Σελίδα 73

Σελίδα 73




«Τα χω­ριά του Έβρου υπο­λο­γί­ζε­ται πως εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρα από εκα­τόν πε­νή­ντα, εί­ναι όμως σί­γου­ρο πως όσοι απο­φα­σί­ζουν να τα επι­σκε­φθούν δεν ξέ­ρουν ποιο να πρω­το­δια­λέ­ξουν και να πρω­το­θαυ­μά­σουν! Η Πό­λη του Με­τα­ξιού, το Σου­φλί….»
Σή­κω­σε τα μά­τια της απ΄το βι­βλίο που διά­βα­ζε και κοί­τα­ξε στο πα­ρά­θυ­ρο. Επι­τέ­λους εί­χαν φτά­σει στο Σου­φλί. Μια πό­λη φά­ντα­σμα, πο­τι­σμέ­νη στη με­λαγ­χο­λία σαν ανύ­πα­ντρη με­γα­λο­κο­πέ­λα την επο­χή του πε­νή­ντα.
Τα­ξί­δευε από τις επτά το πρωί και ήταν πια τρεις. Σε μια ώρα λο­γι­κά θα έφτα­νε Δι­δυ­μό­τει­χο. Μια άλ­λη πό­λη που ζού­σε κά­τω από την πι­νέ­ζα του χάρ­τη. Μια πό­λη χα­κί, που εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο ήταν το σπί­τι που στέ­γα­ζε την αγά­πη τους. Ένα σπί­τι με φως, με ανοι­χτά πα­ρά­θυ­ρα, ένα δι­πλό στρώ­μα και με τα­βά­νι τον ου­ρα­νό.
Το πούλ­μαν μεί­ω­σε την τα­χύ­τη­τα του και μπή­κε στην πλα­τεία. Ση­κώ­θη­κε όρ­θια σαν ελα­τή­ριο και έβα­λε βια­στι­κή το μπλε της σα­κί­διο στην πλά­τη. Ο εν­θου­σια­σμός της δεν μπο­ρού­σε να κρυ­φτεί, ένα χα­μό­γε­λο ολό­κλη­ρη ήταν. Κοί­τα­ξε έξω απ΄το πα­ρά­θυ­ρο ψά­χνο­ντας το πρό­σω­πό του. Τον εί­δε να έρ­χε­ται και ήταν ίδιος με ήλιο. Ο ήλιος της ντυ­μέ­νος στο χα­κί.
Η αλή­θεια εί­ναι ότι αντι­πα­θού­σε τους στρα­τιω­τι­κούς. Αντι­πα­θού­σε πά­σης φύ­σε­ως άντρες πα­γό­νια με στο­λή. Αυ­τός όμως ήταν ο δι­κός της άντρας. Ο άντρας που αγα­πού­σε εδώ και τριά­μι­σι χρό­νια και έκα­νε την στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία στο στρα­τό­πε­δο του «Λα­γού» ως δό­κι­μος αξιω­μα­τι­κός. Κα­τέ­βη­κε τα σκα­λιά του πούλ­μαν. Την εί­χε δει και προ­σπα­θού­σε να τη φτά­σει σπρώ­χνο­ντας τους μπρο­στι­νούς του με μια χα­ρά που δεν επέ­τρε­πε σε κα­νέ­ναν να τον πα­ρα­τη­ρή­σει για την αγέ­νεια του. Με το που έφτα­σε κο­ντά της εκεί­νη του φώ­να­ξε δυ­να­τά: "Αλτ τις ει;" και πή­δη­ξε στην αγκα­λιά του. Άρ­χι­σαν να φι­λιού­νται προ­σφέ­ρο­ντας δω­ρε­άν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό θέ­α­μα σε ένα μπου­λού­κι αν­θρώ­πων που γέ­λα­γαν και σφύ­ρι­ζαν γιορ­τά­ζο­ντας και κεί­νοι μα­ζί τους. Ο Θα­νά­σης και η Εύα ήταν ερω­τευ­μέ­νοι. Πο­λύ ερω­τευ­μέ­νοι.
