Στη σκοτεινή καμπίνα

Άλμπρεχτ Ντίρερ, «Μελαγχολία Ι», 1514. (Ψηφιακά επιχρωματισμένη χαλκογραφία)
Άλμπρεχτ Ντίρερ, «Μελαγχολία Ι», 1514. (Ψηφιακά επιχρωματισμένη χαλκογραφία)




Ο ΙΜΠΝ ΑΛ ΜΑΣΟΥΡ εί­ναι ένας ποι­η­τής στο λυ­κό­φως. Από και­ρό τώ­ρα έχει πά­ψει να ανα­γνω­ρί­ζει την πα­τρί­δα του: θέ­λει να υπερ­βεί τα σύ­νο­ρα, ν’ ανοί­ξει τα φτε­ρά του, να συ­να­ντή­σει τους αν­θρώ­πους που θα αγα­πή­σει στον δρό­μο της ξε­νι­τειάς. Ασκεί­ται σ’ αυ­τό από το πρωί ως το βρά­δυ ακού­γο­ντας τον ήχο των τυ­μπά­νων που έρ­χε­ται σπά­νια από το βά­θος της ερή­μου. Όλο και βυ­θί­ζε­ται στη με­λέ­τη του φύ­λου και της φυ­λής, στο νό­η­μα της αποι­κί­ας, στην ου­σια­στι­κή διά­στα­ση της ξέ­νης δια­κυ­βέρ­νη­σης, στη χα­μέ­νη υπό­θε­ση της ταυ­τό­τη­τας, στο απο­λε­σθέν έδα­φος.
Να κα­τα­λά­βει: αυ­τό ζη­τά με τη δια­τρι­βή του. Να κα­τα­λά­βει πού χά­θη­καν τα ιδε­ώ­δη, πού ακρι­βώς έγι­νε το στρα­βο­πά­τη­μα της σκέ­ψης. Για­τί ως ποι­η­τής νιώ­θει δι­χα­σμέ­νος. Ακού­ει, στο βά­θος της συ­νεί­δη­σής του, το χόρ­δι­σμα των ορ­γά­νων από ένα κον­τσέρ­το υπο­χρε­ω­τι­κό, όπου ο ίδιος εί­ναι σο­λίστ πια­νί­στας, και το ση­μείο που κα­λεί­ται να ερ­μη­νεύ­σει εί­ναι obbligato,[1] ανα­ντι­κα­τά­στα­το- πρέ­πει να παι­χτεί ακρι­βώς όπως γρά­φτη­κε. Το κομ­μά­τι από το «Grand Macabre» του Λι­γκέ­τι[2] που έχει βά­λει να ακού­σει στο πικ-απ ανή­κει σε ένα καλ­λι­τε­χνι­κό ρε­περ­τό­ριο άγ­χους, δι­χα­σμέ­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας, σε ένα ιδιο­συ­γκρα­σια­κό σε­νά­ριο κρό­νειου τα­μπε­ρα­μέ­ντου[3] που θα γυ­ρι­στεί σε ται­νία από σκη­νο­θέ­τη αυ­τό­χει­ρα και ηθι­κά δει­λό.
Κα­τά το σού­ρου­πο ο ποι­η­τής γδύ­νε­ται, ανοί­γει το ντους, τε­ντώ­νε­ται όσο φτά­νει και ανοί­γει και τον φεγ­γί­τη του μπά­νιου. Απλώ­νει το σα­μπουάν και γε­μί­ζει με αφρό τα μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά του, που έχουν αρ­χί­σει να γκρι­ζά­ρουν στους κρο­τά­φους. Όσο σα­που­νί­ζε­ται σκέ­φτε­ται τον Λαύ­ρο, αυ­τόν τον άμοι­ρο εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο άντρα που εί­χε συ­να­ντή­σει στο όνει­ρό του.

Ο ΛΑΥ­ΡΟΣ τού έμοια­ζε σε απί­στευ­το βαθ­μό: ήταν, να πού­με, μια άλ­λη εκ­δο­χή του. Μά­λι­στα, στον ύπνο του (εκεί, δη­λα­δή, όπου εί­χαν συ­να­ντη­θεί) ο Λαύ­ρος απο­λο­γή­θη­κε για την τό­σο εξώ­φθαλ­μη φυ­σιο­γνω­μι­κή ομοιό­τη­τα, συ­νι­στώ­ντας στον ποι­η­τή να μην τα­ρά­ζε­ται. Να μεί­νει ήσυ­χος, του εί­πε, για­τί ήταν προ­ϊ­όν της φα­ντα­σί­ας του. Σαν να συ­νε­νώ­νο­νταν, στη μορ­φή του Λαύ­ρου, όλοι, «οι γέ­ροι και οι νέ­οι, οι τρε­λοί και οι γνω­στι­κοί, σαν να ήταν όλοι αδέλ­φια του, και σαν όλες οι γυ­ναί­κες να ήταν αδελ­φές και ερω­μέ­νες του».[4] Σαν η ίδια του η φα­ντα­σία να λο­γο­δο­τού­σε για την αυ­θαι­ρε­σία της...
Τον ονει­ρεύ­τη­κε στη διάρ­κεια ενός τα­ξι­διού με πλοίο. Η κου­κέ­τα κου­νιό­ταν έναν όρο­φο κά­τω από την ίσα­λο γραμ­μή, το κα­ρά­βι έκα­νε πνι­χτά άλ­μα­τα πά­νω από τα κύ­μα­τα, και με­τά έτρι­ζε ελα­φρά. Αυ­τός ο επα­να­λαμ­βα­νό­με­νος ήχος τον να­νού­ρι­ζε. Δεν θυ­μό­ταν από πού κι ως πού εί­χε απο­φα­σί­σει να φύ­γει γι’ αυ­τό το τα­ξί­δι, ωστό­σο ήταν μια από­φα­ση στέ­ρεα και αμε­τά­κλη­τη –από­δει­ξη το ότι, ενώ του δό­θη­κε η ευ­και­ρία να φω­το­τυ­πή­σει κά­ποια αρ­χεία εφη­με­ρί­δων που χρεια­ζό­ταν για την ερ­γα­σία του, εκεί­νος προ­τί­μη­σε να τα αφή­σει για την επι­στρο­φή και ν ’α­να­χω­ρή­σει απευ­θεί­ας για το λι­μά­νι. Σαν κά­ποια φω­νή λοι­πόν να τον κα­λού­σε σ’ αυ­τό το τα­ξί­δι, που ήταν τε­λεί­ως εκτός του προ­σω­πι­κού του προ­γραμ­μα­τι­σμού. Ταί­ρια­ζε, όμως, με τη νέα στά­ση που ο Ιμπν Αλ Μα­σούρ εί­χε υιο­θε­τή­σει απέ­να­ντι στα πράγ­μα­τα: να αφή­νε­ται εκεί όπου θα τον πα­ρά­σερ­νε το ρεύ­μα των και­ρών.
Εί­χαν πε­ρά­σει τρεις ώρες και το κα­ρά­βι εί­χε ανοι­χτεί στην κα­τά­μαυ­ρη θά­λασ­σα, στη διάρ­κεια μιας αφέγ­γα­ρης νύ­χτας που τη φώ­τι­ζαν μό­νο ένα-δυο αστέ­ρια και λάμ­ψεις από κυα­νό κο­βάλ­τιο,[5] στο βά­θος δυ­τι­κά, φώ­τα από ‘κεί­νο το λι­μά­νι που απο­μα­κρυ­νό­ταν.[6] Ο Ιμπν Αλ Μα­σούρ ένιω­σε κού­ρα­ση ―τα χέ­ρια στις τσέ­πες του σαν δυο χει­ρο­βομ­βί­δες[7] κι έτσι κα­τη­φό­ρι­σε προς την κου­κέ­τα, διέ­σχι­σε δια­δρό­μους που ήσαν πα­νο­μοιό­τυ­ποι, χά­θη­κε για λί­γο και τε­λι­κά εντό­πι­σε την κα­μπί­να.
Όπως έκλει­ναν τα μά­τια του, εί­δε κά­ποιον ν’ ανοί­γει την πόρ­τα και να μπαί­νει στα σκο­τει­νά. Μια λε­πτή φω­τει­νή δέ­σμη περ­νού­σε από την τουα­λέ­τα, όπου εί­χε σκό­πι­μα αφή­σει το φως ανοι­χτό. Θα πρέ­πει να ήταν ο συ­νε­πι­βά­της με τον οποίο λο­γι­κά θα μοι­ρα­ζό­ταν την κα­μπί­να, αλ­λά δεν ήταν και σί­γου­ρος- άλ­λω­στε, δεν επι­κρα­τού­σε η λο­γι­κή εκεί­νη τη στιγ­μή. Ο άγνω­στός άν­θρω­πος πλη­σί­α­σε, έρι­ξε μια μα­τιά στο εφαρ­μο­στό κο­μο­δί­νο του κα­ρα­βιού, με­τά έρι­ξε μια μα­τιά στο κι­νη­τό του, το έκλει­σε, στρά­φη­κε προς το μέ­ρος του κι έσκυ­ψε από πά­νω του.

―Εί­μαι ο Λαύ­ρος, του εί­πε.

Ο Ιμπν αλ Μα­σούρ κοκ­κά­λω­σε, για­τί αντί­κρυ­σε τον σω­σία του. Δεν εί­χε ξα­να­δεί τον εαυ­τό του να του μι­λά, ού­τε στο πιο ορ­για­στι­κό αφή­γη­μα του μυα­λού του.

O ΛΑΥ­ΡΟΣ του εί­πε πως ήταν Αρ­μέ­νιος, πως κα­τα­γό­ταν από την Ταρ­σό της Κι­λι­κί­ας, πως ήταν ιπ­πό­της του δέ­κα­του τρί­του αιώ­να, όχι όμως μέ­λος θρη­σκευ­τι­κού τάγ­μα­τος, και πως η στρά­τευ­σή του δεν εί­χε την πα­ρα­μι­κρή σχέ­ση με τον Τί­μιο Σταυ­ρό και όλα αυ­τά τα κου­ρα­φέ­ξα­λα -χρη­σι­μο­ποί­η­σε την πε­ρι­φρο­νη­τι­κή λέ­ξη «κου­ρα­φέ­ξα­λα» για να πε­ρι­γρά­ψει το κε­ντρι­κό ιδε­ώ­δες χι­λιά­δων ευ­γε­νών στη διάρ­κεια δύο ολό­κλη­ρων αιώ­νων πο­λέ­μου. Τον εί­χαν επι­στρα­τεύ­σει με το έτσι θέ­λω, εί­πε, και με βα­ριά καρ­διά εί­χε ακο­λου­θή­σει αυ­τόν τον συρ­φε­τό από τυ­χο­διώ­κτες ως τη Μέ­ση Ανα­το­λή.
Τα πράγ­μα­τα πή­γαν χει­ρό­τε­ρα απ’ ό,τι φα­ντά­ζο­νταν εκεί­νοι οι πρί­γκι­πες, που το μυα­λό τους το εί­χαν στο πλιά­τσι­κο και στην κα­λο­πέ­ρα­ση, που άφη­ναν τους στρα­τιώ­τες να σφά­ζο­νται χω­ρίς λό­γο και που, αρ­γό­τε­ρα, πε­ρι­πλα­νιό­νταν σε μιαν Ευ­ρώ­πη ερει­πω­μέ­νη, μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νη, παί­ζο­ντας σκά­κι με τον Θά­να­το.[8] Oι Μου­σουλ­μά­νοι εί­χαν ανα­κτή­σει την κο­μη­τεία της Έδεσ­σας και εί­χαν κα­τα­σφά­ξει όλους τους λα­τι­νι­κής κα­τα­γω­γής Χρι­στια­νούς ― έτσι οι ορ­θό­δο­ξοι γλί­τω­σαν πα­ρά τρί­χα, κα­θώς ξε­κι­νού­σε η δεύ­τε­ρη Σταυ­ρο­φο­ρία με τον Κον­ρά­δο της Αγί­ας Ρω­μαϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας του Γερ­μα­νι­κού Έθνους, που εί­χε θέ­σει ως στό­χο τη Δα­μα­σκό.
Φί­λους δεν κα­τά­φε­ρε να κά­νει ο Λαύ­ρος στη διάρ­κεια των έξι μη­νών της τα­λαι­πω­ρί­ας του. Μό­νο στην όα­ση Έφ­κα γνώ­ρι­σε, για μια μο­να­δι­κή φω­τει­νή νύ­χτα, ένα κο­ρί­τσι που ονο­μα­ζό­ταν Φρου­ρά. Η Φρου­ρά ήταν μια ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νη κοκ­κι­νο­μά­λα εθνι­κή που πί­στευε στη θεά Αφρο­δί­τη. Όταν τον εί­δε σού­φρω­σε τα φρύ­δια της και μα­ζεύ­τη­κε στη γω­νιά της σαν να προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν για το τέ­λος αυ­τής της συ­νά­ντη­σης που μό­λις εί­χε αρ­χί­σει. Έμοια­ζε με ψα­ρο­πού­λι που εί­χαν μα­δή­σει τα φτε­ρά του, όμως εί­χε ολο­κλη­ρώ­σει την πτή­ση του πά­νω από σκο­τει­νά δά­ση, πά­νω από πο­τά­μια και βο­σκές, αρ­χαί­ες θά­λασ­σες κι απέ­ρα­ντα βα­θύ­σκια ρου­μά­νια στις ανή­λια­γες πτυ­χές ορο­σει­ρών, πά­νω από την έρη­μο και τους ψι­θύ­ρους της και πέ­ρα από τις χιο­νι­σμέ­νες εκτά­σεις.
Ήταν μια σύν­θε­ση από μπού­κλες και αγ­γίγ­μα­τα,[9] γω­νί­ες χει­λιών και ανά­σες, εγ­γα­στρί­μυ­θες κραυ­γές μιας φυ­λής Τουα­ρέγκ,[10] μια αχνή γυ­ναι­κεία μορ­φή που δια­βά­ζει ένα γράμ­μα,[11] μέ­λη σω­μά­των που απο­συ­ντί­θε­νται,[12] ξε­σκλί­δια αιχ­μη­ρά από κου­μπιά και πόρ­πες, απο­σπά­σμα­τα από μι­κρές νυ­χτε­ρι­νές μου­σι­κές, σπι­ρί­τσουαλς και πορ­το­γα­λι­κά fados, εί­χε τη γλυ­κύ­τη­τα μιας πα­ρα­πο­νε­μέ­νης συγ­χορ­δί­ας σε ρε, σολ, σι και μι μι­νό­ρε, κά­τι από τη Ζι­στίν του Σαντ, τους στί­χους του Χάι­νε και τα σκαν­δι­να­βι­κά sagas, τα γαιώ­δη γκρί­ζα και τις ώχρες από την Πο­μπη­ία, λί­γο από το χα­μό­γε­λο μιας αρ­χαϊ­κής Κό­ρης κι από τον μα­γνη­τι­σμό μιας βυ­ζα­ντι­νής αγιο­γρα­φί­ας. Και, πά­νω απ’ όλα, ανέ­δι­δε ένα άρω­μα από μι­σο­μα­ρα­μέ­νους παν­σέ­δες, βιο­λέ­τες, μαρ­γα­ρί­τες και απο­ξη­ρα­μέ­να κλα­δά­κια δε­ντρο­λί­βα­νου που φύ­λα­γε με επι­μέ­λεια στο κο­μο­δί­νο της.[13]



ΗΦΡΟΥ­ΡΑ κα­τοι­κού­σε στην όα­ση Έφ­κα από τό­τε που εί­χε γεν­νη­θεί και οι ορί­ζο­ντές της ήταν πο­λύ πε­ριο­ρι­σμέ­νοι: γνώ­ρι­ζε τον κό­σμο μό­νο όσο έφτα­νε ο οπτι­κός της κώ­νος. Και ο ορί­ζο­ντάς της ήταν θο­λός τις μέ­ρες που φυ­σού­σε ο άνε­μος χα­μπούμπ από την έρη­μο, η άμ­μος ση­κω­νό­ταν κι έφτια­χνε ένα πε­ρι­στρε­φό­με­νο σύν­νε­φο, ένα εί­δος τυ­φώ­να που σκέ­πα­ζε και σκο­τεί­νια­ζε τα πά­ντα. Ήταν τό­σο διεισ­δυ­τι­κή αυ­τή η άμ­μος, που η μά­να της σφρά­γι­ζε το φα­γη­τό μέ­σα στην κα­τσα­ρό­λα, έκλει­νε την κα­τσα­ρό­λα στο ψυ­γείο του πά­γου, κλεί­δω­νε το ψυ­γείο και κα­τέ­βα­ζε τα παν­τζού­ρια. Έπει­τα έβα­ζε πε­τσέ­τες και κι­λί­μια στις χα­ρα­μά­δες, μην και μπει η άμ­μος κα­θώς έξω μαι­νό­ταν το χα­μπούμπ. Και με­τά από δυο-τρεις ώρες τε­λεί­ω­νε το χα­μπούμπ, στα­μα­τού­σε το βου­η­τό του ανέ­μου και το κουρ­νια­χτό, η μά­να της ξα­νά­νοι­γε τα παν­τζού­ρια, έβγα­ζε την κα­τσα­ρό­λα απ’ το ψυ­γείο, ζέ­σται­νε και σέρ­βι­ρε το φα­γη­τό και τό­τε, ακό­μα, ένιω­θαν την άμ­μο να κρι­τσα­νί­ζει στα δό­ντια τους.
Το τάγ­μα του Λαύ­ρου, αφού απέ­τυ­χε στη Δα­μα­σκό και ανα­γκα­στι­κά πή­ρε τον δρό­μο του γυ­ρι­σμού, τον εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει στη μέ­ση της ερή­μου, όπου συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ότι η πα­τρί­δα του εί­χε ορι­στι­κά χα­θεί και ότι δεν θα υπήρ­χε γι’ αυ­τόν πο­τέ πια επι­στρο­φή. Δεν τον ένοια­ζε όμως, εί­πε, για­τί η μά­να του και η αδερ­φή του, ό,τι εί­χε και δεν εί­χε στον κό­σμο, όλοι εί­χαν σκο­τω­θεί στον πό­λε­μο.
Η Φρου­ρά ήταν η ανέλ­πι­στη μνή­μη απ’ όλους αυ­τούς τους σκο­τω­μέ­νους, γι­’αυ­τό του μί­λη­σε για το συ­ναί­σθη­μα της κα­τα­στρο­φής, το nakba,[14] και τα μά­τια της υγράν­θη­καν. Σ’ αυ­τήν την όα­ση τα ρήγ­μα­τα έκλει­ναν σι­γά σι­γά, δεν κυ­λού­σε μαύ­ρη χο­λή ολό­γυ­ρα. Ο ιπ­πό­της απο­κοι­μή­θη­κε γα­λή­νιος στην αγκα­λιά της. Και ονει­ρεύ­τη­κε τους συ­ντρό­φους του μες στις πα­νο­πλί­ες τους, χα­μέ­νους σε μιαν άγνω­στη διά­στα­ση, ωχρούς, δι­ψα­σμέ­νους, να τον ανα­ζη­τούν στο έρε­βος...[15]

Το πρωί το κο­ρί­τσι εί­χε χα­θεί.

Έτσι επέ­λε­ξε να με­τα­φέ­ρει στον ποι­η­τή την ει­κό­να της Φρου­ράς εκεί­νη τη νύ­χτα, μέ­σα στη σκο­τει­νή κα­μπί­να του κα­ρα­βιού. Εκεί­νη τη μο­να­δι­κή νύ­χτα που την εί­χε συ­να­ντή­σει δεν φυ­σού­σε κα­θό­λου στην έρη­μο. Υπήρ­χε με­γά­λη διαύ­γεια και τ’ αστέ­ρια συ­να­ντιού­νταν στο στε­ρέ­ω­μα για να δια­γρά­ψουν τη φι­γού­ρα της Με­γά­λης Άρ­κτου. Και όμως, ήταν μια βαλ­πούρ­γεια νύ­χτα, γε­μά­τη ανά­σες από πε­θα­μέ­νες ψυ­χές, ψυ­χές που κα­λού­σαν τη Φρου­ρά κο­ντά τους κρού­ο­ντας πα­νάρ­χαια τύ­μπα­να.

Ακού­στη­κε ο πα­φλα­σμός της θά­λασ­σας από την κου­πα­στή. Ο Λαύ­ρος σή­κω­σε το σκέ­πα­σμα του δι­κού του κρε­βα­τιού για να κοι­μη­θεί. Αμέ­σως, ως δια μα­γεί­ας, ακού­στη­κε ένα τρί­ξι­μο και η μορ­φή του έσβη­σε μες στο σκο­τά­δι της κα­μπί­νας.

Τό­τε ήταν που ο Ιμπν αλ Μα­σούρ μοι­ρά­στη­κε στα δύο.[16]


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: