Το σπίτι είναι μαύρο

Μια νυχτερινή περιπλάνηση με οδηγό το «Νυχτόραμα» του Ηλία Παπαγιαννόπουλου


[Το 1962 η Φορούγ Φαροχζάντ γυρίζει ένα ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, διάρκειας 22 λεπτών, με τίτλο «Το σπίτι είναι μαύρο». Το θέμα του είναι μια αποικία λεπρών στο βόρειο Ιράν, οι κάτοικοι της οποίας ζουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Μέσα από μια υποβλητική αφήγηση που αντλεί από την Παλαιά Διαθήκη, το Κοράνι και την ποίηση της ίδιας της σκηνοθέτιδας –και τραμπαλίζεται μεταξύ ευγνωμοσύνης για την ομορφιά της δημιουργίας και θρήνου για τον φυσικό πόνο– καθώς και μέσα από τις αμείλικτες εικόνες που αρνούνται να κοιτάξουν πέρα από την παραμόρφωση και τη φθορά, η Φαροχζάντ δημιουργεί ένα ειλικρινές και διεισδυτικό πορτρέτο αυτών των απόβλητων της κοινωνίας – μια πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με τον άνθρωπο πίσω από την ασθένεια.]


Αύγουστος, Αθήνα, Κυψέλη. Ότι έχεις δει το ντοκιμαντέρ της Φαροχζάντ – δεν την ήξερες, την γκουγκλάρεις. Μαθαίνεις ότι όταν στο Ιράν κάποιος νέος προφέρει το όνομα Φορούγ, εννοεί εκείνη· ότι ο Κιαροστάμι εμπνεύστηκε τον τίτλο της ταινίας του Ο άνεμος θα μας πάρει από ένα δικό της ποίημα· ότι πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες Ιρανές ποιήτριες του εικοστού αιώνα. Ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο. Στα τριάντα δύο της.
Είναι από ώρα περασμένα μεσάνυχτα, ξημερώνει της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Κοιτάς το αναμμένο τσιγάρο στα δάχτυλά σου κι ανακαλείς αυτόματα τα παραμορφωμένα δάχτυλα εκείνου του λεπρού παιδιού στο ντοκιμαντέρ να πιάνουν την κιμωλία· ο δάσκαλος τού ζητάει να γράψει μια πρόταση πάνω στον μαυροπίνακα χρησιμοποιώντας τη λέξη «σπίτι»˙ το παιδί γράφει: «χανέ σιάχ αστ».
Σβήνεις με νεύρο το τσιγάρο στο τασάκι (με το τσιγάρο τα ’χεις άραγε ή με τα δάχτυλά σου;), λίγη στάχτη πέφτει πάνω στο γραφείο και στα βιβλία που έχεις ανοιγμένα εκεί: το Άουστερλιτς του Ζέμπαλντ και το Νυχτόραμα του Παπαγιαννόπουλου. Φυσάς τη στάχτη, κι εκείνη σκορπίζεται παντού· τη φυσάς κι από το πληκτρολόγιο του λάπτοπ· λες κι αυτό πήρε ζωή, η οθόνη του ανάβει. Διαβάζεις πάνω της ξανά τους στίχους της Φορούγ,

αλίμονο, στη μικρή μου νύχτα
ο άνεμος έχει ραντεβού με τα κοιμισμένα δέντρα
αλίμονο, στη μικρή μου νύχτα
υπάρχει η αγωνία της καταστροφής[1]

ενόσω από τη λίστα αναπαραγωγής του Spotify ακούγεται η Κέι Τέμπεστ να ραπάρει,

Europe is lost, America lost, London lost
still we are clamouring victory
all that is meaningless rules
we have learned nothing from history
.

Σηκώνεσαι, δεν σε χωράει ο τόπος. Κάνεις ένα κρύο ντους και ντύνεσαι να βγεις έξω. Ρίχνεις στο backpack τα δυο βιβλία απ’ το γραφείο σου κι ένα μηχανικό μολύβι.
Στον κοινόχρηστο, πέφτεις πάνω στον διπλανό που επιστρέφει από έξοδο με τη γυναίκα του. Κοντός, γεροχτισμένος, με κρεμασμένα μάτια και αυστηρή μύτη είναι φτυστός ο Τάσος Χατζητάτσης – από τη φτιαξιά εκείνη των ανθρώπων που βλέπουν προς τα μέσα, προς τον ακάλυπτο της ζωής, κι όχι από το μπροστινό μπαλκόνι. Μια ζωή να φεύγουμε και η ζωή να αιμορραγεί πίσω από τις πόρτες,[2] σκέφτεσαι, κατά τ’ άλλα δεν ανταλλάζετε κουβέντα. Ας είναι.
Έξω στον δρόμο η Αθήνα σε υποδέχεται με τις μασχάλες ιδρωμένες. Ξεκλειδώνεις τη μηχανή, την καβαλάς και γκαζώνεις, άγνωστο για πού. Πατησίων - Ομόνοια - Αγίου Κωνσταντίνου - Κωνσταντινουπόλεως - Ιερά οδός· σταματάς στο βενζινάδικο κοντά στην Ελιά του Πλάτωνα. Ένας Πακιστανός στην ηλικία σου έρχεται να σε εξυπηρετήσει. Παρά το προχωρημένο της ώρας και την κούρασή του, το πρόσωπό του είναι πιο ζωντανό απ’ το δικό σου· εσύ όμως ξέρεις καλά ότι αυτή η πόλη τούς ρουφάει όλους μέσα της· δεν θα αργήσει ο καιρός που θα γίνει κι αυτός ξένος του εαυτού του.

Βάζεις μπροστά τη μηχανή, βάζεις να παίζει στα ακουστικά το Third epiphany του Κ. Βήτα. Με το που αρχίζει το τραγούδι, σου μπαίνει ο διάολος να πας προς Ελευσίνα. Η μηχανή σου λευκό αιμοσφαίριο που ρέει του σκοτωμού μέσα στις αρτηρίες της πόλης – ποια μόλυνση κυνηγάει να προλάβει; Τα οδόσημα εμφανίζονται και χάνονται αμέσως, όπως και τα ενοικιάζεται, ενοικιάζεται, ενοικιάζεται, ενοικιάζεται. Πέρα στην Ελευσίνα οργιάζουν από λάμψεις τα βιομηχανικά μυστήρια[3]Ζευ πάτερ, και Άπολλον και Άρτεμι πολλά κρατέοντες, δικαιοδότες, δεχθείτε με ενώ φθάνω.[4]

«Κατεξοχήν συνθήκη της διακοπής είναι η αϋπνία. Μια αϋπνία που δεν είναι η ακατάβλητη συνέχιση της συνείδησης, η προέκταση της ημέρας μέσα στη νύχτα, του ιδίου μέσα στο άλλο. Αντιθέτως, είναι το βάθος της νύχτας, εκεί όπου η νύχτα παύει να είναι ό,τι ομαλά διαδέχεται την ημέρα, εξωτερική επικράτεια που τη συμπληρώνει, την ξεκουράζει και την ανανεώνει, επιτρέποντάς της να διαιωνισθεί μέσα στην αθωότητά της, στην αθώα βία της. Η αϋπνία είναι εκεί όπου η νύχτα γίνεται η αναστάτωση της ημέρας, η ρήξη της ημέρας, το εσωτερικό της ημέρας τραύμα. Ούτε καθαρό ημερήσιο ίδιον, λοιπόν, ούτε καθαρό νυχτερινό άλλο, αλλά η αμοιβαία τους μόλυνση, το ένα ως ρωγμή του άλλου.»[5]

Ξάφνου, στα δυτικά, ένα μπουκέτο βεγγαλικά σκάνε στον νυχτερινό αττικό ουρανό˙ στον Πειραιά απόψε, φαίνεται, κάτι γιορτάζουν. «Άκου», σου λέει μες στο μυαλό σου η Φαροχζάντ, «ακούς το σκοτάδι να ανατινάζεται;» Η Ελευσίνα δεν τελειώνει ποτέ, σκέφτεσαι, πάντα κρατάει κάτι κρυφό για την επόμενη φορά, και λοξοδρομείς στη Βενιζέλου, κατόπιν Ταξιαρχών, αριστερά στη Λαμπράκη και δεξιά στη Θηβών: Καλωσόρισες στον Πειραιά.
Παρκάρεις κοντά στον Άγιο Διονύσιο και περπατάς προς τον σταθμό του ηλεκτρικού – μέσα εκεί, κάτω απ’ τον μεγάλο αψιδωτό του θόλο, έδωσες το πρώτο σου φιλί. Προσπαθείς να θυμηθείς το όνομα εκείνης της κοπέλας καθώς χαζεύεις τις νυχτοπεταλούδες που χορεύουν και στροβιλίζονται γύρω από τις λάμπες των φανοστατών˙ αυτή την ξαναμμένη νύχτα, όπου σύμφωνα με τα μάτριξ του λιμανιού η θερμοκρασία στις τρεις το πρωί είναι τριάντα έξι βαθμοί Κελσίου, εσύ πασχίζεις να θυμηθείς το όνομα εκείνης της κοπέλας, ενόσω ο καυτός αέρας φέρνει στ’ αυτιά σου αλλοιωμένα τα λόγια κάποιου τουρίστα που μιλάει πίσω σου στα γερμανικά, «πόσο λίγα μπορούμε να συγκρατήσουμε, πόσων λογιών και πόσο πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πώς ο κόσμος αδειάζει, σαν να λέμε, από μόνος του».[6] Πώς τη λέγανε, που να πάρει; Λουκία; Μαρία; Πώς;
Βαρύθυμος, κάνεις στάση σ’ ένα περίπτερο για τσιγάρα – ο περιπτεράς ακούει από ένα τρανζιστοράκι το Πες μου, παππού του Άκη Πάνου. Ξετυλίγεις το πακέτο, ανάβεις ένα στα όρθια και περνάς την πύλη Ε3 προς την αποβάθρα του λιμανιού· με το που μπαίνεις, νιώθεις ένα ελαφρύ τράβηγμα στο μανίκι· τίποτα βίαιο, το άγγιγμα είναι ανεπαίσθητο, ειρηνικό. Κοιτάς στα δεξιά σου χαμηλά: ένας ταλαιπωρημένος άντρας με μαύρο διαφημιστικό καπέλο που γράφει Tropicana κάθεται ανακούρκουδα πλάι σε μια ζαρντινιέρα. Σε ρωτάει αν έχεις κάνα κέρμα, εσύ έχεις μόνο κάρτα μαζί σου κι αυτός δεν είναι τερματικό μηχάνημα το οποίο δεν απαιτεί επαφή. Ρωτάει αν μπορείς να του πάρεις κάτι να φάει και να πιει. Τον ρωτάς τι. Μια μπίρα και φουντούνια.
Το τρανζιστοράκι του περιπτερά τώρα λέει ένα τραγούδι πες μου ακόμα και κάν’ τα όλα λάσπη και χώμα. Αγοράζεις αυτά που σου ζήτησε και του τα πας. Με το που τα βλέπει, καμώνεται πως αλυχτάει από τη χαρά του σαν λύκος. Ποιας παλιάς θυσίας το παιδί να είναι άραγε; Σε ποια βελανιδιά της Αρκαδίας να κρέμονται τα παιδικά του ρούχα;
Τον αφήνεις ήσυχο να γευματίσει και βηματίζεις μπροστά, προς τη θάλασσα. Κοιτάζεις ψηλά: μια γεμάτη ημισέληνος σε κοιτάζει πίσω· απόψε δεν κινδυνεύει κανείς. Στρέφεις με τρόπο το κεφάλι προς τη ζαρντινιέρα· ο λυκάνθρωπος έχει εξαφανιστεί.

«Δεν ξέρουμε τι έκανε πριν, πού θα πάει μετά, ή τι σκέφτηκε την ώρα που πλησίασε τον κεντρικό ήρωα. Η αθόρυβη φιγούρα του διέσχισε φευγαλέα τη σκηνή λες και δεν ήταν παραπάνω από ένα απαλό θρόισμα. Άπλωσε προσεκτικά το χέρι του, είπε δυο κουβέντες, και δη στο όνομα ενός άλλου που ερχόταν από πίσω, υστερόχρονα επομένως, καθυστερημένα σαν μέσα σε μια φλεγμονή του χρόνου· έθεσε δια της ακινησίας σε κίνηση τα γεγονότα του βιβλίου, δηλαδή πρωτίστως τις λέξεις του και, μέσα στο βιβλίο, μέσα στις λέξεις, την ίδια την παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας· κατόπιν εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Πολύ σύντομα θα τον έχουν ξεχάσει όλα τα δραματικά πρόσωπα. Κι όμως, εκεί ξεκινάνε όλα, με τη χειρονομία μιας ασήμαντης κι ανώνυμης φιγούρας, μιας σκιάς ή ενός φάσματος, που λανθάνει στο πλάι των προσώπων αναβάλλοντας ένα ταξίδι επιστροφής.»[7]

Μπροστά από την Ψυττάλεια ένα βαπόρι φωτισμένο, πίσω της αινιγματική η Σαλαμίνα. Αυτή τη στιγμή, θα ήθελες πολύ να μιλήσεις σε κάποιον, αλλά ―αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα βιβλία― τέτοια ώρα δεν είναι κανένας διαθέσιμος. Έχεις απομείνει με τον εαυτό σου, μόνος προς μόνον, και ο εαυτός σου δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ομιλητικός. Γι’ άλλη μια νύχτα, όλα θα μείνουν θαμμένα.
Τρία βουβά τσιγάρα μετά, γυρίζεις στον Άγιο Διονύσιο. Το σακίδιο στην πλάτη σου ξαφνικά σε βαραίνει˙ λες και οι λέξεις μέσα του, παρότι έμειναν αδιάβαστες (ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό), να απόκτησαν διπλές και τριπλές σημασίες.

Στον δρόμο της επιστροφής, τα φανάρια είναι ευγενικά μαζί σου ― όσο άσχημη είναι η Αθήνα άλλο τόσο είναι και ψυχοπονιάρα· για πότε μπαίνεις στο σπήλαιο της Πατησίων, δεν το καταλαβαίνεις. Με χαρτόκουτα και νοικοκυριά εκστρατείας σπαρμένα κατά μήκος της, η ζωή εδώ προσπαθεί να ορθωθεί πάνω στις σκαλωσιές μιας πόλης που βρίσκεται διαρκώς υπό κατασκευή˙ σαν παράδοξη εικαστική εγκατάσταση που καταστρέφεται και ανακυκλώνεται, αφήνει πίσω της μονάχα ίχνη από μυθολογίες και αφηγήσεις, αρνούμενη πεισματικά την τάξη που επιχειρείται να της επιβληθεί˙ το χάος της ιστορίας της θα καταργήσει τη γεωμετρία του βίαιου εξευγενισμού, σκέφτεσαι και παρηγοριέσαι.

«Άυπνη νύχτα και υπνωτισμένη μέρα, σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι, φως μέσα στο φως: Αυτός είναι ο υπερβολικός τόπος του έξω, του άλλου, όπου θραύεται κάθε δίκτυο εξαρτήσεων εξίσου με κάθε ανεξαρτησία. Η δικαιοσύνη δεν είναι τότε παρά ένα άλλο όνομα γι’ αυτήν την απογύμνωση, μια στέρηση κάθε συμβολικής εστίας, την οποία επιτελεί ο άλλος, το εντός μας “έξω”.»[8]

Σε αντίθεση με το σύμπαν του κόσμου, το σύμπαν της Κυψέλης ολοένα και συστέλλεται: Από την Τροίας μέσα σε τρία στενά φτάνεις στην Ιθάκης.

Ξεκαβαλικεύεις τη μηχανή και την κλειδώνεις.
Στέκεσαι μπροστά από την εξώπορτα και χαζεύεις για λίγο πάνω στο τζάμι την κρανοφόρα σκιά σου.
Στον κοινόχρηστο δεν ανάβεις το φως, προχωράς στα σκοτεινά.
Φτάνεις έξω από το διαμέρισμά σου.
Γυρίζεις το κλειδί στην πόρτα και μπαίνεις.
Το σπίτι είναι μαύρο.

____________________________


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: