Ο πρώτος θάνατος του πατέρα μου

«Το γέρικο άλογο» (1898), του Harrison William Weir
«Το γέρικο άλογο» (1898), του Harrison William Weir



Με των αλόγων τα φαντάσματα
ΧΡΗΣΤΟΣ  ΜΠΡΑΒΟΣ




Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ξανά τον πατέρα μου ─ πεθαμένος εδώ και σαράντα εφτά χρόνια. Ήταν μεσημέρι, Μάης μήνας, λίγο καιρό πριν φύγει. Καθόμουν σε μια πέτρα στο Ξεροκάμπι, ανάμεσα στις ανθισμένες θυμαριές και τα ασφοδίλια και τον καρτερούσα. Το αεράκι που φυσούσε έκανε τα αγριοκρίθαρα να γέρνουν ελαφρά στο χώμα. Τον είδα που ερχόταν αργά αργά από τη μεριά του Ρωμαίικου, κρατώντας το καπίστρι του αλόγου που ακολουθούσε πίσω του. Αδύναμος, η όψη του κυδωνιασμένη, του είχαν φαρδύνει πολύ τα ρούχα, έπλεε μέσα τους. Το άλογο κοκαλιάρικο κι αυτό, τα πλευρά του μετριούνταν και οι λαγόνες εξείχαν. Το, κάποτε, μαύρο γυαλιστερό τρίχωμά του είχε θαμπώσει και τούφες τούφες είχε πέσει.
Μόλις έφτασαν, σηκώθηκα. Στεκόμασταν αμίλητοι και κοιταζόμασταν, ώσπου τα μάτια του πατέρα μου κοκκίνισαν και βούρκωσαν. Έκανε δυο βήματα πίσω, αγκάλιασε τον λαιμό του αλόγου, γύρισε το κεφάλι και κοιτούσε κατά το βουνό.
Ο πατέρας μου έτρεφε σχεδόν παθολογική αγάπη γι’ αυτό το άλογο. Το αγόρασε από κάποιον χωριανό όταν ήμουν πέντε χρονών και ήταν συνομήλικό μου. Θυμάμαι ζωηρά την πρώτη μέρα που το έφερε στο σπίτι. Ήταν πολύ χαρούμενος. Το πότισε, ανεβήκαμε καβάλα ―αυτός στο σαμάρι κι εγώ στα καπούλια― και το πήγαμε σ’ ένα τσαΐρι να βοσκήσει. Ήταν ένα περήφανο αραβάνι με καλό χαρακτήρα, δυνατό και έξυπνο που δεν κλοτσούσε ποτέ. Επί δώδεκα χρόνια ήταν το δεξί χέρι του πατέρα μου. Μ’ αυτό πηγαινοερχόταν στα χωράφια, όργωνε, κουβαλούσε από το βουνό ξύλα, έσερνε τη μηχανή που έδενε το χορτάρι…

Κάποιο χειμώνα που είχε χιονίσει κρύωσε και το έπιασε καρδόπονος. Τρία βράδια ο πατέρας μου κοιμόταν δίπλα του. Είχε βάλει μέσα στην καλύβα μια μικρή ξυλόσομπα που έκαιγε συνεχώς και του έδινε να πιει βραστάρι από ρακί και μελισσόχορτο, όπως του είχε υποδείξει κάποιος γείτονας πρακτικός.
Αλλά κι εγώ το αγαπούσα υπερβολικά. Αξέχαστες μου μένουν οι φορές που, κατακαλόκαιρο, κατεβαίναμε με τον πατέρα μου στην έρημη παραλία και το βάζαμε στη θάλασσα. Ανέβαινα στη γυμνή ράχη του κι αυτό κολυμπούσε μαζί μου βγαίνοντας στα ανοιχτά. Μετά κυλιόταν στη ζεστή άμμο και χαιρόταν σαν παιδί. Για χρόνια το έβλεπα συχνά στον ύπνο μου και μάλιστα, κάποιες φορές, μιλούσε μαζί μου με ανθρώπινη φωνή.

Φάγαμε ψωμί από αυτό το άλογο αλλά, όσο κι αν δούλευαν αυτό κι ο πατέρας μου, τα πράγματα δυσκόλευαν όλο και περισσότερο. Κι όταν εμείς, τα τέσσερα παιδιά, μεγαλώσαμε και τα λιγοστά χωράφια δεν μπορούσαν πια να μας ζήσουν, τότε ο πατέρας μου, μέσα στην απόγνωσή του, έκανε κάτι απονενοημένο. Αγόρασε μια μεταχειρισμένη ψεκαστήρα βενζίνης-λαδιού με μηχανή Μαλκότση και άρχισε να ραντίζει σπαρτά, περιβόλια, αμπέλια και τριφύλλια με τα ζιζανιοκτόνα της εποχής: DDT, Aldrin, Gramoxone, Thiodan, Roundup, γαλαζόπετρα κ.ά. Έκανε όμως και κάτι που όλοι οι άλλοι απέφευγαν, αλλά του απέφερε περισσότερα χρήματα. Ράντιζε με παραθείο, το πιο τοξικό φυτοφάρμακο που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή και που η χρήση του τότε επιτρεπόταν. Για να προλάβει τη δουλειά έφευγε χαράματα και γύριζε νύχτα, την ώρα που εμείς είχαμε ήδη κοιμηθεί. Πολλές φορές περνούσε μια βδομάδα για να τον δω. Με τη βοήθεια του αλόγου μετακινούνταν γρήγορα και προλάβαινε να ραντίσει αρκετά στρέμματα μέσα σε μια ημέρα. Κουβαλούσε πάντα μαζί του μια πλάκα πράσινο σαπούνι και, όπου έβρισκε στέρνα με νερό, σαπούνιζε τα γυμνά μέρη του σώματός του. Δυο-τρεις φορές αδιαθέτησε άσχημα αλλά μετά, όταν συνερχόταν, ξανάρχιζε. Θυμάμαι πως, κάθε φορά που έβλεπα στα αλουμινένια δοχεία των φυτοφαρμάκων την νεκροκεφαλή μέσα σε ένα πορτοκαλί τετραγωνάκι με την ένδειξη «ΠΡΟΣΟΧΗ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΝ», είχα ένα κακό προαίσθημα και ένιωθα σφίξιμο στο στήθος.

Για μια πενταετία, άνοιξη-καλοκαίρι, ο πατέρας μου έκανε αυτή τη δουλειά, ώσπου αρρώστησε βαριά. Κόντευε χρόνος που είχε βγει από το νοσοκομείο και έλιωνε στο κρεβάτι με καθημερινό πυρετό. Το άλογο, όλο αυτόν τον καιρό, άνεργο. Ήταν χειμώνας. Ό,τι χορτάρι είχαμε ─ τριφύλλι, άχυρο, σώθηκε. Μέρα τη μέρα λιμοκτονούσε. Είχε καταντήσει μια θλιβερή σκιά γεμάτη κοκάλες. Τότε ο πατέρας μου, για να το γλιτώσει από βέβαιο θάνατο, με πόνο ψυχής, το χάρισε σε κάποιον γνωστό του κοντοχωριανό, που ήρθε να το πάρει με ένα τρακτέρ.
Πήγε η μάνα μου να δείξει στον άνθρωπο το μέρος που ήταν η καλύβα με το άλογο και, μόλις γύρισε, «Ελάτε έξω», είπε σε μένα και στον πατέρα μου, «σε λίγο θα περάσει από τον δρόμο». Βγήκαμε και οι τρεις μπροστά στην εξώπορτα και περιμέναμε. Ήταν μια μέρα μουντή, με ψιλόβροχο και κρύο. Ο πατέρας είχε ρίξει στους ώμους του τη βραχεία. Αδύναμος, καμπουριασμένος, οι κόγχες του δυο σκοτεινά πηγάδια, μετά βίας στεκόταν στα πόδια του. Είχε καρφώσει το βλέμμα στη μεριά του δρόμου απ’ όπου θα ερχόντουσαν και δεν μιλούσε. Το πανωχείλι του έτρεμε. Σε λίγο φάνηκε το τρακτέρ με το άλογο στην καρότσα. Μόλις έφτασαν μπροστά μας, εκείνο γύρισε τον λαιμό του και μας κοιτούσε τρομαγμένο. Μου φάνηκε σαν να μας ρωτούσε «Πού με πάνε;». Καθώς το τρακτέρ απομακρυνόταν, αυτό συνέχιζε να έχει τον λαιμό του γυρισμένο και να μας κοιτάζει, ώσπου χάθηκε στο βάθος του δρόμου. Κλαίγαμε και οι τρεις· ο πατέρας μου με λυγμούς. Πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι, χώθηκε ολόκληρος κάτω από την κουβέρτα και έμεινε έτσι κουκουλωμένος μερικές ώρες. Τον θάψαμε ύστερα από τρεις βδομάδες.

― ≈ ―

Πέρασε λίγη ώρα που στο όνειρό μου ο πατέρας κοιτούσε κατά το βουνό, έχοντας αγκαλιασμένο τον λαιμό του αλόγου. Ύστερα γύρισε, έκοψε ένα κλωναράκι από τον ανθισμένο ασφόδελο που ήταν μπροστά του και, σκύβοντας λίγο, σαν να προσκυνούσε, το έφερε και το ακούμπησε στο μέτωπό του. Τότε το άλογο, όπως το είχα ακούσει κι άλλες φορές στα όνειρά μου να μιλάει, με σιγανή και λυπητερή φωνή, κάνοντας παύσεις, είπε: «Των πεθαμένων ίσκιοι…, της λησμονιάς διαβαίνοντας…, λιβάδι από ασφοδίλια…»*





* Ανάκατοι στίχοι και λέξεις από τη «Νέκυια» της Οδύσσειας και τη «Λήθη» του Λορέντζου Μαβίλη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: