Γεγονότα
Η πελώρια ατσάλινη σφαίρα
έτρεχε ανεξέλεγκτη στη λεωφόρο
ολοταχώς προς τη θάλασσα
βρόνταγε ο τόπος, σπάζανε τα τζάμια
σουρούπωνε κι ανέβαινε πανσέληνος
όσοι δεν ήξεραν πολλά για τη ζωή
βάζανε τα κλάματα
άλλοι στα πεζοδρόμια κλωτσούσανε
τις μηχανές του στιγμιαίου καφέ
οι εκφωνητές στα ραδιόφωνα
κραύγαζαν τα γεγονότα
στο καβάλο τους ερεθισμένοι.
Έστρεψα το κεφάλι μου κάθισα
στην άκρη στην ταράτσα του ουρανοξύστη
απέναντί μου ένα ελικόπτερο
που το έλεγαν Μαρία κι ένα Χάριερ
χορεύαν εκκωφαντικά το βαλς,
Λέει το Χάριερ :
«Πρέπει ν αντέξουμε. Αξίζει τέτοιος κόπος.
Μέχρι το ξημέρωμα θα ’χει περάσει
αυτή η γιορτή. Τον άλλο μήνα πάλι.»
Κατάβαση
Πετούσε γύρω γύρω στεναχωρημένο
το στρατιωτικό ελικόπτερο που το έλεγαν Μαρία
φορούσε γύρω γύρω μπέρτα διάφανη
με κεντημένους τους αστερισμούς επάνω της
η μπέρτα μπλέκονταν στους έλικες, έκλαιγε το Μαρία.
Χτύπησα τα κουδούνια
ξεσήκωσα την πολυκατοικία
να σφάξουμε την τηλεόραση με δυνατό μαχαίρι
που είχα βρει στη μαύρη αγορά·
οι ένοικοι με καταδώσαν
άσυλο βρήκα στην Ουμπέρτα
την έρημη πλατεία την ιερή πλατεία
του πεντάωρου βαδίσματος.
Αργά περιστρεφόμενα τ' αγάλματα των ελεφάντων
και των εξάχειρων θεών διαλογίζονταν
σε χώρο αστρικό, στα στήθη τους γιρλάντα.
Κοίταξα μέσα μου, σκέφτηκα
χρόνια σαράντα πριν, το πατρικό
το σπίτι μ’ ένα ρόδι στο περβάζι
και τα πικρά τα λόγια του πατέρα στη βεράντα.