Υγιεινή και καθαριότητα ήταν έννοιες συνυφασμένες για τη μάνα μου. Κάθε μυρωδιά που ανέτρεπε αυτό το αξίωμα τής δημιουργούσε δυσφορία και οργή. Κανείς δεν ξέφευγεˑ ούτε ο σκύλος μας. Παρόλα αυτά ήταν ο μόνος που αντιδρούσε έντονα στις απαιτήσεις της. Ήταν και ο μόνος τον οποίο δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη. Διεκδικούσε το δικαίωμά του να μυρίζει σαν σκύλος και να έχει λίγη βρομιά πάνω του κατ’ επιταγήν της φύσης του. Κάποτε μάλιστα την δάγκωσε όταν προσπάθησε να του πλύνει τα δόντια. Εγώ όμως δεν είχα ποτέ τέτοιο δικαίωμα, πρώτον γιατί δεν είμαι σκύλος και δεύτερον γιατί το πλύσιμο των δοντιών συνδεόταν με την καλή υγεία του σώματος γενικότερα. Ακαταμάχητος ισχυρισμός. «Το να μυρίζει το στόμα σου, εκτός από το ότι μπορεί να υποδηλώνει κάποια αρρώστια, είναι αισχρό! Δεν αντέχεται!», έλεγε. «Πλύσιμο δύο φορές την ημέρα τουλάχιστον»· μόνο τότε ησύχαζε κάπως. Γκρίνιαζα. Βαριόμουν τον σχολαστικισμό. Κάποιες φορές έκλεβα.
Κάποτε ήρθε στην πόλη μας ένα τσίρκο. Ζήτησα με τη δύναμη που ασκούν τα παιδιά στους γονείς να πάμε. Είχε διάφορα ζώα που ήθελα να δω, ανάμεσά τους και καμήλες. Μου είχαν πει ότι ήσαν άσχημες, μύριζαν απαίσια και ήταν εκδικητικές. Αυτή την ευφυία τους θα ήθελα να ζήσω από κοντά.
Η μάνα μου ξεπέρασε τις αναστολές της. Βγάλαμε εισιτήρια και μάλιστα στην πρώτη σειρά. Ο χώρος του τσίρκου μύριζε κοπριά και βρεγμένο χώμα. Δεν με πείραξε καθόλου. Τα ζώα περνούσαν από μπροστά μου περήφανα και αδιάφορα. Εγώ όμως τα μελετούσα. Έστω κι έτσι. Όταν όμως ήρθε η ώρα να βγουν οι καμήλες εκστασιάστηκα· ειδικότερα όταν μία από αυτές, με επιδεξιότητα και κομψό βάδισμα ξέφυγε από τον οδηγό της, με πλησίασε, με κοίταξε με τα υπέροχα μάτια της που τα σκέπαζαν κάτι υπερμεγέθεις βλεφαρίδες και άνοιξε το στόμα της σε μία τεράστια κραυγή που νόμισα ότι θα με κατάπινε. «Ν’ ακούς τη μάνα σου», μού έφτυσε με ό,τι είχε στο στόμα της που μύριζε σαν βόθρος.
Δεν τόλμησα να ξαναπαραπονεθώ ούτε να ξανακλέψω.