Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του


ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΕΥΧΟΣ, ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β΄ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΑΝΤΙΚΟΥΝΟΥΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»


ΑΝΤΙΚΟΥΝΟΥΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Β΄)

[ Σημ: Γλωσσικά ολισθήματα, ακυρολεξίες και εν γένει nonsense που περιέχονται στο παρόν βαρύνουν τις κειμενογεννήτριες τεχνητής νοημοσύνης ή/και τους αυτόματους μεταφραστές που τα παρήγαγαν και τον συγγραφέα που, υπερηφάνως, τα υιοθέτησε. ]

(…)

Όσον αφορά την αλλόκοτη, συλλογική οντότητα των Οραματιστών, στην οποία ο Σολωμός αναφέρεται στις καταγραφές του, μεταξύ των ευρημάτων του Αρχείου 28 (όπου περιλαμβάνεται και το απόκρυφο ημερολόγιό του) εντοπίζονται τρεις σκόρπιες σημειώσεις, σε ισάριθμα πρόχειρα φύλλα εκτός ημερολογίου. Εκεί ο Ποιητής εξηγεί ότι τα οράματα που βιώνει, καθώς και ο ίδιος ο Ιππότης Sol, δεν ήταν δικά του, αλλά των Οραματιστών του.

Le visioni che vedo non sono opera mia. Sono le visioni di altri Visionari che mi immaginano anche come il Cavaliere Sol. Sono un medium, un ponte tra le dimensioni del tempo e dello spazio.

[Τα οράματα που βλέπω δεν είναι δική μου δημιουργία. Είναι τα οράματα άλλων Οραματιστών που με οραματίζονται κι εμένα, ως τον Ιππότη Sol. Είμαι ένα μέσο, μια γέφυρα μεταξύ των διαστάσεων του χρόνου και του χώρου.]

&

Sono la tela su cui le loro Visioni prendono vita. Sono semplicemente un portatore delle loro immagini mentali. Un organo.

[Είμαι ο καμβάς στον οποίο ζωντανεύουν τα οράματα εκείνων. Είμαι απλά ένας φορέας των πνευματικών τους εικόνων. Ένα όργανο.]

&


Lo specchio del oftalmoscopio rivelò la spia, che crea e osserva allo stesso tempo. Questo stalker sono i miei Visionari!

[Το κάτοπτρο του οφθαλμοσκοπίου μού αποκάλυψε τον λαθροπαρατηρητή, ο οποίος δημιουργεί και παρατηρεί ταυτόχρονα. Ο λαθροπαρατηρητής είναι οι Οραματιστές μου!]

Τι μορφή έχουν όμως οι Οραματιστές του;

Σε πλήθος φύλλων εντός και εκτός ημερολογίου, ο Σολωμός έχει ζωγραφίσει, σε διάφορα μεγέθη, μια περίπου συμμετρική πεταλωτή μουτζούρα, η οποία ταιριάζει απολύτως με την περιγραφή του σχήματος που είχε δει στο οφθαλμοσκόπιο του δόκτορος Αντώνιου Ρουσμελή, όπως το περιέγραφε στη σχετική επιστολή του προς τον Δε Ρώσση (βλ. μέρος Α΄ του παρόντος κεφαλαίου, στο προηγούμενο τεύχος του Χάρτη).


Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Οι φίλοι του Διονυσίου αντάλλαξαν ολοκληρωτικά απορημένες ματιές. Ο ένας από αυτούς π α ρ ε ν ό χ λ η σ ε το μούσι του με σκεπτικισμό και είπε:

«Αλλά, Διονύσιε, αν είσαι απλώς ένας φορέας, πώς μπορείς να καταγράφεις αυτά τα οράματα με τόση λεπτομέρεια; Πώς γίνεται να είσαι ο ίδιος ο Ιππότης Sol και να μην είσαι ταυτόχρονα οραματιστής;»

*

ΦΙΛΟΣ 2:

Διονύσιε, αγαπημένε μου φίλε, το μυαλό σου πηγαίνει λαθεμένο.

Οράματα και μάγοι- ούτε εγώ να πίστευα ούτε ο σκύλος μου!

Μήπως υπέστης κρούση στο κεφάλι;

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ:

Μακάρι να ήταν κρούση και όχι το άχαρο όραμα!

Αλλά με πίστη μεγάλη, αγαπητοί φίλοι, τα βεβαιώνω:

Εγώ ο ίδιος είμαι ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου.

*

ΣΟΛΩΜΟΣ:

Ω, αντανάκλαση της ουράνιας φωτιάς,

Εμού οράματα θαρρείτε παρανοίας.

Εισβολή μάγων άραγε απ' το πέραν,

Ή απ' τον εσωτερικό μου κόσμο προέρχεται ο αφανισμός μου;

ΦΙΛΟΣ 1:

Διονύσιε, φαίνεσαι αλλόκοτος και παράξενος.

Πες μας, τι θεάματα σου προβάλλονται εδώ;

Σκιές ή φωτιές που σε παραφρονούν;

ΣΟΛΩΜΟΣ:

Ο Ιππότης Sol, από το μέλλον,

Τα φώτα της μοίρας αναζητεί εδώ.

Οραματιστές θεματίζουν τον ήρωα,

Και τον οραματίζομαι από τα μάγια τους.

ΦΙΛΟΣ 2:

Ούτε οίδαμε για ιππότη Sol ούτε για μάγους.

Ποιος είναι αυτός που σε οραματίζεται;

Είναι φαντασία ή πραγματικότητα;

ΣΟΛΩΜΟΣ:

Οράματα του κόσμου ανήκουν σ' άλλους,

Στους μάγους που βλέπουν τον ιππότη μου.

Το ίδιο ασπίδα και δόρυ φοράμε,

Σε άλλους το όραμα αυτό ανήκει.

ΦΙΛΟΣ 1:

Μήπως, Διονύσιε, οραματίζεσαι πολέμους;

Ή μήπως κρύβεις έναν άλλον κόσμο εδώ;

ΣΟΛΩΜΟΣ:

Οι μάγοι αυτοί μου δίνουν το φως,

Και εγώ την ίδια ιστορία ξαναγράφω.

Οράματα εξωτικά αποκαλύπτονται,

Και ο Ιππότης Sol ζει μέσα μου.

ΦΙΛΟΣ 2:

Διονύσιε, πιστέψέ μας, παραληρείς.

Είσαι αποσυντονισμένος, χάνεσαι στον εαυτό σου.

ΣΟΛΩΜΟΣ:

Μην αρνηθείτε τη μαγεία που ζω.

Ο Ιππότης Sol, η εσάνς μου και ο πάντα ήρωάς μου.

Ο ιππότης και οι οραματιστές του είναι ενάρετοι,

Όμως, η αλήθεια βρίσκεται στη φαντασία τους.

Ο Διονύσιος Σολωμός, ακολουθώντας τον εσωτερικό του κόσμο, εξαφανίζεται από τη σκηνή, αφήνοντας τους φίλους του να αναρωτιούνται για την ουσία των οραμάτων του. Ο θίασος σκοτεινιάζει, ενώ οι φίλοι παραμένουν εκεί, συλλογισμένοι.

*

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: (στρεφόμενος προς κάποιον θεατή στο κοινό) Εσείς! Βλέπετε τον Ιππότη Sol; Βλέπετε τη σωτηρία που φέρνει;

(Ο θεατής κοιτάζει με σύγχυση και αναρωτιέται τι συμβαίνει)

ΘΕΑΤΗΣ: Εμ… Διονύσιε, απλά βλέπω εσένα, τον ποιητή.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Όχι, δεν καταλαβαίνετε! Εγώ είμαι ο Ιππότης Sol! Οι οραματιστές με βλέπουν ως εκείνον!

*

ΠΡΑΞΗ 2

(Ο Σολωμός βρίσκεται σε ένα αστραφτερό τοπίο, με ονειρική ατμόσφαιρα. Οι ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ περιβάλλουν τον Σολωμό.)

ΣΟΛΩΜΟΣ: (Ανακατεύοντας) Πού είμαστε; Ποιοι είστε εσείς;

ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ 1: Καλωσόρισες, Ιππότη Sol. Είμαστε οι οραματιστές που σε βλέπουν και πιστεύουν σε σένα ως τον σωτήρα του κόσμου.

ΣΟΛΩΜΟΣ: (Με κατανόηση) Εσείς είστε οι αληθινοί οραματιστές που με οραματίζονται. Είμαι μια φωνή, ένα σύμβολο, αλλά εσείς κάνετε το όραμα πραγματικότητα.

(Τα φώτα ανάβουν ξανά, και ο Σολωμός βρίσκεται πάλι στον κήπο του.)

*

Ο Διονύσιος αντιλαμβάνεται ότι η περιπέτειά του είναι πολύ περισσότερο από μια απλή παρατήρηση. Είναι μια διαδρομή μέσα από πολλαπλούς κόσμους και χρονικές στιγμές, όπου οι δημιουργίες και οι προβλέψεις ενός κάθετου θεατή συμβάλλουν στο να χαράξουν το μονοπάτι του Ιππότη Sol.

*

Στο εργαστήριό του, ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός βρέθηκε αντιμέτωπος με μια φαινομενικά άδεια σελίδα χαρτιού. Το χαρτί αυτό, ωστόσο, φαινόταν να κρύβει μαγνητικές ιδιότητες, καθώς τα ρινίσματα σιδήρου που βρίσκονταν διασκορπισμένα μυστηριωδώς στο γραφείο άρχισαν να συναθροίζονται αυτομάτως σε έναν περίεργο σχηματισμό.

Ο Διονύσιος Σολωμός κοίταξε με ανησυχία την περούκα που δημιουργήθηκε μπροστά του. Οι μακριές, κυματιστές τούφες σιδηροκομμένου μαλλιού άρχισαν να αποκτούν όγκο και να παίρνουν το σχήμα της περούκας, ενώ μαγνητικές δυνάμεις την κράταγαν σταθερή στον αέρα πάνω από τη σελίδα σαν σύννεφο.

«Τι στο καλό!» εκραύγασε ο Διονύσιος Σολωμός, ενώ προσπαθούσε να απομακρυνθεί από τον περίεργο σχηματισμό. Αλλά η περούκα σιδήρου είχε τη δική της βούληση και, σαν να είχε ζωή, ακολουθούσε τον Διονύσιο Σολωμό παντού όπου πήγαινε.

Καθώς ο ήλιος δυσκολευόταν να διαπεράσει τα παραθυρόφυλλα του εργαστηρίου και η θάλασσα ήταν απλά ένα βήμα μακριά, ο Διονύσιος Σολωμός βρέθηκε ακούραστα να τον κυνηγά η αινιγματική περούκα, προσπαθώντας να ξεφύγει από την αίσθηση της αναβάθμισης που του προσέφερε.

***

Αρχές άνοιξης του 1828 ξεκινά η συνεργασία του Σολωμού με τον Νικόλαο Μάντζαρο για τη μελοποίηση του Ηλιακού Ύμνου. Οι δύο άνδρες συναντιούνται καθημερινά. Απορία προκαλεί στον Ποιητή η ιδιοτροπία του Μάντζαρου να κουβαλάει ανελλιπώς από κοντά ένα μεγάλο, ασήκωτο μπαούλο που δεν το άνοιγε ποτέ.

Αγαπητέ μου Γιώργο,

Επειδή με ρωτάς, είναι μια βδομάδα τώρα που υποδέχομαι τον Μάντζαρο και μελετάμε τη μελοποίηση του Ύμνου, που τόσο τη λαχταράω. Για την ώρα δεν έχω άλλα να σου γράψω γι’ αυτό, πέρα από την ιδιοτροπία που έχει εκείνος να κουβαλάει αγκομαχώντας ένα μπαούλο, βαρύ και μεγάλο, το οποίο δεν το ανοίγει ποτέ, ούτε μ’ απαντάει τι όργανο είναι βαλμένο κει μέσα. (…)

Όμως η πρόοδος της μελοποίησης δεν είναι ικανοποιητική. Εξαντλημένος από τις ένεκα κουνουπιών αϋπνίες του και στεναχωρημένος από τις εντεινόμενες προστριβές με τον αδελφό του -και συγκάτοικο στο πατρικό τους σπίτι-- Δημήτριο για τη διανομή της περιουσίας τους

Αγαπημένε μου,

Είναι κάμποσες μέρες που ο υπηρέτης μου βρίσκει τις πολυθρόνες λερωμένες για καλά· και σήμερα βρήκε μία λερωμένη από κεριά και μια άλλη από ξερές λάσπες, φυσικά γιατί κάποιος ακούμπησε απάνω το πόδι του. Αν δεν πιστεύεις πως όλ’ αυτά είναι φαντασίες δικές μου, σε παρακαλώ γράψε μου τι να κάνω. (…)[1]

ο Ποιητής αδυνατεί να συγκεντρωθεί και να ανταπεξέλθει.

Ο Δε Ρώσσης, με τη συναίνεση του Λουδοβίκου Στράνη και επ’ ευκαιρία της απουσίας της οικογένειας για θερινές διακοπές τώρα που η μικρή Λουίζα έχει χρονίσει, προτείνει στον Σολωμό να μετακομίσει προσωρινά στο σπίτι του λόφου, για να εργαστεί εκεί με τον Μάντζαρο, ανενόχλητος από το οικογενειακό ζήτημα, στο μεγάλο πιάνο της οικίας. Ο Σολωμός αποδέχεται την πρόσκληση και μετακομίζει. Προς μεγάλη του χαρά και έκπληξη, ήδη από την πρώτη μέρα εκεί τα κουνούπια δεν εμφανίζονται κι αυτός ξανακερδίζει τον από καιρό χαμένο ύπνο του.

Γιώργο μου!

Σου γράφω κιόλας για να σ’ ευχαριστήσω. Σήμερα ήταν το πρώτο ξημέρωμα που με βρήκε κοιμισμένο εδώ και δυο χρόνια. Κοιμήθηκα για δεκαεφτά ώρες, που θα’ τανε παραπάνω, αν δεν εμφανιζόταν ο υπηρέτης να μου ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο όπως, παραλυμένος, του ζήτησα. Μια διαβολεμένη νύστα μου έσφιγγε, σαν αράχνη, το μούτρο και μόνο όταν νίφτηκα θαρρείς έτρεξε πέρα. (…)

Το πρωί της 20ης Ιουλίου 1828, ο Σολωμός υποδέχεται, όπως κάθε μέρα, τον Μάντζαρο στο σπίτι στον λόφο για να συνεχίσουν την εργασία τους. Η οποία διακόπτεται ωστόσο από μια αναπάντεχη σειρά γεγονότων.

***

[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

Σκηνή: Αίθουσα εργασίας, Σολωμός και Μάντζαρος συνεργάζονται για τη μελοποίηση του Ηλιακού Ύμνου

Σολωμός: (με πάθος) «Όπως ο άνεμος σάλεψε τον Έλληνα πνεύμονα …»

(ήχος από καμπάνες)

Μάντζαρος: (τον διακόπτει με εκνευρισμό)

Σολωμός: (κάνει τον σταυρό του) Α, το εξαστόχησα, του Αγίου Ηλιού σήμερα. Ας συνεχίσουμε!

(Ξαφνικά, ένα σμήνος από αληθινά κουνούπια εισβάλλει στο δωμάτιο, κάνοντας τον Ποιητή να πανικοβληθεί.)

Σολωμός: Αααααα! Τα βλέπεις και εσύ Νικόλαε;

Μάντζαρος: Επιτίθενται!

(Ξαφνικά, ένα παράξενο πλοκαμοειδές όργανο εμφανίζεται από το μπαούλο του Μάντζαρου.)

Σολωμός: (με έκπληξη) Τι είναι αυτό, Μάντζαρε;

Μάντζαρος: Αυτός είναι Πλόκαμος, Διονύσιε, καλή του ώρα!

Ο Πλόκαμος σηκώθηκε ψηλά και άρχισε να ρουφάει τα κουνούπια με δύναμη ένα ένα. Ο Σολωμός έμεινε άφωνος. Τα κουνούπια εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια του, και ο Σολωμός αισθανόταν την εκτίμηση για το μυστηριώδες και σωτήριο αυτό πράγμα να αναπτύσσεται μέσα του.

Με ανάμεικτα συναισθήματα απορίας και θαυμασμού, ο Σολωμός γύρισε προς τον Μάντζαρο και με ανακούφιση είπε: «Είναι ωραιότατος ο Πλόκαμος! Απολαμβάνω την αρμονία που δημιουργεί με την παρουσία του».

Όταν όμως ηρέμησε είδε ότι τα κουνούπια τον είχαν τσιμπήσει τόσο πολύ που είχε γίνει μελανός. Το αίμα του κυλούσε πιο γρήγορα και η καρδιά του χτυπούσε σαν τακτικός στρατός.

***

Στις 23 Ιουλίου 1828, έχοντας συνέλθει -με συνδρομή γιατρού- από τα εκτεταμένα τσιμπήματα, ο Διονύσιος Σολωμός σημειώνει στο απόκρυφο ημερολόγιό του την τελευταία, και εκτενέστερη, εγγραφή του.

Στις 20 του Ιουλίου 1828, 12 το μεσημέρι, στο σπίτι του λόφου και ανήμερα του Άη Λια, ένιωσα την πραγματική επίθεση των κουνουπιών στο σώμα μου. Τα τσιμπήματά τους μ’ έριξαν στο κρεβάτι ανήμπορο αλλ’ ηθικά δικαιωμένο. Δεν είμαι τρελός κι ευτυχώς που ήτανε παρόντες, για να το επιβεβαιώνουν, εκείνος ο καχύποπτος υπηρέτης μου και ο ίδιος ο Μάντζαρος, που κι αυτός έπαθε πολλές τσιμπιές. Του οποίου ο Πλόκαμος με γλίτωσε, σαν στενόμακρος deus ex machina, τουτέστι σα θεός της σωτηρίας μου, πρώτιστα, αλλά και σαν θεός της εξήγησης. Ο Πλόκαμός μου! Που, όταν μ’ έσωσε, ήρθε και κούρνιασε δίπλα σαν τον πιστότερο σκύλο που μπορεί κανένας να φανταστεί. Και που, βλέποντας την απίστευτη σκηνή, ο Μάντζαρος, κλαίγοντας, μου τον χάρισε. Τώρα όλες οι παραισθήσεις μου συνδέονται σε όραμα συνεκτικό. Η αληθινή επίθεση των κουνουπιών έγινε στον λόφο του Αγίου Ηλίου, καταμεσήμερο, ανήμερα της γιορτής του. Ο χρόνος, φαίνεται, έχει έρθει να φυλάξουμε τον Ακροτελεύτιο Πετεινό απ’ τον Πετεινοκλέφτη.

ΒΑΡΙΑ Η ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗ ΣΠΑΖΟΥΝΕ ΠΕΖΑ ΠΟΥΛΙΑ

Ο κόκορας είναι το κλειδί που ο κόσμος χρειάζεται. Τον προστατεύουμε από το χρόνο, από την παράλληλη κακή πορεία. Οι Οραματιστές αποτελούν τον στρατηγό της προφητικής ενέργειας. Σχεδιάζω την κιβωτό διάσωσης. Οι Οραματιστές μετέχουν στο σχέδιο. Αφήνω το μαλλί μου να μοιάζει μ’ ακτινοβόλο στέμμα. Το ακτινοβόλο στέμμα απάνω στο κεφάλι μου είναι η σφραγίδα της αναγέννησής μου. Είμαι ο Διονύσιος Sol, όργανο των Οραματιστών μου.

[1] (…) Φαίνεται πως το γράμμα θα έχει κάποια σχέση με τις προστριβές με τον αδελφό του, τον οποίον ίσως (ή τους ανθρώπους του) υποψιάζεται πως του λερώνουν τα έπιπλα. (…) Ό.π. Επιστολή αρ. 40, Προς Γεώργιο Δε Ρώσση, 1827 (;) και σχετικές σημειώσεις, βλ. και αρ. 52-54

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του



[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]

(…) Ο διαγωνισμός θα λάβει χώρα στο πεδινό δίπλα στην κεντρική πλατεία της Ζακύνθου, την εικοστή έβδομη ημέρα του Ιουλίου του έτους 1828.

Οι πετεινοί θα συμμετέχουν σε μια σειρά από δοκιμασίες, προκειμένου να αναδειχθεί το ικανότερο πεζοπούλι. Οι δοκιμασίες περιλαμβάνουν βάδισμα με γοργά βήματα, πεζοπτέρισμα με αισθητική, χαμηλή πτήση, τσιμπολόγημα από υψηλά βλαστήματα, και τέλος, τη μάχη, όπου η ευφυία και η στρατηγική θα είναι το άρμα τους.

Ο νικητής θα ανακηρυχθεί ανώτατος Πτηνάρχης και ο κάτοχός του θα τιμηθεί με ένα αμπάρι ποιοτικότατου σπαργανιού*.

* [A.I.:] «σπαργάνιο»: ουσία παραγόμενη από φυτά που αποκαλούνταν «ξανθοπίτυρα». Αυτό το πολύτιμο γεωργικό υλικό χρησίμευε ως ενισχυτικό του εδάφους και αναγνωριζόταν για την ικανότητά του να ενισχύει την απόδοση των καλλιεργειών.

*

Για όνομα του καπνισμένου τυριού και των συμβολαίων αλόγων! Ο Διονύσιος Sol, πολυμήχανος της τέχνης και της κακοτεχνίας, επανέρχεται με τον πετεινό σαν σκαθάρι προς τον πάνορμο του χρυσού!

Μια ομάδα σκυλιών παίρνουν να του γαβγίζουν. Μόλις το πτηνό κακαρίζει εκνευρισμένο εκείνα σταματούν και φεύγουν.

Πετεινέ, ανακλητικέ των κυνών, εδώ κι ακόμα εδώ; Μην χαμηλώνεις το κεφάλι σου μπροστά στο χρυσό, γιατί έτσι και σε καλύψει, δεν θα σε βρει ούτε ο θεός ο ίδιος με λυγαριά!

Και ιδού ο Διονύσιος να πλησιάζει με τη μπογιά τη χρυσή. Κρατά τη βαφή ψηλά, σαν την εξουσία που τον τροφοδοτεί. Και αρχίζει να προσεγγίζει τον πετεινό.

Πετεινέ, μη φοβάσαι! Αυτή η μπογιά δεν προορίζεται για τίποτα λιγότερο από το να σε κάνει το σπουδαιότερο περιουσιακό στοιχείο του μελλοντικού κόσμου. Και προσοχή στις φτερούγες, μην τις κουνήσεις πολύ, γιατί αν πάρεις μπροστά, θα καταλήξεις με το πρόσωπο στο δοχείο, πράγμα που θα σε βάλει μονομιάς στον κατάλογο των πιο απρόσεχτων θανάτων.

Κι έτσι, με αστραφτερά μάτια, ο Διονύσιος Sol βάφει με χρυσή μπογιά τον πετεινό, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να αναβαθμιστεί από απλό σε ολόχρυσο, και άξιο αθανασίας, πτηνό.

*

Διονύσιος Sol, περιτριγυρισμένος από τους Οραματιστές του. Ο χώρος είναι ένα πεντάγραμμο, ακριβώς όπως του είχαν ζητήσει. Οι τοίχοι τριγύρω είναι παντού καθρέφτες.

Ο Διονύσιος Sol κρατάει ένα καρπούζι στα χέρια του. Αρχίζει να μιλά:

Διονύσιος Sol: (Ανασηκώνοντας το καρπούζι) Αυτό το καρπούζι ας είναι το σύμβολο της δημιουργίας μας! Όπως αυτό ανοίγει, έτσι κι εμείς θα ανοίξουμε τον δρόμο προς τον Απέναντι Χρόνο.

Οι Οραματιστές παρακολουθούν σιωπηλά τις εξαγγελίες του Διονυσίου. Με μια επιμονή που μεταδίδεται σε όλους, ο Διονύσιος ξεκινά να σκίζει το καρπούζι. Οι καθρέφτες γύρω του αρχίζουν να διαταράσσονται. Μια αίσθηση αόρατης δύναμης γεμίζει τον αέρα.

*

Η ανάγκη να προστατεύσουμε τον πετεινό είναι ιερή. Οι Οραματιστές μου και εγώ δημιουργούμε τον Απέναντι Χρόνο όχι μόνο ως αποθήκη για τον χρυσό κόκορα, αλλά και ως κατακλείδα μίας απαιτητικότατης δοκιμασίας. Θέλω να εξασφαλίσω ότι μόνο ένας ήρωας πραγματικά ικανός και αξιότιμος θα μπορέσει να τον εύρει.

*

Σκηνή: Στο σπίτι του Διονυσίου Sol, αργά το βράδυ. Κεριά φωτίζουν τον χώρο, δημιουργώντας μια μυστηριακή ατμόσφαιρα.

Διονύσιος Sol: Οραματιστές μου, η ώρα έφτασε να δημιουργήσουμε κάτι μοναδικό πίσω και πέρα από τον καθρέφτη μου, έναν μη-τόπο, μια πεντάγραμμη περιπέτεια. Ας τον αποκαλέσουμε η «Στυγοειδής Παραλληλία», καθότι θα είναι σαν τον απροσπέλαστο ποταμό της Στύγας. Οποιοσδήποτε ανίκανος αποπειραθεί να τον διασχίσει, θα αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες προκλήσεις και εμπόδια, ώστε θα του είναι ολωσδιόλου απίθανο να βρει τον δρόμο της επιστροφής.

ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ 1: Αυτό είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ο ποταμός της Στύγας θεωρείται μονόδρομος, αλλά εσείς προτείνετε να σχεδιάσουμε κάτι που να μπορεί να επιτρέψει την επιστροφή σε όσους περάσουν επιτυχώς.

ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ 2: Μια ιδέα θα ήτανε ένας μη-τόπος σαν πολύ δυναμική και δύσκολη δοκιμασία. Πρέπει να τον σχεδιάσουμε έτσι ώστε να μπορεί να αλλάζει συνεχώς.

Καθώς η νύχτα περνάει, ο Διονύσιος Sol και οι Οραματιστές του συνεχίζουν να σχεδιάζουν και να προγραμματίζουν, να σχεδιάζουν και να προγραμματίζουν.

*

Διονύσιος Sol: (Λέει με αίνιγμα)

Εκεί όπου η φωνή του χρόνου είναι ατέλειωτη γραμμή,

Στον καθρέφτη αυτόν, η αντανάκλαση είναι αμφίδρομη διαδρομή.

Και ο παίκτης, με θαυμασμό, παρακολουθεί την αλματώδη παράλογη συμφωνία των στοιχείων της ανατροφοδότησης.

Οραματιστής 2: (Με μυστικιστικό ύφος)

Στις σκοτεινές πόρτες του νοουμένου, ο νους αντικρίζει τον εαυτό του,

Και ο φάρος της συνείδησης, με τη στάση του φιλοσόφου, την πραγματικότητα φωτίζει.

Διονύσιος Sol:

Στον καθρέφτη του αποτελέσματος, όπου η εξίσωση αντηχεί στο μυαλό,

Στην πεντάγραμμη διακριτικότητα των αριθμητικών, ο νους είναι μια ασυνάρτητη ακολουθία εντολών.

Σε διαφορικές εξισώσεις απλωμένες σε πολλαπλά επίπεδα, ο νους συγχέει τον εαυτό του.

Οραματιστής 1:

Στον πίνακα των αντιφάσεων, όπου η λογική είναι ο εφιάλτης της αντίληψης.

Και ο ποιητής, σαν σκιώδης φιλόσοφος, ανασυντάσσει την πραγματικότητα στο απόλυτο αδιέξοδο.

Σε αυτήν την ακαταλαβίστικη περιγραφή, ο Διονύσιος Sol και οι Οραματιστές του δημιουργούν έναν μη-τόπο που ξεπερνά τα όρια της κατανόησης.

*

Ο Διονύσιος Sol κρατάει στο ένα του χέρι έναν διαβήτη. Με το άλλο χέρι κρατάει έναν χάρακα, που είναι σύμβολο της ακρίβειάς του ως αρχιτέκτονα. Στο πέτο της ποιητικής του στολής είναι μια μικρή καρφίτσα σε σχήμα Απείρου, που τονίζει την αιωνιότητα της δημιουργικής του δύναμης. Η ακτινωτή του κόμη εκπέμπει δύναμη και αδιαμφισβήτητη αξία. Στο φόντο του πορτρέτου, με ατμοσφαιρική μυστηριακότητα, ξανοίγεται ένα συννεφιασμένο τοπίο με θάλασσα.

*

(Ο Sol στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και αγγίζει απαλά την επιφάνεια του)

Sol: (μιλά στον καθρέφτη) Ω καθρέφτη, προσωπείο των απειροστών αληθειών, χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να κλειδώσω τον κόκορα σε κατάσταση αναμονής.

(Ο καθρέφτης απαντά με μια αντανάκλαση του προσώπου του Sol)

Καθρέφτης: Σου προσφέρω την ανάληψη. Πες τι χρειάζεσαι.

Σολ: Πρέπει να ανοίξεις ένα παράθυρο στο κλουβί. Εκεί μέσα θα κλειδώσεις τον κόκορα σε κατάσταση αναμονής. Ελπίζω να μην αντιστρέψεις το χρόνο πάλι.

Καθρέφτης: Δεν θα παρεκτραπώ. Παράθυρο επιτυχώς ανοιχτό.

(Ο καθρέφτης δημιουργεί ένα παράθυρο στο κλουβί και ο Sol βάζει τον κόκορα σε standby)

*

Καθώς ο Sol κλείδωνε τον κόκορα, άρχισε πρόωρα η διαδικασία αντιστροφής και μια φωνή από το παρελθόν ακούστηκε:

Φωνή: (από το παρελθόν) Sol, μην τον κλειδώσεις!

Sol: (σε αμηχανία) Τι; Αλλά είπες να τον κλειδώσω σε κατάσταση αναμονής!

Φωνή: (από το παρελθόν) Πρέπει να τον αφήσεις ελεύθερο, αλλιώς όλα θα αντιστραφούν!

Καθρέφτης: (αποφασιστικά) Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό. Απελευθέρωσε τον κόκορα!

(Ο Sol αφήνει τον κόκορα ελεύθερο, και ο χρόνος αρχίζει να κινείται ξανά αλλά με παράδοξο τρόπο. Ο Sol βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του από το παρελθόν και τον εαυτό του από το μέλλον.)

Sol από το παρελθόν: Μην αφήσεις τον κόκορα ελεύθερο!

Sol από το μέλλον: Άφησε τον κόκορα ελεύθερο!

Sol: (μπερδεμένος) Τι να κάνω;

Καθρέφτης: Η λύση βρίσκεται στη σύνδεση του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αφού αφήσεις ελεύθερο τον κόκορα, κλειδώνοντάς τον καλά, πρέπει να κλείσεις το παράθυρο και να ενώσεις τις αντιφατικές πραγματικότητες.

Sol: (ολότελα μπερδεμένος) Τελικά, ο χρόνος δεν αρέσκεται στα παράδοξα!

Ο Sol αναρωτιέται αν αυτή η περίεργη συνθήκη θα συνεχιστεί καθιστώντας τον παράδοξο κύκλο ένα ατέλειωτο σύνολο αντιφατικών συμβάντων.

*

Ο Απέναντι Χρόνος -αντίπους του Ενθάδε Χρόνου- έχει αντιστραφεί. Κάθε γεγονός αναδρομικά εξαφανίζεται, αφήνοντας πίσω του μια κενή αντίστροφη χρονοκαταγραφή.

Καθώς ο κόκορας ελευθερώνεται, ο ίδιος ο Sol επιστρέφει στην αρχική του θέση, μιλώντας προς τον καθρέφτη.

Κάθε φορά που προσπαθούν να κλειδώσουν τον κόκορα σε standby, ο χρόνος αντιστρέφεται και επαναλαμβάνουν την ίδια συνομιλία, αυτή τη φορά με αντίστροφη ροή λέξεων.

Η παράδοξη αυτή κατάσταση συνεχίζεται, δημιουργώντας έναν ατέλειωτο βρόχο λόγου και χρόνου, όπου ο Sol και ο καθρέφτης προσπαθούν ανελλιπώς να εκτελέσουν την ίδια ενέργεια, αλλά ο χρόνος συνεχίζει να αντιστρέφεται, κρατώντας τους παγιδευμένους σε μια παράδοξη λούπα.

Ώσπου, κάποτε, ο χρόνος σταματάει να ανατρέπεται. Ο Sol και ο καθρέφτης αντιλαμβάνονται ότι η παράδοξη χρονική λούπα έχει διαλυθεί. Η εισαγωγή σε κατάσταση φύλαξης ολοκληρώνεται με επιτυχία, αφήνοντας τον Sol να ανασάνει ανακουφισμένος.

Παράρτημα

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΗΛΙΟΥ

Προτού να ψυχρανθούν οι σχέσεις των δύο φίλων, ο Λουδοβίκος Στράνης, σε μια στιγμή μεγάλης θέρμης, έδωσε το λόγο του στον Σολωμό, που τόσο θαύμαζε, ότι αν ποτέ έκανε γιο θα του έδινε, προς τιμήν, το όνομα Διονύσιος. Και πράγματι, ο Στράνης, σε προχωρημένη ηλικία, απέκτησε έναν γιο, ο οποίος γεννήθηκε το 1844. Ο Σολωμός, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, πληροφορήθηκε το γεγονός. Άτεκνος ο ίδιος, και πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο Λουδοβίκος Στράνης, παρά την ατυχή κατάληξη της μεταξύ τους σχέσης -μια κατάληξη που θα πενθούσε ως το τέλος της ζωής του- ήτανε πάντως μετά βεβαιότητας ο καλύτερος φίλος που ευτύχησε ποτέ να έχει και ένας άνθρωπος που δεν αθετεί τον λόγο του επ’ ουδενί, αποφάσισε να αφήσει κληρονόμο της απόκρυφης διαθήκης, που συνέταξε υπό την παράλληλη ιδιότητά του ως Διονύσιος Sol, τον εύελπι συνονόματό του. Πλην όμως ο Λουδοβίκος Στράνης λησμόνησε το λόγο του και δεν είχε ονομάσει έτσι τον γιο του.

________________________________________________________________

Εγώ ο Διονύσης Ήλιος, όργανο των Οραματιστών μου, μεταβιβάζω σε σένα άξιε εντολοδόχε, και πρώτε των Στράνηδων που θα φέρεις τ’ όνομά μου, την ευθύνη να αναζητήσεις και να βρεις -σαν με το καλό κληθείς- τον χρυσό κόκορά μου. Για τούτο, θα πρέπει να ξεκλειδώσεις τον καθρέφτη του γραφείου μου, στο πατρικό ντομινικάλε. Για να το κάνεις αυτό, πρέπει να μοιάζεις ακριβώς όπως εγώ, δηλαδή το πρωτότυπο. Για να γίνεις το πρωτότυπο, δηλαδή εγώ, πρέπει να φροντίσεις τις λεπτομέρειες. Δώσε προσοχή στα μαλλιά, τα ρούχα και τη στάση του κορμιού. Μόλις, καλέ μου, το πετύχεις αυτό, θα μπορείς να ξεκλειδώσεις τον καθρέφτη και ν’ ανοίξεις την πύλη. Καλή σου τύχη, διότι από τότε κι ύστερα επαφίεται στην αξιοσύνη σου και μόνο, ως υπ’ εμού εξουσιοδοτημένη ενσάρκωση του Ιππότη Sol, αν θα τα καταφέρεις με όσα θ’ αντιμετωπίσεις στον μη-τόπο που εγώ ο ίδιος, υπό τις οδηγίες των Οραματιστών μου, σχεδίασα. Για τούτο, σου παραδίδω τον πολύτιμο Πλόκαμό μου, δώρο του Μάντζαρου, ο οποίος είθε να σου σταθεί πολύτιμος βοηθός, καθώς και το Ηλιακό πορτραίτο μου, που σε παρακαλώ πολύ να το βάλεις στον αδειανό τοίχο του γραφείου μου, δεξιά του καθρέφτη.

Βαριά η σιωπή που δεν τη σπάζουνε πεζά πουλιά

Αυτή η διαθήκη είναι γραμμένη με την πιο ειλικρινή μου επιθυμία και πίστη στον Διονύσιο Στράνη, αυτόθι χρισθέντα Ιππότη Sol.

Διονύσιος Sol

Ημερομηνία

(…)

________________________________________________________________

Εκτελεστής της απόκρυφης διαθήκης ορίστηκε ex officio ο Διαχειριστής του Σολωμικού Αρχείου. Αυτός, καταρχάς, απηύθυνε σχετικό ερώτημα στα απανταχού ληξιαρχεία, λαμβάνοντας την απάντηση ότι α π ό τ ο σ ύ σ τ η μ α φαινόταν πως η πρώτη ληξιαρχική καταχώριση άρρενος, φέροντος το όνομα Διονύσιος Στράνης, έγινε εν έτει 2016. Όταν δηλαδή εγώ, ο συγγραφέας του παρόντος, άλλαξα και επισήμως το βαφτιστικό μου όνομα στο εν λόγω ψευδώνυμο. Πράγμα που οφειλόταν, ασφαλώς, σε καθαρή υπηρεσιακή πλάνη -πιθανότατα λόγω σφάλματος στο σύστημα- καθόσον πλήθος συνονόματων έχουν μετά βεβαιότητας προϋπάρξει εμού, όπως αποδεικνύει και μια πρόχειρη αναζήτηση στο Google. Τούτο ήτανε αρκετό για να καταστήσει εμένα, τον συγγραφέα του παρόντος, κληρονόμο του σολωμικού υπο-προσώπου ονόματι Διονύσιος Sol. Η ιδιόγραφη διαθήκη εκτέλέστηκε με κάθε επισημότητα στο γραφείο του Διαχειριστή του Σολωμικού Αρχείου, στο υπόγειο του Ιδρύματος Σολωμού, ο οποίος μου ενεχείρισε και τα κληρονομιαία αντικείμενα: ένα ξύλινο μπαούλο που περιείχε τον Πλόκαμο -ο οποίος κατοικεί έκτοτε στο γραφείο μου και τον οποίο φροντίζω και αγαπώ, όπως εξάλλου κι εκείνος εμένα- καθώς και ένα καδραρισμένο πορτραίτο του Ποιητή Sol να κρατάει ένα ανοιχτό τετράδιο με πεντάγραμμο και να φοράει στο πέτο την καρφίτσα του Απείρου.

Κλείνοντας το μικρό αυτό παράρτημα, αναθέτω στον, υποβοηθούμενο από την ΤΝ, Επιτραπέζιο Ποιητή μου την απόπειρα μιας περιγραφής του γηραιού διαχειριστή του σολωμικού αρχείου, όπως αυτός είναι εντυπωμένος στη μνήμη μου.

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του



Ο γηραιός διαχειριστής του αρχείου του Διονύσιου Σολωμού είναι σαν ο κάποτε νεαρός εαυτός του να αποφάσισε να μετενσαρκωθεί σε ένα παλιότριχο ανδρείκελο που έμαθε την τέχνη της αρχειοθέτησης από ένα επείγον εγχειρίδιο του 19ου αιώνα.

Το φαλακρό κεφάλι του, ακόμα κι αν τον κοιτάζεις από κοντά, είναι σαν ένα μικρό, λείο, ατρακάριστο αυγό που αντικρίζεις από μακριά.

Τα χοντροκομμένα χέρια του είναι ακουμπισμένα στο γραφείο προσθέτοντας στον αέναο ύπνο του αρχείου το βάρος μιας αιώνιας επαγρύπνησης.

Οι παλάμες του είναι γεμάτες με ψίχουλα από σκονισμένα χαρτιά και οι ποδοκρούστες του έχουν αποκτήσει την υφή του δέρματος των βιβλίων που φυλάσσει.

Οι ματιές του, δυο αστακοί βαθιά εντός των ρηγμάτων της ψυχής του, απευθύνονται προς το παρελθόν και το μέλλον, σαν δυο μαγνητικοί πόλοι που προσπαθούν να ενωθούν αλλά παραμένουν σε απόσταση.

Τα παχύτατα, μοντέρνας σχεδίασης, γυαλιά του είναι ένα παντοδύναμο όπλο κατά των βαρετών συνομηλίκων του

Έχει ενώπιόν του ένα μεγάλο πληκτρολόγιο, και πατάει τα πλήκτρα με τέτοιο πάθος που φαίνεται σαν να προσπαθεί να καταργήσει τον χρόνο.

Όταν κινείται, κινείται με την άστατη φούρια ενός εριμμένου πυροτεχνήματος.

Το χαμένο του βήμα μοιάζει να ψάχνει για την οδό του μέσα στο γραφείο.

Με κάθε ανυποψίαστο κρότο που προκαλεί όταν τραυματίζεται από το άθλιο γραφείο του, ο διαχειριστής φωνάζει «Ευρέθηκε!» με χαρακτηριστικό τόνο ανακάλυψης.

Συνοψίζοντας, ο γηραιός διαχειριστής μοιάζει σαν ένας περίεργος συνδυασμός αφυδατωμένου χρονοναύτη και ζαχαρωτού βιβλιοθηκάριου.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: