«Όχι μια μουσική που λύνεται/μα πάθος για τη μέσα έκφραση/μιας ασυναρτησίας»

«Όχι μια μουσική που λύνεται/μα πάθος για τη μέσα έκφραση/μιας ασυναρτησίας»


Στο νέο αφιέ­ρω­μα διαρ­κεί­ας που φι­λο­ξε­νεί ο Χάρ­της, με τί­τλο στί­χους από το ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Νί­κου Αλέ­ξη Ασλά­νο­γλου Ο δύ­σκο­λος θά­να­τος (Θεσ­σα­λο­νί­κη 1954, Νε­φέ­λη 2007), τρα­γου­δο­ποιοί της νε­ό­τε­ρης γε­νιάς πα­ρου­σιά­ζουν με­λο­ποι­ή­σεις ποι­η­μά­των σύγ­χρο­νων ποι­η­τριών και ποι­η­τών που εκ­δό­θη­καν στην Ελ­λά­δα με­τά το 2000. Το αφιέ­ρω­μα επι­χει­ρεί να εξε­ρευ­νή­σει τη σχέ­ση με­τα­ξύ της ποι­η­τι­κής τέ­χνης και της τρα­γου­δο­ποι­ί­ας, όπως αμ­φό­τε­ρες καλ­λιερ­γού­νται και αν­θί­ζουν τις τε­λευ­ταί­ες δύο δε­κα­ε­τί­ες στη χώ­ρα μας. Από τον Μάρ­τιο του 2024 έως και τον Μάρ­τιο του 2025, κά­θε μή­να θα δη­μο­σιεύ­ε­ται στον Χάρ­τη μία με­λο­ποί­η­ση σε μορ­φή βί­ντεο κα­θώς και μια σύ­ντο­μη γρα­πτή συ­νο­μι­λία με τις/τους τρα­γου­δο­ποιούς.


_________

Ο Κρέ­ων Κα­να­κά­ρης με­λο­ποιεί και ερ­μη­νεύ­ει το ποί­η­μα «Με τα χέ­ρια στις τσέ­πες» του Θε­ό­δω­ρου Μπα­σιά­κου.
_______


«Όχι μια μουσική που λύνεται/μα πάθος για τη μέσα έκφραση/μιας ασυναρτησίας»
Με τα χέρια στις τσέπες

Γράφω
με τα χέρια στις τσέπες,
αλά σουλατσαδόρος.
Γράφω με τα πόδια,
στο δρόμο.
Οι βόλτες μου είναι η ποιητική μου συλλογή.
(Κυκλοφορεί!)
Τα γραπτά μου – απλώς κάποια ίχνη π’ αφήνω πίσω μου
κι αργά ή γρήγορα θα χαθούν·
ελαφρές πες μελωδίες που σφυρίζω αδιάφορα
καθώς διασταυρώνουμαι με τίποτ’ ύποπτους μπάτσους…



ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ
από το βιβλίο: Γκαγκάν μυτεράν, Vivere Freakolosamente. Άπα(ν)τα ποιήματα και πεζά. Φυλλάδα ποιημάτων και άλλων συναφών καταστάσεων, επιμ. Κώστας Δεσποινιάδης – Μαριάνθη Μαρκοπούλου, εκδ. Πανοπτικόν 2021, σελ. 24.

«Όχι μια μουσική που λύνεται/μα πάθος για τη μέσα έκφραση/μιας ασυναρτησίας»
Η συνέντευξη


Για ποιούς λό­γους διά­λε­ξες να με­λο­ποι­ή­σεις αυ­τό το ποί­η­μα;

Στον Μπα­σιά­κο (Ποιος εί­ναι; Να πα' να τον μά­θε­τε, που λέ­ει σ’ άλ­λα συμ­φρα­ζό­με­να ο συγ­γρα­φέ­ας του Μπι­ντέ), στο Μπα­σιά­κο λέω, η μου­σι­κή εί­ναι πα­ρού­σα με τα όλα της, με τις «ελα­φρές με­λω­δί­ες», τα τα­ρα­τα­τζούμ αλ­λά και τις παύ­σεις της. Ίσως το διά­λε­ξα για λό­γους ευ­κο­λί­ας, λοι­πόν! Δεν εί­ναι μό­νο αυ­τό όμως. Στο έρ­γο του, κι αυ­τό το ποί­η­μα εί­ναι κα­λό δείγ­μα, πά­ντα υπάρ­χει κε­ντρί ― ή έστω ένα ζα­χα­ρω­μέ­νο βό­τσα­λο, που 'λε­γε κι ο Χιό­νης... Η δου­λειά μου, όπως δια­πι­στώ­νω τώ­ρα, ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο να εκ­μαιεύ­σω ένα τρα­γού­δι, πα­ρά να με­λο­ποι­ή­σω ένα ποί­η­μα. Η με­λω­δία προ­έ­κυ­ψε πο­δα­ρο­δρο­μι­κώς και με τα χέ­ρια στις τσέ­πες.


Πό­σο κο­ντά ή/και πό­σο μα­κριά εί­ναι το να γρά­φεις τρα­γού­δια με το να γρά­φεις ποι­ή­μα­τα;

Νο­μί­ζω πως εί­ναι πράγ­μα­τα συγ­γε­νι­κά. Απλά στο ποί­η­μα η υπό­κρου­ση ση­μειώ­νε­ται με συ­μπα­θη­τι­κή με­λά­νη. Στο τρα­γού­δι, όπου μου­σι­κή και στί­χος πλά­θο­νται αμοι­βαία, οι απο­φά­σεις που λαμ­βά­νο­νται σχε­τι­κά με τη με­λω­δία, το ρυθ­μό, την ερ­μη­νεία κλπ., δια­μορ­φώ­νουν ένα πιο «ορι­στι­κό» το­πίο. Αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται κι έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο απεύ­θυν­σης στη φα­ντα­σία του ακρο­α­τή. Το ποί­η­μα, όσους κα­νό­νες κι αν ακο­λου­θεί ή πα­ρα­βαί­νει, εί­ναι πιο ανοι­χτό στην εν­δε­χο­με­νι­κό­τη­τα, scripta volant δη­λα­δή, κι ας λέ­νε.


Ποιές με­λο­ποι­ή­σεις ποι­η­μά­των από εγ­χώ­ριους ή ξέ­νους καλ­λι­τέ­χνες έχεις θαυ­μά­σει και για­τί;

Μου ‘ρχο­νται στο μυα­λό κά­ποιες με­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις στο έρ­γο καλ­λι­τε­χνών, όπως η «Δι­καί­ω­ση» του Κα­ρυω­τά­κη, από την Ηδύ­λη Τσα­λί­κη κι ακό­μα η «Νι­νόν» του Ορέ­στη Λά­σκου, που με­λο­ποί­η­σε ο Σαβ­βό­που­λος. Με­ρι­κά τρα­γού­δια της Violeta Parra, βα­σι­σμέ­να σε ποι­ή­μα­τα του αδελ­φού της Nicanor. Η «Ballade des dames du temps jadis» του Βι­γιόν, όπως την τρα­γού­δη­σε ο Brassens. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες απ’ τις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές νιώ­θω πως η μου­σι­κή δέ­νε­ται ορ­γα­νι­κά με το λό­γο, χω­ρίς να κραυ­γά­ζει το πό­σο δου­λε­μέ­νη εί­ναι.
Πο­λύ εν­δια­φέ­ρον, από πρό­σφα­τες κυ­κλο­φο­ρί­ες, πα­ρου­σιά­ζει το Estlin Project, που επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ποί­η­ση του Cummings.


Λει­τουρ­γεί το ποί­η­μα σαν οδη­γός για την μου­σι­κή που θα το συ­να­ντή­σει, ή ανά­πο­δα; Ποιες εί­ναι κα­τά τη γνώ­μη σου οι απα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να γί­νει το ποί­η­μα τρα­γού­δι;

Συ­νή­θως ο λό­γος οδη­γεί τη δια­δι­κα­σία αυ­τή, το αντί­θε­το συμ­βαί­νει μάλ­λον πιο σπά­νια. Βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση εί­ναι ν’ ακούς μες στο ποί­η­μα κά­τι που εν­δε­χο­μέ­νως αξί­ζει να μά­θουν πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι.


Υπάρ­χει κά­ποιο ποί­η­μα ή κά­ποια ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση που θα ήθε­λες πο­λύ να με­λο­ποι­ή­σεις στο μέλ­λον και αν ναι ποιο/ποια;

Κά­τι από τη «Νυ­χτω­δία των συ­νό­ρων» ή την «Εκ­δρο­μή» της Βι­κτω­ρί­ας Θε­ο­δώ­ρου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: