­θόν.

Όταν προ­φέ­ρω τη λέ­ξη Σιω­πή,
την κα­τα­στρέ­φω.

Όταν προ­φέ­ρω τη λέ­ξη Τί­πο­τα,
δη­μιουρ­γώ κά­τι που δεν χω­ρά σε κα­μία ανυ­παρ­ξία.

[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 187 / Στιγ­μή, 2002]



Μια συ­νέ­ντευ­ξη με την Άτρο­πο

Η κυ­ρία Άτρο­πος;

Σω­στά, εγώ εί­μαι.

Από τις τρεις κό­ρες της Ανά­γκης
έχε­τε στον κό­σμο τη χει­ρό­τε­ρη φή­μη.

Με­γά­λη υπερ­βο­λή, κα­λή μου ποι­ή­τρια.
Η Κλω­θώ κλώ­θει το νή­μα της ζω­ής,
αλ­λά το νή­μα αυ­τό εί­ναι λε­πτό
κι εύ­κο­λα κό­βε­ται.
Η Λά­χε­σις με το ρα­βδί της ορί­ζει το μά­κρος του.
Αυ­τές δεν εί­ναι δα και αγ­γε­λού­δια.

Και όμως, στα δι­κά σας χέ­ρια βρί­σκε­ται το ψα­λί­δι.

Αφού το έχω το χρη­σι­μο­ποιώ.

Βλέ­πω πως ακό­μη και τώ­ρα, κα­θώς μι­λά­με…

Εί­μαι ερ­γα­σιο­μα­νής, τέ­τοια εί­ναι η φύ­ση μου.

Δεν αι­σθά­νε­στε κού­ρα­ση, πλή­ξη
ή έστω νύ­στα τη νύ­χτα; Όχι; Στ’ αλή­θεια όχι;
Χω­ρίς άδειες, Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα, γιορ­τές
ή του­λά­χι­στον σύ­ντο­μα δια­λείμ­μα­τα για τσι­γά­ρο;

Θα έμε­ναν εκ­κρε­μό­τη­τες κι αυ­τό δεν μου αρέ­σει.

Αδια­νό­η­τος ζή­λος.
Κι από που­θε­νά εν­δεί­ξεις ανα­γνώ­ρι­σης,
δια­κρί­σεις, έπαι­νοι, βρα­βεία, με­τάλ­λια;
Έστω δι­πλώ­μα­τα σε κορ­νί­ζες;

Όπως στα κομ­μω­τή­ρια; Ευ­χα­ρι­στώ δεν θα πά­ρω.

Κά­ποιος σας βοη­θά­ει; Εάν ναι, τό­τε ποιος;

Ωραίο πα­ρά­δο­ξο – εσείς οι θνη­τοί φυ­σι­κά.
Κά­θε λο­γής δι­κτά­το­ρες, άπει­ροι φα­να­τι­κοί.
Αν και δεν χρειά­ζε­ται να τους σπρώ­χνω.
Μό­νοι τους σπεύ­δουν στο έρ­γο.

Σί­γου­ρα σας δί­νουν χα­ρά και οι πό­λε­μοι,
εί­ναι ση­μα­ντι­κό χέ­ρι βο­ή­θειας για εσάς.

Χα­ρά; Δεν γνω­ρί­ζω τέ­τοιο συ­ναί­σθη­μα.
Και δεν εί­μαι εγώ που τους προ­κα­λώ,
δεν εί­μαι εγώ που κα­θο­ρί­ζω την πο­ρεία τους.
Ωστό­σο το πα­ρα­δέ­χο­μαι: κυ­ρί­ως χά­ρη σ’ αυ­τούς
δεν μέ­νω πο­τέ πί­σω.

Δεν λυ­πά­στε τα νή­μα­τα που εί­ναι πο­λύ κο­ντά κομ­μέ­να;

Πο­λύ κο­ντά, λι­γό­τε­ρα κο­ντά –
αυ­τό έχει δια­φο­ρά μό­νο για εσάς.

Και αν κά­ποιος πιο ισχυ­ρός ήθε­λε να σας ξε­φορ­τω­θεί
Και προ­σπα­θού­σε να σας βγά­λει στη σύ­ντα­ξη;

Δεν κα­τά­λα­βα. Γί­νε σα­φέ­στε­ρη.

Θα το δια­τυ­πώ­σω αλ­λιώς: έχε­τε Προϊ­στά­με­νο;

…Επό­με­νη ερώ­τη­ση πα­ρα­κα­λώ.

Δεν έχω άλ­λες ερω­τή­σεις.

Ε, τό­τε χαι­ρε­τώ.

Ή για να το θέ­σω πιο συ­γκε­κρι­μέ­να…

Ξέ­ρω, ξέ­ρω. Αντίο.

[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 209-211 / Άνω και κά­τω τε­λεία, 2005]


Σκέ­ψεις που με ζώ­νουν σε πο­λυ­σύ­χνα­στους δρό­μους

Πρό­σω­πα.
Δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια πρό­σω­πα στην επι­φά­νεια της Γης.
Κά­θε ένα δια­φο­ρε­τι­κό, λέ­νε,
απ’ αυ­τά που υπήρ­χαν και θα υπάρ­ξουν.
Αλ­λά η Φύ­ση –ποιος την ξέ­ρει –
κου­ρα­σμέ­νη ίσως απ’ την αδιά­κο­πη ερ­γα­σία της,
επα­να­λαμ­βά­νει πα­λαιό­τε­ρες ιδέ­ες
και μας στο­λί­ζει με πρό­σω­πα
ήδη κά­πο­τε φο­ρε­μέ­να.

Μπο­ρεί να σε προ­σπερ­νά ο Αρ­χι­μή­δης με τζιν,
η Με­γά­λη Αι­κα­τε­ρί­νη ντυ­μέ­νη με ρού­χα από ξε­πού­λη­μα,
κά­ποιος φα­ραώ με χαρ­το­φύ­λα­κα και γυα­λιά.

Η χή­ρα ενός ξυ­πό­λυ­του τσα­γκά­ρη
από την πο­λύ μι­κρή ακό­μα Βαρ­σο­βία,
ο μά­στο­ρας από το σπή­λαιο της Αλ­τα­μί­ρα
που πά­ει τα εγ­γό­νια του στον ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο,
ένας μαλ­λια­ρός Βάν­δα­λος στο δρό­μο για το μου­σείο,
να θαυ­μά­σει λί­γο τα εκ­θέ­μα­τα.

Κά­ποιοι πε­σό­ντες δια­κό­σιους αιώ­νες πριν,
πέ­ντε αιώ­νες πριν
και μι­σό αιώ­να πριν.

Κά­ποιος που πέ­ρα­σε από δω μέ­σα σε χρυ­σή άμα­ξα,
κά­ποιος άλ­λος μέ­σα σε βα­γό­νι εξό­ντω­σης.

Ο Μο­ντε­ζού­μα, ο Κομ­φού­κιος, ο Να­βου­χο­δο­νό­σορ,
οι ντα­ντά­δες τους, οι πλύ­στρες τους και η Σε­μί­ρα­μις
που μι­λά μό­νο αγ­γλι­κά.

Δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια πρό­σω­πα στην επι­φά­νεια της Γης.

Πρό­σω­πο δι­κό σου, δι­κό μου, ποια­νού –
δεν θα το μά­θεις πο­τέ.
Ίσως η Φύ­ση πρέ­πει να μας εξα­πα­τά,
και για να προ­φτά­σει, για να κα­λύ­ψει τη ζή­τη­ση,
αρ­χί­ζει να ψα­ρεύ­ει ό,τι εί­ναι βυ­θι­σμέ­νο
στον κα­θρέ­φτη της λή­θης.

[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 224-225 / Εδώ, 2009]


Πα­λά­μη

Εί­κο­σι επτά οστά,
τριά­ντα πέ­ντε μύ­ες,
πε­ρί­που δύο χι­λιά­δες νευ­ρι­κά κύτ­τα­ρα
σε κά­θε άκρη των πέ­ντε δα­χτύ­λων μας.
Εί­ναι απο­λύ­τως αρ­κε­τό
για να γρα­φτεί το Mein Kampf
ή το Γού­ι­νι το αρ­κου­δά­κι.


[Η ζωή εδώ και τώ­ρα, Με­τά­φρα­ση-Ει­σα­γω­γή: Μπε­ά­τα Ζουλ­κιέ­βιτς, Κα­στα­νιώ­της 2021, σ. 236 / Αρ­κε­τά, 2012]


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: