Αν και η αιμορραγία στο δεξί μπράτσο δεν σταματούσε, σηκώθηκε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Ήθελε να δηλώσει την εξαφάνισή της, πριν είναι αργά. Η δυσκολία ήταν ότι είχαν περάσει αρκετές ώρες, ώσπου να καταλάβει ότι η γυναίκα του έλειπε. Πρέπει να έφυγε μόλις τον πήρε ο ύπνος και τώρα είχε αρχίσει να ξημερώνει. Από την Άμεση Δράση του είπαν ότι θα δράσουν άμεσα. Πρώτα του έκαναν διάφορες ερωτήσεις. Όνομα, τηλέφωνο, διεύθυνση. Απάντησε σε όλα. Στις ερωτήσεις Συνάδελφοι και στέκια, φίλοι και εχθροί δεν ήξερε τι να πει. Ζούσαν πάντα μόνοι κλεισμένοι στο σπίτι. Οι δυο τους.
Παρέλειψε να τους πει ότι θα είχε κι αυτή αιμορραγία στο αριστερό μπράτσο, αν και μετάνιωσε, γιατί θα διευκόλυνε τις έρευνες η πληροφορία αυτή. Όμως δεν ήθελε να μιλήσει για την κοινή τους ζωή. Ακόμη δεν είχε καταλάβει και ο ίδιος πώς κατάφεραν να ζήσουν τόσα χρόνια ο ένας κολλημένος με τον άλλο. Του φαινόταν ήδη περίεργο που μιλούσε στο τηλέφωνο, χωρίς να είναι δίπλα του εκείνη να τον ακούει.
Όταν παντρεύτηκαν, δεν είχαν υπολογίσει τις συνέπειες, ήταν πολύ ερωτευμένοι. Δεν είχαν καμιά αμφιβολία, ήθελαν να ζήσουν για πάντα μαζί, δίπλα ο ένας στον άλλο. Αποφάσισαν να ζουν ενωμένοι στα μπράτσα, έγιναν μονόχειρες. Εκείνη προτίμησε να χαραμίσει το αριστερό για να έχει ελεύθερο το δεξί για τις δουλειές του σπιτιού. Εκείνος έμαθε να εργάζεται εξ αποστάσεως πληκτρολογώντας μόνο με το αριστερό. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα για είκοσι ολόκληρα χρόνια, παντού και πάντα μαζί. Μέχρι χθες, που εκείνη έκοψε σιγά σιγά και απαλά το δεσμό που τους ένωνε κι εξαφανίστηκε. Το τραύμα του, ζεστό ακόμη, δεν πονούσε πολύ. Έπειτα η αιμορραγία θα σταματούσε σύντομα, του είπε ο γιατρός στο τηλέφωνο. Ήταν θέμα χρόνου να επουλωθεί η συνήθεια και να υποχωρήσει η χρόνια εξάρτηση.
Εκείνη πέταξε το κοπίδι στα σκουπίδια και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Της φάνηκε στην αρχή περίεργο που περπατούσε μόνη της χωρίς εκείνον κολλημένο στο αριστερό της μπράτσο. Ύστερα άρχισε να τρέχει ανάλαφρη, ώσπου μπήκε στο πρώτο μπαρ που βρήκε ανοιχτό. Στην τουαλέτα έβγαλε την μπλούζα και κοίταξε το τραύμα της στον καθρέφτη. Δεν αιμορραγούσε και δεν πονούσε πια. Έμεινε μόνο το σημάδι μιας παλιάς πληγής ή πλήξης. Κάθισε και ζήτησε ένα οποιοδήποτε ποτό, αρκεί να είναι δυνατό, ήθελε να ξεχάσει. Της πρότειναν τεκίλα sunrise. Είπε Εντάξει. Πιο πολύ γι΄ αυτό το sunrise. Είχε κάτι από αυτό που ξημέρωνε σιγά σιγά μέσα της. Σήκωνε το ποτήρι και με τα δύο της χέρια ελεύθερα. Από τη χαρά της κέρασε όλο το μαγαζί.
Όταν μπήκαν μέσα οι αστυνομικοί, άκουσε να φωνάζουν το όνομά της. Γύρισε και τους κοίταξε. Για μια στιγμή αμφιταλαντεύτηκε. Να πει πως είναι αυτή ή μήπως όχι; Στο τέλος, τους γύρισε την πλάτη, βύθισε το βλέμμα της στο ποτό κι έμεινε σιωπηλή, μέχρι να φύγουν.