Στη διασπορά του ύπνου
Πριν συνεχίσουμε λοιπόν μου θύμισες
όταν κάνω τις πράξεις της καλής ζωής
το επόμενο καλοκαίρι μη ξεχάσω να αφαιρέσω.
Γιατί ξέρω τι μυστικά ζητάς.
Της θλίψης του καιρού
που σέρνεται μπρος και πίσω
σε μια γυάλινη ακτή
να βρεις μιαν ουρά και να πιάσεις
ή να την ακουμπήσουν στην αγκαλιά σου
και να ημερέψει
πριν στάξει στις στέρνες και στα ποτήρια.
Αν ναι,
η δύσκολη μέρα παρελθόν λες λέγεται.
Δηλαδή έχεις μια μέθοδο ή έστω ένα παράδειγμα;
Όχι.
Άρα είπες ψέματα Ειρηνιώ.
Κι η δυσκολία έχει ένα δισεκατομμύριο συνώνυμα
όσο ψάχνεις βρίσκεις.
Αλλά ξέρω τι θες.
Να κυλήσει η νοσταλγία μπροστά
και να υποχωρήσει η στάθμη της άρνησης που πλημμύρισε
τα λιβάδια της ηπείρου
και φέρει μιαν έπαρση διαμαντένιας συμμορίας
όταν παραβγαίνει με κουρασμένα κόκκινα.
Συνηθίζοντας και
θα δούμε, λες.
Εδώ είναι ο ύπνος λιμνοθάλασσα και
τα όνειρα μας ρηχά:
απ’ ότι θυμάμαι, ήσουν κορίτσι κι έγινες γυναίκα. Ενάντια σε δυο φλαμίνγκο θα παίζατε βόλεϊ. Παραξενεύτηκα που ήσουν καλή στο βόλεϊ, πηδούσες ψηλά πάνω από τα φλαμίνγκο, ήσουν ψηλότερη από το κανονικό σου.
Ήθελες να σε βγάλω φωτογραφίες για ανέβασμα
Μόνη, με τους φίλους σου, με το αναλογικό ρολόι του γηπέδου για φόντο. Είχες απαιτήσεις, μου έδινες οδηγίες, ήθελες να δείχνεις καλή. Η φωτογραφική άλλαζε ανά φωτογραφία από ψηφιακή σε αναλογική και τα δάχτυλα μου γίνονταν κόμπος. Θυμάμαι ήσουν άλλη ροζ.
Βρεθήκαμε ξανά στο νερό. Ό ντόκος ήταν πέτρινος κι οι πέτρες βαλμένες με χέρια πολυτεχνιτών. Θα χρησιμοποιούσα τη λέξη παλιά, αλλά στην τύχη. Τα αντιμάμαλα κουτουλούσαν σαν κριάρια, οι ταξιτζήδες έφτυναν σωστά. Ο κόσμος γύρω απ’ το νερό ήταν πολύς όπως στα Θεοφάνια. Ξέρω πως δε σ αρέσει το κολύμπι, το φοβάσαι.
Και τον κόσμο φοβάσαι
Δεν είσαι κι από εδώ, δε μιλάς τη γλώσσα. Όμως ήσουν μέσα με τους φίλους σου και βουτούσες ξανά και ξανά. Σε είδα να βγαίνεις αργά και σκοντάφτοντας από μιαν άκρη δίπλα στα καρνάγια, αγκαλιά με τα ροζ βότσαλα. Στο κέντρο του καλοκαιριού μηδένιζε η εντροπία, μα ο ήλιος έσταζε και σε έκαιγε χωρίς να το καταλαβαίνεις. Έξω είχε πολυκοσμία. Οι στάλες και τα εξανθήματα στα μάγουλα σου έστελναν μια βρεγμένη αχτίδα στα μάτια μου.
Ο κόσμος άνοιξε το πουκάμισο σου
Είπες να σου φέρω την πετσέτα και πέντε ευρώ να πάμε για καφέ. Πήγα έως τα νησιά του ύπνου και δε γύρισα ποτέ. Το μεσημέρι έβρασε.