Εφτά ακόμη «Ποιήματα» του καιρού

Του Ding Yanyong
Του Ding Yanyong

Ασύμ­πτω­τα

Το φέρ­νει ο δρό­μος και η συ­γκυ­ρία συ­χνά
και αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κά δια­σταυ­ρώ­νο­νται.
Πο­τέ όμως ένας χο­ντρός ιπ­πο­πό­τα­μος
με μια χο­ντρή πο­λι­κή αρ­κού­δα.
Ού­τε και το βλέμ­μα ενός τε­λω­νεια­κού
με το βλέμ­μα τού σκύ­λου ενός άστε­γου.


γν

―Όταν έχουν με­γά­λες έγνοιες,
πολ­λοί ζη­τούν τις γνώ­μες των άλ­λων.
―Αλ­λά δεν τις έχουν γνώ­μο­νά τους.
―Ίσως για­τί εί­ναι αγνώ­μο­νες.
―Οι άλ­λοι τους εί­ναι ευ­γνώ­μο­νες



Σο­φία

Δε θύ­μω­νε όταν του λέ­γαν πως ξε­χνού­σε τώ­ρα τε­λευ­ταία.
Πί­στευε μάλ­λον πως θυ­μός και θύ­μη­ση εί­ναι απ’ την ίδια ρί­ζα.



Ση­μείο των και­ρών

Πα­λιά, λί­γοι νο­μί­ζα­νε πως η φτώ­χεια οφεί­λε­ται μάλ­λον
στο ό,τι εί­ναι πολ­λοί εί­ναι αυ­τοί που δεν έχουν λε­φτά.
Τώ­ρα όμως αυ­ξά­νο­νται πο­λύ



Ανα­πό­λη­ση

Όλοι οι άν­θρω­ποι αγα­πούν κά­πως τα παι­διά.
Ακό­μη κι όσοι δε θέ­λη­σαν να έχουν απ’ αυ­τά.
Για­τί εί­ναι εύ­κο­λα τα ψέ­μα­τα που λες στα παι­διά.
Για να τους χα­ρί­σεις δω­ρε­άν, δί­χως συ­νέ­πειες,
στιγ­μές χα­ράς, τρό­μου και ελ­πί­δας.
Ενώ θα θυ­μά­σαι τα παι­δι­κά σου χρό­νια.




Σύ­νη­θες

Σπα­νί­ζουν οι προ­βλε­πτι­κοί άν­θρω­ποι.
Αφθο­νούν κά­ποιοι άλ­λοι άν­θρω­ποι,
αυ­τοί που αρέ­σκο­νται στις προ­βλέ­ψεις.
Συ­νή­θως αυ­τοί δεν εί­ναι προ­βλε­πτι­κοί,
συ­νή­θως θυ­μώ­νουν με τα απρό­βλε­πτα,
συ­νή­θως γί­νο­νται πο­λύ απρό­βλε­πτοι,
συ­νή­θως έχουν πε­ρί­ερ­γες βλέ­ψεις.



Υπερ-στι­κός μύ­θος

Ήταν η πιο ψη­λή γέ­φυ­ρα της πό­λης
Υπήρ­χε κά­τω της με­γά­λη ομορ­φιά
Υπήρ­χε υπό­γεια πη­γή στο πο­τά­μι
Κά­θε 35 λε­πτά ανά­βλυ­ζε από­το­μα
Το κα­στα­νό νε­ρό βα­φό­ταν σμα­ρα­γδί
Ήταν η πιο ψη­λή γέ­φυ­ρα της πό­λης
Πολ­λοί τη διά­λε­γαν για να αυ­το­κτο­νή­σουν
Έβλε­παν όμως τό­ση ομορ­φιά που δί­στα­ζαν
Έρ­χο­νταν να τη χα­ρούν την επο­μέ­νη
Με ανα­ψυ­κτι­κό ή με κα­φέ σ’ ένα θερ­μός
Μια μέ­ρα ήρ­θε και ένας κα­στα­νός
Δί­στα­σε, τί­πο­τα πα­ρά­ξε­νο ως εδώ
Ήρ­θε και την επο­μέ­νη με έναν ξαν­θό
Φου­ντά­ρα­νε και οι δυο μα­ζί
Ο κα­στα­νός εί­χε αφή­σει ση­μεί­ω­μα:
«Εί­ναι πο­λύ με­γά­λη η ομορ­φιά,
αξί­ζει να φου­ντά­ρεις μέ­σα της,
σί­γου­ρα θα τον πεί­σω κι αυ­τόν,
που­θε­νά αλ­λού δε θα βρει
θά­να­το πιο όμορ­φο απ’ αυ­τόν»
Οι κά­τοι­κοι ορ­γί­στη­καν πο­λύ με αυ­τά
Απο­φά­σι­σαν το θά­να­το της γέ­φυ­ρας
Όμως πρό­λα­βαν και τη βά­φτι­σαν, κρυ­φά:

Η ΓΕ­ΦΥ­ΡΑ ΤΩΝ ΔΙ­ΣΤΑΓ­ΜΩΝ

(πριν την γκρε­μί­σουν)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: