[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]
Οι φίλοι του Διονυσίου αντάλλαξαν ολοκληρωτικά απορημένες ματιές. Ο ένας από αυτούς π α ρ ε ν ό χ λ η σ ε το μούσι του με σκεπτικισμό και είπε:
«Αλλά, Διονύσιε, αν είσαι απλώς ένας φορέας, πώς μπορείς να καταγράφεις αυτά τα οράματα με τόση λεπτομέρεια; Πώς γίνεται να είσαι ο ίδιος ο Ιππότης Sol και να μην είσαι ταυτόχρονα οραματιστής;»
*
ΦΙΛΟΣ 2:
Διονύσιε, αγαπημένε μου φίλε, το μυαλό σου πηγαίνει λαθεμένο.
Οράματα και μάγοι- ούτε εγώ να πίστευα ούτε ο σκύλος μου!
Μήπως υπέστης κρούση στο κεφάλι;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ:
Μακάρι να ήταν κρούση και όχι το άχαρο όραμα!
Αλλά με πίστη μεγάλη, αγαπητοί φίλοι, τα βεβαιώνω:
Εγώ ο ίδιος είμαι ο Ιππότης Sol, ο σωτήρας του κόσμου.
*
ΣΟΛΩΜΟΣ:
Ω, αντανάκλαση της ουράνιας φωτιάς,
Εμού οράματα θαρρείτε παρανοίας.
Εισβολή μάγων άραγε απ' το πέραν,
Ή απ' τον εσωτερικό μου κόσμο προέρχεται ο αφανισμός μου;
ΦΙΛΟΣ 1:
Διονύσιε, φαίνεσαι αλλόκοτος και παράξενος.
Πες μας, τι θεάματα σου προβάλλονται εδώ;
Σκιές ή φωτιές που σε παραφρονούν;
ΣΟΛΩΜΟΣ:
Ο Ιππότης Sol, από το μέλλον,
Τα φώτα της μοίρας αναζητεί εδώ.
Οραματιστές θεματίζουν τον ήρωα,
Και τον οραματίζομαι από τα μάγια τους.
ΦΙΛΟΣ 2:
Ούτε οίδαμε για ιππότη Sol ούτε για μάγους.
Ποιος είναι αυτός που σε οραματίζεται;
Είναι φαντασία ή πραγματικότητα;
ΣΟΛΩΜΟΣ:
Οράματα του κόσμου ανήκουν σ' άλλους,
Στους μάγους που βλέπουν τον ιππότη μου.
Το ίδιο ασπίδα και δόρυ φοράμε,
Σε άλλους το όραμα αυτό ανήκει.
ΦΙΛΟΣ 1:
Μήπως, Διονύσιε, οραματίζεσαι πολέμους;
Ή μήπως κρύβεις έναν άλλον κόσμο εδώ;
ΣΟΛΩΜΟΣ:
Οι μάγοι αυτοί μου δίνουν το φως,
Και εγώ την ίδια ιστορία ξαναγράφω.
Οράματα εξωτικά αποκαλύπτονται,
Και ο Ιππότης Sol ζει μέσα μου.
ΦΙΛΟΣ 2:
Διονύσιε, πιστέψέ μας, παραληρείς.
Είσαι αποσυντονισμένος, χάνεσαι στον εαυτό σου.
ΣΟΛΩΜΟΣ:
Μην αρνηθείτε τη μαγεία που ζω.
Ο Ιππότης Sol, η εσάνς μου και ο πάντα ήρωάς μου.
Ο ιππότης και οι οραματιστές του είναι ενάρετοι,
Όμως, η αλήθεια βρίσκεται στη φαντασία τους.
Ο Διονύσιος Σολωμός, ακολουθώντας τον εσωτερικό του κόσμο, εξαφανίζεται από τη σκηνή, αφήνοντας τους φίλους του να αναρωτιούνται για την ουσία των οραμάτων του. Ο θίασος σκοτεινιάζει, ενώ οι φίλοι παραμένουν εκεί, συλλογισμένοι.
*
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: (στρεφόμενος προς κάποιον θεατή στο κοινό) Εσείς! Βλέπετε τον Ιππότη Sol; Βλέπετε τη σωτηρία που φέρνει;
(Ο θεατής κοιτάζει με σύγχυση και αναρωτιέται τι συμβαίνει)
ΘΕΑΤΗΣ: Εμ… Διονύσιε, απλά βλέπω εσένα, τον ποιητή.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Όχι, δεν καταλαβαίνετε! Εγώ είμαι ο Ιππότης Sol! Οι οραματιστές με βλέπουν ως εκείνον!
*
ΠΡΑΞΗ 2
(Ο Σολωμός βρίσκεται σε ένα αστραφτερό τοπίο, με ονειρική ατμόσφαιρα. Οι ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ περιβάλλουν τον Σολωμό.)
ΣΟΛΩΜΟΣ: (Ανακατεύοντας) Πού είμαστε; Ποιοι είστε εσείς;
ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ 1: Καλωσόρισες, Ιππότη Sol. Είμαστε οι οραματιστές που σε βλέπουν και πιστεύουν σε σένα ως τον σωτήρα του κόσμου.
ΣΟΛΩΜΟΣ: (Με κατανόηση) Εσείς είστε οι αληθινοί οραματιστές που με οραματίζονται. Είμαι μια φωνή, ένα σύμβολο, αλλά εσείς κάνετε το όραμα πραγματικότητα.
(Τα φώτα ανάβουν ξανά, και ο Σολωμός βρίσκεται πάλι στον κήπο του.)
*
Ο Διονύσιος αντιλαμβάνεται ότι η περιπέτειά του είναι πολύ περισσότερο από μια απλή παρατήρηση. Είναι μια διαδρομή μέσα από πολλαπλούς κόσμους και χρονικές στιγμές, όπου οι δημιουργίες και οι προβλέψεις ενός κάθετου θεατή συμβάλλουν στο να χαράξουν το μονοπάτι του Ιππότη Sol.
*
Στο εργαστήριό του, ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός βρέθηκε αντιμέτωπος με μια φαινομενικά άδεια σελίδα χαρτιού. Το χαρτί αυτό, ωστόσο, φαινόταν να κρύβει μαγνητικές ιδιότητες, καθώς τα ρινίσματα σιδήρου που βρίσκονταν διασκορπισμένα μυστηριωδώς στο γραφείο άρχισαν να συναθροίζονται αυτομάτως σε έναν περίεργο σχηματισμό.
Ο Διονύσιος Σολωμός κοίταξε με ανησυχία την περούκα που δημιουργήθηκε μπροστά του. Οι μακριές, κυματιστές τούφες σιδηροκομμένου μαλλιού άρχισαν να αποκτούν όγκο και να παίρνουν το σχήμα της περούκας, ενώ μαγνητικές δυνάμεις την κράταγαν σταθερή στον αέρα πάνω από τη σελίδα σαν σύννεφο.
«Τι στο καλό!» εκραύγασε ο Διονύσιος Σολωμός, ενώ προσπαθούσε να απομακρυνθεί από τον περίεργο σχηματισμό. Αλλά η περούκα σιδήρου είχε τη δική της βούληση και, σαν να είχε ζωή, ακολουθούσε τον Διονύσιο Σολωμό παντού όπου πήγαινε.
Καθώς ο ήλιος δυσκολευόταν να διαπεράσει τα παραθυρόφυλλα του εργαστηρίου και η θάλασσα ήταν απλά ένα βήμα μακριά, ο Διονύσιος Σολωμός βρέθηκε ακούραστα να τον κυνηγά η αινιγματική περούκα, προσπαθώντας να ξεφύγει από την αίσθηση της αναβάθμισης που του προσέφερε.
***
Αρχές άνοιξης του 1828 ξεκινά η συνεργασία του Σολωμού με τον Νικόλαο Μάντζαρο για τη μελοποίηση του Ηλιακού Ύμνου. Οι δύο άνδρες συναντιούνται καθημερινά. Απορία προκαλεί στον Ποιητή η ιδιοτροπία του Μάντζαρου να κουβαλάει ανελλιπώς από κοντά ένα μεγάλο, ασήκωτο μπαούλο που δεν το άνοιγε ποτέ.
Αγαπητέ μου Γιώργο,
Επειδή με ρωτάς, είναι μια βδομάδα τώρα που υποδέχομαι τον Μάντζαρο και μελετάμε τη μελοποίηση του Ύμνου, που τόσο τη λαχταράω. Για την ώρα δεν έχω άλλα να σου γράψω γι’ αυτό, πέρα από την ιδιοτροπία που έχει εκείνος να κουβαλάει αγκομαχώντας ένα μπαούλο, βαρύ και μεγάλο, το οποίο δεν το ανοίγει ποτέ, ούτε μ’ απαντάει τι όργανο είναι βαλμένο κει μέσα. (…)
Όμως η πρόοδος της μελοποίησης δεν είναι ικανοποιητική. Εξαντλημένος από τις ένεκα κουνουπιών αϋπνίες του και στεναχωρημένος από τις εντεινόμενες προστριβές με τον αδελφό του -και συγκάτοικο στο πατρικό τους σπίτι-- Δημήτριο για τη διανομή της περιουσίας τους
Αγαπημένε μου,
Είναι κάμποσες μέρες που ο υπηρέτης μου βρίσκει τις πολυθρόνες λερωμένες για καλά· και σήμερα βρήκε μία λερωμένη από κεριά και μια άλλη από ξερές λάσπες, φυσικά γιατί κάποιος ακούμπησε απάνω το πόδι του. Αν δεν πιστεύεις πως όλ’ αυτά είναι φαντασίες δικές μου, σε παρακαλώ γράψε μου τι να κάνω. (…)[1]
ο Ποιητής αδυνατεί να συγκεντρωθεί και να ανταπεξέλθει.
Ο Δε Ρώσσης, με τη συναίνεση του Λουδοβίκου Στράνη και επ’ ευκαιρία της απουσίας της οικογένειας για θερινές διακοπές τώρα που η μικρή Λουίζα έχει χρονίσει, προτείνει στον Σολωμό να μετακομίσει προσωρινά στο σπίτι του λόφου, για να εργαστεί εκεί με τον Μάντζαρο, ανενόχλητος από το οικογενειακό ζήτημα, στο μεγάλο πιάνο της οικίας. Ο Σολωμός αποδέχεται την πρόσκληση και μετακομίζει. Προς μεγάλη του χαρά και έκπληξη, ήδη από την πρώτη μέρα εκεί τα κουνούπια δεν εμφανίζονται κι αυτός ξανακερδίζει τον από καιρό χαμένο ύπνο του.
Γιώργο μου!
Σου γράφω κιόλας για να σ’ ευχαριστήσω. Σήμερα ήταν το πρώτο ξημέρωμα που με βρήκε κοιμισμένο εδώ και δυο χρόνια. Κοιμήθηκα για δεκαεφτά ώρες, που θα’ τανε παραπάνω, αν δεν εμφανιζόταν ο υπηρέτης να μου ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο όπως, παραλυμένος, του ζήτησα. Μια διαβολεμένη νύστα μου έσφιγγε, σαν αράχνη, το μούτρο και μόνο όταν νίφτηκα θαρρείς έτρεξε πέρα. (…)
Το πρωί της 20ης Ιουλίου 1828, ο Σολωμός υποδέχεται, όπως κάθε μέρα, τον Μάντζαρο στο σπίτι στον λόφο για να συνεχίσουν την εργασία τους. Η οποία διακόπτεται ωστόσο από μια αναπάντεχη σειρά γεγονότων.
***
[ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ: ]
Σκηνή: Αίθουσα εργασίας, Σολωμός και Μάντζαρος συνεργάζονται για τη μελοποίηση του Ηλιακού Ύμνου
Σολωμός: (με πάθος) «Όπως ο άνεμος σάλεψε τον Έλληνα πνεύμονα …»
(ήχος από καμπάνες)
Μάντζαρος: (τον διακόπτει με εκνευρισμό)
Σολωμός: (κάνει τον σταυρό του) Α, το εξαστόχησα, του Αγίου Ηλιού σήμερα. Ας συνεχίσουμε!
(Ξαφνικά, ένα σμήνος από αληθινά κουνούπια εισβάλλει στο δωμάτιο, κάνοντας τον Ποιητή να πανικοβληθεί.)
Σολωμός: Αααααα! Τα βλέπεις και εσύ Νικόλαε;
Μάντζαρος: Επιτίθενται!
(Ξαφνικά, ένα παράξενο πλοκαμοειδές όργανο εμφανίζεται από το μπαούλο του Μάντζαρου.)
Σολωμός: (με έκπληξη) Τι είναι αυτό, Μάντζαρε;
Μάντζαρος: Αυτός είναι Πλόκαμος, Διονύσιε, καλή του ώρα!
Ο Πλόκαμος σηκώθηκε ψηλά και άρχισε να ρουφάει τα κουνούπια με δύναμη ένα ένα. Ο Σολωμός έμεινε άφωνος. Τα κουνούπια εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια του, και ο Σολωμός αισθανόταν την εκτίμηση για το μυστηριώδες και σωτήριο αυτό πράγμα να αναπτύσσεται μέσα του.
Με ανάμεικτα συναισθήματα απορίας και θαυμασμού, ο Σολωμός γύρισε προς τον Μάντζαρο και με ανακούφιση είπε: «Είναι ωραιότατος ο Πλόκαμος! Απολαμβάνω την αρμονία που δημιουργεί με την παρουσία του».
Όταν όμως ηρέμησε είδε ότι τα κουνούπια τον είχαν τσιμπήσει τόσο πολύ που είχε γίνει μελανός. Το αίμα του κυλούσε πιο γρήγορα και η καρδιά του χτυπούσε σαν τακτικός στρατός.
***
Στις 23 Ιουλίου 1828, έχοντας συνέλθει -με συνδρομή γιατρού- από τα εκτεταμένα τσιμπήματα, ο Διονύσιος Σολωμός σημειώνει στο απόκρυφο ημερολόγιό του την τελευταία, και εκτενέστερη, εγγραφή του.
Στις 20 του Ιουλίου 1828, 12 το μεσημέρι, στο σπίτι του λόφου και ανήμερα του Άη Λια, ένιωσα την πραγματική επίθεση των κουνουπιών στο σώμα μου. Τα τσιμπήματά τους μ’ έριξαν στο κρεβάτι ανήμπορο αλλ’ ηθικά δικαιωμένο. Δεν είμαι τρελός κι ευτυχώς που ήτανε παρόντες, για να το επιβεβαιώνουν, εκείνος ο καχύποπτος υπηρέτης μου και ο ίδιος ο Μάντζαρος, που κι αυτός έπαθε πολλές τσιμπιές. Του οποίου ο Πλόκαμος με γλίτωσε, σαν στενόμακρος deus ex machina, τουτέστι σα θεός της σωτηρίας μου, πρώτιστα, αλλά και σαν θεός της εξήγησης. Ο Πλόκαμός μου! Που, όταν μ’ έσωσε, ήρθε και κούρνιασε δίπλα σαν τον πιστότερο σκύλο που μπορεί κανένας να φανταστεί. Και που, βλέποντας την απίστευτη σκηνή, ο Μάντζαρος, κλαίγοντας, μου τον χάρισε. Τώρα όλες οι παραισθήσεις μου συνδέονται σε όραμα συνεκτικό. Η αληθινή επίθεση των κουνουπιών έγινε στον λόφο του Αγίου Ηλίου, καταμεσήμερο, ανήμερα της γιορτής του. Ο χρόνος, φαίνεται, έχει έρθει να φυλάξουμε τον Ακροτελεύτιο Πετεινό απ’ τον Πετεινοκλέφτη.
ΒΑΡΙΑ Η ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗ ΣΠΑΖΟΥΝΕ ΠΕΖΑ ΠΟΥΛΙΑ
Ο κόκορας είναι το κλειδί που ο κόσμος χρειάζεται. Τον προστατεύουμε από το χρόνο, από την παράλληλη κακή πορεία. Οι Οραματιστές αποτελούν τον στρατηγό της προφητικής ενέργειας. Σχεδιάζω την κιβωτό διάσωσης. Οι Οραματιστές μετέχουν στο σχέδιο. Αφήνω το μαλλί μου να μοιάζει μ’ ακτινοβόλο στέμμα. Το ακτινοβόλο στέμμα απάνω στο κεφάλι μου είναι η σφραγίδα της αναγέννησής μου. Είμαι ο Διονύσιος Sol, όργανο των Οραματιστών μου.
[1]
(…) Φαίνεται πως το γράμμα θα έχει κάποια σχέση με τις προστριβές με τον αδελφό του, τον οποίον ίσως (ή τους ανθρώπους του) υποψιάζεται πως του λερώνουν τα έπιπλα. (…) Ό.π. Επιστολή αρ. 40, Προς Γεώργιο Δε Ρώσση, 1827 (;) και σχετικές σημειώσεις, βλ. και αρ. 52-54