Μπή­καν στο αυ­το­κί­νη­το και κα­τευ­θύν­θη­καν προς το Πραγ­γί. Έναν οι­κι­σμό στα σύ­νο­ρα με την Τουρ­κία που πα­ρέ­πε­μπε σε επο­χές αλ­λο­τι­νές. Θα έτρω­γαν σε ένα πα­λιό σταθ­μό έκ­δο­σης ει­σι­τη­ρί­ων τρέ­νου, που έχει με­τα­τρα­πεί σε πα­ρα­δο­σια­κή τα­βέρ­να. Εκεί πή­γαι­ναν κά­θε φο­ρά που ερ­χό­ταν εκεί­νη. Οι δύο τους στη μέ­ση του που­θε­νά έτρω­γαν σε αυ­τό το τα­βερ­νά­κι πί­νο­ντας τσί­που­ρο και ο Θα­νά­σης της δι­η­γού­νταν τις στρα­τιω­τι­κές ιστο­ρί­ες που ζού­σε.
Λί­γο πριν φτά­σουν στην τα­βέρ­να, στα­μά­τη­σαν σε ένα από­με­ρο μέ­ρος. Δεν άντε­χαν, ήθε­λαν να κολ­λή­σουν. Λαί­μαρ­γα αι­σθάν­θη­καν ο ένας τον άλ­λο. Αρ­γό­τε­ρα μπή­καν στην τα­βέρ­να, πει­να­σμέ­νοι ακό­μα.
«Λοι­πόν ακούω την ιστο­ρία της εβδο­μά­δας σου που μάλ­λον ζό­ρι­κη πρέ­πει να εί­ναι, από ότι βλέ­πω έχεις αδυ­να­τί­σει κι άλ­λο..», εκεί­νος άρ­χι­σε: «Λοι­πόν έχου­με και λέ­με, ξε­κί­να και κά­νε ει­κό­να στο μυα­λό σου.» Έφε­ρε το πο­τή­ρι με το τσί­που­ρο στο στό­μα της και αφέ­θη­κε στην αφή­γη­σή του. «Εμπει­ρία σχοι­νά­κια. Τα σχοι­νά­κια εί­ναι ένας στρα­τιω­τι­κός κα­ταυ­λι­σμός στη φύ­ση που γί­νε­ται για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση βο­λών και ασκή­σε­ων. Φα­ντά­σου τώ­ρα μια πλα­γιά κα­τα­πρά­σι­νη. Σε ένα κα­τάλ­λη­λο κομ­μά­τι της, στή­σα­με τις σκη­νές μας. Το πρώ­το βρά­δυ ξύ­πνη­σα με τρία δά­χτυ­λα νε­ρού μέ­σα στη σκη­νή που μα­ζί του εί­χε πα­ρα­σύ­ρει δια­φό­ρων ει­δών ζω­ύ­φια. Ένιω­σα κά­τι στο σώ­μα μου. Άνοι­ξα το φα­κό μου και το πιο αη­δια­στι­κό από αυ­τά περ­πά­τα­γε στο μη­ρό του πο­διού μου. Το ξη­μέ­ρω­μα που βγή­κα­με απ΄ τις σκη­νές μας βάλ­τοι λά­σπης υπήρ­χαν πα­ντού. Όμως, αγά­πη μου, αυ­τό δεν εί­ναι τί­πο­τα. Το να φυ­λά­ξεις τα σχοι­νά­κια μέ­σα στη μαύ­ρη νύ­χτα εί­ναι η απο­θέ­ω­ση του χα­κί. Κα­λεί­σαι να φυ­λά­ξεις ένα κομ­μά­τι της πλα­γιάς μέ­σα στο σκο­τά­δι σε μια νε­κρι­κή ησυ­χία με τον φό­βο μην σου την πέ­σει κά­ποιος. Τις δύο προη­γού­με­νες εβδο­μά­δες σχοι­νά­κια και αυ­τή που πέ­ρα­σε μας τρέ­λα­ναν στα άναρ­χα νυ­χτε­ρι­νά εγερ­τή­ρια, μι­λά­με για νύ­χτες τρό­μου.»
