«Τα χωριά του Έβρου υπολογίζεται πως είναι περισσότερα από εκατόν πενήντα, είναι όμως σίγουρο πως όσοι αποφασίζουν να τα επισκεφθούν δεν ξέρουν ποιο να πρωτοδιαλέξουν και να πρωτοθαυμάσουν! Η Πόλη του Μεταξιού, το Σουφλί….»
Σήκωσε τα μάτια της απ΄το βιβλίο που διάβαζε και κοίταξε στο παράθυρο. Επιτέλους είχαν φτάσει στο Σουφλί. Μια πόλη φάντασμα, ποτισμένη στη μελαγχολία σαν ανύπαντρη μεγαλοκοπέλα την εποχή του πενήντα.
Ταξίδευε από τις επτά το πρωί και ήταν πια τρεις. Σε μια ώρα λογικά θα έφτανε Διδυμότειχο. Μια άλλη πόλη που ζούσε κάτω από την πινέζα του χάρτη. Μια πόλη χακί, που εκείνη την περίοδο ήταν το σπίτι που στέγαζε την αγάπη τους. Ένα σπίτι με φως, με ανοιχτά παράθυρα, ένα διπλό στρώμα και με ταβάνι τον ουρανό.
Το πούλμαν μείωσε την ταχύτητα του και μπήκε στην πλατεία. Σηκώθηκε όρθια σαν ελατήριο και έβαλε βιαστική το μπλε της σακίδιο στην πλάτη. Ο ενθουσιασμός της δεν μπορούσε να κρυφτεί, ένα χαμόγελο ολόκληρη ήταν. Κοίταξε έξω απ΄το παράθυρο ψάχνοντας το πρόσωπό του. Τον είδε να έρχεται και ήταν ίδιος με ήλιο. Ο ήλιος της ντυμένος στο χακί.
Η αλήθεια είναι ότι αντιπαθούσε τους στρατιωτικούς. Αντιπαθούσε πάσης φύσεως άντρες παγόνια με στολή. Αυτός όμως ήταν ο δικός της άντρας. Ο άντρας που αγαπούσε εδώ και τριάμισι χρόνια και έκανε την στρατιωτική του θητεία στο στρατόπεδο του «Λαγού» ως δόκιμος αξιωματικός. Κατέβηκε τα σκαλιά του πούλμαν. Την είχε δει και προσπαθούσε να τη φτάσει σπρώχνοντας τους μπροστινούς του με μια χαρά που δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον παρατηρήσει για την αγένεια του. Με το που έφτασε κοντά της εκείνη του φώναξε δυνατά: "Αλτ τις ει;" και πήδηξε στην αγκαλιά του. Άρχισαν να φιλιούνται προσφέροντας δωρεάν κινηματογραφικό θέαμα σε ένα μπουλούκι ανθρώπων που γέλαγαν και σφύριζαν γιορτάζοντας και κείνοι μαζί τους. Ο Θανάσης και η Εύα ήταν ερωτευμένοι. Πολύ ερωτευμένοι.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς το Πραγγί. Έναν οικισμό στα σύνορα με την Τουρκία που παρέπεμπε σε εποχές αλλοτινές. Θα έτρωγαν σε ένα παλιό σταθμό έκδοσης εισιτηρίων τρένου, που έχει μετατραπεί σε παραδοσιακή ταβέρνα. Εκεί πήγαιναν κάθε φορά που ερχόταν εκείνη. Οι δύο τους στη μέση του πουθενά έτρωγαν σε αυτό το ταβερνάκι πίνοντας τσίπουρο και ο Θανάσης της διηγούνταν τις στρατιωτικές ιστορίες που ζούσε.
Λίγο πριν φτάσουν στην ταβέρνα, σταμάτησαν σε ένα απόμερο μέρος. Δεν άντεχαν, ήθελαν να κολλήσουν. Λαίμαργα αισθάνθηκαν ο ένας τον άλλο. Αργότερα μπήκαν στην ταβέρνα, πεινασμένοι ακόμα.
«Λοιπόν ακούω την ιστορία της εβδομάδας σου που μάλλον ζόρικη πρέπει να είναι, από ότι βλέπω έχεις αδυνατίσει κι άλλο..», εκείνος άρχισε: «Λοιπόν έχουμε και λέμε, ξεκίνα και κάνε εικόνα στο μυαλό σου.» Έφερε το ποτήρι με το τσίπουρο στο στόμα της και αφέθηκε στην αφήγησή του. «Εμπειρία σχοινάκια. Τα σχοινάκια είναι ένας στρατιωτικός καταυλισμός στη φύση που γίνεται για την πραγματοποίηση βολών και ασκήσεων. Φαντάσου τώρα μια πλαγιά καταπράσινη. Σε ένα κατάλληλο κομμάτι της, στήσαμε τις σκηνές μας. Το πρώτο βράδυ ξύπνησα με τρία δάχτυλα νερού μέσα στη σκηνή που μαζί του είχε παρασύρει διαφόρων ειδών ζωύφια. Ένιωσα κάτι στο σώμα μου. Άνοιξα το φακό μου και το πιο αηδιαστικό από αυτά περπάταγε στο μηρό του ποδιού μου. Το ξημέρωμα που βγήκαμε απ΄ τις σκηνές μας βάλτοι λάσπης υπήρχαν παντού. Όμως, αγάπη μου, αυτό δεν είναι τίποτα. Το να φυλάξεις τα σχοινάκια μέσα στη μαύρη νύχτα είναι η αποθέωση του χακί. Καλείσαι να φυλάξεις ένα κομμάτι της πλαγιάς μέσα στο σκοτάδι σε μια νεκρική ησυχία με τον φόβο μην σου την πέσει κάποιος. Τις δύο προηγούμενες εβδομάδες σχοινάκια και αυτή που πέρασε μας τρέλαναν στα άναρχα νυχτερινά εγερτήρια, μιλάμε για νύχτες τρόμου.»
Γύρισαν σπίτι μέσα με μια ανείπωτη ευτυχία, εκείνος οδηγούσε και εκείνη είχε γύρει πάνω στον ώμο του. Μπήκαν στο μικρό δυάρι. Στην κρεβατοκάμαρα το βραδινό αεράκι που είχε πιάσει έκανε την κουρτίνα του ανοιχτού παραθύρου να ανεμίζει με χάρη. Πάνω στο διπλό στρώμα ένα δώρο τυλιγμένο σε κόκκινο χαρτί. Δίπλα στο πάτωμα ένα ραδιόφωνο που του είχε φέρει εκείνη, δυο ντάνες βιβλία και μια μεγάλη κούπα με λουλούδια που εκτελούσε χρέη βάζου. Του έκανε κεφαλοκλείδωμα και τον πέταξε στο κρεβάτι μαζί με τον εαυτό της. «Άνοιξε το δώρο σου», της είπε. Έσκισε το κόκκινο χαρτί με ανυπομονησία και αποκαλύφθηκε περήφανο ένα βιβλίο. Τα ερωτικά του Γιάννη Ρίτσου. «Άνοιξε το στη σελίδα εβδομήντα τρία», της είπε. Το άνοιξε και διάβασε:
Υποσχόμενη μέρα.
Κι ήρθες.
Φωτιά και καπνός.
Καπνός και νύχτα.
Το κρεβάτι καίγεται.
Από φωτιά τα φτερά μας.
Δεν καίγονται.
Τον αγκάλιασε σφιχτά. Ανάμεσά τους το βιβλίο με τα ποιήματα. Ύστερα παραδόθηκε ο ένας στον άλλο ξανά και ξανά.
Έξι μήνες μετά, το Διδυμότειχο αποτελούσε παρελθόν. Παρελθόν σαν τοποθεσία γιατί κάτι απ΄ αυτό λες και το πήρε ο Θανάσης μαζί του, μέσα του. Κάτι χακί, κάτι στρατιωτικό, κάτι που φόβιζε την Εύα.
Αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη, αγαπούσε τη σοφίτα τους στο Ντεπό, τα υπέροχα τριάντα οκτώ τετραγωνικά τους με τα βιβλία του, τα βιβλία της, τις γλάστρες που είχε υποχρεωθεί να φροντίζει τον περισσότερο καιρό εκείνος, τη γαλάζια ταπετσαρία πάνω απ΄ το κρεβάτι τους και την φωτογραφία τους στο κομοδίνο όπου στέκονταν αγκαλιά στο κάστρο τής Αστυπάλαιας. Δεν αγαπούσε καθόλου τα βουνά τσιγάρων Lucky Strike που έβρισκε στα τασάκια, τα άδεια κουτάκια από μπίρες ούτε την αφροντισιά και τη σκόνη του σπιτιού που αντίκριζε κάθε φορά που ερχόταν. Με το που έμπαινε στο σπίτι γινόταν μια άλλη που άρχιζε να του φωνάζει και να τον βρίζει με πάθος ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στο σπίτι. Τότε εκείνος της έδινε ένα πεταχτό φιλί γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις της και εξαφανιζόταν για κάνα τρίωρο υπολογίζοντας ότι της έφτανε για να καθαρίσει το σπίτι, να της έχει περάσει ο θυμός και να αρχίσει να τον αναζητά.
Αυτά σκεφτόταν ενώ το αεροπλάνο έκανε τη δεύτερη προσπάθεια του για να προσγειωθεί. Ο καιρός ήταν πολύ κακός στην Αθήνα. Ήταν το τελευταίο αεροπλάνο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη που επέτρεψαν να απογειωθεί. Ο πιλότος τους ανακοίνωσε ότι εάν δεν καταφέρουν να προσγειωθούν λόγω των ισχυρών ανέμων και της καταιγίδας θα επέστρεφαν Αθήνα. Έκλεισε τα μάτια της και έφερε το πρόσωπό του στη σκέψη της. Στο αεροπλάνο επικρατούσε πανικός, ήταν μια πολύ κακή πτήση, φοβόταν τις βίαιες συνεχείς αναταράξεις. Πιο πολύ όμως φοβόταν μήπως επέστρεφαν και δεν τον έβλεπε. Είχε να τον δει δυο εβδομάδες. Το αεροπλάνο τελικά κατάφερε να προσγειωθεί. Τέσσερις μέρες μαζί του. Στη διάρκεια αυτών των ημερών ο Θανάσης θα της ζητούσε κάτι. Κάτι που θα άλλαζε τη ζωή τους.
«Δηλαδή μου ζητάς να αρραβωνιαστούμε; Από πότε πιστεύεις σε τέτοιους θεσμούς; Ξέρεις τι εξυπηρετούσε ο αρραβώνας παλιά; Την επισημοποίηση του σεξ για να σταματήσουν να κουτσομπολεύουν το ζευγάρι και ειδικά το κορίτσι ώστε οι γονείς να μην νιώθουν ντροπή», του είπε γελώντας. «Θέλω να επισημοποιήσω τα πράγματα μεταξύ μας, αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Σ΄αγαπώ, θέλω να έρθεις εδώ, να ζήσουμε μαζί. Μετά να παντρευτούμε, να κάνουμε οικογένεια». Την πήρε αγκαλιά: «Εύα είμαι έτοιμος για το επόμενο βήμα, σε θέλω δική μου». «Μα είμαι δική σου». Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια για λίγο σκεπτική. «Kαι εγώ σ΄ αγαπώ, το ξέρεις… Εντάξει», του είπε τελικά.
Ο Θανάσης και η Εύα όρισαν την ημερομηνία του αρραβώνα τους. Το ίδιο βράδυ η Εύα είδε ένα όνειρο. «Στον παράμεσο του αριστερού της χεριού φορούσε μια χρυσή βέρα που λαμπύριζε, ο Θανάσης καθόταν δίπλα της, εκείνη τον τάιζε γλυκό του κουταλιού και με το ίδιο κουτάλι έτρωγε και εκείνη». Ξύπνησε ευτυχισμένη.
Μια μέρα πριν τον αρραβώνα οι οικογένειές τους, στενοί συγγενείς και η κουμπάρα ήταν μαζεμένοι στο πατρικό σπίτι του Θανάση. Ο αρραβώνας θα γινόταν την επόμενη στις δώδεκα το πρωί σε ξενοδοχείο και ύστερα θα ακολουθούσε γεύμα για τους σαράντα καλεσμένους τους. Η Εύα είχε φροντίσει για όλη τη διαδικασία. Τα είχε φτιάξει όλα δίχως να ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια.
Αφού έφαγαν, έπιναν, γέλαγαν και ευχόντουσαν στο ζευγάρι. Οι γονείς του ζευγαριού είχαν δέσει. Ήταν μεταξύ τους φιλικοί και ζεστοί. Επικρατούσε χαρά και συγκίνηση για την ένωση των παιδιών τους. Ο πατέρας και η μητέρα της Εύας εκτιμούσαν τον Θανάση, αντίστοιχα συναισθήματα για την Εύα είχαν και οι γονείς του Θανάση.
Η κουμπάρα, η καλύτερη φίλη της Εύας τη θεωρούσε πολύ τυχερή. Πίστευε ότι ο Θανάσης είναι ένας πραγματικά καλός άντρας. Μορφωμένος, όμορφος, αξιόπιστος, με καλή δουλειά και αγαπούσε την Εύα πραγματικά. Τι άλλο ήθελε μια γυναίκα από έναν άντρα;
Στις εννέα το βράδυ η Εύα και ο Θανάσης θα έφευγαν από το τραπέζι. Έπρεπε να πάνε στο ξενοδοχείο. Στις εννιά και μισή είχαν ραντεβού, θα είχαν τελειώσει τη διακόσμηση της αίθουσας όπου θα γινόταν ο αρραβώνας και έπρεπε να τους πουν εάν όλα ήταν εντάξει ή ήθελαν κάποια αλλαγή. Όταν ήρθε η ώρα ο Θανάσης της είπε να πάει μόνη της. Προτιμούσε να κάτσει στο πατρικό του με τους συγγενείς του. Είχε πιεί αρκετά. Τον φίλησε και έδωσαν ραντεβού αργότερα στο σπίτι. Χαιρέτησε του υπόλοιπους και έφυγε. Την ώρα όμως που έφευγε ένιωσε ένα έντονο βλέμμα πάνω της. Γύρισε πίσω της και είδε τα μάτια του Θανάση καρφωμένα πάνω της με ένα παράξενο τρόπο, είχαν κάτι διαφορετικό. Ήταν μια γυάλινη ματιά. «Απ΄το αλκοόλ θα είναι», σκέφτηκε.
Μπήκε στο ξενοδοχείο χαρούμενη και κατέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στη σάλα που θα γινόταν ο αρραβώνας τους. Ήταν φωτισμένη, τα πάντα ήταν έτοιμα. Το τραπέζι στρωμένο με λευκό κεντητό τραπεζομάντιλο. Τοποθετημένα πάνω σε αυτό ένα βάζο με λευκούς κρίνους, ένας δίσκος με κουφέτα και ένα εικόνισμα. Στον δίσκο αυτό αύριο ο Θανάσης θα έφερνε τις βέρες που είχαν διαλέξει μαζί. Εκείνη είχε κανονίσει να παρευρίσκεται και ιερέας στον αρραβώνα τους για να τους δώσει την ευλογία της εκκλησίας και την ευχή του. Αμέσως μετά θα ακολουθούσαν τα δώρα από τις δύο οικογένειες.
Κοίταξε ξανά τα κουφέτα πάνω στο δίσκο. Είχε διαβάσει κάπου ότι οι ρίζες τους εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα. Τότε που δεν υπήρχαν κουφέτα έτριβαν αμύγδαλο και το ανακάτευαν με μέλι φτιάχνοντας μια γλυκόπικρη γεύση που συμβόλιζε τις χαρές και τις λύπες του κοινού βίου του ζευγαριού. Ο μονός αριθμός των κουφέτων θα έπρεπε να είναι αδιαίρετος, όπως ακριβώς και οι ζωές τους.
Άφησε τη τσάντα της κάτω και κάθισε στη σκάλα. Ήταν συγκινημένη. Σκέφτηκε τη διαδρομή που είχαν κάνει μέχρι τώρα. Τις δικές της διαδρομές με τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα για να φτάσει κοντά του. Τη σοφίτα τους στην Θεσσαλονίκη, το Διδυμότειχο, το Πραγγί, τα ταξίδια τους στις Κυκλάδες, τη ζωή τους. Αγαπούσε αυτόν τον άντρα.
Τις σκέψεις της διέκοψε μια γυναικεία φωνή: «Λοιπόν, πως σας φαίνονται, είναι όλα εντάξει για αύριο; Θέλετε κάτι επιπλέον;» Γύρισε και είδε τη νεαρή κοπέλα που είχε οργανώσει το χώρο. «Ναι, όλα είναι υπέροχα, θα ήθελα μόνο περισσότερους κρίνους στο βάζο, δύο ακόμα είναι ό,τι πρέπει». «Θα το κανονίσω, μην ανησυχείτε καθόλου. Σας χαιρετώ και σας εύχομαι να ζήσετε ευτυχισμένοι.» Της έκανε μια ζεστή χειραψία και έφυγε.
Γύρισε στο σπίτι τους, εκείνος δεν είχε γυρίσει, θα ήταν ακόμα στο πατρικό του. Έπλυνε τα φλιτζάνια από τους μεσημεριανούς καφέδες που είχαν πιει, άδειασε το γεμάτο αποτσίγαρα τασάκι και πότισε τα λουλούδια τους. Ύστερα άναψε τσιγάρο και κοίταξε τις κρεμάστρες με το κουστούμι του και το φουστάνι της που θα φόραγαν στον αρραβώνα. Ήταν τόσο ταιριαστά δίπλα δίπλα, τόσο όμορφα. Η εικόνα από τη σάλα του ξενοδοχείου της ήρθε στο μυαλό. Όλα ήταν τέλεια όπως ήθελε για τον αρραβώνα τους, όλα και όλοι ήταν έτοιμοι. Ένιωσε έντονη ναυτία, μια ναυτία βασανιστική. Έκανε εμετό. Γύρω στα μεσάνυχτα γέμισε το σάκο της με λίγα ρούχα και δυο βιβλία. Μόλις τελείωσε κάθισε και έγραψε ένα σημείωμα πέντε λέξεις όλο και όλο. Το ακούμπησε στο τραπεζάκι μαζί με τα κλειδιά της, κοίταξε γύρω και φωτογράφισε τα πάντα με τα μάτια της. Η πόρτα πίσω της έκλεισε.
Έφυγε με την βραδινή αμαξοστοιχία για Αθήνα. Μάλλον λογιζόταν για ελαττωματικό κορίτσι, εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μια τακτοποιημένη ευτυχία εκείνη έβλεπε στρατιωτικούς, βάλτους λάσπης, νύχτες τρόμου, κελιά με ζωύφια, κλειδιά, δεσμοφύλακες. Με αυτή τη σκέψη άνοιξε το βιβλίο της. Η σελίδα εβδομήντα τρία τσακισμένη στην άκρη της. Διάβασε: «Υποσχόμενη μέρα. Κι ήρθες....». Άφησε το βιβλίο να πέσει απ΄τα χέρια της. Κοίταξε έξω απ΄το παράθυρο αλλά δεν έβλεπε, είχε σκοτάδι. Όταν έφτασε στην Αθήνα είχε ξημερώσει. Κοίταξε έξω, έβλεπε καθαρά πια. Σηκώθηκε πήρε τα πράγματά της, παραμέρισε το πεσμένο βιβλίο στα πόδια της και προχώρησε προς την έξοδο.