Πατίνα χρόνου
μη βλέπετε έτσι
που ‘ναι μαζί τα κεραμίδια
στην πραγματικότητα μόνο του σπάει το καθένα.
το διαπίστωνα κάθε φορά
που, θες απ’ τον άνεμο κι απ’ την κακοκαιριά
θες από το πέρας του καιρού,
δώθε κακείθε τα βρίσκαμε συντρίμμια στην αυλή
σαν φτάναμε στο σπίτι στο χωριό,
ήτανε τότε που ο μπαμπάς ανέβαινε στη στέγη μ’ ένα καινούργιο
(είχαμε πάντα φυλαγμένα στο χαγιάτι)
για να καλύψει το ασκίαστο κενό.
να, κάπως έτσι το φαντάζομαι
ότι χωρίς το σκονισμένο δέρμα του κορμιού μας
ενδεχομένως να είμαστε·
η ξημερόβραδη σκεπή του εαυτού μας.
γιατί, μη βλέπεις τη νύχτα,
όσο να πεις, κυλάει αλλιώς,
αλλά τη μέρα
κάτω απ’ τον ήλιο τα δευτερόλεπτα ιδροκοπούν.
γιατί τα λέω όλ’ αυτά;
μα γιατί, καθώς χάζευα χτες
(λίγο από περιέργεια, λίγο για να περάσει η ώρα)
κάτι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
εννόησα
πως έχει κι η σκιά την ηλικία της
(και τα μεράκια της βεβαίως)
ραμμένη, όπως όλων μας, στο σκιόφως,
θες με το σκούρο της
θες με το γκρίζο της
θες με το σταχτί της γέρμα.
Ρhantasmagoria in two
όταν του ερωτάκου το ασύλληπτο βελάκι
σπάει σε κομμάτια δυο,
καλά να λες·
πάλι καλά.
άλλωστε, μήπως έτσι δεν συμβαίνει;
σε τούτο, στο δικό μας σύμπαν
όλα τα επιτελεία
(μα γρήγορα, μα θέλεις αργά)
διασπώνται ευρηματικά
(ενίοτε, δε, και φαντασμαγορικά, που λέει κι ο Buckley)
κι ό,τι απομένει, φυσικά,
δεν είναι τίποτις αστέρια φωτεινά,
ή, ξέρω 'γω, τάχα μου φεγγάρια στρογγυλά
φάροι για τους επόμενους,
και τα λοιπά·
(έλα, καλέ,
πέρασαν αυτές οι εποχές,
μην κολλάς)
ό,τι περισσέψει,
για να το πω, δηλαδή, λιανά,
το μέτρο δεν ξεπερνά:
(δεν είμαστε για υπερβολές εδώ,
υπερβολές … πφ!)
καναδυό σωσμένες στο πισί φωτό
(ποτέ στο κινητό)
και πολύ είναι,
έτσι για το γαμώτο της ενθύμησης
της παραφορτωμένης απ’ το παχύρευστο τίποτα μνήμης.
και πάλι, να λες, καλά.
αν όμως
του έρωτα το ασυγχώρητο βέλος
τον ένα μονάχα τσακίζει στα δύο
(πάει να πει: απ’ την αρχή σκατά)
μη περιμένεις και πολλά
ούτε μια μαύρη τρύπα καν,
έτσι για το εφέ,
μήτε τέτοια άλλα ρομαντικά,
μόν’ άπλανη σιωπή
στα περαδώθε βόλτες
στα ξερά.
Διαβατήριο
άλλοι κυνηγάνε τα λεφτά
(κατανοητό)
άλλοι την εξουσία
(θα έλεγα αποκοτιά)
άλλοι την δόξα και την φήμη
(δεν βαριέσαι, τα σκουλήκια να ΄ναι καλά)
οι πιο ένδοξοι, βέβαια, των έρωτα των γυναικών.
εγώ, πάλι, κυνηγώ τον θάνατο.
(κι άμα τον τσακώσω τον ξεφτίλα,
δικός μου ολότελα θα γίνει).