Γύ­ρι­σαν σπί­τι μέ­σα με μια ανεί­πω­τη ευ­τυ­χία, εκεί­νος οδη­γού­σε και εκεί­νη εί­χε γύ­ρει πά­νω στον ώμο του. Μπή­καν στο μι­κρό δυά­ρι. Στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα το βρα­δι­νό αε­ρά­κι που εί­χε πιά­σει έκα­νε την κουρ­τί­να του ανοι­χτού πα­ρα­θύ­ρου να ανε­μί­ζει με χά­ρη. Πά­νω στο δι­πλό στρώ­μα ένα δώ­ρο τυ­λιγ­μέ­νο σε κόκ­κι­νο χαρ­τί. Δί­πλα στο πά­τω­μα ένα ρα­διό­φω­νο που του εί­χε φέ­ρει εκεί­νη, δυο ντά­νες βι­βλία και μια με­γά­λη κού­πα με λου­λού­δια που εκτε­λού­σε χρέη βά­ζου. Του έκα­νε κε­φα­λο­κλεί­δω­μα και τον πέ­τα­ξε στο κρε­βά­τι μα­ζί με τον εαυ­τό της. «Άνοι­ξε το δώ­ρο σου», της εί­πε. Έσκι­σε το κόκ­κι­νο χαρ­τί με ανυ­πο­μο­νη­σία και απο­κα­λύ­φθη­κε πε­ρή­φα­νο ένα βι­βλίο. Τα ερω­τι­κά του Γιάν­νη Ρί­τσου. «Άνοι­ξε το στη σε­λί­δα εβδο­μή­ντα τρία», της εί­πε. Το άνοι­ξε και διά­βα­σε:

Υπο­σχό­με­νη μέ­ρα.
Κι ήρ­θες.
Φω­τιά και κα­πνός.
Κα­πνός και νύ­χτα.
Το κρε­βά­τι καί­γε­ται.
Από φω­τιά τα φτε­ρά μας.

Δεν καί­γο­νται.

Τον αγκά­λια­σε σφι­χτά. Ανά­με­σά τους το βι­βλίο με τα ποι­ή­μα­τα. Ύστε­ρα πα­ρα­δό­θη­κε ο ένας στον άλ­λο ξα­νά και ξα­νά.

Έξι μή­νες με­τά, το Δι­δυ­μό­τει­χο απο­τε­λού­σε πα­ρελ­θόν. Πα­ρελ­θόν σαν το­πο­θε­σία για­τί κά­τι απ΄ αυ­τό λες και το πή­ρε ο Θα­νά­σης μα­ζί του, μέ­σα του. Κά­τι χα­κί, κά­τι στρα­τιω­τι­κό, κά­τι που φό­βι­ζε την Εύα.
Αγα­πού­σε τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, αγα­πού­σε τη σο­φί­τα τους στο Ντε­πό, τα υπέ­ρο­χα τριά­ντα οκτώ τε­τρα­γω­νι­κά τους με τα βι­βλία του, τα βι­βλία της, τις γλά­στρες που εί­χε υπο­χρε­ω­θεί να φρο­ντί­ζει τον πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό εκεί­νος, τη γα­λά­ζια τα­πε­τσα­ρία πά­νω απ΄ το κρε­βά­τι τους και την φω­το­γρα­φία τους στο κο­μο­δί­νο όπου στέ­κο­νταν αγκα­λιά στο κά­στρο τής Αστυ­πά­λαιας. Δεν αγα­πού­σε κα­θό­λου τα βου­νά τσι­γά­ρων Lucky Strike που έβρι­σκε στα τα­σά­κια, τα άδεια κου­τά­κια από μπί­ρες ού­τε την αφρο­ντι­σιά και τη σκό­νη του σπι­τιού που αντί­κρι­ζε κά­θε φο­ρά που ερ­χό­ταν. Με το που έμπαι­νε στο σπί­τι γι­νό­ταν μια άλ­λη που άρ­χι­ζε να του φω­νά­ζει και να τον βρί­ζει με πά­θος ενώ ταυ­τό­χρο­να προ­σπα­θού­σε να βά­λει μια τά­ξη στο σπί­τι. Τό­τε εκεί­νος της έδι­νε ένα πε­τα­χτό φι­λί για­τί φο­βό­ταν τις αντι­δρά­σεις της και εξα­φα­νι­ζό­ταν για κά­να τρί­ω­ρο υπο­λο­γί­ζο­ντας ότι της έφτα­νε για να κα­θα­ρί­σει το σπί­τι, να της έχει πε­ρά­σει ο θυ­μός και να αρ­χί­σει να τον ανα­ζη­τά.
Αυ­τά σκε­φτό­ταν ενώ το αε­ρο­πλά­νο έκα­νε τη δεύ­τε­ρη προ­σπά­θεια του για να προ­σγειω­θεί. Ο και­ρός ήταν πο­λύ κα­κός στην Αθή­να. Ήταν το τε­λευ­ταίο αε­ρο­πλά­νο με προ­ο­ρι­σμό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη που επέ­τρε­ψαν να απο­γειω­θεί. Ο πι­λό­τος τους ανα­κοί­νω­σε ότι εάν δεν κα­τα­φέ­ρουν να προ­σγειω­θούν λό­γω των ισχυ­ρών ανέ­μων και της κα­ται­γί­δας θα επέ­στρε­φαν Αθή­να. Έκλει­σε τα μά­τια της και έφε­ρε το πρό­σω­πό του στη σκέ­ψη της. Στο αε­ρο­πλά­νο επι­κρα­τού­σε πα­νι­κός, ήταν μια πο­λύ κα­κή πτή­ση, φο­βό­ταν τις βί­αιες συ­νε­χείς ανα­τα­ρά­ξεις. Πιο πο­λύ όμως φο­βό­ταν μή­πως επέ­στρε­φαν και δεν τον έβλε­πε. Εί­χε να τον δει δυο εβδο­μά­δες. Το αε­ρο­πλά­νο τε­λι­κά κα­τά­φε­ρε να προ­σγειω­θεί. Τέσ­σε­ρις μέ­ρες μα­ζί του. Στη διάρ­κεια αυ­τών των ημε­ρών ο Θα­νά­σης θα της ζη­τού­σε κά­τι. Κά­τι που θα άλ­λα­ζε τη ζωή τους.
«Δη­λα­δή μου ζη­τάς να αρ­ρα­βω­νια­στού­με; Από πό­τε πι­στεύ­εις σε τέ­τοιους θε­σμούς; Ξέ­ρεις τι εξυ­πη­ρε­τού­σε ο αρ­ρα­βώ­νας πα­λιά; Την επι­ση­μο­ποί­η­ση του σεξ για να στα­μα­τή­σουν να κου­τσο­μπο­λεύ­ουν το ζευ­γά­ρι και ει­δι­κά το κο­ρί­τσι ώστε οι γο­νείς να μην νιώ­θουν ντρο­πή», του εί­πε γε­λώ­ντας. «Θέ­λω να επι­ση­μο­ποι­ή­σω τα πράγ­μα­τα με­τα­ξύ μας, αυ­τή εί­ναι η φυ­σι­κή ροή των πραγ­μά­των. Σ΄αγα­πώ, θέ­λω να έρ­θεις εδώ, να ζή­σου­με μα­ζί. Με­τά να πα­ντρευ­τού­με, να κά­νου­με οι­κο­γέ­νεια». Την πή­ρε αγκα­λιά: «Εύα εί­μαι έτοι­μος για το επό­με­νο βή­μα, σε θέ­λω δι­κή μου». «Μα εί­μαι δι­κή σου». Ύστε­ρα τον κοί­τα­ξε στα μά­τια για λί­γο σκε­πτι­κή. «Kαι εγώ σ΄ αγα­πώ, το ξέ­ρεις… Εντά­ξει», του εί­πε τε­λι­κά.

Ο Θα­νά­σης και η Εύα όρι­σαν την ημε­ρο­μη­νία του αρ­ρα­βώ­να τους. Το ίδιο βρά­δυ η Εύα εί­δε ένα όνει­ρο. «Στον πα­ρά­με­σο του αρι­στε­ρού της χε­ριού φο­ρού­σε μια χρυ­σή βέ­ρα που λα­μπύ­ρι­ζε, ο Θα­νά­σης κα­θό­ταν δί­πλα της, εκεί­νη τον τάι­ζε γλυ­κό του κου­τα­λιού και με το ίδιο κου­τά­λι έτρω­γε και εκεί­νη». Ξύ­πνη­σε ευ­τυ­χι­σμέ­νη.
Μια μέ­ρα πριν τον αρ­ρα­βώ­να οι οι­κο­γέ­νειές τους, στε­νοί συγ­γε­νείς και η κου­μπά­ρα ήταν μα­ζε­μέ­νοι στο πα­τρι­κό σπί­τι του Θα­νά­ση. Ο αρ­ρα­βώ­νας θα γι­νό­ταν την επό­με­νη στις δώ­δε­κα το πρωί σε ξε­νο­δο­χείο και ύστε­ρα θα ακο­λου­θού­σε γεύ­μα για τους σα­ρά­ντα κα­λε­σμέ­νους τους. Η Εύα εί­χε φρο­ντί­σει για όλη τη δια­δι­κα­σία. Τα εί­χε φτιά­ξει όλα δί­χως να ξε­χά­σει την πα­ρα­μι­κρή λε­πτο­μέ­ρεια.
Αφού έφα­γαν, έπι­ναν, γέ­λα­γαν και ευ­χό­ντου­σαν στο ζευ­γά­ρι. Οι γο­νείς του ζευ­γα­ριού εί­χαν δέ­σει. Ήταν με­τα­ξύ τους φι­λι­κοί και ζε­στοί. Επι­κρα­τού­σε χα­ρά και συ­γκί­νη­ση για την ένω­ση των παι­διών τους. Ο πα­τέ­ρας και η μη­τέ­ρα της Εύ­ας εκτι­μού­σαν τον Θα­νά­ση, αντί­στοι­χα συ­ναι­σθή­μα­τα για την Εύα εί­χαν και οι γο­νείς του Θα­νά­ση.
Η κου­μπά­ρα, η κα­λύ­τε­ρη φί­λη της Εύ­ας τη θε­ω­ρού­σε πο­λύ τυ­χε­ρή. Πί­στευε ότι ο Θα­νά­σης εί­ναι ένας πραγ­μα­τι­κά κα­λός άντρας. Μορ­φω­μέ­νος, όμορ­φος, αξιό­πι­στος, με κα­λή δου­λειά και αγα­πού­σε την Εύα πραγ­μα­τι­κά. Τι άλ­λο ήθε­λε μια γυ­ναί­κα από έναν άντρα;
Στις εν­νέα το βρά­δυ η Εύα και ο Θα­νά­σης θα έφευ­γαν από το τρα­πέ­ζι. Έπρε­πε να πά­νε στο ξε­νο­δο­χείο. Στις εν­νιά και μι­σή εί­χαν ρα­ντε­βού, θα εί­χαν τε­λειώ­σει τη δια­κό­σμη­ση της αί­θου­σας όπου θα γι­νό­ταν ο αρ­ρα­βώ­νας και έπρε­πε να τους πουν εάν όλα ήταν εντά­ξει ή ήθε­λαν κά­ποια αλ­λα­γή. Όταν ήρ­θε η ώρα ο Θα­νά­σης της εί­πε να πά­ει μό­νη της. Προ­τι­μού­σε να κά­τσει στο πα­τρι­κό του με τους συγ­γε­νείς του. Εί­χε πιεί αρ­κε­τά. Τον φί­λη­σε και έδω­σαν ρα­ντε­βού αρ­γό­τε­ρα στο σπί­τι. Χαι­ρέ­τη­σε του υπό­λοι­πους και έφυ­γε. Την ώρα όμως που έφευ­γε ένιω­σε ένα έντο­νο βλέμ­μα πά­νω της. Γύ­ρι­σε πί­σω της και εί­δε τα μά­τια του Θα­νά­ση καρ­φω­μέ­να πά­νω της με ένα πα­ρά­ξε­νο τρό­πο, εί­χαν κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό. Ήταν μια γυά­λι­νη μα­τιά. «Απ΄το αλ­κο­όλ θα εί­ναι», σκέ­φτη­κε.
Μπή­κε στο ξε­νο­δο­χείο χα­ρού­με­νη και κα­τέ­βη­κε τη σκά­λα που οδη­γού­σε στη σά­λα που θα γι­νό­ταν ο αρ­ρα­βώ­νας τους. Ήταν φω­τι­σμέ­νη, τα πά­ντα ήταν έτοι­μα. Το τρα­πέ­ζι στρω­μέ­νο με λευ­κό κε­ντη­τό τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο. Το­πο­θε­τη­μέ­να πά­νω σε αυ­τό ένα βά­ζο με λευ­κούς κρί­νους, ένας δί­σκος με κου­φέ­τα και ένα ει­κό­νι­σμα. Στον δί­σκο αυ­τό αύ­ριο ο Θα­νά­σης θα έφερ­νε τις βέ­ρες που εί­χαν δια­λέ­ξει μα­ζί. Εκεί­νη εί­χε κα­νο­νί­σει να πα­ρευ­ρί­σκε­ται και ιε­ρέ­ας στον αρ­ρα­βώ­να τους για να τους δώ­σει την ευ­λο­γία της εκ­κλη­σί­ας και την ευ­χή του. Αμέ­σως με­τά θα ακο­λου­θού­σαν τα δώ­ρα από τις δύο οι­κο­γέ­νειες.
Κοί­τα­ξε ξα­νά τα κου­φέ­τα πά­νω στο δί­σκο. Εί­χε δια­βά­σει κά­που ότι οι ρί­ζες τους εντο­πί­ζο­νται στην αρ­χαία Ελ­λά­δα. Τό­τε που δεν υπήρ­χαν κου­φέ­τα έτρι­βαν αμύ­γδα­λο και το ανα­κά­τευαν με μέ­λι φτιά­χνο­ντας μια γλυ­κό­πι­κρη γεύ­ση που συμ­βό­λι­ζε τις χα­ρές και τις λύ­πες του κοι­νού βί­ου του ζευ­γα­ριού. Ο μο­νός αριθ­μός των κου­φέ­των θα έπρε­πε να εί­ναι αδιαί­ρε­τος, όπως ακρι­βώς και οι ζω­ές τους.
Άφη­σε τη τσά­ντα της κά­τω και κά­θι­σε στη σκά­λα. Ήταν συ­γκι­νη­μέ­νη. Σκέ­φτη­κε τη δια­δρο­μή που εί­χαν κά­νει μέ­χρι τώ­ρα. Τις δι­κές της δια­δρο­μές με τρέ­να, λε­ω­φο­ρεία, αε­ρο­πλά­να για να φτά­σει κο­ντά του. Τη σο­φί­τα τους στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, το Δι­δυ­μό­τει­χο, το Πραγ­γί, τα τα­ξί­δια τους στις Κυ­κλά­δες, τη ζωή τους. Αγα­πού­σε αυ­τόν τον άντρα.
Τις σκέ­ψεις της διέ­κο­ψε μια γυ­ναι­κεία φω­νή: «Λοι­πόν, πως σας φαί­νο­νται, εί­ναι όλα εντά­ξει για αύ­ριο; Θέ­λε­τε κά­τι επι­πλέ­ον;» Γύ­ρι­σε και εί­δε τη νε­α­ρή κο­πέ­λα που εί­χε ορ­γα­νώ­σει το χώ­ρο. «Ναι, όλα εί­ναι υπέ­ρο­χα, θα ήθε­λα μό­νο πε­ρισ­σό­τε­ρους κρί­νους στο βά­ζο, δύο ακό­μα εί­ναι ό,τι πρέ­πει». «Θα το κα­νο­νί­σω, μην ανη­συ­χεί­τε κα­θό­λου. Σας χαι­ρε­τώ και σας εύ­χο­μαι να ζή­σε­τε ευ­τυ­χι­σμέ­νοι.» Της έκα­νε μια ζε­στή χει­ρα­ψία και έφυ­γε.
Γύ­ρι­σε στο σπί­τι τους, εκεί­νος δεν εί­χε γυ­ρί­σει, θα ήταν ακό­μα στο πα­τρι­κό του. Έπλυ­νε τα φλι­τζά­νια από τους με­ση­με­ρια­νούς κα­φέ­δες που εί­χαν πιει, άδεια­σε το γε­μά­το απο­τσί­γα­ρα τα­σά­κι και πό­τι­σε τα λου­λού­δια τους. Ύστε­ρα άνα­ψε τσι­γά­ρο και κοί­τα­ξε τις κρε­μά­στρες με το κου­στού­μι του και το φου­στά­νι της που θα φό­ρα­γαν στον αρ­ρα­βώ­να. Ήταν τό­σο ται­ρια­στά δί­πλα δί­πλα, τό­σο όμορ­φα. Η ει­κό­να από τη σά­λα του ξε­νο­δο­χεί­ου της ήρ­θε στο μυα­λό. Όλα ήταν τέ­λεια όπως ήθε­λε για τον αρ­ρα­βώ­να τους, όλα και όλοι ήταν έτοι­μοι. Ένιω­σε έντο­νη ναυ­τία, μια ναυ­τία βα­σα­νι­στι­κή. Έκα­νε εμε­τό. Γύ­ρω στα με­σά­νυ­χτα γέ­μι­σε το σά­κο της με λί­γα ρού­χα και δυο βι­βλία. Μό­λις τε­λεί­ω­σε κά­θι­σε και έγρα­ψε ένα ση­μεί­ω­μα πέ­ντε λέ­ξεις όλο και όλο. Το ακού­μπη­σε στο τρα­πε­ζά­κι μα­ζί με τα κλει­διά της, κοί­τα­ξε γύ­ρω και φω­το­γρά­φι­σε τα πά­ντα με τα μά­τια της. Η πόρ­τα πί­σω της έκλει­σε.

Έφυ­γε με την βρα­δι­νή αμα­ξο­στοι­χία για Αθή­να. Μάλ­λον λο­γι­ζό­ταν για ελατ­τω­μα­τι­κό κο­ρί­τσι, εκεί που οι άλ­λοι έβλε­παν μια τα­κτο­ποι­η­μέ­νη ευ­τυ­χία εκεί­νη έβλε­πε στρα­τιω­τι­κούς, βάλ­τους λά­σπης, νύ­χτες τρό­μου, κε­λιά με ζω­ύ­φια, κλει­διά, δε­σμο­φύ­λα­κες. Με αυ­τή τη σκέ­ψη άνοι­ξε το βι­βλίο της. Η σε­λί­δα εβδο­μή­ντα τρία τσα­κι­σμέ­νη στην άκρη της. Διά­βα­σε: «Υπο­σχό­με­νη μέ­ρα. Κι ήρ­θες....». Άφη­σε το βι­βλίο να πέ­σει απ΄τα χέ­ρια της. Κοί­τα­ξε έξω απ΄το πα­ρά­θυ­ρο αλ­λά δεν έβλε­πε, εί­χε σκο­τά­δι. Όταν έφτα­σε στην Αθή­να εί­χε ξη­με­ρώ­σει. Κοί­τα­ξε έξω, έβλε­πε κα­θα­ρά πια. Ση­κώ­θη­κε πή­ρε τα πράγ­μα­τά της, πα­ρα­μέ­ρι­σε το πε­σμέ­νο βι­βλίο στα πό­δια της και προ­χώ­ρη­σε προς την έξο­δο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: