Δύο ποιήματα

Golden Boys

Πά­ντως, εγώ δεν συμ­φω­νώ·
πώς εί­ναι δυ­να­τόν
να υπο­κύ­ψω στην
πα­ραί­νε­ση
την ώρα που
χι­λιά­δες νέ­οι
ακρο­βα­τούν
δια­θλα­σμέ­νοι στον
ορί­ζο­ντα υπαι­τιό­τη­τι
αυ­τών
που τώ­ρα επι­ζη­τούν
μια θέ­ση στην
αφί­σα
επι­κα­λού­με­νοι προς τού­το το
συ­ναί­σθη­μα
ενώ ως χθες
(θυ­μά­σαι;)
όταν η συ­ντρι­βή δεν τους
πλη­σί­α­ζε
ού­τε που υπο­λό­γι­ζαν το
εύ­κρα­τον της
αμ­φι­σβή­τη­σης
κι ως
να μην έφτα­νε αυ­τό
όταν οι ερα­στές τού
ήθους πέ­τα­ζαν
με κίν­δυ­νο ζω­ής στα
πό­δια τους την
αθλιό­τη­τα
αυ­τοί
αγρόν ηγό­ρα­ζον
μι­λού­σαν
πε­ρί ου­το­πί­ας
πε­ρί το άω­ρον
το όνει­δος και τα λοι­πά
και μό­νον όταν εί­δαν
επι­κα­λέ­στη­καν το
έαρ
μιας χει­ρο­νο­μί­ας
την υγρα­σία μιας
μα­τιάς που κά­νει
την καρ­διά να
θάλ­λει
να δρέ­πει γύ­ρη με ηδύ­τη­τα
από τους στή­μο­νες του
πά­θους
τους μί­σχους μιας
δι­καί­ω­σης.
Μου γρά­φεις ότι στέ­γνω­σαν!
Ε, και;
Αυ­τοί τι διεκ­δί­κη­σαν;



Δύο ποιήματα



Καί­σα­ρες, Κύ­κλω­πες, πραί­το­ρες και νά­νοι

Ρώ­τη­σε να του πουν
τί έσε­ται
η επα­νά­στα­ση
εις
τρό­πον
ώστε
να γνω­ρί­ζει
να ξέ­ρει τί
να κρύ­ψει
να μην πει
σε
πε­ρί­πτω­ση
που
προ­σα­χθεί
ως
επι­κίν­δυ­νος
στο
Τμή­μα ―

κι οι
Καί­σα­ρες:

«ου­δέν νε­ώ­τε­ρον»
του εί­παν
και
τον έδω­σαν
βο­ρά
στους
Κύ­κλω­πες
στους
Πραί­το­ρες
στους
Κήν­σο­ρες
στους
Νά­νους.

[ Aπό την ανέκδοτη συλλογή Επί των ήλων ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: