Πέντε ποιήματα

Πέντε ποιήματα




Πιο πο­λύ


Με φο­βί­ζουν τ’ αν­θρω­πά­κια
Το ανά­στη­μα πί­σω από τις πρά­ξεις
όχι στα έρ­γα τους
Σή­με­ρα απ’ όλα πιο πο­λύ
με φο­βί­ζουν οι ποι­η­τές

κι εσύ που φτύ­νω
κα­τά­μου­τρα στον κα­θρέ­φτη


Η μύ­γα

Ακί­νη­τος πα­ρα­μο­νεύω στη γω­νία
με τη σκο­τώ­στρα ανά χεί­ρας
Γρά­φει εξι­σώ­σεις στη σή­τα
Ύστε­ρα στη μπαλ­κο­νό­πορ­τα
στο τζά­μι μαύ­ρες τε­λεί­ες αφή­νει
Κε­ντά τον αέ­ρα
μου βγά­ζει τη γλώσ­σα όσο σκί­ζει τη σιω­πή
Τί­πο­τα δεν φο­βά­ται
Ζυ­γώ­νει στο ση­μείο αφα­νι­σμού
Η μου­σι­κή της θα γί­νει φά­ντα­σμα
Με έναν ήχο μα­στι­γω­τό
σε τε­λεία τη με­τα­τρέ­πω

Ήξε­ρα τη λύ­ση εκ των προ­τέ­ρων


Η αψι­μα­χία

Κά­θε που σου­ρου­πώ­νει
θέ­λει να με κα­λη­νυ­χτί­σει
Στα μαύ­ρα ντυ­μέ­νοι και οι δυο
Τη βα­κτή­ρια εγώ κι εκεί­νος το δρε­πά­νι
δια­σταυ­ρώ­νου­με σαν ξί­φη
Η αψι­μα­χία λή­γει
σε ύφος έντο­νο να προ­σπα­θώ
λι­γά­κι να τον νου­θε­τή­σω:
Κι εσύ, βρε χρι­στια­νέ,
για­τί δεν έρ­χε­σαι στον ύπνο;
Εκεί μπα­στού­νι δεν βα­στώ



Δύο έρ­γα σεξ & ένα κα­ρά­τε

Τσι­γά­ρο άνα­ψα στα σκο­τει­νά
Άδεια σχε­δόν η αί­θου­σα
Άλ­λοι δυο σκο­πευ­τές ακρο­βο­λί­στη­καν εμπρός μου
Ανά­πο­δα το έβα­λα
έξω το φίλ­τρο, μέ­σα η κά­φτρα
Να κοκ­κι­νί­ζουν τα μά­γου­λα
σαν της κο­πέ­λας
που βό­γκα­γε με γε­μά­το στό­μα

Δυο έρ­γα χρειά­στη­καν για να τε­λειώ­σω
Δεν θ’ άντε­χα άλ­λο ξύ­λο
Κα­τά­πια και σύρ­θη­κα στα τέσ­σε­ρα
ως τη βα­ριά κουρ­τί­να

Έγρα­φε έξο­δος κιν­δύ­νου




Τα εφτα­μη­νί­τι­κα

Κά­ποια ποι­ή­μα­τα βιά­ζο­νται να ’ρ­θουν στη ζωή
Η για­γιά κι ο παπ­πούς τα χαί­ρο­νται
τ’ αση­μώ­νουν οι συγ­γε­νείς κι οι φί­λοι

Ταυ­τό­χρο­να τα ίδια με­τα­νιώ­νουν
Απ’ τον ομ­φά­λιο πα­σχί­ζουν να ξα­να­τρα­φούν
Βά­ζουν τα κλά­μα­τα στις κο­ντι­νές μα­τιές
στα χά­δια ανα­στε­νά­ζουν

Μά­ταια γα­νιά­ζουν τον δη­μιουρ­γό
Τα εφτα­μη­νί­τι­κα κου­σού­ρια
βα­ρί­δια στις πλά­τες μέ­νουν

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: