Περνούσε πολλές ώρες ζωγραφίζοντας πλοία,
με τις νερομπογιές του μεγάλου της αδελφού
πάνω σ’ ένα κιτρινισμένο μπλοκ
που ’χε βρει στο γραφείο του πατέρα
Είχε την ελπίδα πως μια μέρα
θα έφτιαχνε ένα όμορφο, σχεδόν αληθινό πλοίο,
θα πηδούσε μ’ ένα σάλτο μέσα,
θα κρυβόταν στ’ αμπάρι
για να μην την εντοπίσουν οι δικοί της,
θα ταξίδευε
στις ονειρεμένες θάλασσες της μπλε νερομπογιάς,
φορώντας τα ρούχα τής καπετάνισσας
που ’χε ζωγραφίσει με χρυσή νερομπογιά,
θ’ ανακάλυπτε μαγικά νησιά
βαμμένα με πρασινοκόκκινες νερομπογιές,
θα χανόταν στους μακρινούς ορίζοντες
με τις γκριζογάλανες ανταύγειες,
θ’ αντιμετώπιζε πειρατές με μαύρες σημαίες
και δε θα γύριζε ποτέ πίσω στην άχρωμη ζωή της,
μέχρι να καταλάβει ότι τα χρώματα μοιάζουν με τα χρήματα,
σε ξεγελάνε οι αντικατοπτρισμοί τους.