Ανήκοντας στη γνωστή ως «Πολωνική σχολή της ποίησης» μαζί με τον Τσέσλαβ Μίλος, τον Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ και τον Ταντέους Ρουζέβιτς η Σιμπόρσκα με γραφή που κινείται διαρκώς στην κόψη του καθημερινού και του αιφνίδια αποκαλυπτόμενου συνεργάζεται με την παραδοξότητα, προκειμένου μέσα από ένα πλήθος αντιστικτικών μεταφορών και πολλαπλών γλωσσικών μεταμορφώσεων να κατορθώσει τη σύμπραξη του απέριττου με το απόλυτα ελεγχόμενο λυρικό.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδίδει το διττό της πρόσληψης του νοήματος, καθώς ακροβατεί ανάμεσα στην κυριολεξία και στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης.
Ο κόσμος λοιπόν για τη γραφή της Σιμπόρσκα διαστέλλεται και μεταμορφώνεται καθώς υποσκελίζει την παροντική του υπόσταση και, επιτρέποντας στους μύθους του παρελθόντος να συνεργαστούν και να επανανοηματοδοτήσουν το παρόν, γράφει σε μια διαρκή ώσμωση μαζί τους. Τα πάντα κατέχουν ρόλο εφαλτηρίου, βατήρα και αφορμής. Μια ασήμαντη παρατήρηση καίρια μες στη φαινομενική απλότητά της τής δίνει τη δυνατότητα να διαστείλει το σημαινόμενο και με τρόπο λιτό να φανερώσει νέες προοπτικές. Τίποτα δεν είναι λίγο και μικρό, άψυχο και ευκαταφρόνητο, όλα αποθεώνονται σε έναν συγκερασμό θραυσματικής φαντασμαγορίας που ωστόσο κατορθώνει τη συνένωση. Καθετί αποσπασμένο και λειψό μετέχει στο πλήρες του μυστηρίου και τότε όλα τα πλάγια σχόλια της ματιάς της γίνονται δικής μας ματιάς αποκαλύψεις, κάτι που φέρνει μιαν ιδιαίτερη δικαιοσύνη για όλα τα αγνοημένα και χαμηλόφωνα. Το αναπάντεχο του ειρωνικού βλέμματός της αποσκοπεί σε μιαν άλλου τύπου αφύπνιση και έναν ιδιότυπης ευαισθησίας ανθρωπισμό με συνείδηση οικολογική και θα λέγαμε πολιτική αν και η ίδια θεωρούσε τα ποιήματά της «αυστηρά μη πολιτικά».
Είμαστε παιδιά της εποχής,/ η εποχή είναι πολιτική.// […] Θες δεν θες,/ τα γονίδιά σου έχουν πολιτικό παρελθόν,/ το δέρμα σου πολιτική χροιά,/ τα μάτια σου πολιτική αντίληψη.// Ό,τι λες έχει απόηχο,/ ό,τι αποσιωπάς έχει έκφραση/ ούτως ή άλλως πολιτική.// Τα απολιτικά ποιήματα είναι κι αυτά πολιτικά, / ενώ εκεί ψηλά λάμπει η σελήνη […] «Παιδιά της εποχής»[1]
Ωστόσο, η ματιά της στον κόσμο και την ένταση των συμφορών του έχει μια τάση αποφόρτισης, ώστε η μοίρα και τα σκότη της να μην καταβάλλουν την ύπαρξη.
«Δανείζομαι λέξεις που βαραίνουν από πάθος και μετά προσπαθώ να τις κάνω να δείχνουν ελαφρές». Κι όμως δεν είναι η ειρωνεία και το λεπτό χιούμορ ούτε η εσκεμμένα λοξή της ματιά στον κόσμο αλλά η κατοπτρική σχέση της με τα έμψυχα και τα άψυχα. Η αίσθηση από την ανάγνωση των ποιημάτων της παραπέμπει σε επιφάνεια πολλαπλών κατόπτρων που διαδοχικά εμφανίζουν και αλληλοσυμπληρώνουν την εικόνα στην πλήρη και διαρκώς ανανεούμενη μορφή της, μια διαδικασία ολοένα και βαθύτερης εξόρυξης ή «αποκρομμύωσης», όπως είχε αναφέρει στο «Credo» ο Καρούζος. Ένα επίμονο ξεφλούδισμα της πάνω πάνω επιφάνειας, προκειμένου να αποκαλυφθεί ο τραγικός πυρήνας που μας διαφεύγει.
Το πρώτο επίπεδο της πρόσληψης, η κατανόησή του και στη συνέχεια η ολοσχερής ανατροπή σε ένα αναποδογύρισμα που περιγελά τον χρόνο και εξισώνει τον μύθο και τη μεταφορά με την ατομική και τη συλλογική περίπτωση επιτυγχάνουν την έκπληξη, καθώς ο αναγνώστης από εξωτερικός παρατηρητής βρίσκεται απόλυτα εμπλεκόμενος.
Για μένα η πιο σημαντική πράξη στην τραγωδία είναι η έκτη:
η ανάσταση των νεκρών από τα πεδία της μάχης επί της σκηνής,
το ίσιωμα των περουκών και των φαντεζί ενδυμάτων,
η αφαίρεση των μαχαιριών από τα στήθη,
το ξεκρέμασμα των θηλιών απ’ τους λαιμούς,
η στοίχιση ανάμεσα στους ζωντανούς,
με πρόσωπο προς το κοινό.
[…] Οι υποκλίσεις ανά ζεύγη:
η εξαλλοσύνη απλώνει χέρι στην πραότητα,
το θύμα μακάρια κοιτάει στα μάτια το δήμιο,
ο επαναστάτης συγκαταβατικά βαδίζει δίπλα στον τύραννο.
[…]Η είσοδος στη σειρά αυτών που έχουν πεθάνει πολύ πριν,
στην τρίτη πράξη, στην τέταρτη και ανάμεσα στις πράξεις.
Η σαν από θαύμα επιστροφή των χωρίς ίχνη χαμένων.[…]
«Εντυπώσεις από το θέατρο»
Η σύντμηση πράξης και χρονικής ακολουθίας που παραπέμπει σε ένα γρήγορο flash back ή αλλιώς μια πορεία αντιστροφής από το τέλος στην αρχή απαντάται και στο ποίημα «Έρωτας με την πρώτη ματιά»
[…] Νομίζουν πως αφού δεν γνωρίζονταν από πριν/ ποτέ τίποτα μεταξύ τους δεν είχε συμβεί. / Τι λένε όμως γι’ αυτό οι δρόμοι, οι σκάλες, οι διάδρομοι,/ όπου από καιρό μπορεί να προσπερνούσαν ο ένας τον άλλον; // […] Υπήρχαν πόμολα και κουδούνια /πάνω στα οποία από παλιά / το ένα άγγιγμα σκέπαζε το άλλο. […] Στο κάτω κάτω κάθε αρχή / δεν είναι παρά μόνο η συνέχεια /και το βιβλίο των συμβάντων / μένει πάντα ανοιχτό στη μέση.
Στο ποίημα «Ανακάλυψη» ανακινεί και ανατρέπει την αναμενόμενη τάξη των πραγμάτων, χλευάζει τα κοινώς αποδεκτά και τασσόμενη στην πλευρά της ήττας και των ηττημένων αντιτίθεται σε έναν ολόκληρο κόσμο που παρακινεί για ολοένα και περισσότερη δράση. Γράφει:
[…] Πιστεύω στην ωχρότητα του προσώπου του,/ στη ναυτία του, στον κρύο ιδρώτα των χειλιών του./ […] Πιστεύω στο αρνούμενο τη συμμετοχή χέρι,/ πιστεύω στην κατεστραμμένη καριέρα,/ πιστεύω στον ναυαγισμένο κόπο πολλών ετών./ Πιστεύω στο παρμένο στον τάφο μυστικό. // Τα λόγια αυτά αιωρούνται για μένα πέρα από κανόνες. / Δεν ψάχνουν στήριγμα σε κανενός είδους παραδείγματα./ Η πίστη μου είναι δυνατή, τυφλή και δίχως θεμέλια.
Το αναποδογύρισμα ή αλλιώς η σύνθεση, η αποσύνθεση και η ανασύνθεση είναι ο τρόπος της, ώστε να σημάνει έναν μίνι συναγερμό στην αμεριμνησία μας. Ένας κόσμος ολόκληρος που διαφεύγει της προσοχής μας γίνεται ορατός και μέσα από την απέριττη παρουσίαση της αγωνίας του θίγεται όλη η υπαρξιακή αναζήτηση που τυλίγει στον ιστό της το ον που φοβάται τον θάνατο και γι’ αυτό ερωτεύεται, που έχει απομακρυνθεί από την αλήθεια των σιωπηλών πραγμάτων και αναζητά την απάντηση έξω από το Μυστικό.
Με λόγο που υπονομεύει τα αυτονόητα και τα κοινώς αποδεκτά θέτει υπό αμφισβήτηση τις βεβαιότητες χρόνων και μέσα από την αποδόμησή τους δρα παρηγορητικά καθώς ο εμπαιγμός και η ειρωνεία της τονίζουν την ισότητα όλων μας απέναντι στη φθαρτότητα και τον θάνατο.
Δεν καταλαβαίνει από αστεία,/ άστρα, γέφυρες,/ υφαντική, εξόρυξη, γεωργία,/ κατασκευή πλοίων και ψήσιμο κέικ.// Στις συζητήσεις μας για το αύριο/ παρεμβαίνει με την τελευταία του λέξη,/ εκτός θέματος.[…], θα πει στο ποίημα «Για το θάνατο χωρίς υπερβολές», ενώ στο ποίημα «Χίλιες δυο χαρές» παρουσιάζει τη δεινή θέση του αφελούς όντος με έναν στίχο απόλυτης δραματικότητας παρ’ όλη τη φαινομενική ειρωνεία του: Του ήρθε η όρεξη για ευτυχία,/ του ήρθε η όρεξη για αλήθεια,/ του ήρθε η όρεξη για αιωνιότητα-/ κοιτάξτε τον![…]
Ο σαρκασμός ως τρόπος θέασης της δεινής μοίρας μας, ως άμυνα απέναντι στην εκ προοιμίου χαμένη παρτίδα στην οποία παίζουμε δεν περιορίζεται στον άλλον και στη ζωή ευρύτερα αλλά στρέφοντας τον προβολέα και στην προσωπική της περίπτωση γράφει στο αυτοσαρκαστικό ποίημα «Επιτύμβιο»:
Εδώ κείτεται παλιομοδίτικη σαν υποστιγμή/ η συγγραφέας μερικών στροφών. Σε τούτη τη γη / αναπαύεται εν ειρήνη, παρότι το πτώμα / δεν ανήκε ποτέ σ’ ένα λογοτεχνικό σώμα./ Και τίποτα καλύτερο στον τάφο της δεν θα βρεις,/ μόνον αυτά τα στιχάκια, μια γλαύκα κι άγρια βάτα./ Διαβάτη, το κουμπί του ηλεκτρονικού μυαλού σου πάτα,/ τη μοίρα της Σιμπόρσκα δυο λεπτά να συλλογιστείς.
Ωστόσο, το πλέγμα των φιλοσοφικών και υπαρξιακών της διαπιστώσεων δεν εξαντλείται σε περιπτώσεις όπου όντα εξ ορισμού μελλοθάνατα δεν έχουν απολύτως καμία διέξοδο. Ως γνήσια ποιήτρια δημιουργεί τη δυνατότητα του απρόσμενου αντιπερισπασμού, μια δυνατότητα που παρουσιάζει τη ζωή μας με την υπεροχή εκείνης της αθανασίας που εκφεύγει των ορίων του ορατού και διασώζεται στο ελάχιστο και αθέατο μα ωστόσο υπαρκτό, καθώς Δεν υπάρχει ζωή που/ να μην είναι αθάνατη/ έστω και για μια ελάχιστη στιγμή./ Ο θάνατος φτάνει πάντα καθυστερημένος μετά από εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή.
Η γραφή της αποφασίζει να μιλήσει για τα σοβαρά ζητήματα της ύπαρξης και το αδιανόητο του θανάτου αλλά πάντα με μιαν ελαφρότητα, ώστε εξ αντανακλάσεως και όχι ευθέως να θιγεί το αιώνιο παράδοξο τού μη είναι.
Έτσι, λοιπόν, το κενό ως αδιαπραγμάτευτη συμπαγής κατάσταση παρουσιάζεται όχι από τη θέση φιλοσοφικής ποιητικής τοποθέτησης αλλά από την οπτική ενός ζώου που η καθημερινότητά του και η αδιατάρακτη συνέχισή της διακόπτεται, όταν λείψει από το σπίτι εκείνος που το φρόντιζε. Μια αποστασιοποιημένη και ταυτόχρονα σπαρακτική καταγραφή του άδειου, του κενού, ένα απότομο σβήσιμο της εικόνας και της θερμοκρασίας του άλλου υπό το βλέμμα μιας γάτας.
ΓΑΤΑ ΣΕ ΑΔΕΙΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ
Να πεθάνεις – αυτό δεν μπορείς να το κάνεις σε μια γάτα.
Γιατί τι να κάνει η γάτα
σ’ ένα άδειο διαμέρισμα;
Να σκαρφαλώνει στους τοίχους;
Να τρίβεται ανάμεσα στα έπιπλα;
Τάχα μου τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ
κι όμως όλα είναι αλλιώς.
Τάχα μου τίποτα δεν μετακινήθηκε
κι όμως ο χώρος ανοίχθηκε.
Και τα βράδια η λάμπα δεν φωτίζει πια.
Ακούγονται βήματα στις σκάλες,
δεν είναι όμως τα ίδια.
Το χέρι που βάζει το ψάρι στο πιατάκι,
ούτε αυτό είναι το ίδιο.
Κάτι δεν αρχίζει εδώ
τη συνηθισμένη ώρα.
Κάτι δεν γίνεται εδώ
όπως θα έπρεπε.
Κάποιος εδώ ήταν, και ήταν,
έπειτα απρόσμενα εξαφανίστηκε
και πεισματικά απουσιάζει.
Όλα τα ντουλάπια έχουν εξερευνηθεί.
Όλα τα ράφια έχουν πατηθεί.
Η εξέταση κάτω απ’ το χαλί έχει ολοκληρωθεί.
Ακόμη και η απαγόρευση δεν τηρήθηκε
κι όλα τα χαρτιά έχουν διασκορπιστεί.
Τι άλλο μένει να κάνουμε;
Ύπνος και αναμονή.
Ας γυρίσει μόνο,
ας ξαναφανεί.
Θα μάθει τότε
πως με τη γάτα δεν μπορείς να κάνεις έτσι.
Το βάδισμα προς αυτόν
θα γίνει με προσποιητή απροθυμία,
σιγά σιγά,
στα πολύ προσβεβλημένα ποδαράκια.
Και κανένα πηδηματάκι, κανένα νιάου, έστω στην αρχή.
Στην οπτική της Σιμπόρσκα καμία υπερβολή δεν έχει θέση, ενώ μια προσεκτική παρατήρηση στα φαινομενικά μικρά την προσελκύει απαλλαγμένη από εξιδανικεύσεις, πάθη και εξάρσεις ηθικών τοποθετήσεων.
Η τάση της να θίξει φιλοσοφικής υφής θέματα δεν εμπεριέχει κανενός είδους πρόταση και διδακτισμό. Επιλέγει να αφήνει τα διλήμματα να παραμένουν διλήμματα και η επιλογή να είναι ζήτημα ξεχωριστό του καθενός τηρώντας ένα μέτρο θαυμαστό.
Η οικονομία και η ακρίβεια είναι το πλεονέκτημα μιας γραφής που δεν θέλει να εμπλέκεται, γι’ αυτό και αντικαθιστά την προσωπική της άποψη με το βλέμμα όντων που δεν γνωρίζουν τα τεκταινόμενα της ύπαρξής μας, όντων που δεν ανήκουν στο ανθρώπινο βασίλειο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εκτός από το ποίημα που προαναφέρθηκε «Γάτα σε άδειο διαμέρισμα» και το ποίημα «Συνομιλία με την πέτρα»:
[…]
Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Δεν ψάχνω σ’ εσένα καταφύγιο για την αιωνιότητα.
Δεν είμαι δυστυχισμένη.
Δεν είμαι άστεγη.
Ο κόσμος μου είναι άξιος επιστροφής.
Θα μπω και θα βγω με άδεια χέρια.
Και ως απόδειξη πως ήμουν πραγματικά εκε,
δεν θα παρουσιάσω τίποτε άλλο εκτός από λόγια,
τα οποία κανείς δεν θα πιστέψει.
— Δεν θα μπεις, λέει η πέτρα.
Σου λείπει η αίσθηση της συμμετοχής.
Καμιά αίσθηση δεν θα σου υποκαταστήσει την αίσθηση της συμμετοχής.
Ακόμη και η όραση οξυμμένη έως την παντεποπτεία
Άχρηστη εντελώς θα σου είναι χωρίς την αίσθηση της συμμετοχής.
Δεν θα μπεις, έχεις μόλις μια ιδέα αυτής της αίσθησης,
μόλις το φύτρο της, τη φαντασίωσή της.
[…]
Χτυπάω την πόρτα της πέτρας.
— Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
— Δεν έχω πόρτα, λέει η πέτρα.
Στον κόσμο της Σιμπόρσκα όλα πληρούν ένα μέρος των δυνατοτήτων τους και εκείνο που η ίδια επιχειρεί είναι η ελάχιστη διατάραξη των βεβαιοτήτων, η διάνοιξη ενός άγνωστου κόσμου μέσα στον κόσμο.
Άλλωστε, η ίδια θεωρούσε την ποίηση τον πιο σημαντικό τρόπο να διευρυνθούν όλες οι κρυμμένες δυνατότητες της φύσης μας. Μια φύση που δεν βολεύεται με τη θνητότητά της και αναζητά τον φυσικό της χώρο μάταια κάποτε.
Ίσως γι’ αυτό και ταυτιζόταν με τον αφορισμό του Καρλ Σάντμπουργκ για την ποίηση: «Ποίηση είναι το ημερολόγιο ενός θαλάσσιου πλάσματος που ζει στην ξηρά και θα επιθυμούσε να πετά».*
*Από τη στήλη της στην εφημερίδα Λογοτεχνική Ζωή, όπου για χρόνια απαντούσε σε επιστολές απλών αναγνωστών που της έστελναν τα ποιήματά τους. Μια επιλογή αυτών των απαντήσεων, σε μετάφραση Clare Cavanagh, δημοσιεύθηκε στο Poetry Foundation, απ’ όπου και η ελληνική απόδoση από τα αγγλικά: «Στην Ούλα από το Σόποτ»· «Πώς να (και να μη) γράφεις ποίηση», μτφρ. Ιωάννης Αβραμίδης», Νέον Πλανόδιον [ηλεκτρονική μορφή].
______________
Όλα τα ποιήματα είναι από τον τόμο: Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ.: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης 2021.