Στιγμές χωρίς θόρυβο


Σε εί­δα στο καρ­νά­γιο

Σε εί­δα στο καρ­νά­γιο
Έξω απ' το νε­ρό πά­νω σε σκου­ρια­σμέ­νες σκα­λω­σιές

Πα­ρα­τη­μέ­νη

Κά­ποιος δί­πλα σου φρό­ντι­ζε ένα άλ­λο σκα­ρί
Το έξυ­νε, το έβα­φε

Το δι­κό του σκα­ρί

Εσέ­να;
Ποιός;

Τα ξύ­λα σου όλα ξε­ρά

Η γά­στρα σου γε­μά­τη νε­κρά στρεί­δια και πε­τα­λί­δες

Εί­χες στο πλάι σου γραμ­μέ­νο τ’ όνο­μά σου

Μα ού­τε τ' όνο­μα,
ού­τε ο άνε­μος,
ού­τε το κύ­μα σε πή­ραν μα­κριά

Ήταν τα πα­νιά που άνοι­ξες
τα χέ­ρια που σε κα­θά­ρι­σαν, έκο­ψαν τα σά­πια ξύ­λα σου και σ' έβα­ψαν

Η πί­στη σου στο άγνω­στο ήταν αυ­τή που σε πή­ρε


Στιγμές χωρίς θόρυβο



Η μο­να­ξιά μου

Τη μο­να­ξιά μου προ­σπά­θη­σα να τη βγά­λω από μέ­σα μου με τα ίδια μου τα χέ­ρια.
Προ­σπά­θη­σα να την πε­τά­ξω πά­νω στους άλ­λους.

Μα η μο­να­ξιά μου κόλ­λα­γε στα δά­χτυ­λα, στις πα­λά­μες μου, έμπαι­νε κά­τω από τα νύ­χια.

Για­τί η μο­να­ξιά μου ήμουν εγώ.

Η λά­σπη μου, το χώ­μα μου.

Ήθε­λα να δε­χτεί τους σπό­ρους των άλ­λων.

Ήθε­λα να φρο­ντι­στεί, να πο­τι­στεί και ν' αν­θί­σει.

Η μο­να­ξιά μου αι­σθά­νο­μαι τώ­ρα να με λε­ρώ­νει, να με βα­ραί­νει και να με κρα­τά­ει θαμ­μέ­νο.

Όμως η μο­να­ξιά μου εί­μαι πά­ντα εγώ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: