Πιο πολύ
Με φοβίζουν τ’ ανθρωπάκια
Το ανάστημα πίσω από τις πράξεις
όχι στα έργα τους
Σήμερα απ’ όλα πιο πολύ
με φοβίζουν οι ποιητές
κι εσύ που φτύνω
κατάμουτρα στον καθρέφτη
Η μύγα
Ακίνητος παραμονεύω στη γωνία
με τη σκοτώστρα ανά χείρας
Γράφει εξισώσεις στη σήτα
Ύστερα στη μπαλκονόπορτα
στο τζάμι μαύρες τελείες αφήνει
Κεντά τον αέρα
μου βγάζει τη γλώσσα όσο σκίζει τη σιωπή
Τίποτα δεν φοβάται
Ζυγώνει στο σημείο αφανισμού
Η μουσική της θα γίνει φάντασμα
Με έναν ήχο μαστιγωτό
σε τελεία τη μετατρέπω
Ήξερα τη λύση εκ των προτέρων
Η αψιμαχία
Κάθε που σουρουπώνει
θέλει να με καληνυχτίσει
Στα μαύρα ντυμένοι και οι δυο
Τη βακτήρια εγώ κι εκείνος το δρεπάνι
διασταυρώνουμε σαν ξίφη
Η αψιμαχία λήγει
σε ύφος έντονο να προσπαθώ
λιγάκι να τον νουθετήσω:
Κι εσύ, βρε χριστιανέ,
γιατί δεν έρχεσαι στον ύπνο;
Εκεί μπαστούνι δεν βαστώ
Δύο έργα σεξ & ένα καράτε
Τσιγάρο άναψα στα σκοτεινά
Άδεια σχεδόν η αίθουσα
Άλλοι δυο σκοπευτές ακροβολίστηκαν εμπρός μου
Ανάποδα το έβαλα
έξω το φίλτρο, μέσα η κάφτρα
Να κοκκινίζουν τα μάγουλα
σαν της κοπέλας
που βόγκαγε με γεμάτο στόμα
Δυο έργα χρειάστηκαν για να τελειώσω
Δεν θ’ άντεχα άλλο ξύλο
Κατάπια και σύρθηκα στα τέσσερα
ως τη βαριά κουρτίνα
Έγραφε έξοδος κινδύνου
Τα εφταμηνίτικα
Κάποια ποιήματα βιάζονται να ’ρθουν στη ζωή
Η γιαγιά κι ο παππούς τα χαίρονται
τ’ ασημώνουν οι συγγενείς κι οι φίλοι
Ταυτόχρονα τα ίδια μετανιώνουν
Απ’ τον ομφάλιο πασχίζουν να ξανατραφούν
Βάζουν τα κλάματα στις κοντινές ματιές
στα χάδια αναστενάζουν
Μάταια γανιάζουν τον δημιουργό
Τα εφταμηνίτικα κουσούρια
βαρίδια στις πλάτες μένουν