Σομόν της σκουριάς

Δωροθέα Τάνινγκ: «Πέρα από παραλιακή», 1940 (Λάδι σε καμβά 74 Χ 36 εκ.)
Δωροθέα Τάνινγκ: «Πέρα από παραλιακή», 1940 (Λάδι σε καμβά 74 Χ 36 εκ.)



Οι γιορτές μ’ αρέσουν μόνο για να της παίρνω δώρα. Κατά τα λοιπά, βρίσκω βαρετή τη διά ζώσης ανταλλαγή ευχών, τα μηνύματα στο κινητό, τις κλήσεις και κάθε τρόπο να ενοχλείται (κυρίως από αγνώστους μου) για εντελώς τυχαίες, άνευ ουδεμιάς σημασίας ημερομηνίες, γενέθλια, ονομαστική εορτή, επετείους. Αγαπημένα μου δώρα είν’ όσα δεν υπάρχουν˙ όσα πρέπει να επινοήσω για αυτήν. Με γοητεύει να φαντάζομαι αντικείμενα που δεν έχει καν σκεφτεί και συχνά ούτε χρειάζεται· λουρί σκύλου (που, παρά την επιμονή μου, δεν έχουμε), χειρόγραφη αφίσα, αυτοσχέδιο καπέλο, παράξενο μπρελόκ. Όταν την πρωτογνώρισα την φόρτωνα με διάφορα τέτοια. Είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι δεν την εντυπωσίαζαν.

Από καιρό πιά, όταν δεν έχω καμιά έμπνευση της προκοπής, πολύ σύνηθες τελευταία, καταφεύγω στα ρούχα. Τριάντα χρόνια μαζί, τα κλείνουμε τον Μάιο, ξέρω τί τής αρέσει. Μετράω μερικές χτυπητές αστοχίες, ωστόσο σε γενικές γραμμές τα πάω καλά. Παλιότερα μια προσφιλής συνήθειά μας ήταν να χαζεύουμε, νύχτα, βιτρίνες στην Πατησίων, από Αγ. Μελετίου έως Κοδριγκτώνος, κι απ’ τις ματιές να μαντεύω επιθυμίες της. Διασκεδάζω, όμως, εξίσου όταν ―σε μοναχικές εξορμήσεις― βρίσκω τι να αγοράσω. Πέρυσι, φερ΄ ειπείν, βρήκα μια υπέροχη μεταξωτή οργάντζα τύπου Ιταλίας, σομόν της σκουριάς (διπλόφαρδη, ένα μάκρος + 45 πόντους για μανίκι). Όταν της την πρόσφερα δεν ξετρελάθηκε. Την βόλεψε, καταχώνιασε ακριβέστερα, διπλωμένη όπως ήταν, στο ισόγειο της ντουλάπας και την κάλυψε με κουβέρτες φλις. «Θα τη ράψω την άνοιξη, να βρω και κάνα πατρόν της προκοπής», είπε μάλλον άκεφη τραβώντας την πόρτα της κουζίνας. «Κλείνω λίγο, για να βάλω τηγάνι…». Είμαι σίγουρος πως πολλά απ’ τα δώρα της, όσα δεν έχουν ήδη πεταχτεί ή δοθεί, είναι τρυπωμένα στην αποθήκη, το πατάρι και διάφορα άλλα άσχετα μέρη. Θα ‘θελα να βρω ευκαιρία να ψάξω όταν δεν θα είναι στο σπίτι, πράγμα δύσκολο.
Φοιτητής ακόμη, είχα δει ένα κατακόκκινο ανάλαφρο τσίτι και πολύ προτού να γνωριστούμε τής το αγόρασα. Το ‘βαλα με προσοχή στην καφετιά πλαστική ντουλάπα και το μετέφερα στο σπίτι όπου μένουμε από τότε όλη μας τη ζωή. Το ταρίχευσα σε μαύρο αδιαφανή σάκο κοστουμιού, το κρέμασα αριστερά στη ντουλάπα και τ’ άφησα εκεί για χρόνια. Δεν της μίλησα ποτέ γι΄ αυτό. Περίμενα να το βρει (ν’ ασφυκτιά στριμωγμένο απ’ τα πανωφόρια μας) και να ρωτήσει. Δεν ξέρω, αν τον πρόσεξε ή της γεννήθηκε ποτέ περιέργεια, τι να ‘ναι αυτός ο σάκος. Γεγονός είναι, ότι δεν είπε κάτι. Ο κύκλος έκλεισε με το θάνατό της, επιλέγοντας χωρίς να το πολυσκεφτώ για την κηδεία, παρά το τσουχτερό μαρτιάτικο κρύο, το βερμιγιόν αεράτο τσίτι. Επέμενα, είν’ αλήθεια και δεν μου χάλασε το χατίρι. Κρυμμένα δώρα, ως τώρα, δεν βρέθηκαν. Μέγα μυστήριο, πού τα ‘χει καταχωνιάσει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: