Αλυχτούν τα όνειρα.
Και σήμερα ο σκύλος, που έτρωγε κουφέτα,
προτιμά να μείνει νηστικός,
παρότι ξύπνησε από τις κραυγές κατ’ όναρ.
Δεν γαβγίζει, όταν πικραίνεται,
αλλά βουβαίνεται,
τον ευχαριστεί το νέκταρ της ελπίδας.
Που ν’ αντέξει της φύσης τόση ομορφιά,
πανδαισία κρεάτων
δεν συνήθισε.
Τον ξαφνιάζει το τίναγμα από τις φυλλωσιές,
όταν άτακτα θροΐζουν στο μυαλό του μέσα.
Συχνά μπερδεύει την πείνα με την όρεξη για γνώση.
Κόκκινο, μπλε, κίτρινο,
ουράνιο τόξο, κουραφέξαλα.
Τον απωθεί η ρουτίνα μα και η λογοκρισία στης γεύσης το αισθητήριο.
Το μπαμπάκι έλιωσε κάτω από τ’ αλέτρι,
έσκασε με κρότο δάκρυα,
τα τύμπανα του σκύλου έσπασαν.
Εύθραυστος.
Πρόσφυγας μέσα στην πατρίδα του την ίδια.
Τούτο το σκυλί μήτε για τροφή, μήτε για εικόνες το στόμα του ανοίγει.
Μόνο γι’ αγκαλιά κουνάει την ουρά του.
Μόνος είναι.
Αλλά περήφανος.
Καντάδες οι συντρόφισσες λύκαινες του ψέλνουν,
μπήγοντας το κοντάρι στο στέρνο του,
ματώνει ο δύσμοιρος,
όχι αίμα,
μα ιδέες, που ακόμη τον κουράζουν.
Τον τσιγκλάνε, μπας και ξυπνήσει.
Παίρνει, βλέπετε, θάρρος από τους ισχυρότερους.
Πού και πού γλυκαίνεται.
Λιπαίνει της ζωής το στράτευμα.
Όμως, καμουφλάρεται εύκολα,
εξημερωμένο πρόβατο συστήνεται.
Δειλιάζει σ’ οχτρούς μπροστά,
μεταβολή,
όταν φόβο νιώσει,
τριγύρω ξάφνου όλα, μαζί και το στιλπνό του τρίχωμα,
με σκληρή θαμπάδα βάφονται.
Τι κονιάκ, τι κουφέτα, τι γλυκόριζα.
Εύκολο είναι τα πικροβάσανα ν’ αλλαξοπιστήσουν;
― Τρέξε, σκυλάκο μου γλυκέ!
― Δεν δύναμαι.